Προφητου Ἠλιου του Θεσβιτου – Πιστευω, Κυριε!
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΑ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2623
Προφήτου Ἠλιοὺ τοῦ Θεσβίτου
Σάββατο 20 Ἰουλίου 2024
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Πιστευω, Κυριε!
Μεγάλος ἅγιος ἑορτάζει, ἀδελφοί μου, σήμερα. Τὴν ἡμέρα αὐτή, 20 Ἰουλίου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾷ τὸν προφήτη Ἠλία τὸν Θεσβίτη, ποὺ ἔζησε καὶ ἔδρασε στὰ χρόνια τῆς παλαιᾶς διαθήκης, τὸν 9ο π.Χ. αἰῶνα. Ἡ ἱερὰ μνήμη του ζωντανεύει μπροστά μας τὴν πολυτάραχη ζωή του. Τί πρῶτο καὶ τί δεύτερο νὰ θυμηθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες του;
Ἦταν τὰ χρόνια ποὺ ὁ μεγάλος αὐτὸς κήρυκας τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ ἦλθε, κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, σὲ σφοδρὴ σύγκρουσι μὲ τὸν ἀσεβῆ βασιλιᾶ Ἀχαὰβ γιὰ τὴν ἀποστασία του ἀπὸ τὴν πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὴν κατάπτωσι στὴ λατρεία τοῦ Βάαλ.
Τί ἦταν ὁ Βαάλ; Ὁ πιὸ αἰσχρὸς θεὸς τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Τοὺς ἔβαλε ὁ βασιλιᾶς καὶ μάζεψαν μπροῦτζο, ποὺ τότε εἶχε μεγάλη ἀξία. Τὸν ἔλειωσαν κ᾽ ἔκαναν ἕνα ἄγαλμα δεκαπέντε μέτρα ὕψος, μὲ χέρια ἕτοιμα νὰ δεχτοῦν θυσία σὲ ἀνοιχτὲς παλάμες. Τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ξοάνου αὐτοῦ ἦταν κούφιο, σὰν φοῦρνος, μέσα στὸν ὁποῖο ἔρριχναν ξύλα, κλαδιά, πίσσα, εὔφλεκτες ὗλες. Ἔβαζαν φωτιά, ὁ μπροῦτζος γινόταν κόκκινος, κι ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια τοῦ εἰδώλου ἔβγαιναν φλόγες. Καὶ τότε συνέβαινε κάτι ἀπίστευτο· τὴν ὥρα ἐκείνη μανάδες ἔφερναν μικρὰ παιδιὰ ποὺ κρατοῦσαν στὴν ἀγκαλιά, τ᾽ ἄφηναν ἐπάνω στὶς πυρακτωμένες παλάμες καὶ τὰ παιδάκια κλαίγοντας – σπαράζοντας καίγονταν σὰν τὸ λιβάνι.
Τέτοιο θεὸ λάτρευαν, ποὺ τὸν εἶχε ἐγκαταστήσει ἐκεῖ ὁ Ἀχαάβ. Πίσω ὅμως ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ ἦταν ἡ βασίλισσα, ἡ φοβερὴ Ἰεζάβελ· αὐτὴ εἶχε φέρει μαζί της ἀπὸ τὸ πατρικό της σπίτι τὴν εἰδωλολατρία καὶ εἶχε παρασύρει σ᾽ αὐτὴν καὶ τὸ βασιλιᾶ σύζυγό της καὶ τὸ λαό.
Αὐτὴ λοιπὸν μισοῦσε πολὺ τὸν προφήτη Ἠλία. Τὸ μένος της ἐναντίον του ξέσπασε ἰδίως μετὰ ἀπὸ ἕνα «μάτς», μία ἀναμέτρησι, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἁγνὴ πίστι στὸν Κύριο κατατρόπωσε τὴν αἰσχρὴ εἰδωλολατρία. Τὰ πράγματα ἔγιναν ὡς ἑξῆς.
