Ὤ ποιος ο Αναστας! Δεν υπαρχει τιποτα ωραιοτερο, υψηλοτερο, αγνοτερο, μεγαλειωδεστερο απο τον Ιησου Χριστο; Ολα ειναι μικρα & ασημαντα εμπρος στο γιγαντιαιο αναστημα του. Και μονο χυδαιες ψυχες δεν μπορουν ν᾽ αγαπησουν τον Χριστο.


Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄, Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2672
Κυριακὴ τοῦ Πάσχα νύχτα (Ἰω. 1,1-17), 20 Ἀπριλίου 2025
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
Ὤ ποιος ο Αναστας!
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω. 1,1)
Ἂν καὶ εἶστε, ἀγαπητοί μου, κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ἀκολουθία, ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ λίγα λόγια· τὸ κήρυγμα εἶνε ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θείας λειτουργίας.
Τὸ εὐαγγέλιο τῆς νύχτας τῆς Ἀναστάσεως (βλ. Ἰω. 1,1-17), ποὺ ἀκούστηκε ἀπόψε σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὰ Οὐράλια μέχρι τὴ Μάνη καὶ στὸν κόσμο τῆς διασπορᾶς μέχρι τὴν Οὐγκάντα τῆς Ἀφρικῆς, παντοῦ ὅπου πάλλει ὀρθόδοξη ψυχή, τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ εἶνε τὸ ὑψιπετέστερο, τὸ ὑψηλότερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ εὐαγγέλια· εἶνε ὑψηλὴ θεολογία. Ἐπάνω στοὺς στίχους του, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ προοίμιο τοῦ τετάρτου Εὐαγγελίου, ἔστυψαν κυριολεκτικὰ τὰ μυαλά τους θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι. Ζαλίζεται ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως ὁ ὀρειβάτης ποὺ κατορθώνει ν᾽ ἀνεβῇ σὲ μία ὑψηλὴ κορυφὴ ζαλίζεται ἀτενίζοντας κάτω τὰ βάραθρα, ἔτσι καὶ ὅποιος διαβάζει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο καὶ φθάνει σὲ ὕψη θεωρίας, ἰλιγγιᾷ. Ὁ ἀετὸς τῆς Πάτμου (ἔτσι ὀνομάζεται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ οἱ ζωγράφοι τὸν εἰκονίζουν μὲ ἕναν ἀετὸ δίπλα του), αὐτὸς μᾶς παίρνει στὰ φτερά του καὶ μᾶς ἀνεβάζει σ᾽ ἕνα κόσμο αἰθέριο, ὑπέρθειον.
Ἀπὸ τὸν ὠκεανὸ τῶν νοημάτων του ἂς προσπαθήσουμε ν᾽ ἀντλήσουμε ἕνα κύπελλο.
* * *
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», λέει (Ἰω. 1,1). Τί σημαίνει αὐτό; Ἂς μιλήσουμε ἁπλούστερα.
Ἦταν κάποτε ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν ἄστρα, Ὠρίωνες καὶ Σείριοι, γαλαξίες καὶ ὅλα τ᾽ ἀναρίθμητα οὐράνια σώματα· δὲν ὑπῆρχε ὁ Ἥλιος καὶ ἡ Σελήνη, δὲν ὑπῆρχε ἡ Γῆ μὲ τὸν πλοῦτο της· ἀηδόνια δὲν κελαηδοῦσαν στὰ δάση, ἀρνάκια δὲν βέλαζαν στὰ λιβάδια, βρυχηθμὸς λιονταριοῦ δὲν ἀκουγόταν στὴν ἔρημο, δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἀπ᾽ ὅσα βλέπουμε σήμερα στὸν πάγκαλο ναὸ τῆς φύσεως. Καὶ ὅμως, ἐνῷ δὲν ὑπῆρχαν αὐτὰ ὅλα, ὑπῆρχε – τί; Τὸ μηδέν; Ὄχι, ἐδῶ διαφωνοῦμε μὲ τὴν ψευδεπιστήμη τοῦ αἰῶνος μας. Αὐτοὶ λένε, ὅτι ἐκ τοῦ μηδενὸς δὲν γίνεται τίποτε· ἐμεῖς σβήνουμε τὸ μηδὲν καὶ στὴ θέσι του βάζουμε – τί; τὸν Λόγο διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν ὅλα, «δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο» (Σύμβ. 2). «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος». Ὁ Λόγος, αὐτὸς ὁ Θεὸς δηλαδή, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Θεότητος. Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἶνε ἡ ἀδιαίρετος καὶ ὁμοούσιος Τριάδα, ἡ τρισήλιος Θεότης.
