«Η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ» (Ομιλια μακαριστου γεροντος Αθανασιου Μυτιληναιου)
ΚΥΡΙΑΚΗ IB΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 17, 12-19]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου, με θέμα:
«Η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 17-1-1999], (Β 390), [β΄έκδοσις]
Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας προβάλλει τη θεραπεία των δέκα λεπρών. Την διήγηση την ακούσατε από το ιερό Ευαγγέλιον. Είναι γεμάτη περιεχομένου, με πολλά διδάγματα και συμπεράσματα. Θα μείνομε ωστόσο σε ένα. Εκείνο που έκανε εντύπωση και εις Αυτόν τον Κύριον. Η αχαριστία των εννέα λεπρών, αλλά και η ευγνωμοσύνη μόνον του ενός λεπρού που εθεραπεύθη και γύρισε να πει το «ευχαριστώ» του εις τον Κύριον. Κι αν πρέπει να δούμε το πράγμα επί τοις εκατό -μας προκαλεί ο αριθμός «δέκα λεπροί»- θα λέγαμε ότι το 90% είναι αχάριστοι οι άνθρωποι μέσα σε μία κοινωνία. Και μόνον το 10% είναι ευγνώμονες. Είναι απογοητευτικό. Και φαίνεται ότι είναι μία πραγματικότητα, την οποία ομολογουμένως ζούμε. Σε κάθε εποχή. Και στην εποχή μας.
Και δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Κύριος εξέφρασε το παράπονό Του, όταν είπε: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;». «Μπα, δεν θεραπεύτηκαν οι δέκα; Οι άλλοι εννιά πού είναι;». «Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;». «Δεν βρέθηκε κανείς απ’ αυτούς να γυρίσουν και να δοξάσουν και να ευχαριστήσουν τον Θεό;
Παρά ήρθε να επιστρέψει και να δοξάσει τον Θεό αυτός ο αλλογενής;». Διότι αυτός ήταν Σαμαρείτης. Βλέπετε, πολλές φορές η δυστυχία ενώνει τους ανθρώπους. Αλλά η ευτυχία πάλι τους χωρίζει. Αν κάποιος στην Γη αυτή ήπιε όλο το ποτήρι της αχαριστίας, Αυτός είναι ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Και η αχαριστία εκδηλώνεται τόσο στον Θεό, όσο και εις τους συνανθρώπους μας. Ας δούμε λοιπόν το θέμα αυτό της αχαριστίας λίγο πιο κοντά· ώστε πληροφορούμενοι το τι θα πει αχαριστία, να πάψομε να είμεθα, αγαπητοί μου, αχάριστοι και εις τον Θεό και εις τους ανθρώπους.
Και πρώτα να δούμε την αχαριστία προς τον Θεό. Για να το συλλάβομε το θέμα αυτό, δεν έχομε παρά να δούμε τις ευεργεσίες του Θεού προς τους ανθρώπους, αλλά και την ανθρώπινη ανταπόκριση. Τι μας έδωσε ο Θεός; Πρώτιστα την ύπαρξιν. Αυτήν την στιγμήν δεν θα υπήρχα αν η αγάπη και η ευεργεσία του Θεού δεν με έφερε εις την ύπαρξιν. Είναι το πρώτο, το μέγιστο θέμα, το ότι υπάρχω. Ήλθα στην ύπαρξη. Μια ύπαρξη κατ΄εικόνα δική Του. Κάθομαι και βλέπω πολλές φορές τα ζουζούνια, τις μύγες, τα κουνούπια, όλα εκείνα που εδώ στο βουνό μας έχομε άφθονα από τα έντομα αυτά και λέγω: «Εγώ δεν είμαι ένα από αυτά. Εγώ είμαι κατ’ εικόνα Θεού. Ενώ αυτά υπάρχουν αλλά μετά δεν θα υπάρξουν. Ενώ εγώ υπάρχω. Υπάρχω και θα υπάρχω. Και να επιθυμούσα να επιστρέψω εις το μηδέν, δεν θα μπορούσα αυτό να το πετύχω». Ξέρετε, σχέση με το μηδέν έχει μόνον ο Θεός. Κανένα δημιούργημα, ούτε ο άνθρωπος έχει σχέση με το μηδέν. Και δεν είναι δύσκολο αυτό να το μάθομε. Όταν ξέρομε από την Φυσικήν, αν το θέλετε, ότι δεν μπορούμε να εκμηδενίσουμε τίποτα. Όταν το ζουλάμε κάτι, βγαίνει από την άλλη μεριά· αν ζουλάμε ύλη, βγαίνει από την άλλη μεριά ενέργεια. Αν ζουλάμε την ενέργεια, βγαίνει από την άλλη μεριά ύλη. Δεν μπορούμε να εκμηδενίσομε ούτε…όχι ένα μόριο, ούτε ένα υποστοιχείον του ατόμου. Δεν μπορούμε να μηδενίσουμε. Πόσο περισσότερο εγώ να λέγω: «Δεν με ενδιαφέρει, δεν θέλω να πάω στην κόλαση, αν υπάρχει κόλαση. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να γίνω μηδέν;». Δεν μπορώ.