* * *
Ὁ προφήτης Ἠλίας βλέποντας, ἀγαπητοί μου, τὸ παλάτι καὶ τὸ λαὸ ν᾽ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὸν Κύριο, μὲ θεῖο ζῆλο καὶ ἀκλόνητη πίστι, προκάλεσε ἕνα δύσκολο διαγωνισμό. –Μάζεψε σύ, πρότεινε στὸν Ἀχαάβ, πάνω στὸ Καρμήλιο ὄρος ὅλο τὸ λαὸ καὶ «τοὺς προφήτας τῆς αἰσχύνης» (Γ΄ Βασ. 18,19). Κι ἂς γίνουν ἐκεῖ δύο ξεχωριστὲς θυσίες. Φέρτε δύο βόδια, φέρτε καὶ ξύλα, ἀλλὰ φωτιὰ μὴν ἀνάψετε. Τὸ ἕνα βόδι νὰ τὸ θυσιάσουν οἱ ἱερεῖς τοῦ Βάαλ σὲ δικό τους θυσιαστήριο καὶ τὸ ἄλλο ἐγὼ σὲ δικό μου, καὶ ὅποιος θεὸς στείλῃ φωτιὰ γιὰ τὴ θυσία, αὐτὸς θὰ εἶνε ὁ ἀληθινός. Συμφωνεῖτε;
Δέχτηκαν τὴν πρότασί του καὶ πρῶτοι ἄρχισαν τὴ θυσία οἱ «ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης». Οἱ προσευχές τους ὅμως ἔμειναν ἄκαρπες. Ὅταν ἦρθε ἡ σειρὰ τοῦ Ἠλία, μόλις προσευχήθηκε αὐτός, ἀμέσως «ἔπεσε πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ» (ἔ.ἀ. 18,38) καὶ κατέκαυσε μαζὶ μὲ τὸ σφάγιο καὶ ὅλα γύρω του. Ἀποδείχθηκε ἔτσι μπροστὰ σὲ ὅλους τετραγωνικῶς κι ἀναντιρρήτως ἡ ἀπάτη τῆς εἰδωλολατρίας. Μετὰ τὴν ἀναμέτρησι ὁ Ἠλίας προχώρησε ἀμέσως σὲ ἐπίθεσι· εἶπε νὰ συλλάβουν ἀμέσως ὅλους τοὺς «ὑπηρέτες τῆς ντροπῆς» καὶ τοὺς κατέσφαξε μὲ τὸ χέρι του στὸ χείμαρρο Κισσών.
Σὰν τά ᾽μαθε αὐτὰ ἡ Ἰεζάβελ, ἡ κακιὰ καὶ διεστραμμένη βασίλισσα, ἐφρύαξε ἐναντίον του καὶ τοῦ μήνυσε ἀπειλητικά, ὅτι θὰ τὸν θανατώσῃ. Στὸ ἄκουσμα τῆς ἀπειλῆς ὁ ἀτρόμητος Ἠλίας δείλιασε· ἄνθρωπος ἦταν κι αὐτός· φάνηκε ὅτι ἡ δύναμις ποὺ εἶχε ἦταν τοῦ Θεοῦ, ὄχι δική του. Σηκώθηκε τότε κ᾽ ἔφυγε φοβισμένος πολὺ μακριά· ἀπὸ τὸ βορρᾶ βρέθηκε στὸ νότο. Σκαρφάλωσε σὲ βουνά, τρύπωσε σὲ σπηλιές. Βάδισε χιλιόμετρα διψασμένος, πεινασμένος, καταζητούμενος ἀπὸ στρατιωτικὰ ἀποσπάσματα, ποὺ τὸν ἔψαχναν σὲ βουνὰ καὶ ῥουμάνια νὰ τὸν συλλάβουν. Τελικὰ δὲν τὸν βρῆκαν.
Σὲ μιὰ στιγμή, ἐνῷ βασίλευε ὁ ἥλιος, ἔνιωσε ἀπελπισία. Εἶδε τὰ ἀνάκτορα μέσα στὴν εἰδωλολατρία καὶ τὴ διαφθορά. Εἶδε τοὺς πλουσίους πλεονέκτες, κοράκια καὶ ὄρνεα ἄγρια. Εἶδε τὸν κόσμο γύρω του δειλὸ καὶ ἄνανδρο. Εἶδε τὸ λαό, γυναῖκες – ἄντρες, νὰ προσκυνοῦν τὸν Βαάλ. Ἄρχισε νὰ κλαίῃ λέγοντας· –Θεέ μου, δὲν θέλω νὰ ζῶ στὸ μαῦρο τοῦτο κόσμο, σ᾽ αὐτὴ τὴν κόλασι. [Γιατὶ ἡ γῆ ἀπὸ μᾶς γίνεται ἢ παράδεισος ἢ κόλασι. Κόλασι γίνεται ὅταν αὐτοὶ ποὺ κυβερνοῦν δὲν στέκουν στὸ ὕψος τους]. Ἀπελπισμένος λοιπὸν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀπὸ τὴ φοβερὴ κατάστασι εἶπε ὁ Ἠλίας· Θεέ μου, δὲν θέλω πιὰ νὰ ζῶ, πάρε τὴν ψυχή μου (ἔ.ἀ. 19,4). Καὶ ἔπεσε σὲ ὕπνο.
