Αυγουστίνος Καντιώτης



Του ἁγιου Δημητριου του μυροβλυτου – Κρατα την πιστι και ζησε την!

date Οκτ 25th, 2024 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΑ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2635

Τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ μυροβλύτου
Σάββατο 26 Ὀκτωβρίου 2024

Κρατα την πιστι και ζησε την!

AG.DHMHTRIOS ΘΕΣ.ιστἍγιε Δημήτριε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρ­τωλῶν.
Τὴ νύχτα, ἀγαπητοί μου, ὁ οὐρανὸς εἶνε γε­μᾶ­τος ἀπὸ ἀναρίθμητα ἄστρα, ποὺ σὰν καν­τηλάκια τῆς Παναγίας φωτίζουν τὸ στερέωμα. «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάν­τα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103, 24), καὶ «Οἱ οὐ­ρα­νοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίη­σιν δὲ χει­ρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (ἔ.ἀ. 18,2). Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα ἄ­στρα, ἀ­νώτερα ἀπὸ τὰ φυσικά· εἶνε «ἀστέρες πολύφωτοι», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας (δοξαστ. ἁγ. Πατ.). Τὰ φυσικὰ ἄ­στρα μιὰ μέρα θὰ σβήσουν· τὰ πνευματικὰ ὅμως ἄστρα, οἱ ἅγιοι, θὰ λάμπουν αἰωνί­ως μὲ τὴ ζωή, τὰ ἔρ­­γα, τὶς διδα­χές, τὰ συγγράμματα, τὰ θαύματά τους.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀστέρια αὐτὰ εἶνε καὶ ὁ ἅγιος ποὺ ἑ­ορτάζει σήμερα, ὁ μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος ὁ μυροβλήτης. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς παρουσι­άσω μὲ συντομία τὴν φυσι­ογνωμία του, ποιός ἦταν ὁ ἅγιος καὶ πῶς ἐ­μεῖς μποροῦμε νὰ τὸν μιμηθοῦμε.

* * *

Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔζησε στὰ ἑλ­ληνικὰ χώ­ματα, εἶνε ἄνθος ποὺ φύτρωσε στὴ γλάστρα τῆς ὀρ­θοδόξου χριστιανικῆς Μακεδονί­ας μας. Γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Οἱ γονεῖς του, λαμπροὶ κατὰ κόσμον, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὑλικὸ πλοῦτο εἶχαν καὶ πλοῦ­το πνευματι­κό· ἦταν Χριστιανοί, καὶ τὴν πίστι αὐτὴ κα­τώρ­θωσαν νὰ τὴ μεταφυτεύσουν στὸ παι­δί τους, ποὺ ἀπὸ μικρὸς διακρινόταν γιὰ τὰ φυσικά του χαρί­σματα· ὡραῖο παράστημα, φωτεινὸ πρόσωπο, σῶ­μα ἀθλητικό· πρὸ παντὸς ὅμως ὁ μικρὸς Δημήτρι­ος διακρινόταν γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον καὶ τὴν εὐλάβειά του στὴν Ἐκκλησία.

