Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ [:Ιω.1,1-18] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ


Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Κατά Ιωάννην, κεφάλαιο Α΄, εδάφια 1-17
1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. 2 Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν.3 Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. 4 Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. 5 Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. 6 ᾿Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωάννης· 7 οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αὐτοῦ.8 Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. 9 ῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. 10 Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω.
11 Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. 12 Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, 13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. 14 Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. 15 ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. 16 Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· 17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ[:Ιω.1,1-18]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Υπομνηματισμός στα εδάφια Ιω.1,1-5:
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν».
- Είναι περιττό μεν, λοιπόν, να σας κάνω παραίνεση για την ακρόαση με προσοχή, αφού τόσο γρήγορα εφαρμόσατε την παραίνεση στην πράξη. Διότι και η συρροή σας και η ακούραστη στάση σας και το ότι συνωθώντας ο ένας τον άλλον, βιάζεστε να καταλάβετε τον ενδότερο χώρο, από όπου η φωνή μου θα ακούγεται καλύτερα από σας, και το ότι δεν θελήσατε να αναχωρήσετε, αν και πιέζεστε μέχρι να διαλυθεί αυτό το πνευματικό θέατρο, και οι κρότοι και οι θόρυβοι και τα άλλα παρόμοια, αποτελούν απόδειξη της θερμότητας της ψυχής και της διάθεσής σας για ακρόαση. Γι’αυτό και είναι περιττό να σας προτρέψω προς αυτό. Είναι, όμως, αναγκαίο να σας πω και να σας παρακαλέσω να διατηρήσετε αυτήν την προθυμία και να μην την επιδεικνύετε μόνο εδώ, αλλά και όταν επιστρέψετε στα σπίτια σας και να μιλήσει για αυτά ο άνδρας στη γυναίκα του και ο πατέρας στον γιο του. Και εκείνος μεν να τους λέγει τα δικά του, να απαιτεί, όμως, από εκείνους να του λέγουν τα δικά τους.
Ας μη μου πει κανείς ότι τα παιδιά δεν πρέπει να ασχολούνται με αυτά, διότι έπρεπε όχι μόνο να απασχολούνται, αλλά και να έχουν στραμμένη την προσοχή τους μόνο σε αυτά. Εξαιτίας της αδυναμίας σας, όμως, δεν το λέγω αυτό, ούτε και τους απαγορεύω τη μελέτη των αρχαίων, όπως δεν απομακρύνω ούτε εσάς από τις κοσμικές υποθέσεις. Αλλά αξιώνω μία από τις επτά ημέρες να την αφιερώνουν στον κοινό Δεσπότη όλων.
Διότι δεν νομίζετε ότι είναι άτοπο, τους μεν υπηρέτες να τους διατάσσετε να σας δουλεύουν όλο τον χρόνο, εσείς, όμως, να μην αφιερώνετε ούτε ελάχιστο χρόνο από την ανάπαυσή σας στον Θεό, και αυτό τη στιγμή κατά την οποία η υπηρεσία σε Εκείνον δεν προσθέτει τίποτε -διότι ο Θεός είναι ανενδεής-, καταλήγει δε εις το δικό μας συμφέρον; Αλλά όταν μεν τα οδηγείτε στα θέατρα, δεν προβάλλετε ως δικαιολογία ούτε τα μαθήματα, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, ενώ όταν χρειάζεται να ωφεληθούν και να αποκομίσουν κάτι πνευματικό, προφασίζεστε ότι είναι απασχολημένα; Δεν εξοργίζετε έτσι τον Θεό, όταν για όλα τα άλλα ευκαιρείτε και αφιερώνετε καιρό, το να επιδίδονται δε στα δικά Του να το θεωρείτε ενοχλητικό για τα παιδιά και αναχρονιστικό;
Όχι τέτοια, αδελφοί. Διότι αυτή, προπάντων, η ηλικία έχει ανάγκη από τέτοιου είδους ακροάσεις. Επειδή είναι τρυφερή, αφομοιώνει αμέσως όσα λέγονται, διότι η ακρόαση τυπώνεται στον νου τους, όπως μία σφραγίδα επάνω στο κερί. Άλλωστε και η ζωή τους τότε αρχίζει να αποκλίνει προς την κακία ή την αρετή. Εάν, λοιπόν, κανείς αποτρέψει μεν αυτά από αυτές τις αρχές και τα πρόθυρα της πονηρίας και τα χειραγωγήσει προς την άριστη οδό, θα τους δημιουργήσει, τρόπον τινά, κατάσταση συνηθείας και φύσεως. Και δεν θα μεταστρέφονται εύκολα με τη θέλησή τους προς το κακό, διότι η συνήθεια αυτή θα τους ωθεί να πράττουν τα αγαθά.
Έτσι σε μας τους γηραιότερους θα γίνουν περισσότερο σεβαστικά και στις πολιτικές υποθέσεις περισσότερο χρήσιμα, αφού θα παρουσιάζουν στη νεότητά τους τις αρετές των μεγαλυτέρων. Διότι δεν είναι δυνατόν, όπως είπα προηγουμένως, όταν ακούσουν τέτοια πράγματα και μαθητεύσουν κοντά σε τέτοιον Απόστολο, να απέλθουν χωρίς να αποκομίσουν κάποιο μεγάλο και γενναίο αγαθό, είτε είναι άνδρας, είτε είναι γυναίκα, είτε νέος εκείνος που θα συμμετάσχει αυτής της τραπέζης. Διότι εφόσον με τον λόγο κατευθύνοντας εξημερώνουμε τα ζώα που ζουν μαζί μας, πόσο μάλλον με αυτή την πνευματική διδασκαλία θα επιτύχουμε αυτό στους άνδρες, τη στιγμή κατά την οποία και το φάρμακο και ο θεραπευόμενος διαφέρουν πολύ.