Ὁ Θεὸς τὸν παρηγόρησε τότε μὲ ἄγγελό του, ποὺ τοῦ ἔφερε τροφὴ καὶ νερό. Σηκώθηκε, ἔφαγε, ἤπιε, πῆρε δύναμι καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του ἐπὶ σαράντα ἡμερόνυχτα. Μπῆκε μετὰ μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ προσευχήθηκε θρηνώντας· –Κύριε, τὰ παιδιά σου σὲ ἐγκατέλειψαν, γκρέμισαν τὰ θυσιαστήριά σου καὶ φόνευσαν τοὺς προφῆτες σου· ἔχω μείνει μόνος καὶ ζητοῦν νὰ μ᾽ ἐξοντώσουν. –Λάθος κάνεις! τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Θεός· δὲν εἶσαι μόνος· ὑπάρχουν ἀκόμη μέσα στὸ λαό μου ἑφτὰ χιλιάδες ψυχὲς ποὺ δὲν ἔσκυψαν, δὲν γονάτισαν στὸν Βάαλ, δὲν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα.
* * *
Τελειώνω, ἀδελφοί μου. Κρατῆστε αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο στὴ μνήμη σας. Εἶνε πολὺ διδακτικό.
Ὅπως στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἠλία ἔτσι καὶ σήμερα ἔχουμε φύγει πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ποιός θὰ μᾶς δώσῃ δάκρυα νὰ θρηνήσουμε τὴν ἀποστασία τοῦ λαοῦ μας; Οἱ ἄνθρωποι ἐγκατέλειψαν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Δὲν βλέπετε;
Τὴν Κυριακὴ δὲν ἐκκλησιάζονται. Οἱ πρόγονοί μας καὶ μέσα στὴν Τουρκιά, χωρὶς καμπάνες, μαζεύονταν ὅλοι στὴν ἐκκλησιά. Λεχῶνες, γέροι ἀνήμποροι, ἄρρωστοι μὲ πυρετὸ στὸ κρεβάτι, μόνο αὐτοὶ ἔλειπαν. Τώρα χτυπάει ἡ καμπάνα, καὶ ὁ ἕνας κοιμᾶται, ὁ ἄλλος εἶνε ξενύχτης γιατὶ χαρτόπαιζε, ὁ ἄλλος πάει γιὰ κυνήγι, ὁ ἄλλος πάει ταξίδι ἢ ἐκδρομὴ ἢ στὸ καφφενεῖο ἢ στὴ δουλειά. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς οὔτε τρεῖς δὲν ἐκκλησιάζονται. Οἰ λεγόμενοι χριστιανοὶ ἄφησαν τὶς ἐκκλησιές· γιὰ αἰσχρὲς ταινίες καὶ ἄλλα θεάματα ὅμως, ἐκεῖ τρέχει καὶ ἡ κουτσὴ Μαριώ.
Ἄλλοτε δὲν τολμοῦσε ἄνθρωπος νὰ πῇ λέξι κατὰ τοῦ Θεοῦ. Τώρα βλέπεις κ᾽ ἕνα ἀστοιχείωτο παιδαρέλι ν᾽ ἀποφαίνεται πὼς Δὲν ὑπάρχει Θεός. Καὶ τὸ φρικτό, ἀκοῦς βρωμερὰ στόματα καὶ νὰ βλαστημᾶνε τὰ θεῖα. Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι; Ἐγὼ περιμένω κάποιο μεγάλο κακὸ στὸν τόπο μας· διότι ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι, ἄντρες – γυναῖκες, γέροι καὶ παιδιὰ ἀκόμα, βλαστημᾶνε τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια.
Τὸ ἀκόμη χειρότερο· ἐνῷ ἄλλοτε ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία ἦταν κάπως πιὸ σπάνια, τώρα πλήθυναν τὰ διαζύγια. Κάθε μέρα στὴ Μητρόπολι ἀντρόγυνα πιέζουν μὲ δικηγόρους κ.λπ. γιὰ διαζύγιο. Βεβαίως, ὅπως δήλωσα, διαζύγιο δὲν δίνω· ἀλλὰ βλέπω πὼς ὁ κόσμος ἄλλαξε.
Τὰ παιδιὰ δὲν σέβονται τοὺς γονεῖς. Ἦρθε πατέρας καὶ ἔκλαιγε, γιατὶ τὸ παιδί του πῆρε ξύλο καὶ τὸν χτήπησε. Μαρμαρωμένα τὰ χέρια παιδιῶν ποὺ χτυποῦν καὶ νὰ ξερριζωθοῦν γλῶσσες ποὺ βρίζουν πατέρα καὶ μάνα. «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» (Λουκ. 9,41).
