«Η ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΣΟΦΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ» (Ομιλια μακαριστου γεροντος Αθανασιου Μυτιληναιου)
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 14,22-34]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου, με θέμα:
«Η ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΣΟΦΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 4-8-1985], (Β141)
Μετά από τον χορτασμόν των πεντακισχιλίων, αγαπητοί μου, που ακούσαμε την περασμένη Κυριακή στην ευαγγελικήν περικοπή, βλέπομε να ακολουθεί ένα περιστατικόν, εκτάκτως σπουδαίον σε συμπεράσματα. Όσο οι μαθηταί εμοίραζαν τα κομμάτια του άρτου, τον άρτον, στο πλήθος, που ήταν σε πρασιές και εδέχετο την ευλογημένη τροφή από τον Κύριον, εδέχοντο από το πλήθος, που εθαύμαζε δια το καταπληκτικόν αυτό θαύμα -να πολλαπλασιαστεί η τροφή η υλική- να λέγει στους μαθητάς ότι ο Διδάσκαλος ήτο σπουδαίος. Σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον». «Αυτός», λέει, «είναι αυτός που περιμένομε, ο προφήτης. Ο μέγας προφήτης, όπως τον είχε προφητεύσει ο Μωυσής. Να στείλει», λέγει, «ο Θεός, μέγαν προφήτην όπως εμένα», γιατί ο Μωυσής ήτο εις τύπον του Ιησού Χριστού. Βλέποντας λοιπόν αυτό το θαύμα ο κόσμος θαυμάζει. Και θαυμάζοντας, λέγει αυτά εις τους μοιράζοντας τα κομμάτια του ψωμιού, εις τους μαθητάς.
Η πρόθεσις λοιπόν του πλήθους ήτο να ανακηρύξουν τον Ιησούν εκεί εις την έρημο, βασιλέα. Σημειώσατε δε ότι οι Εβραίοι ήσαν κάτω από την ρωμαϊκήν κατοχήν και προ της ρωμαϊκής κατοχής, εκατοντάδες χρόνια, έζησαν ξενικήν κατοχήν. Έτσι, ο εθνικός πόθος για απελευθέρωση ήταν πια ώριμος και ζητούσαν τη δεδομένη στιγμή, ώστε και τις προφητείες ακόμη των προφητών που ανεφέροντο εις το μέγα θαύμα του Μεσσίου, να τις έχουν διαφοροποιήσει και να τις αισθάνονται ότι έπρεπε να πραγματωθούν μέσα στα όρια και τα πλαίσια της εθνικής των απελευθερώσεως.
Ο Ιησούς γνωρίζει πολύ καλά την πρόθεση του πλήθους, όπως και την επίδραση που εδέχθησαν οι μαθηταί Του από τα ψιθυρίσματα του πλήθους. Γι΄αυτό σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης- η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι από τον Ματθαίο, αλλά μας εξηγεί όμως το φαινόμενον ο Ιωάννης- : «Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὄρος αὐτὸς μόνος». Ο Ιησούς, λέγει, επειδή γνώριζε ότι θα ήρχοντο – προσέξτε το ρήμα- «ἁρπάζειν αὐτὸν», να τον αρπάξουν, που σημαίνει ότι παρά τη θέλησή Του θα ήτο η ανακήρυξίς Του εις βασιλέα. Γι΄αυτό ο Κύριος προλαβαίνει τους μεν μαθητάς, όπως μας λέγει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, αναγκάζει να μπουν εις το πλοίον –και τους αναγκάζει διότι δεν ήθελαν να αποχωριστούν από τον Κύριον, αλλά και τους αναγκάζει ακόμη γιατί είχαν αισθανθεί ότι μπορούσε κάτι εκεί εις την έρημον να γίνει, μία πλήρωσις των προσδοκιών των εθνικών. Τους αναγκάζει λοιπόν, με το ζόρι, να μπουν μέσα εις το πλοιάριο και να Τον περιμένουν απέναντι. Αυτός δε μόνος διαλύει τα πλήθη και ανέρχεται σε κάποιο ύψωμα, σε κάποιο βουνό, δια να προσευχηθεί.