Ὑπῆρχε λοιπὸν ὁ Λόγος· προτοῦ πλασθοῦν οἱ λόφοι καὶ οἱ ποταμοὶ καὶ οἱ θάλασσες, ὑπῆρχε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὀνομάζεται Λόγος; Διότι αὐτός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴ διδασκαλία μᾶς ἀπεκάλυψε σαφῶς τὸ τέλειο θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός.
Ὁ λόγος εἶνε τὸ ὑπέροχο προσὸν τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὸ ὁποῖο διαφέρει ἀπὸ τ᾽ ἄλλα ζῷα· κατὰ τὴ λαλιὰ διαφέρουμε, διότι ἔναρθρο καὶ ὁμιλητικὸ ὂν εἶνε μόνο ὁ ἄνθρωπος. Ὁ λόγος διακρίνεται σὲ ἐνδιάθετο (=ἐνδόμυχο) λόγο καὶ σὲ προφορικὸ (=μὲ προφορά, μὲ φωνή) λόγο· προτοῦ κανεὶς νὰ πῇ κάτι, τὸ σκέπτεται· μόνο οἱ ἀνόητοι μιλοῦν προτοῦ νὰ σκεφτοῦν. Ὅπως λοιπὸν ὁ προφορικὸς λόγος εἶνε ἡ ἔκφρασι τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἔκφρασι τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὁ γνήσιος χαρακτήρας, ἡ ἰσότυπη σφραγίδα του.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, βλέπω ὅτι δυσκολεύεστε νὰ παρακολουθήσετε τὰ θεολογικὰ αὐτὰ νοήματα. Γι᾽ αὐτὸ κατέρχομαι σὲ χαμηλότερο ἐπίπεδο καὶ συνεχίζω ἁπλούστερα.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ προαιώνιος Λόγος, δὲν ἔμεινε στὰ ὕψη του ὑπεράνω τῶν ἀστέρων, στὸν τρίτο ἢ ἕβδομο οὐρανό. Δὲν εἶνε ὁ Χριστός μας σὰν τοὺς φανταστικοὺς θεούς, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι νόμιζαν πὼς κάθονται μακαρίως στὴν κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου πίνοντας νέκταρ, τρώγοντας ἀμβροσία καὶ ζώντας ζωὴ ὀργιώδη, ἀδιάφοροι γιὰ ὅσα γίνονται πάνω στὴ γῆ. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ –μυστήριο ἀνέκφραστο, θαῦμα ἀνερμήνευτο– κατέβηκε ἐδῶ κάτω στὴ Γῆ!
Τ᾽ ἀκοῦτε αὐτό, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατέβηκε στὴ Γῆ, καὶ δὲν συγκινεῖσθε καὶ ἡ καρδιά σας δὲν χτυπᾷ, καὶ τὰ χείλη σας δὲν ψιθυρίζουν ὕμνους εὐχαριστίας; Ὤ, κλαίω γιὰ τὴν πώρωσι, γιὰ τὴν ἀδιαφορία, γιὰ τὴν ὅλη ἀθλιότητα τῆς σημερινῆς κοινωνίας. Τότε, τίποτα δὲν ὠφέλησε σήμερα ἡ ἀκολουθία.
Θέλετε νὰ τὸ καταλάβετε; Ὑποθέστε, ὅτι ἀνοίγοντας τὸ ῥαδιόφωνο ἀκοῦτε· Προσοχή προσοχή! ἀπὸ τὸν Ἄρη (ποὺ εἶνε ὁ πλησιέστερος σ᾽ ἐμᾶς πλανήτης, μὲ μερικὲς ὁμοιότητες πρὸς τὴν Γῆ) ἔφτασε ἐδῶ κάποιος «ἄνθρωπος», ἕνα ὂν ποὺ διαφέρει ἀπὸ ᾽μᾶς… Φαντάζεστε τί θὰ γίνῃ; Ὅλα τὰ δημοσιογραφικὰ πρακτορεῖα μὲ κάθε μέσο θὰ καταφθάσουν ἐπὶ τόπου καὶ μὲ περιέργεια θὰ τὸν ἐξετάζουν.
