Αυγουστίνος Καντιώτης



Ἀδελφοι, «μετανοειτε»! «Ἀπο τοτε ἤρξατο ὁ Ἰησους κηρυσσειν & λεγειν· Μετα­νοειτε· ἤγγικε γαρ ἡ βασιλεια των ουρανων» (Ματθ. 4,17)

date Ιαν 11th, 2025 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2648

Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα (Ματθ. 4,12-17)
12 Ἰανουαρίου 2025

Ἀδελφοι, «μετανοειτε»!

«Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετα­νοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4,17)

12 παρα 5Ο ΚΥΡΙΟΣ+Ὅλα τὰ λόγια, ἀγαπητοί μου, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶνε ἀν­εκ­­τίμητα· γλυκύτερα «ὑπὲρ μέλι», πολυτιμότε­ρα «ὑπὲρ χιλιάδας χρυσίου καὶ ἀρ­γυρίου». Ὅπου κι ἂν τὰ εἶπε, στὸ τραπέζι ἢ στὸ δρόμο, στὸ γάμο ἢ στὴν κηδεία, στὸν αἰγιαλὸ ἢ στὸ πλοῖο, στὸ ὄρος ἢ στὴν ἔ­ρημο, στὴ γαλήνη ἢ στὴ φουρτούνα, στὴν ἀ­γωνία τῆς Γεθση­μανῆ ἢ στὴν ὀδύνη τοῦ Γολ­γο­θᾶ, ἔ­χουν ἀσύλλη­πτη μυστικὴ δύναμι· ὅλα, μέχρι καὶ τὸν τελευταῖο του λόγο, τὸ ὕ­στατο «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30).
Ἐὰν τώρα ἀναρωτηθῆ­τε ποιός ἦταν ὁ πρῶ­­τος λόγος ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ πανάχραντα χείλη τοῦ Κυρίου μας, σᾶς ἀπαντῶ· εἶνε αὐτὸ ἀ­κρι­βῶς ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς μετὰ τὰ Φῶτα (βλ. Ματθ. 4,12-17). Εἶ­νε μία λέξι. Ἄχ αὐτὴ ἡ λέξι! Ἂν ὑπῆρχε τρόπος καὶ γιὰ σᾶς ποὺ ἀκοῦτε καὶ γιὰ μᾶς ποὺ κη­ρύττουμε νὰ μπῇ στὴν καρδιά μας, νὰ τὴν αἰ­­­σθανθοῦμε, νὰ τὴ ζήσουμε· ἂν αὐτὴ ἡ λέξι ἐ­φαρμοζόταν ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀν­θρώπους, τούτη ἡ γῆ δὲν θὰ ἦταν κόλασι, θὰ ἦ­ταν παράδεισος. Καὶ ἡ λέξι αὐτὴ εἶνε «Μετανοεῖτε» (ἔ.ἀ. 4,17).

Γιὰ τὴ μετάνοια θὰ ποῦμε. Δὲν πρόκει­ται, στὰ λίγα λεπτὰ ποὺ διαθέτουμε νὰ ἐξηγή­σω σὲ πλάτος καὶ βάθος τὰ νοήματα ποὺ πε­ριέχει. Ὅσοι θέλουν μποροῦν νὰ δια­βάσουν τὸ μικρὸ βιβλιαράκι «Ἡ μετά­νοια», ποὺ ἔγραψε ὁ ἀείμνηστος ἱεροκήρυ­κας τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ Ἀθηνῶν π. Σεραφεὶμ Παπακώστας (1892-1954· βλ. Ἰω. Θ. Κολιτσάρα, Σεραφεὶμ Παπακώστας, Ἀθῆναι 198017, σ. 80). Ἐγὼ μὲ δύο – τρία παραδείγματα θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω μιὰ εἰ­κόνα τῆς μετανοίας.