Έτσι βλέπομε, αγαπητοί μου, εδώ ότι ο Κύριος αποχωρίζεται από τους μαθητάς. Ίσως είναι η πρώτη φορά που ο Κύριος αποχωρίζεται από τους μαθητάς Του. Και ήτο ανάγκη αυτό να γίνει. Και τους αφήνει ακριβώς, πρώτον να αντιληφθούν ότι ζητούσαν μεγάλα και ζητούσαν σπουδαία, ενώ δεν μένουν παρά μόνον εις την ανθρωπίνη των φύση, η οποία είναι αδύναμος και χωρίς τον Χριστόν στη ζωή των, δεν θα μπορέσουν τίποτε να πραγματοποιήσουν.
Τι συνέβη; Όταν μπήκαν στο πλοιάριον, και μας λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης ότι είχαν απομακρυνθεί από την παραλία της λίμνης 25-30 στάδια(το στάδιον είναι 60 μέτρα) δηλαδή περίπου ένα ναυτικό μίλι, περίπου 1800 μέτρα, αν δεχθούμε 30. Περίπου ένα ναυτικό μίλι. Τότε ήρθε άνεμος σφοδρός, επέπεσε επί της λίμνης και ανετάραξε την λίμνην σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι έμπειροι εκείνοι ψαράδες να τρομοκρατηθούν από τη δυνατή εκείνη τρικυμία. Και να αισθάνονται ότι είναι πια τα τελευταία της ζωής τους. Και το χειρότερο γι’ αυτούς· δεν ήταν μαζί τους ο Ιησούς. Τους αφήνει λοιπόν μόνους, να αντιληφθούν την αδυναμία τους, την ασθένειά τους. Αγαπητοί μου, είναι πολύ σπουδαίο πράγμα να καταλάβομε κάποτε, σε μία βαθιά αυτογνωσία, ότι δεν είμαστε τίποτα χωρίς τον Θεό. Εκείνο που είπε ο Κύριος: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», είναι αληθές. Και αυτό το «οὐδέν», δεν είναι μόνον απλώς, θα ’λεγε κάποιος, «να χτίσω το σπίτι μου ή να φτιάξω την οικογένειά μου». Και αυτά βεβαίως. Αλλά εάν όμως ο Κύριος τα δίδει ενώ εμείς δεν Τον επικαλούμεθα και δεν Τον χρειαζόμεθα, μας τα δίδει κατά παραχώρησιν μέσα σε ένα πλαίσιο φυσικόν. Έκανε τον άνθρωπο, του είπε να αυξάνει και να πληθύνεται και να προκόβει στη ζωή του. Με βάση αυτήν την αρχικήν ευλογίαν. Συνεπώς το δίδει ο Θεός, είτε ο άνθρωπος τον προσέχει τον Θεόν, είτε όχι, κατά παραχώρησιν. Όταν όμως είναι κατ’ ευλογίαν, εκεί που είναι πραγματικά αδύνατος η επιτυχία του ανθρώπου χωρίς τον Χριστόν, είναι η σωτηρία. Το είπε ο Ίδιος: « Ἐγώ εἰμι ἡ ὀδός». Πώς θα πας, άνθρωπε, εις τον Πατέρα, πώς θα αποκτήσεις την Θεογνωσίαν(Θεό-γνωσίαν) εάν δεν βαδίσεις την οδόν που λέγεται Ιησούς Χριστός; Δεν βαδίσεις την πεπατημένην οδόν της ανθρωπίνης φύσεως του Θεού Λόγου, δια να γνωρίσεις τον άγνωστον Θεόν Λόγον και τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιον. Είναι αδύνατον λοιπόν. Είναι αδύνατον πράγματι, χωρίς τον Ιησούν Χριστόν να πετύχομε τη σωτηρία μας. Μα εάν όλα είναι σπουδαία, η σωτηρία είναι το μέγιστον. Και εάν τη σωτηρία δεν επιτύχει κανείς, τότε τι επέτυχε; Τίποτα δεν πέτυχε.