Διότι ούτε η αγριότητα που υπάρχει μέσα μας είναι τόσο μεγάλη όσο η αγριότητα εκείνων, αφού εκείνων μεν είναι φυσική, ενώ η δική μας προαιρετική, ούτε η δύναμη των λόγων είναι η ίδια. Καθόσον εκείνη μεν είναι προϊόν ανθρωπίνης διανοίας, ενώ αυτή εδώ της δυνάμεως και της χάριτος του Πνεύματος. Όποιος, λοιπόν, βλέπει τον εαυτό του να απογοητεύεται, ας ενθυμείται τα ήμερα ζώα και δεν θα το πάθει αυτό ποτέ. Ας έρχεται συνεχώς σε αυτό το ιατρείο. Ας ακούει όλο τον καιρό τους νόμους του Πνεύματος και όταν απέρχεται στο σπίτι του, ας καταγράφει όσα άκουσε στον νου του. Έτσι θα ζει με αγαθές ελπίδες και μεγάλη ασφάλεια, τα οποία θα του παρέχει η αίσθηση της προκοπής. Διότι όταν ο διάβολος δει τον νόμο του Θεού να γράφεται μέσα στην ψυχή και την καρδιά του ανθρώπου να μεταβάλλεται στις πλάκες του νόμου, δεν πλησιάζει.
Διότι όπου υπάρχουν γράμματα βασιλικά, όχι χαραγμένα σε χάλκινη στήλη, αλλά που να είναι τυπωμένα σε θεοφιλή διάνοια από το Άγιο Πνεύμα και να ακτινοβολούν πολλή χάρη, ούτε να μας ατενίσει κατά πρόσωπο θα μπορέσει εκείνος, αλλά από μακριά θα μας δείξει τα νώτα του. Διότι δεν υπάρχει τίποτε τόσο φοβερό για εκείνον και τους συλλογισμούς που υποβάλλει εκείνος, όσο ο νους που μελετά τα θεία και η ψυχή που βρίσκεται διαπαντός μέσα στην πηγή. Αυτήν δεν θα μπορέσει να τη στενοχωρήσει τίποτε από τα παρόντα, έστω και αν είναι αηδές, ούτε να την φουσκώσει και να την κάνει αλαζονική, έστω και αν είναι ευδαιμονικό, αλλά μέσα σε τόσο μεγάλη βαρυχειμωνιά και παραζάλη, θα απολαμβάνει πολλής γαλήνης.
- Διότι ο θόρυβος δεν προκαλείται μέσα μας από την φύση των πραγμάτων, αλλά από την ασθένεια της διάνοιάς μας. Διότι, εάν αυτά τα υφιστάμεθα από τα ίδια τα πράγματα, τότε θα έπρεπε να ταράσσονται όλοι οι άνθρωποι, αφού όλοι διαπλέουμε την ίδια θάλασσα και είναι αδύνατο να μείνουμε έξω από την επήρεια των κυμάτων και της αλμύρας. Εφόσον, όμως, υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι βρίσκονται έξω από τη βαρυχειμωνιά και την μαινόμενη θάλασσα, είναι φανερό ότι τη βαρυχειμωνιά δεν την προκαλούν τα πράγματα, αλλά η κατάσταση της δικής μας διανοίας. Εάν, λοιπόν, την διαπλάσουμε έτσι ώστε να τα αντιμετωπίζει όλα με ευκολία, δεν θα υπάρχει για εμάς βαρυχειμωνιά, ούτε θαλασσοταραχή, αφού πάντοτε θα υπάρχει αδιατάρακτη γαλήνη.
Αλλά δεν γνωρίζω πώς ενώ δεν είχα πρόθεση να μιλήσω περί αυτών, έφτασα σε αυτό το σημείο των παραινέσεων. Συγχωρείστε μου, λοιπόν, την μακρηγορία. Το έκανα διότι φοβάμαι, και φοβάμαι πολύ, μήπως εξασθενίσει σε σας αυτή η προθυμία. Ενώ, εάν ήμουν βέβαιος περί αυτής, δεν θα σας μιλούσα καθόλου τώρα για αυτήν, διότι αυτή είναι αρκετή για να ανακουφίσει όλα τα πράγματα για χάρη σας.
Είναι ώρα, λοιπόν, να προχωρήσουμε στο θέμα μας, για να μη ριφθείτε στους αγώνες κουρασμένοι. Διότι σας περιμένουν αγώνες ενάντια στους εχθρούς της αλήθειας, ενάντια σε εκείνους που μηχανεύονται τα πάντα για να καταλύσουν την δόξα του Θεού, ή μάλλον την δική τους. Διότι εκείνη μεν παραμένει αιώνια, όπως είναι, χωρίς να ελαττώνεται από την βλάσφημη γλώσσα. Ενώ αυτοί, επιδιώκοντας να καταργήσουν Αυτόν που ισχυρίζονται ότι Τον προσκυνούν, γεμίζουν τα δικά τους πρόσωπα με ατιμία και καθιστούν την ψυχή τους άξια κολάσεως.