Κι ἂν μέσα στὸν κόσμο αὐτὸν τῆς ἀνομίας βρεθῇ κανένας καὶ πάῃ στὴν ἐκκλησιά, λένε· Ἔ τὸ βλᾶκα, τὸν καθυστερημένο. Ἂν δοῦν κοπέλλα ντυμένη σεμνά, τὴν κοροϊδεύουν, τὴ λένε καλόγρια. Ἂν δοῦν πολύτεκνο οἰκογενειάρχη ἢ πολύτεκνη μάνα, εἰρωνεύονται. Καὶ μετὰ σοῦ λένε «Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δὲν πεθαίνει». Λάθος, κύριε· πεθαίνει ἡ Ἑλλάδα, καὶ ἡ εὐθύνη βαρύνει ὅλους. Τὰ διπλανά μας κράτη γέμισαν παιδιά. Καὶ ἐμεῖς λιγοστεύουμε, καὶ αὔριο θὰ γίνουμε γηροκομειό. Γιατὶ μπῆκε ὁ διάβολος, ἡ μόδα, τὰ καινὰ δαιμόνια. Κι ὅταν τοὺς μιλήσῃς, εἶσαι κακός… Προτιμῶ, ἀγαπητοί μου, νὰ πέσω ἀπὸ τὸ θρόνο, νὰ πάω στὴν ἔρημο νὰ ζῶ σὰν τὸν Ἠλία. Μὰ ὅσο ζῶ καὶ κρατῶ τὴ ῥάβδο, θὰ κηρύττω καὶ θὰ ἐλέγχω κάθε κακό, ὅπου τὸ συναντῶ, εἴτε στὰ παλάτια εἴτε στὶς καλύβες.
Παιδιά μου, σᾶς μιλῶ μὲ πόνο. Πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο. Ἄν ποτε σᾶς ζητήσω τίποτε δικό μου, ἔχετε δικαίωμα νὰ μὲ κυνηγήσετε μέχρι τὸν Ἁλιάκμονα. Δὲν ζητῶ τίποτε δικό μου. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔπαιρνα αὐτὰ τὰ ἄμφια νὰ τὰ κάψω. Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Θεό, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἀληθινό, πιστεύω σὲ ὅσα κηρύττει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
Μόνος ἔμεινα, εἶπε ὁ Ἠλίας. Καὶ ἔρχονται στιγμὲς ἀπελπισίας ποὺ κ᾽ ἐμεῖς λέμε· Θεέ μου, μείναμε μόνοι. Ὄχι ὄχι! φωνάζει ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Κι ἂν ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ λατρεύουν τὸ Χριστό, ἀκόμα καὶ μέσα στὴ διεφθαρμένη Ἀθήνα, δίπλα στὴν ἀτιμία καὶ διαφθορά, ὑπάρχει καὶ ἁγιότης. Ὑπάρχουν καὶ τίμιοι ἐργάτες στὰ ἐργοστάσια ποὺ δουλεύουν κάνοντας προσευχὴ καὶ διαβάζοντας τὴ νύχτα τὸ Εὐαγγέλιο. Ὑπάρχουν καὶ μεγάλοι ἐπιστήμονες ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸν Κύριο. Γνώρισα διάσημο Ἕλληνα χειροῦργο, ποὺ τὸν ζητοῦν γιὰ ἐπεμβάσεις στὴν Ἀγγλία, καὶ μοῦ εἶπε· Πάτερ μου, προτοῦ νὰ κάνω ἐγχείρησι γονατίζω ὅπως μοῦ ᾽μαθε ἡ ἀγράμματη μανούλα μου –εἶνε ἀπὸ τὴ Θεσσαλία– καὶ προτοῦ νὰ πιάσω τὸ νυστέρι λέω· Χριστέ μου, βοήθησέ με, νὰ μὴν κάνω κακὸ σὲ ἄνθρωπο. Πιστεύουν καὶ πολλοὶ ἐργάτες τῶν γραμμάτων καὶ ἀξιωματοῦχοι. Δὲν ἐρήμωσε ὁ τόπος.
Ἀλλὰ ζοῦμε σὲ χρόνια φοβερά, χρόνια ἀπιστίας. Σᾶς καλῶ λοιπὸν σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή· νὰ πιστεύουμε ὅπως οἱ πρόγονοί μας.
Ἀλλὰ κι ἂν ἔρθῃ ἡμέρα κατηραμένη καὶ ὅλοι πέσουν καὶ προσκυνήσουν ψεύτικους θεούς, τὰ νέα εἴδωλα, κι ἂν ὅλοι ἀπιστήσουν, σύ, παιδί μου, καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, –μ᾽ ἀκοῦς;– νὰ πῇς· Πιστεύω Κύριε! Ὁ ἕνας, ὁ πιστὸς θὰ νικήσῃ· δὲν θὰ νικήσῃ ἡ ἀπιστία, ἡ ἀθεΐα, ὁ ὑλισμός, ὁ διάβολος, ὁ ἀντίχριστος, οἱ μασόνοι, οἱ διεφθαρμένοι· νὰ εἶστε βέβαιοι, θὰ νικήσῃ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος, ὁ βασιλεὺς τῶν αἰώνων· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ Ἄνω Καλλινίκης – Φλωρίνης τὸ Σάββατο 20-7-1968 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 14-6-2024.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.