Σᾶς φαίνεται αὐτὸ θαυμαστό; Εἶνε μιὰ θεωρία, μιὰ ὑπόθεσις, καὶ τὴ φέρνω σὰν παράδειγμα. Ἐὰν ἡ ὑπόθεσις αὐτὴ σᾶς συγκινῇ, δὲν σᾶς συγκινεῖ ἀκόμη περισσότερο τὸ γεγονὸς ὅτι ὄχι ἕνας «ἄνθρωπος», ἀλλὰ ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὁ ὕψιστος Νοῦς, ἡ ὑπερτάτη Διάνοια, ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Θεοῦ, κατέβηκε, «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Ψαλμ. 17,10);
Κάποτε, ὡς στρατιωτικὸς ἱερεύς, στὰ ὕψη τῆς Πίνδου εἶδα ἕναν ἀετό· φαινόταν σὰν μικρὸ σημαδάκι στὸν οὐρανό. Ἕνας τσοπᾶνος ποὺ ἔβοσκε ἐκεῖ μοῦ λέει· –Αὐτὸ ποὺ φαίνεται σὰν καρφίτσα εἶνε ἀετός. Καὶ πράγματι ἦταν. Καὶ σιγὰ – σιγὰ ὁ ἀετὸς κάνοντας κύκλους – κύκλους κατέβηκε καὶ κάθησε πάνω σ᾽ ἕνα βράχο· ἦταν τὸ θέαμα μεγαλοπρεπές. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ ἀετὸς ποὺ λέει ἡ Ἀποκάλυψις (βλ. 12,14) κατέβηκε ἀπὸ τὰ ὕψη του καὶ ἦλθε ἐδῶ, καὶ «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (Ἰω. 1,14). Κατοίκησε ἀνάμεσά μας ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων, ὁ δημιουργὸς τῆς κτίσεως, ὁ παγκόσμιος κριτής, «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15). Τὸ πιστεύετε; Ἐὰν ναί, τότε ἔχει νόημα ἡ παρουσία σας ἐδῶ στὸ ναό.
Κατέβηκε. Κι ἀλλοίμονο ἐὰν δὲν κατέβαινε. Ἦταν ἀδύνατο νὰ σωθῇ ὁ κόσμος σ᾽ ἐκεῖνο τὸν πυθμένα τῆς διαφθορᾶς, ὅπως τὸν περιγράφουν ἱστορικοὶ σύγχρονοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τότε τὰ τρία τέταρτα τῆς ἀνθρωπότητος ἦταν δοῦλοι, σκλάβοι. Καὶ μέσα ἀκόμη στὴν τελειότερη πολιτεία τοῦ κόσμου, στὴν Ἀθήνα, τὰ τρία τέταρτα τοῦ πληθυσμοῦ ἦταν δοῦλοι, σκλάβοι. Μάταια διαμαρτύρονται ὁ Πλάτων κι ὁ Σωκράτης· ἢ μᾶλλον καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ φιλόσοφοι παραδέχονται τὴ δουλεία ὡς κάτι φυσικὸ στὴ ζωή. Οὔτε Πλάτων, οὔτε Ἀριστοτέλης, οὔτε Σωκράτης, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἀρχάγγελος μποροῦσε νὰ σώσῃ τὸν κόσμο. Δὲν μᾶς ἔσωσε κανένας ἀπὸ αὐτούς· μᾶς ἔσωσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
–Μὰ τί ἔκανε;
Ἐμένα ῥωτᾶτε; ῾Ρωτῆστε τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Τί ἔκανε ὁ Χριστός; Τὸ λὲς ἐσύ, ποὺ δὲν ἄνοιξες ποτέ τὴ Γραφή, ποὺ δὲν διάβασες τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ δῇς ὅτι ἀπὸ κάθε σελίδα της ἀκούγεται μεγαλειώδης φωνὴ ποὺ βεβαιώνει τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές; Τί ἔκανε; Ἄκου λοιπὸν τὶς μύριες φωνές. Τὰ μικρὰ παιδιὰ φωνάζουν «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ» (Ματθ. 21,15). Ὁ λαὸς μὲ τὸ αἰσθητήριο ποὺ διαθέτει λέει, ὅτι «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46). Ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα μουσκεύει τὰ ἄχραντα πόδια του μὲ τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυά της (βλ. Λουκ. 7,36-50). Ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ σκληρὸς αὐτὸς λοχαγὸς τῶν ῾Ρωμαϊκῶν λεγεώνων, βλέπει κι αὐτὸς ἐκεῖ ἐπάνω στὸ Γολγοθᾶ τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ, γονατίζει καὶ λέει· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54). Μέχρι κι ὁ Ἰούδας ὁ προδότης, ναί, κι αὐτὸς ἀναγκάζεται νὰ πῇ· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (ἔ.ἀ. 27,4). Ὁ δὲ Πιλᾶτος, ποὺ τὸν ἀνέκρινε, ἀποφαίνεται ὡς ἁρμοδιώτερος ὅλων, ὅτι «Οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ» (Λουκ. 23,4. Βλ. καὶ Ἰω. 18,38· 19,4,6. Πράξ.13,28). Καὶ ὁ μέγας Παῦλος ἀπὸ διώκτης γίνεται κήρυκάς του καὶ καταθέτει τὴ λατρεία ἀλλὰ καὶ τὸ αἷμα του γι᾽ αὐτόν.