Έτσι, λοιπόν, ο Θεός μάς δίνει την ύπαρξη. Και είναι η εικόνα η δική Του. Και με προορισμό την αιωνιότητα. Ακόμα και την θεία μέθεξη και την υιοθεσία. Τον αρχαίο Παράδεισο, ο Θεός τον εφύτευσε για τον άνθρωπο. Μας το λέγει σαφώς η Αγία Γραφή. Δηλαδή έδειξε μία εξέχουσα και ιδιαιτέρα φροντίδα ο Θεός δια τον Παράδεισον, απ’ ό,τι σε όλα τ’ άλλα σημεία της Γης. Δεν έλειπε από εκεί τίποτε. Από τον αρχαίον Παράδεισον. Παρότι που ήταν εδώ εις την Γην. Ούτε ακόμη και η παρουσία του Θεού. Βλέπομε πως έρχεται ο Θεός να επισκεφθεί τους πρωτοπλάστους. Και αυτό ήταν μία τακτική πράξη εκ μέρους του Θεού. Και όμως οι πρωτόπλαστοι δεν εξετίμησαν την δωρεά αυτή του Θεού. Και ο Θεός παραβλέπει την αχάριστη αυτή στάση του ανθρώπου και του υπόσχεται ότι θα τον σώσει. Αφού προσωρινά έπρεπε να εγκαταλείψει τον Παράδεισον. Και την υπόσχεσή Του ο Θεός την ετήρησε. Ενηνθρώπησε και ήλθε κοντά μας. Μας είπε δια των προφητών Ποιος είναι Αυτός που θα ήρχετο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, Αυτός ο καθαυτό Δημιουργός μας, ο Θεός Λόγος.
Και όμως όταν ήλθε, ενώ προεφώνησαν, προανεφώνησαν οι προφήται εν Πνεύματι Αγίω, όμως όταν ήλθε, ο λαός έστρεψε εις τον Κύριον του Ισραήλ που ενηνθρώπησε, γιατί Αυτός είναι, του έστρεψε τα νώτα. Λέγει ο προφήτης Ησαΐας, εκφράζει το παράπονο του Θεού: «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον(:Το βόδι ξέρει τον νοικοκύρη του) καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ(:και το γαϊδουράκι γνωρίζει την φάτνη του κυρίου του)· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν(: αλλά ο Ισραήλ δεν με αναγνώρισε· ο λαός μου. Και δεν συνῆκε, δεν κατενόησε, δεν κατάλαβε)». Να το παράπονο του Θεού. Και τον λαό Του ο Θεός, εν συνεχεία, αφού τον ίδρυσε, διαλέγοντας τον Αβραάμ, τον εξήγαγε από την χώρα της δουλείας, κατά θαυμαστόν τρόπον, από την Αίγυπτο. Και όμως, ο λαός, τα αγαθά της ερήμου δεν τα εξετίμησε. Και εζήτησε να γυρίσει πίσω στην Αίγυπτο. Γιατί επεθύμησε -τι φοβερό!