Ποια είναι, λοιπόν, εκείνα που ισχυρίζονται αυτοί, όταν εμείς λέγουμε αυτά; Ότι το «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος (:Στην αρχή της δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου)»[Ιω.1,1] δεν φανερώνει μόνο το αΐδιον, διότι αυτό αναφέρεται και στον ουρανό και στη γη. Πόσο μεγάλη είναι η αναισχυντία και η ανευλάβειά τους! Εγώ σου ομιλώ για τον Θεό και συ μου αναφέρεις την γη και τους ανθρώπους της γης; Λοιπόν, επειδή ο Υιός Θεού ο Χριστός λέγεται και Θεός και ο άνθρωπος υιός Θεού λέγεται και θεός -διότι λέγει: «Ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες(:Εγώ, δικαστές, όταν σας εγκαθιστούσα στο αξίωμά σας αυτό, είπα: Ως αντιπρόσωποί μου και ως διαχειριζόμενοι την εξουσία μου είστε θεοί και όλοι είστε υιοί εμένα του Υψίστου)» [Ψαλμ.81,6], αμφισβητείς την υιότητα στον Μονογενή και ισχυρίζεσαι ότι δεν έχει τίποτε περισσότερο από εσένα ως προς αυτό; «Καθόλου», λέγει. Και όμως αυτό κάνεις, έστω και αν δεν το λες με τα λόγια. Πώς; Διότι ισχυρίζεσαι ότι και συ δια της χάριτος του Θεού μετέχεις της υιοθεσίας, όπως και Εκείνος. Διότι με το να λες ότι Αυτός δεν είναι φυσικός υιός, δεν κάνεις τίποτε άλλο παρά να ισχυρίζεσαι ότι είναι υιός κατά χάριν.
Αλλά ας δούμε και τις μαρτυρίες της Γραφής τις οποίες μας προβάλλουν. «Ἐν ἀρχῇ (:Στην αρχή)», λέει, «ἐποίησε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος (: δημιούργησε ο Θεός εκ του μηδενός το υλικό σύμπαν, τον ουρανό και την γη)» [Γέν.1,1-2 ], και «Ἄνθρωπος ἦν ἐξ Ἀρμαθαὶμ Σιφά(:Υπήρχε κάποιος άνθρωπος, που καταγόταν από την πόλη Αρμαθαίμ, της περιοχής Σιφά)» [Α΄Βασ.1,1]. Αυτά είναι τα χωρία τα οποία νομίζουν ότι είναι ακατανίκητα. Και είναι ακατανίκητα, αλλά για να αποδείξουν την ορθότητα των δογμάτων που υποστηρίζουμε εμείς, ενώ για να στηρίξουν την βλασφημία τους, είναι κάπως πιο ασθενή από όλα. Διότι πες μου, τι κοινό έχει το «ἦν» με το «ἐποίησε»; Και τι κοινό έχει ο Θεός προς τον άνθρωπο; Γιατί αναμειγνύεις τα ασυμβίβαστα και συγχέεις αυτά που είναι χωριστά, και κάνεις τα άνω κάτω; Διότι εδώ το αΐδιον δεν το δηλώνει μόνο του το «ἦν», αλλά το «ἐν ἀρχῇ ἦν» και το «Ὁ Λόγος ἦν». Όπως λοιπόν το «ὢν», όταν μεν αναφέρεται στον άνθρωπο δηλώνει μόνο τον ενεστώτα χρόνο, ενώ όταν αναφέρεται στον Θεό, φανερώνει το αΐδιον, έτσι και το «ἦν», όταν αναφέρεται στη δική μας φύση σημαίνει τον χρόνο, ο οποίος έχει παρέλθει για εμάς, και μάλιστα τελειωμένο, όταν όμως αναφέρεται στον Θεό φανερώνει το αΐδιον.
Ήταν αρκετό επομένως, όταν άκουσε τις λέξεις γη και άνθρωπος, να μην υποθέσει τίποτε περισσότερο περί αυτών, τα οποία έπρεπε να κατανοεί εκ φύσεως γεννητά. Διότι αυτό το οποίο έγινε, ό,τι και αν είναι, έγινε μέσα στον χρόνο ή στον αιώνα. Ο Υιός του Θεού, όμως, είναι υπεράνω όχι μόνο των χρόνων, αλλά και όλων των αιώνων, διότι είναι Δημιουργός και ποιητής αυτών. Διότι λέγει: «Δι’ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν (:δια του Οποίου ο Θεός δημιούργησε και όλα όσα έγιναν μέσα στον χρόνο)» [Εβρ.1,2]. Είναι δε γνωστό ότι ο ποιητής υπάρχει οπωσδήποτε πριν από τα ποιήματα.
Αλλά, επειδή μερικοί είναι τόσο αναίσθητοι, ώστε και μετά από αυτά να υπονοούν κάτι ανώτερο περί της αξίας τους, με το ρήμα «ἐποίησε» και με το «ἂνθρωπος ἦν» προλαμβάνει την σκέψη του ακροατή και κόπτει σύρριζα κάθε αναισχυντία. Διότι καθετί το οποίο δημιουργήθηκε και ο ουρανός και η γη έχει δημιουργηθεί εν χρόνω και έχει χρονική αρχή και κανένα από αυτά δεν είναι άναρχο, επειδή έχει γίνει. Ώστε, όταν ακούς ότι «δημιούργησε τη γη» και ότι «υπήρχε άνθρωπος», όσα ισχυρίζεσαι είναι περιττές φλυαρίες.
