Αυγουστίνος Καντιώτης



Κυριακη Η Ματθαιου (Ματθ. 14,14-22). Ἡ ευλογια του Χριστου (Του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου)

date Αυγ 17th, 2024 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΙΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 796(2)

Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,14-22)
18 Αὐγούστου 2024 (2001)
Του Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αυγουστινου

Ἡ ευλογια του Χριστου

«Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν…» (Ματθ. 14,20)

ΣΩΤΗΡ (π. Αυγ.) σελ. 70 ιντἈκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 14,14-22). Πῶς ἀρχίζει; «Τῷ καιρῷ ἐκεί­νῳ…». Τί σημαίνει αὐτό; Λέει, πότε ἔγινε τὸ θαῦμα, προσδιορίζει τὸ χρό­νο τοῦ θαύματος ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ μάθουμε, πότε ἔκανε ὁ Κύριος τὸ θαῦμα αὐτό.
Πότε τὸ ἔκανε; Τὸ Εὐαγγέλιο λέει παραπά­νω, ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν σὲ μιὰ πόλι καὶ ξαφνι­κὰ σηκώθηκε κ᾿ ἔφυγε· δὲν ἤθελε πλέον νὰ μείνῃ ἐκεῖ οὔτε λεπτό. Πῆγε στὴν ἔρημο. Γιατί ἆραγε; τί συν­έβη; Ἔφτασε στὰ αὐτιά του μιὰ εἴδησι· ὅτι στὴν πόλι, στὰ ἀνάκτορα τοῦ βα­σιλιᾶ, ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ φοβερώτερα ἐγ­κλή­ματα. Ἔσφαξαν τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο! Καὶ γιατί τὸν ἔσφαξαν; τί κακὸ ἔκανε; Εἶπε τὴν ἀλήθεια, ἤλεγξε τὸ παράνομο βασιλικὸ ζεῦγος. Ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ εἶπε στὸν Ἡρῴδη· «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται, βασιλιᾶ, νὰ ἔχῃς τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18). Γι᾿ αὐτὸ ὁ βασιλιᾶς τὸν ἀποκεφάλισε. Ὅταν λοιπὸν τὸ ἄκουσε ὁ Χριστός, βγῆκε ἀπ᾿ τὴν πό­λι καὶ πῆγε στὴν ἐρημιὰ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ.
Ἀκοῦτε, ἀδελφοί μου; Μέσα στὴν πολιτεία ἔγινε ἔγκλημα. Καὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινε τότε, ἐξακολουθεῖ νὰ γίνεται πάντοτε.

Γιά φανταστῆτε· τὸν ἅγιο Ἰωάννη στὴν ἔ­ρη­μο τὸν σεβάστηκαν καὶ τὰ θηρία, μέσα ὅ­μως στὴν πολιτεία τὸν ἔσφαξαν οἱ ἄνθρωποι. Μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔκαναν ὁ Ἡρῴδης ἡ Ἡρῳδιάδα καὶ ἡ Σαλώμη ἀπέδειξαν, ὅτι ἀπ᾿ ὅλα τὰ θηρία τὸ ἀγριώτερο εἶνε ὁ ἄνθρωπος· ὅτι τὰ μεγάλα θεριὰ δὲν ζοῦν στὴν ἔρημο ἀλλὰ στὶς πολιτεῖες.
Καὶ ὅπως ὁ Χριστὸς ἀναγκάστηκε νὰ πάῃ στὴν ἔρημο, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Νὰ τὸ θυμᾶστε, ἀ­δέρφια μου· σὲ μιὰ νύχτα θὰ ἀδειάσουν οἱ πολιτεῖες, καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ πᾶνε μέσα στὶς σπηλιὲς καὶ στὶς χαράδρες καὶ στὶς τρύπες τῆς γῆς γιὰ νὰ σωθοῦν. Γιατὶ θὰ φοβηθοῦν ἀπὸ τὸ φοβερώτερο θηρίο, τὸν ἄνθρωπο.