Ακόμη ο Κύριος αφήνει μόνους τους μαθητάς, για να τους δώσει ένα μάθημα. Ότι δεν μπορούν να εφησυχάζουν εάν οι ίδιοι δεν αγωνιστούν, με το να νομίζουν ότι έχουν τον Ιησούν μαζί τους και ότι όλα θα πάνε καλά. Έτσι, με την δοκιμασίαν αυτήν του πειρασμού, δηλαδή την τρικυμία, ταράζει τα νερά της λίμνης, δια να αφυπνίσει τους μαθητάς να αντιληφθούν ότι πρέπει να αγωνιστούν. Τι να αγωνιστούν; Να αγωνιστούν για να σώσουν τη ζωή τους μέσα στο πλοιάριον; Όχι αυτό. Να επικαλεστούν τον Κύριον. Και να νιώσουν ότι πρέπει να αγωνίζονται στη ζωή τους, για να είναι ο Θεός μαζί τους.
Τρίτον. Ο Κύριος τούς αφήνει να παλεύουν με τα κύματα της λίμνης, για να τους προετοιμάσει στην απουσία τη δική Του. Την λέξη «απουσία» την βάζω εντός εισαγωγικών. Διότι ο Κύριος είναι πανταχού παρών. Ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού, με τη θεανθρωπίνη Του φύση είναι πανταχού παρών. Είπα «με τη θεανθρωπίνη Του». Ένεκα της υποστατικής ενώσεως. Είναι πανταχού παρών. Συνεπώς, πρέπει να μάθει τους μαθητάς να αισθάνονται ότι είναι ο Κύριος, παντού βέβαια αλλά χωρίς να Τον βλέπουν. Έτσι, να αισθάνονται ότι ζουν, αγωνίζονται, «απόντος»-εντός εισαγωγικών- του Κυρίου. Ότι ο Κύριος απουσιάζει. Ο Κύριος έφυγε. Έφυγε στους ουρανούς. «Εγώ τώρα τι θα κάνω εδώ εις την γην;». Διότι θα έλεγαν «Ε, είναι ο Κύριος εδώ εις την γην· ό,τι πει Εκείνος, αυτό θα κάνω». Πρέπει να ενεργοποιήσω τον εαυτόν μου, για να δω τι μπορώ να κάνω εδώ εις την γην. Δεν πρέπει λοιπόν να εφησυχάζω. Δεν πρέπει να μένω έτσι. Και πρέπει να αισθάνομαι ότι πρέπει να κυνηγήσω από πίσω τη δική Του την παρουσία. Να κυνηγήσω από πίσω τη Χάρη τη δική Του. Εκείνη με κυνηγούσε. Τώρα είναι καιρός να την κυνηγήσω εγώ. Γιατί; Γιατί την έχασα. Φαινομενικά. Γιατί έχασα την παρουσία του Χριστού. Φαινομενικά. Ξέρετε εκείνο το παιγνίδι του κυνηγητού που παίζαμε άμα είμαστε μικρά παιδιά. Εκείνον που εκείνος κυνηγούσε έπιανε, τον χτυπούσε στην πλάτη, εκείνο το αντιστροφή, σαν χαμένος, άρχισε να κυνηγάει τους άλλους. Αυτό ακριβώς το παιχνίδι, ας μου επιτραπεί η εικόνα που είπα, γίνεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό. Ο Θεός κυνηγάει πρώτος τον άνθρωπον. Ο άνθρωπος αλλοιώνεται. Αισθάνεται την παρουσία Του. Και μόλις νιώσει την παρουσία του Θεού ο άνθρωπος, τον χάνει τον Θεό. Τότε μέσα του γεννιέται η εμπειρία της αναζητήσεως του Θεού. Και τότε κυνηγάει ο άνθρωπος τον Θεό. Σ’ αυτό το αλλεπάλληλον κυνηγητόν δημιουργείται η εμπειρία της πνευματικής ζωής, η εμπειρία του Θεού. Αυτό τώρα κάνει εδώ ο Κύριος. Απουσιάζει· για να Τον αναζητήσουν.