* * *

Κάποτε, πᾶνε χρόνια τώρα, μπῆ­κα σ᾽ ἕνα αὐ­τοκίνητο νὰ πάω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὴν Κοζάνη. Σὲ κάποιο μέρος τῆς διαδρο­μῆς, πρὸς τὸ Βέρμιο ὄρος, εἶνε ἡ Καστανιά, ἕνα δύσκολο πέρασμα, στὸ ὁποῖο ἔχουν γίνει πολλὰ δυσ­­τυχήματα. Ἐκεῖ λοιπὸν τὸ αὐ­τοκίνητο ξέφυγε, πλησίασε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ ὅλοι οἱ ἐπιβάτες κρατήσαμε τὴν ἀναπνοή μας. Λίγο ἀκόμη καὶ τὸ αὐτοκίνητο θά ᾽πεφτε κάτω, σὲ χαράδρα 300-400 μέτρων, καὶ δὲν θὰ γλύ­τωνε οὔτε ἕνας. Ἀλλὰ τὴν ὥ­­ρα ἐκείνη ἕνας πολὺ ἱκανὸς Κοζανί­της σωφ­φὲρ τὴν τελευταία στιγμὴ κατώρθωσε νὰ στρίψῃ τὸ τιμόνι καὶ νὰ σωθοῦμε. Μόλις φύγαμε ἀπὸ τὸν κίνδυ­νο ὅλοι ἀναπνεύσαμε κι ὁ ὁδηγός, ἱδρω­μένος ἀπὸ τὴν ἔντασι τῶν δυνάμεών του, εἶπε· Δόξα σοι, ὁ Θεός, σωθήκαμε! Μὲ μία στρο­φὴ τοῦ τιμονιοῦ σώθηκε τὸ αὐτοκίνητο καὶ οἱ ἐπιβάτες.
Ἢ ὑποθέστε, ὅτι ταξιδεύετε μ᾽ ἕ­να πλοῖο, εἶ­στε μέσα πολλοὶ ἐπιβάτες, ἀλλὰ ὁ καπε­τάνιος ἀπὸ λάθος δὲν χάραξε σωστὰ τὴ γραμμὴ πλεύσεως, καὶ τὸ πλοῖο, ἀντὶ νὰ πηγαίνῃ πρὸς τὸ λιμάνι, κινδυνεύει ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ πέσῃ ἐπάνω σὲ βράχο· τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὅμως κάποιος ναύτης ἢ καὶ ἐπιβάτης ποὺ βλέπει τὸν κίνδυνο ἀνεβαίνει στὴ γέφυρα καὶ φωνάζει στὸν πλοίαρχο· Χανόμαστε, ἄλλαξε γραμμή! καὶ τότε ὁ καπετάνιος τελευταία στιγμὴ κά­νει μεγάλη στροφή, 180 μοιρῶν, καὶ τὸ πλοῖο, ποὺ πήγαινε νὰ πέσῃ ἐπάνω στὰ βράχια, σῴζεται.
Τί θέλω μ᾽ αὐτὰ νὰ πῶ. Ὅτι κ᾽ ἐμεῖς ἐπιβάτες εἴμαστε· ἐπιβάτες ποὺ ταξιδεύουμε μὲ τὸ λεωφορεῖο τῆς ζωῆς, ἐπιβάτες ποὺ πλέουμε στὸν ὠ­κεανὸ τοῦ κόσμου, καὶ ὅτι ἔ­χουμε πάρει λάθος πορεία. Ἔχουμε ξεφύγει ἀπὸ τὴ γραμ­μή μας καὶ κάτω εἶνε τὸ χάος, ἡ χαράδρα τοῦ θανάτου· ἔ­χουμε ἀποκοιμηθῆ καὶ κινδυνεύουμε νὰ πέσουμε πάνω σὲ Φαλκονέρα, σὲ ἄ­γρια βράχια. Τί ἔκανε ὁ ὁδηγός; μὲ μιὰ τελευ­ταία προσπάθεια ἔκανε στροφὴ καὶ σώθηκε. Τί ἔκανε ὁ καπετάνιος; στροφὴ 180 μοι­ρῶν καὶ σώθηκε τὸ πλοῖο, ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἐπιβά­τες του. Τί πρέπει νὰ κάνουμε κ᾽ ἐ­μεῖς; στροφή, ἀγαπη­τοί μου· στροφὴ σωτήρια 180 μοι­ρῶν. Ν᾽ ἀλ­λάξουμε πορεία ζωῆς. Διότι ὅ­λοι χά­νουμε τὸ σωστὸ δρόμο, ὅλοι σφάλλουμε· δὲν ὑ­πάρχει ἄνθρωπος ποὺ δὲν σφάλλει. Ἂς φαί­νε­ται ὅτι ἡ γραμμὴ ποὺ ἀκολουθοῦμε εἶνε ὀρθή. Ἐὰν τὴν ἐξετάσουμε ὄχι μὲ τὸ δικό μας μυα­λὸ ἀλλὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, μὲ τὴν πεῖ­ρα τῶν αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας, θὰ δοῦ­με, ὅτι ἡ πορεία μας εἶνε ἐσφαλμένη.
Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ στὴν πρωινὴ ἀκολου­θία, στὸν ἑσπερινὸ τῆς Ἀποκαθηλώσεως, σὲ μία περικοπὴ τοῦ προφήτου Ἠσαΐα, ἀκοῦ­με τὰ ἑξῆς λό­για· «πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη» (Ἠσ. 53,6). Σὰν πρόβατα ποὺ χάνουν τὸ δρόμο τους, πέφτουν μέσα σὲ φαράγγια κι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥ­ρα κινδυνεύουν νὰ τὰ φᾶνε λύκοι καὶ τσακάλια, ἔτσι κάθε ἄνθρωπος ἔχασε τὸ δρόμο του κ᾽ εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸν ξαναβρῇ.
Τὸ «Μετανοεῖτε» εἶνε μία ἔντονη προτροπή, μία ἐντολὴ τοῦ Κυρίου πρὸς ὅλους, σὲ ὁ­ποιαδήποτε κατάστασι καὶ ἂν βρίσκεται ὁ καθένας. «Μετανοεῖτε» λοιπόν, ἀδελφοί!
«Μετανοεῖτε», φιλάργυροι, ποὺ καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, ὅταν οἱ καμ­πάνες σημαίνουν κ᾽ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει «Σήμερον κρεμᾶ­ται ἐπὶ ξύλου…» (Μ. Παρ. ἀντίφ. ιε΄), καὶ τότε ἀκόμα, κλεισμένοι στὰ καταστήματα τὰ μαγαζιὰ καὶ τὶς ἀ­ποθῆκες σας, μετρᾶ­τε τὰ τριάκοντα ἀρ­γύρια τοῦ Ἰούδα. Ἡ ὁδὸς τοῦ μαμωνᾶ, ποὺ ἀ­κολουθεῖ­τε, εἶνε λάθος. Καὶ μὲ ἀ­σήμι καὶ χρυσάφι ἀκόμα ἂν τὴ στρώσῃ ὁ διάβο­λος, στὸ τέλος ὑ­πάρχει ἡ ἀγχόνη τοῦ Ἰούδα· «…Βλέπε, χρημά­των ἐραστά», λέει, «τὸν διὰ ταῦτα (=τὰ χρήματα) ἀγχόνῃ χρησάμενον» (τροπ. Μ. Πέμ.). «Μετανοεῖτε», φιλάργυροι, πρὶν φτάσετε ἐκεῖ.
«Μετανοεῖτε», φιλήδονοι, ποὺ ζῆτε γιὰ τὶς διασκεδάσεις καὶ τὶς σαρκι­κὲς ἀπολαύσεις, ποὺ κρατᾶτε στὰ χείλη τὸ ποτήρι τῶν τέρψεων καὶ ῥουφᾶτε σταγόνα – σταγόνα τὸ χυμὸ τῆς τρυφῆς τοῦ κόσμου τούτου· «μετανοεῖ­τε», γιατὶ αὐτὸ τὸ «μέλι» στὸ τέλος θὰ σᾶς βγῇ φαρμάκι, ἀψίνθιο τῆς Ἀποκαλύψεως (8,11).
«Μετανοεῖτε», φιλόδοξοι καὶ ματαιόδοξοι, ποὺ ἀσθμαίνοντας ἀνεβαίνετε τὶς βαθμῖδες τῆς ἱεραρ­χίας καὶ προσπαθεῖτε νὰ καταλάβετε τὰ ὕψιστα ἀ­ξιώματα, νομίζοντας ὅτι ζωὴ δίχως αὐτὰ δὲν ἔχει ἀξία· λοιπὸν ἡ ὁδὸς ποὺ βα­δίζετε εἶνε ἀπατηλὴ καὶ στὸ τέλος σᾶς περιμένει ὁ Σολομῶν μὲ μιὰ πι­νακίδα ποὺ γράφει τὸ συμπέρασμά του· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2· 12,8).
«Μετανοεῖτε», φιλέκδικοι, ποὺ μὲ σκληρὲς τὶς καρδιές, σφιγμένα τὰ δόντια, κ᾽ ἕτοιμες τὶς γροθιὲς ζητᾶτε ἐκδίκησι· ἡ ὁδὸς τῆς ἐκδικήσεως, ποὺ τραβᾶτε, εἶνε ὁδὸς ἀπωλείας.
«Μετανοεῖτε», ἁμαρτωλοὶ ἐν γένει. Νὰ ξέρε­τε· ἡ ὁδὸς τῆς ἁμαρτίας ποὺ βαδίζετε εἶνε ὁδὸς καταστρο­φῆς· στὸ τέλος της θὰ βρῆτε μιὰ ἐ­πιγραφὴ μὲ τὸ ῥητὸ τοῦ Παύλου «τὰ ὀ­ψώ­νια τῆς ἁμαρτίας (=ὁ μισθὸς ποὺ πληρώνει ἡ ἁ­μαρτία τοὺς ἐργάτες της, εἶνε) θάνατος» (῾Ρωμ. 6,23).
«Μετανοεῖτε» λοιπὸν ὅλοι, γέροι καὶ νέοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, σὲ ὁποιαδήποτε θέσι καὶ κατάστασι κι ἂν εἶστε.

