Αυγουστίνος Καντιώτης



Το αγχος του πλεονεκτου (Ομιλια του Μητροπολιτου Φλωρινης, Πρεσπων & Εορδαιας Αυγουστινου Καντιωτου)

date Νοέ 16th, 2024 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΙΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 820(2)

Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35)
17 Νοεμβρίου 2024 (2001)
Ομιλια του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου

Το αγχος του πλεονεκτου

«Καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· Τί ποιήσω…;» (Λουκ. 12,17)

++Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 12,16-21· 14,35). Μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ παραβολὴ τοῦ Κυρίου. Σ᾿ αὐτὴν ὁ Χριστὸς ζωγραφίζει τὴν εἰκόνα τοῦ πλεονέκτου.
Μὲ τὴ φτωχή μου γλῶσσα θὰ προσπαθήσω ν᾿ ἀναπαραστήσω τὴν εἰκόνα τῆς σημερινῆς παραβολῆς.

* * *

Εἶνε νύχτα, ὅλοι κοιμοῦνται. Τὰ πουλιὰ κοιμοῦνται πάνω στὰ κλαδιὰ καὶ τὰ νήπια στὶς κούνιες τους. Οἱ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι, μετὰ ἀ­πὸ τὸν κόπο καὶ τὸ μόχθο τῆς ἡμέρας, ἀναπαύονται στὰ σκληρὰ κρεβάτια τους. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ φυλακισμένοι κλείνουν τὰ βλέφαρά τους πίσω ἀπὸ τὰ κάγκελλα τῆς φυλακῆς.
Ἕνας μόνο δὲν κοιμᾶται. Σὰν τὸ φίδι στριφογυρίζει πάνω στὸ κρεβάτι του καὶ διαλογίζεται διαρκῶς· «Τί ποιήσω…;» (ἔ.ἀ. 12,17). «Τί νὰ κά­νω;…». Ποιός τὸ λέει αὐτό;

Τὸ λέει ὁ πλούσιος μεγαλοκτηματίας. Εἶχε ἐξαιρετικὴ εὐφορία τὸ ἔτος ἐκεῖνο. Ὅλα εὐλογία Θεοῦ. Τί ἔ­πρεπε νὰ κάνῃ; Νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Μεγαλοδύναμο. Ἀλλ᾿ αὐτὸς τίποτε. Σκεπτόταν, ὅτι οἱ ἀποθῆκες του εἶνε πλέον μικρὲς καὶ δὲν χωροῦν. Καὶ διαρκῶς ἔλεγε· «Τί νὰ κάνω…;».
Εὔκολο ἦταν τὸ πρόβλημά του, μποροῦσε νὰ τὸ λύσῃ ἀμέσως. Ἀφοῦ κρατήσῃ ὅ,τι τοῦ χρειάζεται γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του, τὰ ὑπόλοιπα νὰ τὰ τοποθετήσῃ σὲ ἀποθῆκες ἀσφαλείας, ποὺ ὑπῆρχαν· δηλαδή, στὰ στομάχια τῶν δυστυχισμένων ἀνθρώπων. Ἔτσι θὰ λυνόταν τὸ πρόβλημα. Ἀλλὰ δυστυ­χῶς τέτοιο πρᾶγμα δὲν σκεπτόταν.
Ἐπὶ τέλους βρίσκει λύσι. Θὰ γκρεμίσῃ τὶς ἀ­ποθῆκες του, θὰ χτίσῃ νέες μεγάλες, θὰ συγ­­κεντρώσῃ ἐκεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά του, καὶ θὰ πῇ στὴν ψυχή του· Ψυχή μου, «ἔχεις πολλὰ ἀγα­θὰ» ποὺ σοῦ φτάνουν γιὰ χρόνια πολλά· «ἀνα­παύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ἔ.ἀ. 12,18-19). Τέτοια σκεπτόταν. Ἀλλὰ λογάριαζε χωρὶς τὸν ξενοδόχο. Δὲν σκεπτόταν, ὅτι ἡ ζωὴ εἶνε σύντομη.
Αἴφνης τὰ μεσάνυχτα τοῦ χτυπάει κάποιος ἐνοχλητικὸς καὶ ἀνεπιθύμητος ἐπισκέπτης· εἶνε ὁ χάρος. Ἔφτασε ἡ ὥρα σου, λέει, καὶ δὲν ἔχεις καθόλου προθεσμία… Κ᾿ ἐκείνη τὴ στι­γμὴ ὁ πλούσιος πεθαίνει, γιὰ νὰ βρεθῇ πλέον μπροστὰ στὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.