Και ακόμα ένα τέταρτον σημείον. Έπρεπε οι μαθηταί να αντιληφθούν ότι εκείνοι που έχουν υπερήφανα αισθήματα και υπερήφανα φρονήματα, χάνουν την χάρη του Θεού. Και αν μεν είναι ευλαβείς άνθρωποι, τότε την χάνουν την χάρη του Θεού παιδαγωγικά. Να νιώσουν τη φτώχειά τους και να την αναζητήσουν. Όταν όμως είναι ανευλαβείς, τότε την χάνουν καταδικαστικά τη χάρη του Θεού. Πώς μπορεί κανείς να χάνει τη χάρη του Θεού; Όταν είναι υπερήφανος. «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται». Πέστε μου, ποιος δεν ένιωσε ποτέ λογισμούς υπερηφανείας; Ποιος ποτέ δεν ένιωσε αισθήματα υπερηφανείας; Αλλά χωρίς να παύσει να είναι ανευλαβής. Όμως, εγκαταλείπει εδώ τώρα ο Θεός, για να σου πει ότι μόνον με την ταπείνωση θα έχεις τη χάρη Του και όχι με την υπερηφάνειά σου. Όταν μπαίνομε σε περιπέτειες, αγαπητοί μου, να το ξέρομε, έχομε χάσει την χάρη του Θεού. Οι μαθηταί έχασαν την παρουσία και μπήκαν στην περιπέτεια της τρικυμίας. Και ο άνθρωπος που ζει μέσα στην υπερηφάνειά του, δέχεται τις ποικίλες περιπέτειες. Έχετε ακούσει πολλές φορές -ο λαός το έχει διαισθανθεί αυτό- ότι: «Πολύ γελάσαμε σήμερα, μη μας έρθει κανένα κακό, Θεός φυλάξοι», λέμε. Γιατί συνδέομε το ότι πολύ γελάσαμε και πολύ χαρήκαμε, με το να έρθει τώρα μία συμφορά; Υπάρχουν δύο λόγοι. Ο ένας λόγος είναι ο φθόνος του σατανά. Δεν θέλει να βλέπει τον άνθρωπο να χαίρεται και τότε έρχεται και τον καρπαζώνει. Αλλά παραχωρούντος του Αγίου Θεού. Το δεύτερον είναι…, ουσιαστικά το ίδιο με το πρώτο, εφόσον κανείς μέσα στη χαρά του μπορεί να δέχθηκε επιδράσεις υπερηφανείας για μια επιτυχία, τον αφήνει ο Θεός, τον εγκαταλείπει. Αλλά, όταν αφήνει ο Θεός, πηγαίνει ο διάβολος. Και τότε έρχεται η συμφορά, έρχεται η καρπαζιά, επιτρέψατέ μου, ο κόλαφος. Ναι. Είχα σήμερα μία επιτυχία; Αύριο θα έχω μία περιπέτεια. Έχω σήμερα ένα αίσθημα ασφαλείας; Αύριο θα έχω ένα αίσθημα ανασφαλείας. Αισθάνομαι τα πόδια μου να πατούν γερά στο έδαφος; Αύριο θα αισθάνομαι το έδαφος να τρέμει. Αυτά ας τα καταλάβομε. Όταν τα φιλοσοφούμε, όταν τα βαθαίνομε, είναι η παιδαγωγία του Θεού. Να μας δώσει να καταλάβομε ότι δεν μπορούμε να σταθούμε χωρίς τον Θεό. Και ότι χρειαζόμαστε την ταπείνωση. Δεν πρέπει να υπάρχει η υπερηφάνεια.
Σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης πάλι το εξής: «Καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς Καπερναούμ -ενώ δηλαδή οι μαθηταί ταξίδευαν-. Καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς». Είχε γίνει σκοτάδι. Νύχτωσε. Και ο Ιησούς δεν είχε έλθει μαζί τους. Αυτός που έχει κενόδοξα φρονήματα, όπως είχαν οι μαθηταί όταν μπήκαν στο πλοιάριο, για να γίνουν σύμβουλοι και Υπουργοί του βασιλέως Μεσσίου που θα ανεδεικνύετο, αυτοί που καταλαμβάνονται από ένα σκοτάδι στον νου και στην καρδιά. Είναι το σκότος που επιφέρει γενικά η αμαρτία, ειδικότερα η υπερηφάνεια. Και δεν βλέπει ο άνθρωπος. Ο Ιησούς είναι μαζί τους. Δεν Τον βλέπουν. Η Χάρις του Θεού τους περιπολεί. Αλλά δεν την αισθάνονται. Διότι υπάρχει το σκότος του νου. Ακόμα δεν έχει έρθει ο φωτισμός. Το σκοτάδι αυτό που σας είπα, που γεννούν τα κενόδοξα φρονήματα.