Εγώ, όμως, μπορώ να σου αναφέρω και άλλη υπερβολή. Ποια είναι αυτή; Ότι, αν και το «Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ γῆ» ελέχθη περί της γης και περί του ανθρώπου, ότι «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ ἄνθρωπος», δεν έπρεπε ούτε γι’αυτό εμείς να υπονοήσουμε κάτι το ανώτερο περί αυτών τα οποία τώρα είναι γνωστά. Διότι αφού προηγήθηκε η ονομασία της γης και του ανθρώπου, όσα και αν λέγονται περί αυτών, δεν επιτρέπει στον νου να φανταστεί κάτι ανώτερο από αυτά γι΄ αυτά τα οποία τώρα γνωρίζουμε· όπως ακριβώς ούτε ο Λόγος, έστω και αν λεχθεί κάτι το ταπεινό περί Αυτού, δεν του επιτρέπει να φανταστεί κάτι το ταπεινό και ευτελές, αφού, συνεχίζοντας, λέγει περί της γης: «Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» [Γέν.1,2]. Διότι αφού είπε ότι την δημιούργησε και της έδωσε τον δικό της όρο, εκθέτει τα παρακάτω χωρίς φόβο, γνωρίζοντας ότι κανένας δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε να την εκλάβει ως άναρχη και αδημιούργητη. Διότι το όνομα της γης και το «ἐποίησεν» είναι αρκετά να πείσουν ακόμη και τον πάρα πολύ ανόητο, ότι δεν είναι αΐδιος, ούτε αδημιούργητη, αλλά ότι ανήκει μεταξύ εκείνων τα οποία έχουν γίνει εν χρόνω.
- Εκτός δε από αυτά, το «ἦν » στην περίπτωση μεν της γης και του ανθρώπου, δεν είναι σημαντικό της υπάρξεως μόνο, αλλά, στην μεν περίπτωση του ανθρώπου, της υπάρξεως από αυτό εδώ το χωρίον, στην δε περίπτωση της γης του τρόπου της υπάρξεως. Διότι δεν είπε απλώς «ἡ δὲ γῆ ἦν» και σιώπησε, αλλά δίδαξε και πώς ήταν μετά την δημιουργία, δηλαδή ότι ήταν «ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος», κρυμμένη ακόμη και ανακατεμένη με τα ύδατα. Και στην περίπτωση του Ελκανά δεν είπε μόνο ότι «Ἦν ἄνθρωπος», αλλά δήλωσε και από πού ήταν, προσθέτοντας το «ἐξ Ἀρμαθαὶμ Σιφᾶ».
Στην περίπτωση του Λόγου όμως δεν γίνεται έτσι και ντρέπομαι μεν που εξετάζω αυτά εν αντιπαραβολή προς εκείνα, διότι εάν επικρίνουμε εκείνους που κάνουν το ίδιο σε περιπτώσεις ανθρώπων, όταν η διαφορά της αρετής των εξεταζομένων είναι μεγάλη, μολονότι η ουσία τους είναι μία και η αυτή, δεν είναι δείγμα εσχάτης μανίας το να κάνεις κάτι τέτοιο, όταν η διαφορά και της φύσεως και όλων των άλλων είναι τόσο ασύγκριτη; Αλλά είθε να μας συγχωρέσει Αυτός ο Οποίος βλασφημείται από εκείνους διότι την ανάγκη των λόγων αυτών δεν την προκαλέσαμε εμείς, αλλά μας την έδωσαν εκείνοι οι οποίοι πολεμούν την ίδια τους την σωτηρία.
Τι λέγω, λοιπόν; Ότι αυτό το «Ἦν» στην περίπτωση του Λόγου, είναι δηλωτικό μόνο της αΐδιου υπάρξεως. Διότι λέγει: «Ἐν ἀρχῇ γὰρ ἦν ὁ Λόγος». Ενώ το δεύτερον «ἦν» είναι δηλωτικό της υπάρξεως εν σχέσει προς κάποιον άλλον. Επειδή δε αυτό, το αΐδιον και άναρχον, ήταν κατεξοχήν ιδιότητα του Θεού, το θέτει πρώτα. Έπειτα, για να μην Τον ονομάσει κανείς και αγέννητο ακούοντας το «ἦν ἐν ἀρχῇ», αμέσως το μετρίασε, αναφέροντας ότι «πρὸς τὸν Θεὸν ἦν», προτού να πει τι ήταν.
Και για να μην τον νομίσει κανείς ότι είναι μόνο λόγος προφορικός ή ενδιάθετος, μαζί με την προσθήκη του άρθρου, όπως είπα προηγουμένως, το απέκλεισε αυτό και με τη δεύτερη ρήση. Διότι δεν είπε «ἐν Θεῷ ἦν», αλλά «πρὸς τὸν Θεὸν ἦν», παρουσιάζοντας σε εμάς την υποτεταγμένη αϊδιότητά Του. Έπειτα, καθώς προχωρούσε, μας το φανέρωσε με περισσότερη σαφήνεια, προσθέτοντας ότι ο Λόγος Αυτός ήταν και Θεός.