Γράφτηκε σὲ σχολεῖα, ἀρίστευε στὰ μαθήματα. Μεγαλώνοντας ἔδειξε κλίσι γιὰ τὸ στρατιωτικὸ στάδιο. Πέρασε ἀπὸ σχολὴ ἀξιωματι­κῶν καὶ ἐκπαιδεύτηκε στὰ πολεμικά. Ἔλαβε μέρος σὲ μάχες ἐναν­τί­ον βαρβάρων, ἔδειξε ἀνδρεία, καὶ ἀπὸ βαθμὸ σὲ βαθμὸ κι ἀ­πὸ ἀριστεία σὲ ἀριστεία ἔφθασε νεώ­τατος στὸ βαθμὸ τοῦ στρατηγοῦ. Ἦταν ὁ ἐξοχώτερος, ἀνδρειότερος ἀλλὰ καὶ εὐσεβέστερος τῶν βαθμο­φόρων. Καὶ παρὰ τὸ ἀξίωμά του δὲν ὑπερηφανεύτηκε· ἔμεινε ταπεινός.
Τὸ ἀκόμα σπουδαιότερο γνώρισμά του εἶ­νε ὅτι, ὅπου βρισκόταν, δίδασκε τὴν πίστι στὸ Χριστό. Καὶ τὰ λόγια του, βγαλμένα ἀπὸ καρδιὰ εἰλικρινῆ, ἔπειθαν πολλοὺς καὶ τοὺς εἵλ­κυαν στὸν Κύριο. Ἀγαποῦ­σε ἰδίως καὶ κατηχοῦ­σε τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν ὡς ὁδηγό. Θεωροῦσε χαμένη τὴν ἡμέρα ποὺ δὲν θὰ εἶχε κάνει ἕνα νέο Χριστιανό.
Ἀλλὰ συνέβη τότε, γύρω στὸ 300 μ.Χ., νὰ ἔρθῃ στὴ Θεσσαλονίκη ὁ αὐτοκράτωρ Μαξιμιανός, φανατικὸς εἰδωλολάτρης καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἔμαθε, ὅτι πολλοὶ εἰδωλολάτρες βαπτίζονται καὶ γίνον­ται Χριστιανοί, διότι ὁ Χριστιανὸς Δημήτριος διδάσκει διαρκῶς τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔγινε ἔξω φρενῶν. Διατάζει τοὺς ὑπασπιστάς του καὶ τὸν συλλαμβάνουν ἐκεῖ ποὺ δίδασκε τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους. Τὸν φυλακίζουν σὲ σκοτεινὴ φυλακή. Λέγεται ὅτι, μόλις μπῆκε ἐκεῖ, ἕνας σκορπιὸς βγῆκε ἀπὸ μία πέτρα νὰ τοῦ ἐπιτεθῇ· ἀλλὰ ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ὁ σκορπιός, σύμβολο τῆς δηλητηριώδους μανίας τοῦ κόσμου τούτου, ἐξ­αφανίστηκε. Ἄγγελος Κυρίου τότε ἐμφανίστηκε, τὸν παρηγόρησε καὶ τὸν ἐμψύχωσε.
Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες συνέβη νὰ διοργανωθοῦν ἑορτὲς στὸ κατάμεστο στάδιο παρουσίᾳ τοῦ αὐτοκράτορος. Ὁ Μαξιμιανὸς καυχόταν γιὰ ἕνα Γότθο παλαιστὴ τεραστίων διαστάσεων καὶ μεγάλης σωματικῆς δυνάμεως. Τὸ ὄνομά του ἦταν Λυαῖος. Αὐ­τός, ἕνα ἴνδαλμα τῆς εἰδωλολατρίας, προκαλοῦσε σὲ μονομαχία ὁποιονδήποτε, καὶ ἡ πρόκλησι στρεφόταν κυρίως κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ποιός τολμοῦ­σε νὰ τὰ βάλῃ μ᾽ αὐτὸ τὸν σάρκινο πύργο; Καὶ ὅσο κανείς δὲν παρουσιαζόταν, τόσο ὁ Μαξιμιανὸς χαιρόταν καὶ οἱ Χριστιανοὶ λυποῦνταν.