«Ἡ τε θάλασσα -λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης- ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διηγείρετο». «Αλλά και η θάλασσα», λέγει, «εφόσον εδέχετο τον άνεμο τον σφοδρόν, είχε μεγάλη θαλασσοταραχή». Ακόμα και η κτίσις έρχεται εναντίον του ανθρώπου. Είναι εκείνα τα ανάποδα που έρχονται όλα μαζί. Το προσέξατε; Μόλις μας έρθει κάτι ανάποδο, έρχεται και δεύτερο, έρχεται και τρίτο, όπως ακριβώς δέχεται κανείς τους κολάφους, τον ένα μετά τον άλλον, απανωτά. Και λέγει κάποτε ο άνθρωπος: «Κύριε, Κύριε…», όπως και οι μαθηταί φώναξαν όταν είδαν -η τελευταία τους τρομάρα…- τον Ιησούν επί των υδάτων, να περιπατεί επί των υδάτων κάπου στις τρεις τη νύχτα. Σκοτάδι, τρικυμία και βλέπουν μία σκιά και είπαν: «Το φάντασμά μας θα είναι, ο άγγελός μας θα είναι, ο άγγελος που είμαστε όλοι εδώ μέσ’ το πλοίο, όχι για να μας σώσει, αλλά για να μας καταστρέψει». Υπήρχε η αντίληψη ότι άμα δει κανείς τον άγγελό του θα πεθάνει. «Ήρθε η ώρα μας λοιπόν να πεθάνομε, να πνιγούμε εδώ μέσα στη λίμνη». «Καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν». Φώναξαν οι άνθρωποι που ήσαν μεσ’ το πλοιάριο, οι μαθηταί. Είναι οι απανωτές συμφορές, που στο τέλος ο άνθρωπος βγάζει κραυγή. Και επάνω στην κραυγή του ακούει: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». «Πάρετε θάρρος· Εγώ είμαι. Μη φοβάστε». Είναι παρήγορο, αγαπητοί μου, πραγματικά παρήγορο, όταν ο άνθρωπος ακούσει αυτήν την φωνήν.
Μας λέγει το ιερό κείμενο του Ματθαίου ότι όταν ο Κύριος μπήκε στο πλοιάριον, κατάπληκτοι οι μαθηταί απ’ ό,τι ζούσαν, εβίωναν, «προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ». Έπεσαν και Τον προσκύνησαν, λέγοντας: «Είσαι αληθινά Υιός του Θεού». Κοιτάξτε· ανάρθρως. Υιός του Θεού. Όχι «ὁ Υἱός». Διότι ακόμη δεν γνωρίζουν Ποιος είναι ο Ιησούς.
