Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΔΥΝΑΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ «ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ» ως πυραυλος εξερχεται απο την καρδια & το στομα του αληθινου Ορθοδοξου, Ελληνος ιεραρχου Αυγουστινου Καντιωτου (βιντεο). 2) Ἡ δυναμις του «Κυριε, ἐλεησον» (Ομιλια του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιωτου)

date Αυγ 10th, 2024 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΔΥΝΑΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

«ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ»

ως πυραυλος εξέρχεται από την καρδιά & το στόμα του αληθινου Ορθοδοξου, Ελληνος ιεραρχου π. Αυγουστινου Καντιώτου

——-

———-

50751374unled13

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος Κ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 992(2)

Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ. 9,27-35)
11 Αὐγούστου 2024 (2003)
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἡ δυναμις του «Κυριε, ἐλεησον»

«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Ματθ. 9,27)

Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 9,27-35). Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Τὸ πιὸ ὡραῖο βιβλίο τοῦ κόσμου. Χαλίκια εἶνε τὰ ἄλλα βιβλία, διαμάντι εἶνε αὐτό. Ὅ­που διαβάζεται καὶ ἐφαρμόζεται τὸ Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ ὑπάρχει ἀσφάλεια. Ὅπου ὑπάρχει Εὐ­αγγέλιο, διάβολος δὲν πατάει.

* * *

Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Λέει, ὅτι σὲ κάποια πόλι ἦταν δυὸ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Δυσ­τυχισμένοι, διότι δὲν εἶχαν ὑγεία· εἶχαν χάσει τὸ φῶς τους, ἦταν τυφλοί. Ζοῦσαν μέσα σ᾿ ἕ­να σκοτάδι. Δὲν μποροῦσαν νὰ διακρίνουν πό­τε τελειώνει ἡ νύχτα κι ἀρχίζει ἡ μέρα.
Ἡ ὑγεία εἶνε σπουδαῖο ἀγαθό, ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Ἐὰν σ᾿ ἕνα τυφλὸ πῇς «ποιό ἀπὸ τὰ δυὸ προτιμᾷς, ἕνα πουγγὶ λίρες ἢ νὰ δῇς τὸ φῶς σου;», ἐκεῖνος ἀσφαλῶς θὰ προτιμή­σῃ νὰ δῇ τὸ φῶς του. Πρέπει νὰ χάσῃ κανεὶς τὴν ὑγεία, γιὰ νὰ ἐκτιμήσῃ τί εἶχε. Γι᾿ αὐτὸ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες στὸ Θεό.
Ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀχάριστος· ἕνα εὐχαριστῶ δὲν λέει στὸ Μεγαλοδύναμο. Τὸ σκυλί, ἕνα κόκκαλο τοῦ πετᾷς καὶ κουνάει τὴν οὐρά του, σὰν νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφεντικό, σ᾿ εὐχαριστῶ! Κι ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι εὐχαριστῶ δὲν λέει, ἀλλὰ καὶ βλαστημάει μέρα – νύχτα Χριστό, Θεό, ἁγίους, ὅλα τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια.
Οἱ δυὸ τυφλοὶ λοιπὸν ἦταν δυστυχεῖς. Στέκονταν σ᾿ ἕνα σταυροδρόμι, φώναζαν στοὺς διαβάτες καὶ περίμεναν βοήθεια. Ἦταν φτωχοί, δὲν μποροῦσαν νὰ δουλέψουν. Ἀλλά, με­τὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ὑπομονῆς καὶ μέσα στοὺς χιλιάδες περαστικούς, νά καὶ Ἕνας – ὦ Θεέ μου αὐτὸς ὁ Ἕνας! Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ εἶπε τὰ ὡραιότερα λόγια κ᾿ ἔκανε τὰ μεγαλύτερα θαύ­ματα. Ὅπου ἄγγιζε τὸ ἅγιό του χέρι τυφλοὶ ἔβρισκαν τὸ φῶς τους, κουφοὶ ἄκουγαν, παράλυτοι σηκώνονταν ἀπ᾿ τὰ κρεβάτια, δαιμονιζόμενοι ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ τὰ δαιμόνια, νεκροὶ ἀνασταίνονταν ἀπὸ τοὺς τάφους. Ποιός εἶνε αὐτός; Ὁ Χριστός! Τ᾿ ὄνομά του εἶ­νε τὸ γλυκύτερο ὄνομα στὸν κόσμο. Ἀκοῦς τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ σου, τῆς γυναίκας σου, τοῦ συγγενοῦς σου, καὶ συγκινεῖσαι· ἀκοῦς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καὶ –ἀλλοίμονο– δὲν συγκινεῖσαι. Εἶσαι ἀγνώμων καὶ ἀχάριστος. Χριστός, ὄνομα γλυκύ, φωτιὰ ἀνάβει στὶς εὐ­γενεῖς καρδιές. Ἀλλὰ σήμερα οἱ καρδιὲς εἶνε κρύες, μπούζι, Βόρειος Πόλος· δὲν αἰσθάνον­ται πλέον τὴν ἕλξι καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό.

Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἐρχόταν. Οἱ δύο τυφλοὶ ἀκοῦνε θόρυβο. –Τί συμβαίνει; ρωτοῦν. –Ὁ Χριστὸς περνάει, τοὺς ἀπαν­τοῦν. –Ὁ Χριστός; Μοναδικὴ εὐκαιρία! Νά, εἶπαν μέσα τους, αὐ­τὸς θὰ μᾶς κάνῃ καλά. Καὶ τότε φώναξαν δυνατά· «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Ματθ. 9,27). Εἶ­παν, δηλαδή, αὐτὸ ποὺ λέμε κ᾿ ἐμεῖς στὴν ἐκ­κλησία. Ἂν προσέξετε, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀρ­χίζει ἡ θεία λειτουργία μέχρι τὸ τέλος, πάνω ἀπὸ 50 φορὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλ­λὰ ἐμεῖς τὸ λέμε χωρὶς συναίσθησι. Πόση διαφορὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ δικό μας «Κύριε, ἐλέησον» καὶ στὸ «ἐλέησον» ποὺ εἶπαν αὐτοί! Ὁ Χριστὸς τοὺς ἐρωτᾷ· –Πιστεύετε, ὅτι ἐγὼ μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καλά; –«Ναί, Κύριε» (ἔ.ἀ. 9,28), καμμιά ἀμφιβολία δὲν ἔχουμε· πιστεύουμε ἑ­κατὸ τοῖς ἑκατό, ὅτι ἐσὺ μπορεῖς νὰ μᾶς κά­νῃς καλά. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς ἔβαλε τὸ ἅγιο χέ­ρι του πάνω στὰ κλεισμένα μάτια τους, καὶ –ὤ τῶν θαυμάτων σου, Ἰησοῦ Χριστέ!– τὰ μάτια ἄνοιξαν. Καὶ οἱ τυφλοὶ εἴδανε ἥλιο, φεγγάρι, ἀ­στέρια, δέν­τρα, ποτάμια, λίμνες…, ὅλο τὸν ὡ­ραῖο κόσμο. Ἦταν ὅλο χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Ἔ­πεσαν στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν εὐχαρι­στοῦσαν. Καὶ μολονότι ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανένα τίποτα, αὐτοὶ ἔγιναν σάλπιγγες καὶ διακήρυξαν παντοῦ τὸ θαῦμα του.