* * *

Μεγάλη δύναμις ἡ μετάνοια, ἀδελφοί. Ξέρε­τε πῶς μοιάζει; Σὰν νά ᾽χετε ἕνα βράχο σκληρό· ἀ­νοίγετε στὴ μέση του βαθειὰ μιὰ τρύπα, βάζετε μέσα δυναμίτη, τοῦ δίνετε φωτιά, καὶ βλέπετε τὸ βράχο νὰ σπάῃ. Βράχος εἶνε τὰ ἁμαρτήμα­τά μας, τὰ πάθη μας· καὶ ἡ μετάνοια εἶνε ἡ πυ­ρίτιδα, ὁ δυναμίτης, ποὺ σπάει τὴν καρδιά μας καὶ τὴν κάνει «καρδίαν συν­τετριμμέ­νην καὶ τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50,19) ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Νὰ μετανοήσουμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, χω­­ρὶς ἀ­ναβο­λή· τώρα, σήμερα, ὄχι αὔριο. Γιατὶ τὸ σήμερα εἶνε δικό μας (βλ. Ἑβρ. 3,13), τὸ αὔριο ὄχι. Τώρα νὰ μετανοήσουμε· τώρα, ποὺ ἔχουμε τὰ πόδια καὶ μποροῦμε νὰ τρέξουμε στὸν πνευμα­τικό· τώρα, ποὺ ἔχουμε τὰ χέρια καὶ μποροῦ­­­με νὰ κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ (θά ᾽ρθῃ ὥ­ρα ποὺ οὔτε τὸ σταυρό μας δὲν θὰ μποροῦ­με νὰ κάνουμε)· τώρα, ποὺ ἔχουμε τὸ μυαλὸ κα­θα­ρὸ καὶ μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε· τώρα, ποὺ ἡ καρδιὰ χτυπάει ἀκόμα κανονικά· τώρα, ποὺ ἡ γλῶσσα μπορεῖ νὰ ἐκφρασθῇ, μπορεῖ νὰ πῇ τὸ σπουδαιότερο λόγο, «Πάτερ, ἥμαρτον» καὶ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 15,21· 18,13) (θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ τὰ λόγια θὰ μπερδεύων­­ται). Τώρα λοιπὸν εἶνε καιρὸς μετανοίας καὶ ἐ­­­πιστροφῆς. Τὸ αὔριο εἶνε τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖ­ος ὁρίζει «χρόνους ἢ καιρούς…» (Πράξ. 1,7).
Μὴν τὸ πάθουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως τό ᾽παθε ἕνας ἀρχαῖος βασιλιᾶς, ὁ Ἀρχίας στὴ Θήβα. Αὐτὸς γλεντοκοποῦσε τὴ νύχτα στὸ ἀνάκτορό του καὶ δὲν ὑπολόγιζε τοὺς ἀντιπάλους του οἱ ὁποῖοι ἑ­τοιμάζονταν νὰ τὸν ἀνατρέψουν. Ἕνας φίλος του ἔμαθε τὰ σχέδιά τους καὶ τοῦ ἔστειλε ἀπὸ τὴν Ἀ­θήνα γράμμα, νὰ τὸν εἰδοποι­ήσῃ γιὰ τὸν κίνδυνο. Ὁ ἀγγελιοφόρος τοῦ ἔ­δωσε τὴν ἐπιστολὴ τὴν