Ὄχι δὲ μόνο τὰ λογικὰ ὄντα, προφῆται καὶ πατριάρχαι καὶ ἄλλα μεγάλα πνεύματα, κλίνουν τὴν κεφαλὴν ἐνώπιον τοῦ ἀναστάντος Κυρίου, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἄψυχος φύσις, ἡ γῆ μὲ τὰ ἄνθη της καὶ ὅλη ἡ κτίσις ὑμνεῖ καὶ δοξάζει τὸ μεγαλεῖο του. Καὶ μόνο χυδαῖες ψυχὲς δὲν μποροῦν ν᾽ ἀγαπήσουν τὸν Χριστό.
Δεῖξτε μου στὸν κόσμο ὁλόκληρο, ὑπάρχει τίποτα ὡραιότερο, ὑψηλότερο, ἁγνότερο, μεγαλειωδέστερο ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν; Ὅλα εἶνε μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, νᾶνοι ἐμπρὸς στὸ γιγαντιαῖο ἀνάστημά του.
* * *
Ἂς προοδεύουν, ἀδελφοί μου, οἱ ἐπιστῆμες. Δὲν εἴμαστε ἐναντίον τῆς προόδου· ποτέ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἄναψε φωτιὲς νὰ κάψῃ Γαλιλαίους. Ἡ ἀληθινὴ ἐπιστήμη, ἐκείνη ποὺ ἀξίζει νὰ γράφεται ὄχι μὲ μικρὸ ἔψιλον ἀλλὰ μὲ κεφαλαῖο, μὲ τοὺς κορυφαίους ἐκπροσώπους της κλίνει γόνυ ἐνώπιον τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγε· Ὦ Χριστέ, καὶ ἂν ἀκόμα σὲ ἄλλους πλανῆτες ὑπάρχουν λογικὰ ὄντα, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν ἄλλη λατρεία ἔξω ἀπὸ αὐτὴν ποὺ δίδαξες ἐσὺ ἐπὶ τῆς γῆς. Ἂς προάγεται λοιπὸν ἡ ἐπιστήμη, ἂς σημειώνῃ νέα ἐπιτεύγματα. Ὅ,τι καὶ ἂν κάνῃ, ποτέ δὲν θὰ φθάσῃ τὸ κῦρος τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γι᾽ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ ἀπόψε. Τὸ Πάσχα δὲν εἶνε φαγοπότι, Δὲν εἴμαστε ἐπικούρειοι μὲ τὸ σύνθημα «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32). Πάσχα εἶνε ἕνωσις μὲ τὸν Χριστό. Καὶ λυπᾶμαι, ποὺ πολλοὶ θὰ κάνουν Πάσχα χωρὶς Χριστό. Σὲ ὅλους ὅσοι μείνατε μέχρι τέλους μέσα στὸ ναὸ εὔχομαι, νὰ ἔχετε τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως.
Ἀνοῖξτε σήμερα καὶ διαβάστε τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Κι ὅταν τὸ διαβάσετε θὰ πῆτε κ᾽ ἐσεῖς· Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 21-4-1968 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 14-4-2025.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.