* * *

Αὐτό, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγα λόγια εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί μᾶς διδάσκει; Πολλά. Ἀλλ᾿ ἐγὼ ἀπ᾿ ὅλα ἐπιθυμῶ νὰ κρατήσουμε τὸ ἑξῆς. Εἶπαν οἱ δύο τυφλοὶ τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἄχ νὰ λέγαμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ «Κύριε, ἐλέη­σον» ὅπως ἐκεῖνοι! Ὅπως τὸ λέμε τώρα, δὲν γίνεται τίποτα. Τὸ ψάλλει ὁ ψάλτης, τὸ λέει ὁ παπᾶς, μὰ μόνο τὸ κορμί μας εἶνε ἐκεῖ· ἡ ψυχή μας εἶνε ἔξω. Εἴμαστε παρόντες μόνο σωματικά· ψυχι­κὰ βρισκόμαστε μακριά. Πῶς καταντήσαμε, ἀγαπητά μου ἀδέρφια! Φύγαμε ἀ­πὸ τὴν ὡραία μας θρησκεία, ἀφήσαμε τὰ μεγά­λα καὶ ὑψηλὰ καὶ αἰώνια πράγματα. Ἄλλοτε οἱ ὀρθόδοξοι, καὶ ὑπὸ ἀντιχριστιανικὰ καθεστῶ­τα, λέγανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ κλαίγανε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Τό ᾿λεγαν μὲ πίστι, ὅ­πως οἱ τυφλοὶ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ἔχει μεγάλη δύναμι.
Τελειώνω, ἀγαπητοί μου, μὲ κάτι ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ἦταν, λέει, σ᾿ ἕνα βουνό, ἕνας τσοπᾶνος. Μιὰ μέρα λέει στὸν πατέρα του· Βαρέθηκα νὰ φυλάω πρόβατα, θὰ φύγω· θέλω νὰ γίνω βασιλιᾶς, ν᾿ ἀπολαύσω κ᾿ ἐγὼ τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου… Καὶ παρὰ τὶς συμβουλὲς τοῦ πατέρα του ἄφησε τὸ μαν­τρὶ κ᾿ ἔφυγε. Στὸ δρόμο συνάντησε μιὰ σπηλιά, ὅ­που κατοικοῦσε ἕνας μάγος. Μπῆκε μέσα, πλησίασε τὸ μάγο, καὶ τοῦ λέει· –Ἐγὼ ἄφησα τὸ μαντρὶ καὶ θέλω νὰ γίνω βασιλιᾶς. Τί πρέπει νὰ κάνω; –Θὰ σοῦ πῶ, ἀλλὰ θὰ μ᾿ ἀκού­σῃς; θὰ κάνῃς ὅ,τι σοῦ πῶ; –Βεβαίως, λέει, πρόθυμος εἶμαι. –Λοιπὸν θὰ πάρῃς αὐτὸ τὸ χαρτί, θὰ πᾷς στὸ νεκροταφεῖο τὰ μεσάνυχτα, κι ὅταν τὸ ρολόι χτυπήσῃ δώδεκα θὰ τὸ ῥίξῃς πάνω στὰ μνήματα. Ἀλλὰ ὅ,τι γίνῃ μὴ φο­βη­θῇς. –Δὲ φοβᾶμαι τίποτα. Πῆρε τὸ μαγικὸ χαρτὶ καὶ τὰ μεσάνυχτα, πού ᾿ταν ἡσυχία, νάτος ὁ τσοπᾶνος στὰ μνήματα. Ὅταν σήμανε δώδεκα, ῥίχνει τὸ χαρτὶ πάνω στὰ μνήματα. Ὤ Θεέ μου τί ἔγινε! Ἦρθαν οἱ δαίμονες καὶ οὔρλιαζαν σὰν χίλιοι λύκοι καὶ τσακάλια, λιοντάρια καὶ τίγρεις· σειόταν ἡ γῆ. Τρόμος καὶ φόβος τὸν κατέλαβε. Τότε θυμήθηκε τὴ γιαγιά του –μεγάλο πρᾶγμα ἡ γιαγιά–, ποὺ ὅ­ταν τὸν εἶχε στὰ γόνατα τοῦ ᾿λεγε· Παιδάκι μου, ὅταν δῇς κίνδυνο, γονάτισε κάνε τὸ σταυ­ρό σου καὶ πὲς τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Γονάτισε λοιπόν, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε μὲ δάκρυα «Κύριε, ἐλέησον». Ἀμέσως οἱ δαίμονες σκόρπισαν. Τὸ πρωὶ πῆγε στὴ σπηλιὰ τοῦ μάγου. –Τί ἔγινε; λέει. –Ἔρριξα τὸ χαρτί, μὰ οἱ δαίμονες χάλασαν τὸν κόσμο· τέτοιο