- τα σκόρδα και τα κρόμμυα! Τα σκόρδα και τα κρεμμύδια, λέει, επιθύμησε. Βέβαια δεν υπήρχαν σκόρδα και κρεμμύδια εις την έρημον. Είχαν, όμως, το μάννα, το οποίον κατά την «Σοφία Σολομώντος», το βιβλίον, είχε την γεύση εκείνη, βασικά σαν τηγανίτα με μέλι. Αλλά είχε επιπλέον την γεύση εκείνη, που ο καθένας επιθυμούσε να είχε φάει. Κρέας επιθυμούσες; Όταν έτρωγες το μάννα, είχε την γεύση κρέατος κ.ο.κ. Εντούτοις επεθύμησαν τα σκόρδα και τα κρομμύδια της Αιγύπτου. Δηλαδή να γυρίσουν πίσω εις την γην της αιχμαλωσίας και της δουλείας. Αυτός είναι ο άνθρωπος…
Και για να πει ο Θεός κατοπινά δια του Μωυσέως εις τον λαό Του, που ήταν στην έρημο κι έφαγε και χόρτασε και είναι προ των πυλών της Γης της Επαγγελίας, να πει ο Θεός: «Καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ – Ιακώβ θα πει: ο λαός του Θεού, ο Ιακώβ, οι απόγονοι του Ιακώβ- (:και έφαγε)καὶ ἐνεπλήσθη(:όχι μονον έφαγε, αλλά και χόρτασε), καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος(:και κλώτσησε ο αγαπημένος. ‘’Ισραήλ’’ θα πει αγαπημένος. Και κλώτσησε, λέγει, ο ηγαπημένος), ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη(: πάχυνε, πλάτυνε, έφαγε, ήπιε, κλώτσησε και εγκατέλειψε τον Θεόν που τον εδημιούργησεν)· καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ(: και απεστάτησε από τον Θεόν, τον σωτήρα του)». Αυτά παραπονείται ο Θεός, αγαπητοί μου, δια τον Ισραήλ· ο οποίος έδειξε, πλην ορισμένων προσώπων, θαυμαστών και αγίων, σαν σύνολο έδειξε σε όλο το μέγεθος και την λαμπρότητά του την αχαριστία του.
Και τέλος, Αυτός ο Θεός Λόγος, ο Άγιος του Ισραήλ, όπως σας είπα προηγουμένως, ήλθε ανάμεσά του, ανάμεσα στον λαό Του. Και ο λαός Του δεν τον εδέχθη. Θα μου πείτε: «Τον ανεγνώρισε;». Είχε τους προφήτες. Θα μπορούσε να Τον αναγνωρίσει. Όταν λέγει ότι ο Θεός ότι… λέγει ο Βαρούχ «ότι ανάμεσά μας ήρθε να συναναστραφεί τους ανθρώπους Αυτός που ετάννυσε τον ουρανό και είπε στο φως: ‘’Πήγαινε’’. Και πήγε. Και είπε, ανακαλεί το φως και έρχεται πίσω». Να που ειδοποιείται ο λαός. Εντούτοις, λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». «Ήρθε στο σπίτι, στο σπίτι τους. Δηλαδή στην πατρίδα τους. Και οι ίδιοι, οι δικοί Του οι άνθρωποι δεν Τον παρέλαβον», λέει στο πρώτο κεφάλαιο ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής.