Αλήθεια, Ποιος είναι ο Ιησούς; Ποια είναι η ταυτότητα του Ιησού; Ποιος είναι ο Ιησούς; Τον είδαν οι μαθηταί, που Τον ηκολούθησαν, Τον είδαν τα πλήθη που εθαυματούργησε, Τον είδαν οι όχλοι που έφαγαν ψωμί από τα χέρια Του. Τον είδε ο Πιλάτος, ο Ηρώδης. Τον είδε ο Καϊάφας, ο Άννας, Τον είδε ο Ηρώδης και οι Ηρωδιανοί και οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς. Ποιος είναι; Αγαπητοί μου, ανοίξτε τα αυτιά σας και ακούστε. Διαβάζω από το βιβλίο του Ιώβ, 9 κεφάλαιο, 5-10 στίχοι. Ομιλεί ο Ιώβ. Και ομιλεί για τον Θεό, δια τον Κύριον της Παλαιάς Διαθήκης, τον Γιαχβέ, τον Κύριον. Και λέγει: «Ὁ σείων τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν ἐκ θεμελίων, οἱ δὲ στῦλοι αὐτῆς σαλεύονται-Αυτός που σείει αυτήν που είναι κάτω από τον ουρανό· τη γη δηλαδή. Και οι στύλοι της, δηλαδή τα θεμέλιά της κλονίζονται-· ὁ λέγων τῷ ἡλίῳ καὶ οὐκ ἀνατέλλει, κατὰ δὲ ἄστρων κατασφραγίζει –Αυτός που μπορεί να πει στον ήλιο να μην ανατείλει, Αυτός που κρατεί στα χέρια Του τα αστέρια και μπορεί να τα κλείσει και να τα σφραγίσει και να μη φωτίζουν-· ὁ τανύσας τὸν οὐρανὸν μόνος –Αυτός που άπλωσε τον ουρανόν, με τα τρισεκατομμύρια των αστέρων μόνος Του, χωρίς βοηθούς-, καὶ περιπατῶν ὡς ἐπ᾿ ἐδάφους ἐπὶ θαλάσσης –Αυτός που περπατεί σαν να είναι ξηρά, επάνω στα κύματα της θαλάσσης- · ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός – Δεν υπάρχει αριθμός απ’ τα μεγάλα και τ’ ανεξιχνίαστα και τα εξαίσια που κάνει Αυτός ο Κύριος, που περιπατεί επί των κυμάτων της θαλάσσης σαν σε ξηρά-».
Ποιος είναι ο Ιησούς; Αυτόν που θαυμάζει και υμνεί και θεολογεί ο Ιώβ. Είναι ο Γιαχβέ, ο Κύριος, ο Κύριος της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτός είναι. Εγνωρίσατε την ταυτότητά Του; Είναι η Ενυπόστατος Σοφία που ενηνθρώπησε και τώρα περιπατεί επί των κυμάτων. Είναι καταπληκτικό. Όταν λέγει «Ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε», αυτό το «Ἐγώ εἰμί» στην Παλαιά Διαθήκη το λέγει μόνον ο Κύριος, ο Κύριος της δόξης, ο Γιαχβέ. Αυτός λοιπόν τώρα λέγει στην Καινή Διαθήκη: «Ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε, Ἐγώ εἰμι». «Εγώ, ο μοναδικός Θεός, ο αληθινός Θεός». Ναι. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
Αλλά εάν έχομε, αγαπητοί μου, τον Κύριο του ουρανού και της γης, έχομε δύο όψεις συναισθημάτων. Η μία όψις είναι ο φόβος. Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης εφοβούντο προ της παρουσίας του Κυρίου. Αυτός που ενηνθρώπησε. Στο Σινά φοβούνται, τρέμουν. Αλλά και η άλλη όψις· η αφοβία. «Μὴ φοβεῖσθε, Ἐγώ εἰμι». Εκείνος που εγνώρισε λοιπόν τον αληθινόν Θεόν, έχει και τον φόβον και την αφοβία. Τον φόβον όταν αμαρτάνει, την αφοβία όταν τηρεί τις εντολές του Θεού, όταν Τον αγαπά.
Είναι μεγάλα πράγματα αυτά, αγαπητοί μου. Έχομε τη μεγάλη ευλογία εμείς από τον Θεό να γνωρίζομε Εκείνον που περιεπάτησε επί της θαλάσσης. Είναι ο Ιησούς, ο μόνος αληθινός Θεός. Ας πράξομε ό,τι και οι μαθηταί. Να Τον προσκυνήσουμε. Και να Τον προσκυνούμε σε ολόκληρη τη ζωή μας. Και ενηνθρώπησε και μας είπε να μη φοβούμεθα για όλα μας τα υπαρξιακά προβλήματα. «Ποιος είμαι; Τι είμαι; Πού πηγαίνω; Τι είναι ο θάνατος; Τι είναι η ζωή; Τι θα γίνω;». Αυτά τα υπαρξιακά προβλήματα. Μας είπε να μη φοβόμαστε. Γιατί Εκείνος μας έχει σώσει. Ας είναι δοξασμένο το Άγιο Όνομά Του.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_286.mp3
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.