πρᾶ­γμα δὲν ξανάκουσα. –Καὶ τί ἔκανες; –Φοβήθηκα, ἔκανα τὸ σταυρό μου, εἶπα «Κύριε, ἐλέησον», κ᾽ ἔφυγαν τὰ δαιμόνια. –Βρὲ βλάκα, δὲν ξέρεις πὼς ὁ σταυρὸς διώχνει τὰ δαιμόνια; Τώρα τί νὰ σὲ κάνω; –Θέλω νὰ γίνω βασι­λιᾶς. –Ἀφοῦ ἐπιμένεις, θὰ σοῦ πῶ κάτι ἄλ­λο. Θὰ πᾷς κάτω στὸ χωριό, θὰ βρῇς ἕνα μω­ρὸ στὴν κούνια, καὶ θὰ τὸ σφάξῃς. –Θὰ τὸ σφά­ξω; –Θὰ τὸ σφάξῃς καὶ θὰ μοῦ φέρῃς τὸ αἷμα του· τὸ χρειάζομαι γιὰ τὰ μάγια. (Καὶ σήμερα οἱ σατανισταὶ σφάζουν μικρὰ παιδιά). Ὁ τσο­πᾶ­νος νίκησε τοὺς δισταγμούς, βρίσκει ἕνα παιδὶ μόνο του στὴν κούνια, τὸ ἁρπάζει, τὸ σφάζει σὰν ἀρνάκι, παίρνει τὸ αἷμα του καὶ τὸ φέρνει στὴ σπηλιά. Τοῦ λέει ὁ μάγος· –Πάρε τώρα τὸ χαρτὶ καὶ πήγαινε πάλι στὰ μνήματα. Πῆγε, καὶ στὶς δώδεκα ἡ ὥρα πετάει τὸ χαρτὶ πάνω στὰ μνήματα. Ἄρχισαν πάλι οἱ δαίμονες νὰ οὐρλιάζουν. Φοβήθηκε, γονάτισε, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Μὰ τίποτα· τὰ δαιμόνια δὲν ἔφευγαν. Τὸ εἶπε δύο, τρεῖς, δέκα, ἑκατό, χίλιες φορές· τὰ δαιμόνια δὲν ἔφευγαν. Γιατί; Εἶστε ἔξυπνοι καὶ καταλαβαίνετε. Τὴν πρώτη φορὰ τὸν ἄκουσε ὁ Θεός, γιατὶ τὰ χέρια του ἦταν καθαρά· τὴν ἄλλη φορὰ τὰ χέρια του ἔσταζαν αἷμα.
Ἔτσι εἶνε, ἀγαπητά μου ἀδέρφια. Τὸ «Κύ­ριε, ἐλέησον» ἔχει μεγάλη δύναμι – πότε ὅ­μως; Ὅταν πιστεύῃς κ᾿ εἶσαι καθα­ρὸς ἀπὸ ἁ­μαρτίες (πορνεῖες, μοιχεῖες κ.λπ.), ἢ ὅταν μετανοῇς καὶ ζητᾷς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξομολογῆσαι τὶς ἁμαρτίες σου. Τότε, μιὰ φορὰ θὰ λὲς τὸ «Κύριε, ἐλέησον», καὶ θὰ κατεβαίνουν τὰ ἄ­στρα ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ναί, ἀδελφοί μου· τεραστία δύναμι ἔχει ἡ προσευχή. Ἂς λέμε λοιπὸν ὅλοι «Κύριε, ἐλέησον» ἀδιαλείπτως. «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τὰ παιδιά μας, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τὶς γυναῖ­κες, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τὸ χωριό, «Κύριε, ἐ­λέησον» γιὰ τοὺς γεωργούς μας, «Κύριε, ἐ­λέησον» γιὰ τὴν πατρίδα μας τὴν ἀγαπημένη, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἐλέησον τὸν κόσμον σου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων.
«Κύριε, ἐλέησον», λέω κ᾿ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος γιὰ σᾶς· πεῖτε κ᾿ ἐσεῖς γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἐπίσκοπο ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», γιὰ νὰ μᾶς σώ­σῃ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παρασκευῆς Πισοδερίου – Φλωρίνης τὴν 21-7-1985, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 3-8-2003, ἐπανέκδοσις 2-7-2024.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.