Αλλά και ο λοιπός κόσμος δεν Τον ανεγνώρισε μέσα στην ιστορική Του διαδρομή. Λέει πάλι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν – δηλαδή ο Θεός Λόγος· εις τον κόσμον ήτο. Πάντοτε. Πριν ενανθρωπήσει-, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο(:και ο κόσμος έγινε από Αυτόν), καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω(:και ο κόσμος δεν Τον ανεγνώρισε)». Και έφθασε να θυσιαστεί ο Χριστός, ο Άγιος του Ισραήλ. Και ο λαός Του Τον ενέπαιξε. Θα το υπογραμμίσω. Τον ενέπαιξε. Και Τον εμπαίζει δύο χιλιάδες τώρα χρόνια ο λαός Του αυτός μέχρι σήμερα. Μόνον ο εθνικός κόσμος, δηλαδή ο ειδωλολατρικός, τον εδέχθη, αλλά και πάλι όχι όλοι. Μας συγχωρεί με το αίμα Του. Κι εμείς δεν εξετιμήσαμε την ανεκτίμητη αυτή προσφορά Του. Δηλαδή μέγεθος αχαριστίας…
Μας έδωσε ακόμη έναν θαυμαστόν κόσμον με τόσα φυσικά αγαθά. Μας έδωσε σαν ενδιαίτημα τη Γη. Δεν ξέρομε αν άλλος πλανήτης μέσα στο αχανές σύμπαν μπορεί να είναι κατοικήσιμος ή όχι. Δεν το ξέρομε. Μυστήριον. Ένα ξέρομε. Ή τουλάχιστον οι πλανήται περί τον ήλιον, οι δικοί μας πλανήται δεν είναι κατοικήσιμοι. Το ξέρομε αυτό. Μας έδωσε μία Γη, ενδιαίτημα του ανθρώπου· καταπληκτικός κόσμος η Γη μας. Ο ήλιος και η σελήνη είναι προσφορά δική Του. Τα ωραία της Γης, όλα για μας. Μας έδωσε τις πέντε αισθήσεις και τον νουν, για να απολαμβάνομε και να συνειδητοποιούμε ό,τι μας έδωσε. Και οι άνθρωποι είπαν… είναι στη Σοφία Σολομώντος αυτό που θα σας πω, το λένε και σήμερα στην εποχή μας. Ήδη από τον περασμένο αιώνα το λένε ότι «αὐτοσχεδίως ἐγεννήθημεν». «Αὐτοσχεδίως» θα πει «συμπτωματικά». «Συμπτωματικά γεννηθήκαμε…». Εκείνο που λένε οι υλισταί, σας είπα, από τον περασμένο αιώνα, σ’ αυτό το ανακάτωμα της ύλης φθάσαμε να βρεθούμε στην ύπαρξη και δεν ξέρω πώς και γίνεται, πώς και γίνεται –ανόητα πράγματα!- να φθάσομε να έχομε τον άνθρωπο και την πολύ μεγάλη ποικιλία και των φυτών και των ζώων. «Αὐτοσχεδίως, λοιπόν, ἐγεννήθημεν …». «…Καὶ μετὰ τοῦτο(:Και μετά από αυτό) ἐσόμεθα ὡς οὐχ ὑπάρξαντες)». «Και μετά από αυτό, είναι σαν να μην υπάρξαμε».
Δεν έλεγε ο Σαρτρ, αυτός ο Γάλλος φιλόσοφος, ο υπαρξιστής, ότι μοιάζομε με έναν πίδακα, με ένα συντριβανάκι σε μία λεκάνη νερού. Πηδάει, ξαναγυρίζει πάλι στη λεκάνη και γίνεται επιφάνεια του νερού. Υπάρχομε και μετά εξαφανιζόμαστε… Και μάλιστα τους πρόλαβε ο λόγος του Θεού μ’ αυτά τα οποία λέγει: «Δεῦτε οὖν καὶ ἀπολαύσωμεν τῶν ὄντων ἀγαθῶν καὶ χρησώμεθα τῇ κτίσει ὡς ἐν νεότητι σπουδαίως». «Ελάτε λοιπόν, αφού δεν υπάρχει τίποτα παρακάτω, να απολαύσομε ό,τι υπάρχει γύρω μας. Να φάμε, να πιούμε, να αφροδισιάσομε, να κάνομε χρήση της κτίσεως σαν νέα παιδιά, σαν νέοι άνθρωποι. Με κάθε φροντίδα». «Καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ(:Και δεν γνώρισαν οι άνθρωποι τα μυστήρια του Θεού), οὐδὲ μισθὸν ἤλπισαν ὁσιότητος».