«Είναι, όμως, δημιουργημένος», λέγει ίσως κάποιος. Τότε τι τον εμπόδιζε να το πει, ότι δηλαδή στην αρχή έπλασε ο Θεός τον Λόγο; Όταν, λοιπόν, ο Μωυσής μιλούσε περί της γης, δεν είπε «Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ γῆ», αλλ’ ότι την «ἐποίησε» και τότε «ἦν», έλαβε οντότητα, υπήρχε. Τι εμπόδιζε επομένως και τον Ιωάννη να πει έτσι: «στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον Λόγο»; Διότι εάν ο Μωυσής φοβήθηκε αυτό περί της γης, μήπως κανένας την θεωρήσει αγένητη, αδημιούργητη από κάποιον, πολύ περισσότερο έπρεπε να φοβηθεί ο Ιωάννης περί του Υιού, εάν βεβαίως ήταν κτιστός. Διότι ο μεν κόσμος, επειδή είναι ορατός, διακηρύσσει αφ’ εαυτού τον Δημιουργό του –διότι «Οἱ οὐρανοὶ γὰρ διηγοῦνται δόξαν τοῦ Θεοῦ(:Οι ουρανοί με τη μεγαλοπρεπή αρμονία και το κάλλος τους διηγούνται σε κάθε νοήμονα άνθρωπο την ένδοξη σοφία και δύναμη του Θεού που τους δημιούργησε)»[Ψαλμ.18,1], λέγει ο Ψαλμωδός. Ενώ ήταν ο Υιός είναι αόρατος και υπερβαίνει κατά πολύ και απείρως την κτίση. Εφόσον, λοιπόν, εκεί όπου δεν χρειαζόταν να μας γίνει λόγος και διδασκαλία για να μάθουμε, ότι ο κόσμος είναι γενητός, ο προφήτης το αναφέρει με σαφήνεια και πριν από τα άλλα, πολύ περισσότερο έπρεπε να πει αυτό ο Ιωάννης περί του Υιού, εάν ήταν κτίσμα.
«Ναι», λέγει ίσως κάποιος, «αλλά ο Πέτρος το είπε σαφώς και κατηγορηματικώς». Πού και πότε το είπε; Όταν ομιλώντας προς τους Ιουδαίους έλεγε ότι «Κύριον αὐτὸν καὶ Χριστὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε (:Αυτόν ακριβώς τον Ιησού, ο Θεός Τον ανέδειξε και Τον εγκατέστησε Κύριο και Χριστό, διότι έδωσε και στην ανθρώπινη φύση Του κάθε εξουσία και βασιλική δόξα)» [Πρ. 2,36]. Γιατί, όμως, δεν πρόσθεσες και το παρακάτω, ότι «Τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε (:Αυτόν ακριβώς τον Ιησού, τον Οποίο εσείς σταυρώσατε)»; [βλ. παραπάνω, Πρ.2,36]. Ή μήπως αγνοείς ότι από τα λεγόμενα άλλα μεν αναφέρονται στην ακήρατη φύση Του και άλλα στη θεία οικονομία; Διότι εάν δεν είναι έτσι, αλλά όλα τα εκλαμβάνεις ως αναφερόμενα μόνο στην θεότητα, τότε διδάσκεις ότι το θείον είναι παθητό. Εάν πάλι δεν είναι παθητό, τότε δεν είναι ούτε κτιστό. Διότι, εάν μεν το αίμα είχε ρεύσει από αυτήν την θεία και απερίγραπτη φύση και αυτή είχε διαιρεθεί και τεμαχισθεί με τα καρφιά του σταυρού αντί της σαρκός του Ιησού, θα είχε κάποιαν δικαιολογίαν το σόφισμά σου. Εάν, όμως, αυτό δεν θα τολμούσε να το εκστομίσει ούτε ο διάβολος, για ποια αιτία εσύ προσποιείσαι ότι έχεις τόσο ασυγχώρητη άγνοια, την οποία ούτε οι δαίμονες δεν θα υποκρίνονταν;
Άλλωστε τα ονόματα «Κύριος» και «Χριστός» δεν είναι δηλωτικά της ουσίας Του, αλλά του αξιώματός Του. Διότι το μεν ένα σημαίνει την εξουσία, το δε άλλο ότι χρίσθηκε. Τι θα μπορούσες, λοιπόν, να πεις περί του Υιού του Θεού; Διότι εάν ήταν και κτιστός, όπως ισχυρίζεστε, αυτό δεν θα είχε θέση. Διότι ασφαλώς δεν έγινε πρώτα και έπειτα τον χειροτόνησε ο Θεός. Ούτε την εξουσίαν την έχει αξιοκαταφρόνητη, αλλά εκ φύσεως και εις την ουσίαν. Διότι όταν ρωτήθηκε εάν είναι βασιλιάς, «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι (:Εγώ γι’αυτό γεννήθηκα)», είπε[Ιω.18,37]. Ενώ ο Πέτρος ομιλεί σαν κάποιον ο οποίος χειροτονήθηκε, διότι κάνει λόγο περί όλης της οικονομίας.