* * *

Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή. Ἀπὸ τότε ποὺ τὴν εἶ­πε ὁ Χριστὸς πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα της εἶνε κάθε μέρα μπροστά μας.
Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον ποὺ ἔχει κάποιο μικρὸ εἰσόδημα, ἀρκετὸ γιὰ νὰ ζήσῃ; Ἀκούει στὴν ἐκκλησία «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον», τὸ ψωμί μας τὸ καθημερινὸ καὶ ἀναγκαῖο δός μας το σήμερα (Ματθ. 6,11), καὶ τὰ κοροϊδεύει αὐτά. Εἶνε πλεονέκτης. Ἔκανε ἕ­να ἑκατομμύριο; θέλει νὰ κάνῃ δύο. Τὰ ἔκανε δύο; θέλει νὰ τὰ κάνῃ τρία, τέσσερα, ὀκτώ… Εἶνε ἀκόρεστος καὶ ἄπληστος.
Ὁ πλεονέκτης μοιάζει μὲ τὸν ὑδρωπικό, ποὺ ὅσο πίνει νερὸ τόσο περισσότερο διψάει. Μοιάζει μὲ τὸ Μίδα τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, ποὺ παρακαλοῦσε τοὺς θεοὺς ὅ,τι ἀγγίζει νὰ γίνεται χρυσάφι, καὶ ἐν τέλει πέθανε πειναλέος ἐν μέσῳ τοῦ χρυσοῦ. Αὐτὴ εἶνε ἡ εἰκόνα τοῦ πλεονέκτου. Ποτέ δὲν λέει φτάνει. Καὶ διαρκῶς ἀγωνιᾷ γιὰ τὰ ὑπάρχοντά του.
Τὸ ἀπαίσιο αὐτὸ μικρόβιο τῆς πλεονεξίας δὲν προσβάλλει μόνο ἄτομα, ἀλλὰ καὶ λαοὺς ὁλόκληρους. Σήμερα τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα μένει ἄλυτο ἐξ αἰτίας τῆς πλεονεξίας. Μεγάλα κράτη κινοῦνται πλεονεκτικὰ εἰς βάρος ἄλ­λων μικρῶν καὶ δὲν ἐννοοῦν νὰ τὰ βοηθήσουν. Αὐτὸ εἶνε κρίμα. Ἂν ὑπῆρχε δικαιοσύνη καὶ φιλανθρωπία, ἡ γῆ μποροῦσε νὰ θρέ­ψῃ διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμό.
Εἶνε ἀκριβῶς ἡ εἰκόνα τοῦ πλουσίου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ σύνθημα· «Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τίποτε γιὰ τοὺς ἄλλους». Αὐτὸ εἶνε τὸ σατανικὸ σύνθημα τοῦ πλεονέκτου.
Διότι τί εἶνε ἡ πλεονεξία; Πλεονεξία εἶνε, νὰ μὴν ἀρκῆσαι στὰ λίγα, στὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ νὰ θέλῃς περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι χρειάζεσαι στὴ ζωή σου. Τί πρέπει νὰ κάνῃς; Νὰ κρατᾷς γιὰ τὸν ἑαυτό σου μόνο ὅσα σοῦ χρειάζονται.
Φανταστῆτε ν᾽ ἀποφασίζαμε ὅλοι νὰ ἐφαρμόσουμε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ λύνει τὸ τεράστιο κοινωνικὸ πρόβλημα, καὶ νὰ ἔλεγε αὐτὴ τὴν ὥρα ὁ καθένας μας· Θὰ κρατήσω μόνο ὅ,τι μοῦ χρειάζεται, καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ δώσω στοὺς φτωχούς… Ἂς πάρουμε αὐτὴ τὴν ἀπόφασι ἐμεῖς τοὐλάχιστον.