Αγαπητοί, επιπλέον ο Θεός δίδει και τις προσωπικές μας ευεργεσίες. Ας θυμηθούμε την ημέρα που βαπτιστήκαμε. Την ημέρα που γνωρίσαμε τον Θεό. Την ημέραν που επεστράφημεν εις τον Θεόν, ως μετάνοια. Μας γύρισε πίσω από τον δρόμο της απωλείας, στον δρόμο της ζωής. Ατυχήματα, αρρώστιες, οικονομικές δυσπραγίες, τούτα, εκείνα, τόσα και τόσα. Και όμως επιμένομε να μην Του λέμε ένα «ευχαριστώ». Είναι το πιο φτηνό πράγμα να πεις ένα «ευχαριστώ». Αλλά φαίνεται πως είναι και το πιο δύσκολο πράγμα. Έτσι φαίνεται. Τι το καθιστά το «ευχαριστώ» δύσκολο; Ο εγωισμός. «Γιατί να σου πω «ευχαριστώ»; «Γιατί να σου πω ‘’ευχαριστώ’’;». Και ισχυριζόμαστε ότι η ικανότητά μας ή, αν θέλετε, η τύχη πάντοτε μας διασώζει. «Η τύχη», λέει, «με έσωσε». Η τύχη σε έσωσε, αδερφέ; Αλήθεια, καμία αναγνώρισις. Ούτε ένα είπαμε, «ευχαριστώ». Κρίμα! Ούτε ένα «δόξα τῷ Θεῷ». Τίποτα…
Αντίθετα, να φθάνει ο ταλαίπωρος άνθρωπος ή ο ταλαίπωρος και φτωχός Χριστιανός να στρέφεται και εναντίον του Θεού… Φθάνει στην αθεΐα. Φθάνει στη βλασφημία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου –σας το έχω ξαναπεί αυτό, αν το ενθυμείσθε- έναν ασθενή στρατιώτη στο 404 Νοσοκομείο. Στο παρ’ ημίν στρατιωτικό νοσοκομείο. Το παιδί αυτό δεν είχε μιλήσει μέχρι 14 ετών. Τον πήγε λοιπόν η μάνα του στην Τήνο, στην Παναγία, θερμά ευχαριστήθηκε(:προσευχήθηκε) κι έγινε θαύμα. Το παιδί μίλησε. Και τώρα, 20 χρονών στρατιώτης. Βλασφημούσε την Παναγία και τα θεία γενικώς. Ο ίδιος μου είπε την ιστορία. Και μάλιστα μπροστά στους άλλους συναδέλφους του μέσα σε ένα θάλαμο. «Γι’αυτό, παιδάκι μου, σου άνοιξε η Παναγία το στόμα; Για να την βλασφημάς τώρα;». Αυτή είναι η κατάστασις… Ο νέος αυτός, τώρα, άραγε, να έχει μετανοήσει; Ποιος ξέρει; Ο Θεός το ξέρει.
Αλλά ο αγνώμων και αχάριστος απέναντι στον Θεό, τίποτα δεν τον εμποδίζει να είναι αχάριστος και απέναντι στους συνανθρώπους του. Εις εκείνους που τον έχουν ευεργετήσει. Ανάμεσα στα γνωρίσματα των ανθρώπων στα έσχατα, ο Απόστολος Παύλος μάς τονίζει ιδιαιτέρως την αχαριστία. Να πώς το γράφει εις την δευτέραν, προς Τιμόθεον, επιστολή του: «Τοῦτο δὲ γίνωσκε(:Αυτό να ξέρεις), ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις(:ότι τις έσχατες μέρες της ιστορίας) ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί (:θα σταθούν δύσκολοι καιροί)». Δεν παύω να σας υπενθυμίζω, χωρίς βέβαια να το ξέρομε αυτό, αλλά το διαισθανόμεθα, ότι οι έσχατες ημέρες είναι αυτές που ζούμε. Ναι. Θα είχα και κάποια επιχειρήματα να πω. Αλλά, αγαπητοί μου, ζούμε εις τους εσχάτους καιρούς. Μάλιστα η Εκκλησία, διατηρούσα αυτήν την αίσθηση των εσχάτων, όσοι άγιοι σταθούν, όσοι άγιοι, άγιος Νεκτάριος κ.τ.λ., ξέρετε τι βάζουν μέσα στα τροπάρια αυτά; Ότι φάνηκε, φερειπείν, ο άγιος Νεκτάριος «ἐν ἐσχάτοις καιροῖς». Είναι μέσα στη συνείδηση της Εκκλησίας ότι περνούμε τους εσχάτους καιρούς. Τους εσχάτους καιρούς όχι ως προς τα γεγονότα ως προς ημάς, αλλά ως προς το τέλος της Ιστορίας. Γιατί τα παλαιά τροπάρια δεν περιέχουν αυτήν την φρασούλα «ἐν ἐσχάτοις καιροῖς»; Για ποιο λόγο;