ὥρα ποὺ γλεντοῦσε καὶ πρόσθεσε· –Ἄνοιξέ της ἀμέσως, ἐπείγει· σοῦ γράφει κάτι πολὺ σοβαρό. Ὁ Ἀρ­χίας ἀπάντησε ἀδιάφορα· –«Ἐς αὔριον τὰ σπου­­­­δαῖα» (=αὔριο τὰ ἐπείγοντα), καὶ συνέχισε τὸ γλέν­τι του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν, νὰ μὴ φτά­σῃ στὸ αὔριο· οἱ ἐχθροί του ἐκείνη τὴ νύχτα μπῆκαν στὰ ἀνάκτορα μὲ σπαθιὰ γυμνωμένα, τὸν ἀνέτρεψαν καὶ τὸν σκότωσαν. Τελείωσε ἄδοξα ἡ ζωή του.
Καὶ σ᾽ ἐμᾶς τώρα ὁ φύλακας ἄγγελός μας φωνάζει· «Μετανοεῖτε». Ἀλλὰ δυστυ­χῶς μετάνοια δὲν ὑ­πάρχει· μέσα σὲ χίλιους ἀμφιβάλλω ἐὰν δέκα ἔχουν μετανοήσει ἀληθινά, ὅπως θέλει ὁ Θεός. Δύσ­κολο πρᾶγμα ἡ μετάνοια! εὐκολώτερα ξερριζώνεις ἕνα βουνό, παρὰ ν᾽ ἀλλάξῃς ζωή.

* * *

Ἂς καθήσουμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, σήμερα ποὺ ἀκούσαμε τὸ «Μετανοεῖτε» νὰ ἐξετάσουμε· ἐμεῖς ἔχουμε μετανοήσει; Καὶ ἂν μὲν ἔχουμε, ἔ­χει καλῶς· ἐὰν δὲν ἔχουμε, οὐαὶ τῷ κό­σμῳ! ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει στοὺς ἀνθρώπους προθεσμίες νὰ μετανοήσουν, κι αὐτοὶ ἀμελοῦν (βλ. 2,21· 6,11).
Ἡ ἐποχή μας εἶνε σκληρή, ἐποχὴ ἀμετανοησίας. Ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι ἕνα λόγο ἄκουγαν, καὶ μετανοοῦ­σαν· τώρα χίλια κηρύγματα ν᾽ ἀκούσουν, δὲν μετανοοῦν.
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δώσῃ φωτισμό, ὥστε γιὰ ὅλους τὸ ἔτος ποὺ ἄρχισε νά ᾽νε ἔτος μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸ Θεό. Κι ὅταν μετανοήσου­με καὶ ἐπιστρέψουμε στὸ Θεό, τότε καὶ ἡ οἰκογέ­νεια καὶ τὸ ἔθνος θὰ βαδίσουν τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ ἐλέους· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Βύρωνος – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 14-1-1968 τὸ πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 18-12-2024.

Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις στὸ cd …΄Φ τῆς σειρᾶς «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.