Μπροστὰ σ᾽ αὐτὴ τὴν πρόκλησι ὁ Νέστωρ, ἕνας νεαρὸς κατηχούμενος, αἰσθάνθηκε ὡς ἱερὸ χρέος τὴν ἐπιταγὴ νὰ τὸν ἀντιμετωπίσῃ. Αὐτὸ ἀνθρωπίνως ἔμοιαζε ματαιοπονία καὶ παραλογισμός. Πηγαίνει λοιπὸν στὴ φυλακὴ στὸν ἅγιο Δημήτριο καὶ ἀπὸ τὰ κάγκελλα τὸν ἐρωτᾷ· –Διδάσκαλε, σὲ παρακαλῶ· ἔχω τὴν εὐχή σου καὶ τὴν εὐλογία σου νὰ κατεβῶ στὸ στάδιο καὶ νὰ πολεμήσω μὲ τὸ Λυαῖο; Ὁ ἅγιος Δημήτριος τοῦ ἀπαντᾷ προφητικά· –Καὶ Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις· καὶ τὸ Λυαῖον θὰ νικήσῃς καὶ γιὰ τὸ Χριστὸ θὰ μαρτυρήσῃς. Πῆρε ὄντως μεγάλο θάρρος ὁ Νέστωρ καὶ κατέβηκε στὸ στάδιο. Ὁ ὅρος – κανονισμὸς τῆς μονομαχίας ἦταν· ὁ νικητὴς φονεύει τὸ νικημένο. Μόλις λοιπὸν τὸν εἶδαν, ἕνα νεαρὸ ἄοπλο νὰ στέ­κῃ ἀπέναντι σ᾽ ἕνα σιδηρόφρακτο γίγαντα, οἱ περισ­σότεροι γέλασαν καὶ λίγοι τὸν λυπήθηκαν, ἐνῷ ὁ Μαξιμιανὸς ἐκάγχασε· φαινόταν σὰν ἕνα σκυλάκι μπροστὰ σ᾽ ἕνα λιοντάρι, μπροστὰ σὲ μιὰ ἀρκούδα. Ἀλλὰ μέγας εἶνε ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Νέ­στωρ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, κραυγάζει «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι» καὶ ἐνδυναμωμένος ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Χριστοῦ ὁρμᾷ σὰν βέλος· μὲ ἐπιδέξιο ἑλιγμὸ ἀποφεύγει τὶς λαβὲς τοῦ Λυαίου, τοῦ καταφέρνει θανάσιμο χτύπημα, ὁ γίγαντας χάνει τὴν ἰσορροπία του, πέφτει στὸ ἔδαφος μὲ γδοῦ­πο ποὺ ἀκούστηκε σὲ ὅλο τὸ στάδιο, ὁ Νέστωρ τὸν φονεύει καὶ βγαίνει νικητής.
Τὸ πλῆθος στὶς κερκίδες ξαφνιάζεται. Ὁ Μαξιμι­ανός, ἀντὶ γιὰ δόξα καὶ θρίαμβο, νιώθει τώρα ντρο­πή. Ἀλλ᾽ ἀντὶ ν᾽ ἀναγνωρίσῃ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μονομαχίας καὶ τὸ νικητή, ἐξαγριωμένος διατάζει νὰ συλλάβουν τὸ Νέστορα καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπὸ τὴν κραυγὴ τοῦ Νέστορος πείσθηκε ὅτι δάσκαλος καὶ ἐμψυχωτής του ἦταν ὁ Δημήτριος, στέλνει λογχοφόρους στὴ φυλακή, κατατρυποῦν τὸν δέσμιο στὴν πλευρά του καί, ἐνῷ τὸ σῶμα του πλέει στὸ αἷμα, ἡ ψυχή του καθαρὴ πετάει σὰν περιστέρι στὸν οὐρανό, γιὰ ν᾽ ἀγάλλεται ἐν μέσῳ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.