Ψέματα λέμε ὅτι δουλεύουμε γιὰ τὸ ψωμί μας. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν συγκεν­τρώσει τόσα ἀγαθά, λὲς καὶ θὰ ζήσουν χίλια χρόνια· καὶ ἄλλοι δὲν ἔχουν ψωμὶ οὔτε γιὰ μιὰ μέρα. Εἶνε αὐτὸ δικαιοσύνη; εἶνε ἀνθρωπισμός; εἶνε Χριστιανισμός; εἶνε Εὐαγγέλιο;
Ἂς κρατήσουμε ὅ,τι χρειάζεται γιὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα· καὶ τὰ ὑπόλοιπα –ὤ τὰ ὑπόλοιπα, ποὺ δὲν εἶνε λίγα καὶ ποὺ δὲν εἶνε δικά μας ἀλλὰ «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ» ὅ­πως λέει ὁ ποιητής, εἶνε τοῦ δυστυχισμένου, εἶνε τῆς πατρίδος, εἶνε τῆς ἀνάγκης– νὰ τὰ δώσουμε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀνήκουν.
Θὰ ἤμασταν τὸ πλουσιώτερο κράτος, ἂν ἐ­φαρμόζαμε τὸ Εὐαγγέλιο· θὰ κάναμε θαύματα. Ἀλλὰ τώρα τὸ σύνθημα τὸ σατανικὸ εἶνε «Τί νὰ κάνω…;». Καὶ μᾶς πιάνει ἀγωνία καὶ ἄγ­χος. Λένε οἱ ψυχολόγοι· Τὸ ἄγχος εἶνε ἡ μεγα­λύτερη ἀσθένεια τοῦ αἰῶνος μας. Ὅλοι ἔ­χουν ἄγχος. Ζοῦμε κάτω ἀπὸ τὸ ἄγχος μιᾶς κοι­νωνίας, ποὺ ἀπέκτησε τοῦ κόσμου τ᾿ ἀγαθὰ, γέμισε τὶς ἀποθῆκες της, καὶ ὅμως δὲν εἶνε εὐτυχισμένη. Ἐνῷ μποροῦσε νὰ λύσῃ τὸ πρόβλημά της καὶ νά ᾽νε χαρούμενη μὲ τὸ νὰ δί­νῃ, γιὰ νὰ ζοῦν ὅλα τὰ ἔθνη καὶ νὰ μὴν πεθαί­νουν ἀπὸ τὴν πεῖνα τὰ παιδιὰ στοὺς δρόμους. Ἐμεῖς ἐν τούτοις δὲν ἐφαρμόζουμε τὸ Εὐαγγέλιο· τὰ κρατοῦμε ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μᾶς πνίγει τὸ ἄγχος.
Ποιός εἶνε ἀληθινὸς Χριστιανός; Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ἀρκῆται καὶ νὰ λέῃ, «τὸν ἄρτον ἡ­μῶν τὸν ἐπιούσιον» (Ματθ. 6,11), κι ὅλα τὰ ὑπόλοιπα νὰ τὰ δίνῃ. Κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό σου –πόσα σοῦ χρειάζονται;–, καὶ τὰ ὑπόλοιπα δός τα στοὺς ἄλλους. Δός τα γιὰ φιλανθρωπία, δός τα στὸ δυστυχισμένο, στὰ σχολεῖα, στοὺς ναούς, στὴν ἀνθρωπότητα. Θὰ ἦταν μικρὸ πρᾶγμα, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ἀντὶ νὰ θάβουμε π.χ. τὶς πατάτες, νὰ φορτώσουμε δεκαπέντε – εἴκοσι καράβια καὶ νὰ τὶς στείλουμε κάτω σ᾿ ἐκείνους ποὺ πεινοῦν καὶ δυστυχοῦν;
Φιλανθρωπία καὶ ἐλεημοσύνη, κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ δυτυχῶς οἱ ἄν­θρωποι σήμερα δὲν ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἔχει τὴ λύσι τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς στὸ τέλος περίλυπος εἶπε· «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω»· ὅποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ (Λουκ. 14,35). Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει αὐτιά, θὰ ἔχῃ τὸ τέλος τοῦ πλεονέκτου, τὸ ὁποῖο εἴθε κανείς ἀπὸ μᾶς νὰ μὴν τὸ ἔχῃ, ἀλλὰ ὅλοι νὰ εἴμαστε πιστοί, καὶ νὰ προσπαθήσουμε ἀκούγοντας τὸ εὐαγγέλιο νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε.