- Και γιατί απορείς που το λέγει αυτό ο Πέτρος; Και ο Παύλος, ομιλώντας προς τους Αθηναίους, τον αποκαλεί μόνον άνδρα, λέγοντας τα εξής: «Διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν (:Διότι ο Θεός έχει καθορίσει μία ημέρα κατά την οποία πρόκειται να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη μέσω ενός άνδρα, τον οποίο όρισε κριτή. Ο Θεός, μάλιστα, έδωσε βέβαιη απόδειξη ότι ο άνδρας Αυτός θα είναι κριτής όλων μας, ανασταίνοντας Αυτόν από τους νεκρούς)»[Πράξ.17,31]. Και δεν αναφέρει τίποτε περί της μορφής του Θεού, ούτε ότι είναι ίσος με Αυτόν, ούτε ότι είναι απαύγασμα της δόξης Του. Εύλογα, διότι δεν ήταν ακόμη καιρός για αυτά τα λόγια. Ήταν αρκετό προς το παρόν να παραδεχθούν ότι είναι άνθρωπος και αναστήθηκε.
Έτσι έκανε και ο ίδιος ο Χριστός, από τον Οποίο διδάχτηκε και ο Παύλος και έκανε το ίδιο. Διότι δεν μας αποκάλυψε αμέσως τη θεότητά Του, αλλά αρχικά μεν νομιζόταν ότι είναι προφήτης και απλώς κεχρισμένος άνθρωπος, κατόπιν δε δια των έργων και των λόγων Του φανερώθηκε αυτό το οποίο ακριβώς ήταν. Γι’αυτό και ο Πέτρος χρησιμοποιεί στην αρχή αυτόν τον τρόπο, αφού άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη ομιλία την οποία απηύθυνε προς τους Ιουδαίους. Διότι, επειδή ακόμη δεν ήσαν σε θέση να μάθουν τίποτε το σαφές περί της θεότητας του Χριστού, γι’αυτό εμμένει στους λόγους περί της θείας οικονομίας, προς τον σκοπό αφού ασκηθεί η ακοή τους σε αυτά να προετοιμαστεί στη συνέχεια και για την υπόλοιπη διδασκαλία. Και εάν ήθελε κανείς να διεξέλθει ολόκληρη την ομιλία του από την αρχή, θα βρει αυτό το οποίο λέγω να διαφαίνεται καθαρά. Διότι και αυτός τον αποκαλεί άνδρα και εμμένει στους λόγους του Πάθους, της Αναστάσεως και της κατά σάρκα Γεννήσεώς Του.
Αλλά και ο Παύλος όταν λέγει: «Περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατὰ σάρκα (:Και έδωσε ο Θεός από τότε την υπόσχεση για τον Υιό του, ο Οποίος γεννήθηκε ως άνθρωπος σε ορισμένο χρόνο από απόγονο του Δαβίδ)»[Ρωμ.1,3], δεν μας διδάσκει τίποτε άλλο, παρά ότι το «ἐποίησεν» αναφέρεται στη θεία οικονομία, πράγμα το οποίο ομολογούμε και εμείς. Αλλά ο υιός της βροντής τώρα μας ομιλεί για την απερίγραπτη και προαιώνια ύπαρξη του Λόγου, γι’αυτό αφού άφησε το «ἐποίησε», χρησιμοποίησε το «ἦν». Ενώ έπρεπε, εάν ήταν κτιστός, κυρίως αυτό να προσδιορίσει.
Διότι εάν ο Παύλος φοβούμενος μήπως κανείς από τους ανόητους υποπτευθεί ότι θα είναι ανώτερος από τον Πατέρα και θα έχει υποτακτικό του Εκείνον που Τον γέννησε, γι’
αυτό γράφοντας την προς Κορινθίους επιστολή έλεγε: «Πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται, δῆλον ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα (:Διότι, όπως διακηρύσσεται στους Ψαλμούς, ο Πατήρ υπέταξε κάτω από τα πόδια του Χριστού όλα, άρα λοιπόν και τον θάνατο. Όταν, λοιπόν, ο Θεός και Πατήρ πει στο Χριστό ότι όλα πλέον έχουν υποταχθεί σε Εσένα, θα είναι φανερό ότι από την υποταγή αυτή θα εξαιρείται ο Θεός και Πατήρ, ο Οποίος υπέταξε στον Χριστό τα πάντα)» [Α΄Κορ.15.26-27], αν και ποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι ο Πατήρ θα υποταγεί ποτέ στον Υιό μαζί με όλα; Πάντως, όμως, αν και φοβήθηκε τις αδικαιολόγητες αυτές υπόνοιες, έλεγε «ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα(:εκτός από Εκείνον που υπέταξε σε Αυτόν τα πάντα)». Πολύ περισσότερο συνεπώς έπρεπε να φοβηθεί ο Ιωάννης, εάν ήταν κτιστός, μήπως κανείς τον θεωρήσει άκτιστο, και να το αναφέρει αυτό οπωσδήποτε.