* * *

Αὐτός, ἀγαπητοί μου, εἶνε μὲ συντομία ὁ βίος καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἀνέβλυσε μύρο, μὲ τὸ ὁποῖο θεραπεύονταν οἱ ἀσθενεῖς. Ἐκεῖ χτίστηκε καὶ ναὸς ἐπ᾽ ὀνόματί του.
Τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Δημητρίου εἶνε ἀμέτρητα· γιὰ νὰ τὰ διηγηθῇ κανεὶς θὰ χρειαζόταν μέρες. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι –δικαίωμά τους–, ἐ­μεῖς πιστεύουμε ὅτι οἱ ἅγιοι μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ θαυματουργοῦν. Δύο μόνο θαύματα θὰ σᾶς πῶ.
Τὸ ἕνα θαῦμα. Λίγο προτοῦ νὰ πέσῃ ἡ Θεσσαλονίκη στὰ χέρια τῶν Τούρκων (1430 μ.Χ.) ἕνας ἁ­γνὸς βοσκὸς κοντὰ στὴ σημερινὴ γέφυρα τοῦ Ἀ­ξι­οῦ εἶδε τὴ νύχτα νὰ ἔρχωνται δύο ἅγιοι πρὸς τὴ γέφυ­ρας ὁ ἕνας ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ κι ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν ἄλ­λη· Ὁ ἕνας ἦταν ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος κ᾽ ἐρχόταν ἀ­πὸ τὴ Λάρισσα, ὁ ἄλλος ἦταν ὁ ἅγιος Δημήτριος κ᾽ ἐρχόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ὅταν συναντήθηκαν ὑποκλίθηκαν θλιμμένοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλο καὶ ὁ βοσκὸς γονάτισε. Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἐρωτᾷ· –Ποῦ πηγαίνεις, ἅγιε Ἀχίλλιε; –Φεύγω ἀπὸ τὴ Λάρισσα, γιατὶ ὁ λαός της ἁμάρτησε στὸ Θεό, καὶ μπῆκαν μέσα οἱ Τοῦρκοι. Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ ἅγιος Δημήτριος· –Κλαίω κ᾽ ἐγώ, ἀδελφέ, γιατὶ σὲ λίγο καὶ ἡ Θεσσαλο­νίκη θὰ πέσῃ στὰ χέρια τους. Ἀγκαλιάστηκαν κλαί­γοντας καὶ τὰ δάκρυά τους ἔπεφταν στὸ ποτά­μι. Τὸ ὅ­ραμα ἦταν προφητικὸ καὶ ἐπαλήθευσε.
Τὸ ἄλλο θαῦμα. Μετὰ ἀπὸ πεντακόσα χρόνια, τὸ 1912 ἡ μικρὴ πατρίδα μας ἀναγκάστηκε νὰ κηρύ­ξῃ πόλεμο μαζὶ μὲ τὰ Βαλκάνια κατὰ τῶν Ὀθωμα­νῶν. Οἱ στρατιῶτες μας λίγοι, ὁ ὁπλισμὸς μικρός, ἀλλὰ ἡ καρδιὰ ἀτσάλινη. Προχώρησαν πρὸς τὴν Ἐ­λασσόνα, ἐκεῖ ὅμως σταμάτησαν. Μπροστά τους ἦ­ταν τὸ Σαραντάπορο, βουνὸ ὠχυρωμένο ποὺ οἱ Τοῦρ­κοι ἔλεγαν ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν θὰ τὸ περάσουν. Κά­ποιος ξένος εἶπε· Στὶς χαράδρες αὐτὲς θὰ γίνῃ ὁ τάφος τῆς Ἑλλάδος. Πάνω ἀπὸ τὸ Σαραντάπορο ἡ Μακεδονία περίμενε τὴ λευτεριά. Ἄκουγαν τὰ κανόνια, γονάτιζαν καὶ προσεύχον­ταν, βοσκοὶ ἀνέβαι­­ναν σὲ ψηλὰ βουνὰ καὶ παρακολουθοῦσαν ἀπὸ μακριὰ τὸν ἀγῶνα. Ἔπεσαν πράγματι ἐκεῖ πολλὰ κορμιά· γονεῖς, συγγενεῖς, φίλοι μας. Θρῆνος καὶ κλαυ­θμὸς σ᾽ ἐμᾶς. Μὰ τελικὰ τὸ Σαραντάπορο ἔγινε τάφος ὄχι τῶν Ἑλλήνων ἀλλὰ τῶν Τούρκων. ξεπέρασαν τὰ παιδιά μας τὸ μεγάλο ἐμπόδιο καὶ μέσα σὲ εἴκοσι μέρες –ποιός νὰ τὸ πίστευε!– πέρασαν τὴ γέφυρα τοῦ Ἀξιοῦ, ἐκεῖ ποὺ ὁ βοσκὸς εἶδε τὸ ὅραμα, καὶ προχωρώντας φτερωτοὶ σὰν ἄγγελοι ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν ὠχυρωμένη Θεσσαλονίκη μιὰ ­μέρα βροχερὴ ποὺ τὰ κανόνια μας εἶχαν κολλήσει στὶς λάσπες καὶ οἱ ἱππεῖς μας μόλις κινοῦνταν. Τὴν τελευ­ταία στιγμὴ φάνηκε σὲ ἄλλο ὅραμα ἐπάνω ἀ­πὸ τὰ ὄρη πάλι ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔφιππος ἐμψυχώ­νον­τας τὰ ἡρωικὰ στρατεύματα – δὲν εἶνε μῦ­θος ἡ θρησκεία μας. Καὶ ὄντως ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἤ­μουν παιδί πέντε ἐτῶν ὅταν στὸ χωριό μας μιὰ νύχτα ἔ­φτασε ταχυδρόμος καὶ ἀνήγγειλε· Πήραμε τὴ Θεσσα­λονίκη! Μικρὰ παιδιά, ἄντρες, γυναῖκες, βγή­καμε ὅ­λοι ἔξω, καὶ ἦταν χαρὰ καὶ πανήγυρις ὅτι τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὁ στρατός μας μὲ στρατηλάτη τὸν Κωνσταντῖνο μπῆκε στὴ Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ· οἱ σκλαβωμένοι Ἕλληνες ἔπεφταν χάμω καὶ φιλοῦσαν τὰ πέταλα τῶν ἀλόγων τοῦ στρατοῦ.