* * *

Στὴν ἔρημο λοιπὸν πῆγε ὁ Χριστός, καὶ χάθηκε ἀπὸ τὴν κοινωνία. Αὐτὸ εὐχαρίστησε τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους. Ἀλλ᾿ ὁ πο­λὺς λαὸς λυπήθηκε ποὺ δὲν ἔβλεπε τὸ Χριστό. Κι ὅταν ἔμαθαν, ὅτι εἶνε στὴν ἔρημο, ἔγινε κάτι τὸ πρωτάκουστο· βάδισαν χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια γιὰ νὰ τὸν βροῦν. Κι ὅταν εἶδαν τὸ Χριστό, ποιά χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι αἰσθάνθηκαν! Τοὺς ἔφτανε καὶ μόνο νὰ τὸν βλέπουν. Καὶ ὁ Χριστός, ὅταν εἶδε τὸν κόσμο αὐ­τὸ τὸν βασανισμένο καὶ τυραννισμένο, τοὺς «ἐσπλαγχνίσθη» (Ματθ. 14,14), καὶ θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους των. Κατόπιν ἄνοιξε τὰ ἄχραντά του χείλη καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ. Τοὺς δίδασκε μὲ τέτοια ἁπλότητα, ποὺ ὅλοι ἦταν κρεμασμένοι ἀπὸ τὰ χείλη του καὶ δὲν τοὺς ἔκανε καρδιὰ νὰ φύγουν.
Ἡ ὥρα περνοῦσε, καὶ αὐτοὶ δὲν ἔφευγαν ἀ­πὸ κοντά του. Ὄχι σὰν κ᾿ ἐμᾶς, ποὺ ἐρχόμα­στε στὴν ἐκκλησία καὶ κοιτᾶμε τὰ ᾿ρολόγια καὶ λέμε, Πότε θὰ τελειώσῃ… Τὰ παλιὰ τὰ εὐλογη­μένα χρόνια δὲν τοὺς ἔκανε καρδιὰ νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Κάθονταν καὶ μία καὶ δύο καὶ τρεῖς καὶ τέσσερις ὧρες καὶ ἔκαναν ἀγρυπνίες. Τώρα ἔφυγε αὐτὸς ὁ ἐνθουσιασμός.
Περνοῦσαν λοιπὸν οἱ ὧρες. Ἄρχισε πλέον νὰ βραδιάζῃ, μὰ ὁ Χριστὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ διδάσκῃ. Σὲ μιὰ στιγμὴ τὸν πλησίασαν οἱ ἀπόστολοι καὶ τοῦ λένε·
–Δάσκαλε, καιρὸς νὰ σταματήσῃς. Βράδιασε, εἶνε ἔρημος ὁ τόπος. Σὲ παρακαλοῦμε ἄ­φησε τὸν κόσμο –ἐδῶ εἶνε χιλιάδες– νὰ πάῃ στὰ κοντινὰ χωριὰ ν᾿ ἀγοράσῃ ψωμὶ νὰ φάῃ.
Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ·
–Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ φύγῃ κανείς. Νὰ τοὺς δώσετε ἐσεῖς νὰ φᾶνε.
Καὶ οἱ ἀπόστολοι τοῦ λένε·
–Κύριε, στὸν ἔρημο αὐτὸ τόπο, ἡ προμήθειά μας εἶνε μόνο πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. Ποῦ νὰ φτάσουν αὐτά;…
Τότε ὁ Χριστὸς διέταξε νὰ ξαπλώσουν κα­τα­γῆς. Μετὰ πῆρε στὰ ἅγιά του χέρια τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια καὶ τὰ εὐλόγησε. Καὶ μόλις τὰ εὐ­λόγησε, ἔγιναν πλῆθος καὶ δὲν τελείωναν. Ὅ,τι εὐλογεῖ ὁ Χριστός, γίνεται βρύση. Καὶ μοίραζαν οἱ ἀπόστολοι καὶ τεμάχιζαν τὸν ἄρτο, καὶ πάλι μοίραζαν· καὶ σκόρπισαν τὰ ψά­ρια, καὶ σκόρπισαν τὰ ψωμιά. «Καὶ ἔφαγον», λέει, «πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν» (Ματθ. 14,20). Περίσσεψαν μάλιστα καὶ δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα ψωμιά!

* * *

Ἀλλὰ τί ἀκούω; Δὲν ἀκοῦτε ἐσεῖς;
� Ἔρχεται ὁ διάβολος τῆς ἀπιστίας καὶ λέει· Ἄκου ᾽κεῖ, μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια χόρ­­τασαν πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι! (Καὶ δὲν ἦ­ταν μόνο τόσοι. Πέντε χιλιάδες ἦταν οἱ ἄν­τρες. Ἂν ὑπολογίσουμε καὶ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, τότε στὴ συγκέντρωσι αὐτὴ ἦταν πάνω ἀπὸ δεκαπέντε – εἴκοσι χιλιάδες). Γι᾿ αὐτὸ ὁ διάβολος μᾶς λέει· Εἶνε δυνατὸν αὐ­τό;…
Μὰ ὁ πολλαπλασιασμὸς αὐτὸς ἐπαναλαμβάνεται κάθε χρόνο στὰ χωράφια, ἀλλὰ δὲν ἔ­χουμε μάτια νὰ τὸν δοῦμε. Μάλιστα· ἐπαναλαμβάνεται μὲ κάθε σπόρο ποὺ πέφτει στὸ χῶμα. Ἄνοιξε τὰ μάτια νὰ δͺῆς.
� Ἀλλὰ παρουσιάζεται καὶ δεύτερος διάβολος. Καλά, λέει, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔδωσε τόσα ἀγαθά, γιατί ἄλλος εἶνε πεινασμένος καὶ ἄλλος χορτᾶτος; Φταίει ὁ Θεός…
Δὲν φταίει ὁ Θεός. Φταίει ὁ ἄνθρωπος. Φταῖνε οἱ κακίες τοῦ ἀνθρώπου. Φταίει πρῶτα – πρῶτα ἡ σπατάλη. Φταίει ἔπειτα ἡ πολυτέλεια. Φταίει ἀκόμα ἡ φιλαργυρία. Φταίει ὁ ἄνθρωπος, ὄχι ὁ Θεός.
� Μὰ τώρα ἀκούγεται καὶ τρίτος διάβολος. Κάποτε, λέει, ἡ γῆ ἔφτανε καὶ χόρταινε τὸν κόσμο. Τώρα αὐξηθήκαμε πολύ. Λοιπὸν νὰ πά­ψουν νὰ γεννοῦν οἱ ἄνθρωποι, νὰ περιορίσουν τὶς γεννήσεις!…
Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε; Ἡ ἐπιστήμη, ἀ­δελφοί μου, λέει, ὅτι αὐτὴ ἡ γῆ, ἐὰν τὴν ἐκμεταλλευθοῦμε ὅπως πρέπει, φτάνει γιὰ νὰ θρέ­ψῃ διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμό.
Ὥστε λοιπὸν δὲν ἔχουν δίκιο αὐτοὶ ποὺ λέ­νε, ὅτι τάχα φταίει ὁ Θεὸς διότι δυστυχεῖ ὁ ἄνθρωπος. Φταίει ὁ ἄνθρωπος.