Τώρα όμως, επειδή ήταν γεννητός, ορθά ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος, ούτε απόστολος, ούτε προφήτης, είπαν ότι Αυτός είναι κτιστός. Και ο ίδιος άλλωστε ο Μονογενής δεν θα το παρέλειπε, εάν ήταν κτιστός. Διότι Αυτός ο Οποίος έλεγε τα τόσο ταπεινά από συγκατάβαση, πολύ περισσότερο δεν θα αποσιωπούσε αυτό. Διότι νομίζω ότι ήταν φυσικό να αποσιωπήσει μάλλον κάτι το υψηλό που είχε, παρά να παραλείψει Αυτός αυτό που δεν είχε και να μην αναφέρει ότι δεν το έχει. Διότι στην πρώτη περίπτωση υπήρχε εύλογη πρόφαση της παρασιωπήσεως, το να θέλει να διδάξει τους ανθρώπους να είναι ταπεινόφρονες, και γι’αυτό αποσιωπά τα μεγάλα προσόντα Του. Ενώ στην περίπτωση αυτήν εδώ, δεν έχεις να προβάλεις δικαιολογημένη πρόφαση της αποσιωπήσεως.
Διότι δεν αποσιωπούσε το ότι δημιουργήθηκε, εάν ήταν κτιστός, Αυτός ο Οποίος απέκρυπτε και πολλά από τα ιδιώματά Του; Άρα, λοιπόν, Εκείνος ο Οποίος, για να διδάξει την ταπεινοφροσύνη, ανέφερε ακόμη και τα ταπεινωτικά ιδιώματα τα οποία δεν είχε, πολύ περισσότερο, εάν ήταν κτιστός, δεν θα παρέλειπε να το αναφέρει. Ή δεν βλέπεις ότι, για να μην Τον εκλάβει κανείς ως αγέννητο, ότι κάνει και λέγει τα πάντα περί αυτού, και αναφέρει πράγματα ανάξια της αξίας και της ουσίας Του και κατεβαίνει σε επίπεδο προφήτου; Διότι το «Καθὼς ἀκούω κρίνω(:Κρίνω σύμφωνα με όσα ακούω)» [Ιω. 5,30] και το «Αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε τί εἴπω καὶ τί λαλήσω (:Aυτός μου έδωσε εντολή τι να διδάξω και με ποια λόγια να το πω)» [Ιω.12,49] και τόσα άλλα παρόμοια, είναι χαρακτηριστικά μόνο των προφητών.
Εάν, λοιπόν, θέλοντας να διαλύσει αυτήν την υποψία, δεν απαξίωσε να χρησιμοποιήσει τόσο ταπεινωτικά λόγια, πολύ περισσότερο, εάν ήταν κτιστός, για να μην τον θεωρήσει κανείς άκτιστο, θα έλεγε πολλά τέτοια, δηλαδή: «Μη νομίζετε ότι έχω γεννηθεί από τον Πατέρα· έχω δημιουργηθεί και εγώ, δεν έχω γεννηθεί, ούτε είμαι από τη δική Του ουσία». Ενώ τώρα κάνει το εντελώς αντίθετο· διότι χρησιμοποιεί τις λέξεις εκείνες οι οποίες ακόμη και εκείνους που δεν θέλουν, τους αναγκάζει έστω και παρά τη θέλησή τους να παραδεχθούν την αντίθετη γνώμη, δηλαδή: ότι «Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί» [Ιω.14,10], και «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ, ἑώρακε τὸν Πατέρα(:Τόσο καιρό είμαι μαζί σας, Φίλιππε, και δεν μ’ έχεις γνωρίσει ακόμη ποιος είμαι ως προς τη θεϊκή μου φύση; Εκείνος που έχει δει εμένα κι έχει εκτιμήσει κατάλληλα την αλήθεια της διδασκαλίας μου, την αγιότητα της ζωής μου και τη θαυματουργική δράση μου, είδε και τον Πατέρα. Διότι εγώ είμαι ο φυσικός Υιός του, και μέσα από την ανθρώπινη φύση μου εκλάμπει η αλήθεια και η δόξα και η αγιότητα του Πατρός μου)» [Ιω.14,9] και «ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν Υἱὸν, καθὼς τιμῶσι τὸν Πατέρα (:Για να τιμούν όλοι τον Υιό, όπως τιμούν τον Πατέρα)»[Ιω.5,23]· «Ὥσπερ ὁ Πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς, οὓς θέλει, ζωοποιεῖ(:Ο Υιός ακόμη και νεκρούς θα αναστήσει. Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική, αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή την μεταδίδει σ’ όποιον θέλει και σ’ όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)»[Ιω.5,21]· «Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι(:Ο Θεός Πατέρας μου εργάζεται έως τώρα συνεχώς και χωρίς διακοπή˙ διότι όχι μόνο δημιούργησε, αλλά και κυβερνά τον κόσμο και προνοεί γι’ αυτόν. Κι εγώ λοιπόν, ο Υιός Του, εργάζομαι συνεχώς όπως ο Πατέρας μου, χωρίς να διακόπτω το σωτήριο έργο μου τις ημέρες του Σαββάτου)»[Ιω.5,17]· «Καθὼς γινώσκει με ὁ Πατὴρ, κἀγὼ γινώσκω τὸν Πατέρα(:Όπως με γνωρίζει ο Πατέρας μου ως φυσικό Υιό Του και με αγαπά, κι εγώ επίσης γνωρίζω τον Πατέρα μου και τον αγαπώ)»[Ιω.10,15]· «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν(:Εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ένα κι έχουμε την ίδια φύση και την ίδια δύναμη και θέληση και εξουσία˙ όλα τα έχουμε κοινά)»[Ιω.10,30].