* * *

Κλείνοντας, ἀδελφοί μου, θὰ ὑπογραμ­μίσω ἕνα – δυὸ διδάγματα.
1. Τὸ σπουδαιότερο στὸν κόσμο εἶνε ὄ­χι ὁ ὑλι­κὸς ἀλλὰ ὁ πνευματικὸς πλοῦτος. Ἂν κρατήσουμε αὐτὸ τὸν πλοῦ­το, δὲν ἔχουμε ἀνάγ­κη ἀπὸ ἄλλα ὅ­πλα, πυρ­αύλους, διαστημόπλοια κ.λπ.. Γιὰ μᾶς ὅ­πλο ἰσχυ­ρὸ καὶ ἀκαταμάχητο εἶνε ἡ πίστι μας. Αὐτὴ τὴν πίστι κράτησε ὁ ἅγιος Δημήτριος, ὁ ἅγιος Νέστωρ, οἱ μαχηταὶ τῶν Ἀλβανικῶν ὀρέων καὶ τοῦ Βαλκανικοῦ πο­λέμου. Αὐτὴ τὴν πίστι νὰ φυλάξουμε σὰν τὰ μάτια μας· ποτέ νὰ μὴν τὴν προδώσουμε. Φτωχοὶ εἴμ­αστε, μὰ ποτέ ἄ­πιστοι καὶ ἄθεοι. Προτιμότερο νὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος παρὰ νὰ χάσουμε τὴν πίστι μας.
2. Τὸ ἄλλο εἶνε, νὰ ζήσουμε σύμ­φωνα μὲ τὴν πίστι μας. Ὁ Νέστορας δὲν ὑπέφερε ν᾽ ἀκούῃ τὸν βάρβα­ρο νὰ βλαστημᾷ τὸ Χριστό. Σήμερα ζοῦμε κατὰ Χριστόν; Πόσοι ὄχι Λυαῖοι ἀλλὰ λεγόμενοι χριστιανοὶ ὑβρίζουν τὸ Χριστό! Πῆ­γα σὲ ἕνα ἀκριτικὸ φυλάκιο, ὅπου μεταξὺ τῶν Ἑλ­λήνων στρατιωτῶν ὑπηρετοῦ­σε καὶ ἕνας μουσουλ­μᾶνος ποὺ τὸν ἔλεγαν Δράμαλη, ἀπὸ τὴν Κομοτηνή. Ἀπὸ αὐτοὺς κάποιοι Ἕλληνες ἔ­βριζαν τὰ θεῖα, ὁ μουσου­λμᾶνος ὅμως δὲν τολμοῦ­σε νὰ βρίσῃ τὸν Ἀλλάχ. Ὦ Θεέ μου, πόσο τὴν ὥρα ἐ­­κείνη ὁ Δράμαλης μπῆ­κε στὴν καρδιά μου, καὶ πόσο λυπήθηκα γιὰ τὸ κατάντημα τῶν δικῶν μας! Δράμαλη, εἶπα, ἐὰν ἀκού­σῃς συστρατιώτη σου ὄχι ἀπὸ ἀπιστία ἀλλὰ κι ἀπὸ κα­κὴ συνήθεια νὰ βλαστη­μᾷ τὸ Χριστὸ ἢ τὴν Παναγία, χτύπησέ τον· καὶ ἂν σὲ πᾶνε στὸ στρατοδικεῖο, νὰ καλέσῃς μάρτυρα ὑ­περασπίσεως τὸν Αὐγουστῖνο ἐπίσκοπο Φλωρίνης, καὶ θὰ πῶ· Κύριε στρατοδῖκα, νὰ τὸν ἀθῳώσετε τὸ Δράμα­λη, γιατὶ αὐτὸς ἔχει μὲν ψεύτικη θρησκεία μὰ δὲν βλαστημάει τὸν Ἀλλάχ, ἐνῷ ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ἀληθινὴ θρησκεία τῶν πατέ­ρων μας, καὶ βλαστημοῦμε τὸ Θεό μας. Δὲν εἴμαστε Χριστιανοὶ οὔ­τε ἄξιοι τῆς ἱστορίας μας.
Γίνετε Νέστορες, κλεῖστε στὴν καρδιά σας τὸ Χριστό, ὑπερασπι­στῆ­τε τὴν τιμὴ τοῦ ὀνόματός του. Καὶ εἴθε διὰ τῶν πρε­σβειῶν τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὁ λαός μας στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ μάλιστα στὴ Μακεδονία μας νὰ μείνῃ σ᾽ αὐ­τὸν πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος πρὸς δόξαν τοῦ εὐ­λογητοῦ Κυρίου· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Δημητρίου Ξανθογείων – Ἐδέσσης τὴν Πέμπτη 26-10-1967 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 31-8-2024.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.