* * *

Τελειώνω, ἀδελφοί μου. Καὶ σήμερα δυσ­τυχεῖ ὁ ἄνθρωπος. Εἶνε γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει δυσ­τυχία στὸν κόσμο. Καὶ ἡ αἰτία τῆς δυστυχίας εἶ­νε, ἀγαπητοί μου, ὅτι δὲν βαδίζουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι φτάσαμε σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Καὶ νὰ ξέρουμε πολὺ καλά, ὅτι αὐτὴ ἡ γῆ, ποὺ εἶνε τοῦ Θεοῦ ὑπηρέτρια, μιὰ μέρα θὰ στερέψῃ. Θὰ γίνῃ σὰν τὴ μάνα ποὺ στερεύει τὸ στῆθος της καὶ δὲν ἔ­χει νὰ δώσῃ γάλα. Μάλιστα, ἀγαπητοί μου. Γιατί νὰ δίνῃ ὁ Θεὸς τὰ ἀγα­θὰ αὐτὰ στὸν ἄνθρωπο τὸν ἀχάριστο; καὶ γιατί νὰ μᾶς εὐλο­γῇ ὁ Κύριος, τὴν ὥρα ποὺ δείχνου­με τέτοια ἀ­χαριστία πρὸς αὐτόν; Δὲν τοὺς βλέπεις τοὺς ἀν­θρώπους; Χτυπάει ἡ καμπάνα τὴν Κυριακή, κι ἀπὸ τοὺς ἑκατό, ποὺ κατοικοῦν στὴν ἐνορία, μόνο δύο πᾶνε στὴν ἐκκλησία! Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε; Ἢ κάθονται στὸ τραπέζι, ἔχουν μπροστά τους ὅλα τ᾽ ἀγαθά, καὶ τρῶνε σὰν τὰ ζῷα. Ποῦ εἶνε τὰ ἅγια ἐκεῖνα χρόνια, ποὺ ἔλεγαν τὸ «Πάτερ ἡμῶν…»! Τώρα τίποτα…
Ἀδελφοί μου, τὸ συμπέρασμα. Ἂς προσπα­θήσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ πλησιάσουμε τὸ Χριστό. Νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸ Χριστό. Κι ὅταν εἴμαστε κοντά του, ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς εὐλογῇ. Ὤ τί μεγάλο πρᾶγμα εἶνε νὰ μᾶς εὐλογήσῃ ὁ Χριστός! Ὅταν ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, δὲν σοῦ λείπει τίποτε. Ὅταν δὲν ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, δὲν πά᾿ νὰ χτί­ζῃς σπίτια, δὲν πά᾿ νά ᾿χῃς στὴν τράπεζα λεφτά, ὅταν δὲν ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, εἶσαι δυστυχής. Ὅταν δὲν ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, κόλασι εἶ­νε ἡ ζωή.
Ὤ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ἡ εὐλογία τῆς ὑ­περαγίας Θεοτόκου, ἡ εὐλογία τῶν ἁγίων, ἡ εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ! Ὁ Χριστὸς «ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε», λέει, τὰ πέν­τε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια (Ματθ. 14,19). Ὤ ἡ εὐλογία αὐτή! Σήμερα λείπει. Λείπει, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὑποφέρουμε.
Ἀδελφοί μου, κοντά στὸ Χριστό! Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς ἂς πιστεύουμε. Ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ στὸ σπίτι μας, στὸ ἐργοστάσιό μας, στὰ σχολεῖα μας, στὸ στρατό μας, στὴ θάλασσά μας, στὸν ἀέρα μας, στὰ ἀνάκτορα, στὶς καλύβες, παντοῦ. Τότε ἡ πατρίς μας θὰ εἶνε τρισευλογημένη, καὶ θὰ τὸ αἰσθανθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς. Δὲν ὑπάρχει ὡραιότερο πρᾶγμα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως Μοσχάτου – Ἀθηνῶν, τὴν 23-7-1961 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 29-7-2001, ἐπανέκδοσις 2-7-2024.

⃝ Τὸ

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.