«Τοῦτο δὲ γίνωσκε –λέγει ο Απόστολος- ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί. Ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι –η πηγή παντός κακού, η φιλαυτία-…, γονεῦσιν ἀπειθεῖς – σε καμία εποχή δεν είδαμε την απείθεια στους γονείς, όσο στην εποχή μας- ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι» κ.λπ. κ.λπ. Είδατε; Αχάριστοι. Ξεχνούμε τους γονείς μας. Και τους κόπους των. Ξεχνούμε και τους κόπους των διδασκάλων μας. Καμία σημασία δεν δίνουμε, όταν τελειώσουμε το σχολειό εις τους παλαιούς μας διδασκάλους και καθηγητάς. Ο Μέγας Αλέξανδρος έλεγε ότι το «ζῆν» το χρεωστούσε εις τους γονείς του, αλλά το «εὖ ζῆν» το χρωστούσε εις τον διδάσκαλό του, τον Αριστοτέλη.
Ας θυμηθούμε, ακόμη, ίσως και τον γιατρό που μας εθεράπευσε. Να είμεθα στον κίνδυνο να χάσομε την ζωή μας, κι εκείνος να έβαλε όλα του τα δυνατά να μας θεραπεύσει. Εκείνους ακόμη που κατηνάλωσαν την ζωή τους να ανακαλύψουν ένα σωτήριο φάρμακο. Λέμε «πενικιλίνη». Λέμε «ετούτα», «εκείνα…». Θυμόμαστε άραγε εκείνους οι οποίοι δεν βλέπουν τον ήλιο, την ημέρα, γιατί είναι χωμένοι στα εργαστήριά τους μέσα μέρα-νύχτα (Παστέρ επί παραδείγματι κ.λπ. κ.λπ.) για να δώσουν κάτι σαν ευεργεσία στην ανθρωπότητα; Όλους αυτούς δεν τους θυμόμαστε. Γιατί μας διακρίνει η αχαριστία. Οι σκαπανείς του πολιτισμού, μάς είναι άγνωστοι. Οι εθνικοί μας ήρωες, το ίδιο. Οι άγιοι, που στάθηκαν κυματοθραύσται της ειδωλολατρίας, της αιρέσεως και της αθεΐας. Ποιος τους θυμάται; Και η λησμοσύνη είναι μία μορφή αχαριστίας.
Αγαπητοί, δεινόν η αχαριστία. Η αχαριστία εσταύρωσε και διαρκώς ανασταυρώνει τον Θεό μας. Η αχαριστία είναι δείγμα κοινωνικής παρακμής. Η αχαριστία είναι το πιο γνήσιο παιδί του εγωισμού, της υπερηφανείας, της αλαζονείας και της φιλαυτίας. Σήμερα ξεχυλίζει η αχαριστία. Κάποιες νησίδες, μόνον, υπάρχουν, ευγνωμοσύνης, από κάποιους μερικούς ευγενείς και ενθέους ανθρώπους. Όπως ο ένας από τους δέκα λεπρούς.
Αγαπητοί, δεινόν η αχαριστία. Θα ήταν προτιμότερο κανείς να ήταν και να παρέμενε λεπρός, παρά αχάριστος. Γιατί η αχαριστία είναι η λέπρα της ψυχής· που κάνει τον Θεό να εξανίσταται και τους σωστούς ανθρώπους να ελεεινολογούν την εποχή τους. Αγαπητοί, τέλος, ποτέ αχάριστοι, μα ποτέ αχάριστοι! Είναι κατάρα. Πάντοτε ευγνώμονες και στον Θεό και στους ανθρώπους.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_786.mp3
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.