Ἀναστενάζουν οἱ τράπεζες ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια τῶν καταθέσεων. Ἄχ πόσα καλὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε, πόση φιλανθρωπία, πόση ἐλεημοσύνη! Καὶ τὸ κράτος μας μποροῦσε νὰ ἦταν ἕνα ἐλεῆμον καὶ φιλάνθρωπο κράτος. Τώρα ἀναστενάζουν οἱ τράπεζες, ἀλλὰ τὸ χρῆ­μα κινδυνεύει νὰ χαθῇ. Δὲν μιλῶ ἀπαισιόδοξα, μιλῶ πάνω στὴν πραγματικότητα· δὲν ἀ­ποκλείεται αὐτὰ τὰ ἑκατομμύρια νὰ γίνουν μεθαύριο πλατανόφυλλα καὶ μὲ ἕνα ἑκατομμύριο νὰ μὴ μπορῇς ν᾿ ἀγοράσῃς οὔτε ἕνα καρβέλι ψωμί. Ἐνῷ μὲ τὰ ἑκατομμύρια ποὺ ἔχεις τώρα –τώρα καὶ ὄχι αὔριο–, θὰ μποροῦ­σες τόσα καλὰ νὰ κάνῃς στὴν ἀνθρωπότητα. Ἀλλὰ ἡ πλεονεξία μὲ σύνθημα τὸ διαβολικὸ «Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τίποτε γιὰ τοὺς ἄλ­λους», δὲν σ᾿ ἀφήνει.
Στὸν τάφο ἑνὸς Ἑλβετοῦ, ποὺ εἶνε ὁ δημιουργὸς τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, ὑπάρχει τὸ ἀν­τίθετο σύνθημα· «Ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους, τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας». Ἡ Ἑλβετία εἶνε ἕνα μικρὸ ἀλλὰ φιλάνθρωπο κράτος. Στὴν πεῖνα τοῦ ᾿40, ᾿42, ᾿43, ᾿44 μᾶς βοήθησε. Ἀπὸ τὸ ὑ­στέρημά τους, ναὶ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους, γέμιζαν καράβια καὶ μᾶς τὰ ἔστελναν. Νήστευαν οἱ Ἑλβετοί, γιὰ νὰ τρέφουν ἐμᾶς.

* * *

Λοιπόν, πάρτε ὡς ζυγαριὰ αὐτὴ τὴν παραβολὴ καὶ ζυγίστε τὸν ἑαυτό σας, τὸ κράτος μας, τὸν κόσμο. Θὰ διαπιστώσετε, ὅτι ὅσοι φωνάζουν προπαντὸς περὶ δικαιοσύνης εἶνε οἱ μεγαλύτεροι πλεονέκτες, φιλάργυροι καὶ ὑ­λισταί. Αὐτοὶ ὡς πρόγραμμα τῆς ζωῆς τους ἔ­χουν «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Α΄ Κορ. 15,32). Ἀλλ᾿ ἐμεῖς ὄχι. Δικό μας πρόγραμμα νὰ εἶνε· Ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους, τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας! Σ᾿ αὐτὸ τὸ ὕψος μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 22-11-1981. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 18-11-2001, ἐπανέκδοσις 10-9-2024.

⃝ Τὸ

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.