Και παντού χρησιμοποιώντας το «ὥσπερ» και το «οὕτω» και το ότι είναι «ἓν» προς τον Πατέρα, δηλώνει ότι είναι απαράλλακτος με Εκείνον. Την εξουσία Του πάλι τη φανερώνει και με αυτά, αλλά και με άλλα περισσότερα, όπως όταν λέγει: «Σιώπα, πεφίμωσο(:Σώπα, φιμώσου)»[Μάρκ.4,39]· «Θέλω, καθαρίσθητι(:Θέλω, καθαρίσου)» [Ματθ.8,3]· «Σοὶ λέγω, τὸ δαιμόνιον τὸ κωφὸν καὶ ἄλαλον, ἔξελθε ἀπ’ αὐτοῦ(:Πνεύμα άλαλο και κουφό, Εγώ σε διατάζω, βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς ποτέ πια μέσα του)» [Μάρκ.9,25] και το: «Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐ φονεύσεις· ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ, ἔνοχος ἔσται(:Έχετε ακούσει από την ανάγνωση του Νόμου στις συναγωγές ότι είπε ο Θεός στους προγόνους μας: ‘’Δεν θα σκοτώσεις’’· Εγώ, όμως, σας λέω ότι καθένας που οργίζεται εναντίον του αδελφού του χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο, είναι ένοχος)» [Ματθ.5, 21-22] και όσα άλλα παρόμοια νομοθετεί και θαυματουργεί, τα οποία είναι αρκετά να αποδείξουν την εξουσία Του. Ή μάλλον ένα πολύ μικρό μέρος από αυτά είναι αρκετό να προσεγγίσει και να πείσει όσους δεν είναι πολύ αναίσθητοι.[…]
ΟΜΙΛΙΑ Δ΄
Υπομνηματισμός των εδαφίων: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν»[Ιω.1,1-2]
Στα παιδιά, τα οποία για πρώτη φορά προσέρχονται στα μαθήματα, οι διδάσκαλοι ούτε βαρέα φορτία φορτώνουν από την αρχή, ούτε το κάθε πράγμα το διδάσκουν μια μόνο φορά. Αντιθέτως, μάλιστα, και λίγη ύλη τούς αναθέτουν και τα ίδια πράγματα τα επαναλαμβάνουν πολλές φορές σε αυτά, για να εντυπωθούν εύκολα στο μυαλό τους όσα διδάσκονται, αλλά και για να μην δυσκολευτούν εξαρχής από την πολλή ύλη και την αδυναμία εκμαθήσεώς της και γίνουν οκνηρότερα στην αφομοίωση των προσφερομένων, περιπίπτοντας, τρόπον τινά, σε νάρκη εξαιτίας της δυσκολίας.
Αυτό ακριβώς θέλοντας να κάνω κι εγώ και να καταστήσω τον κόπο σας ελαφρότερο, παίρνοντας μικρά τεμάχια από την θεϊκή αυτή τράπεζα τα εισάγω στις ψυχές σας. Γι’αυτό θα αναφερθώ και πάλι στα ίδια λόγια, όχι για να σας πω και πάλι τα ίδια πράγματα, αλλά μόνο για να συμπληρώσω όσα λείπουν. Ας αναφερθούμε, λοιπόν, και πάλι στο προοίμιο.
« Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν(:Στην αρχή της δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου. Και ο Λόγος, ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος, ήταν αχώριστος από τον Θεό Πατέρα και πάντοτε ενωμένος μαζί Του)»[Ιω.1,1] Γιατί άραγε, ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές αρχίζουν με την εξιστόρηση της Θείας Οικονομίας (διότι ο μεν Ματθαίος λέγει: «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ ∆αυΐδ (:Γενεαλογικός κατάλογος, στον οποίο φαίνεται ακριβώς από πού κατάγεται ο Ιησούς Χριστός, ο απόγονος του Δαβίδ)», ο δε Λουκάς μάς εξιστορεί στην αρχή όλα όσα αφορούν την Μαρία και ο Μάρκος κατά παρόμοιο τρόπο περιορίζεται στα ίδια, αναφέροντας την ιστορία του Βαπτιστού), ο Ιωάννης αυτό μεν με πολλή συντομία, και μάλιστα μετά από αυτά, το υπαινίσσεται απλώς λέγοντας: «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο (: και ο Λόγος έγινε μέσα στον χρόνο άνθρωπος)»[Ιω.1,14], και αφού αποσιωπά όλα τα άλλα, τη σύλληψη, τη Γέννηση, την ανατροφή, την ανάπτυξη, μας ομιλεί αμέσως περί της αΐδιου Γεννήσεως; Ποιο, λοιπόν, είναι το αίτιο αυτών θα πω τώρα.
Επειδή οι άλλοι ευαγγελιστές αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος αναφερόμενοι στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, υπήρχε φόβος μήπως ορισμένοι προσκολλημένοι στα ταπεινά, εξαιτίας αυτού παραμείνουν μόνο σε αυτά τα δόγματα, πράγμα το οποίο έπαθε και ο Παύλος ο Σαμοσατεύς[:Επίσκοπος Αντιοχείας των μέσων του 3ου αι. μ.Χ., ο οποίος δίδασκε ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν κοινός άνθρωπος, ίδιος με μας και ότι σε αυτόν «ἐνῴκησεν» ο Λόγος ως σε ναό]. Για να ανυψώσει, λοιπόν, από αυτή τη χαμαιζηλία εκείνους που επρόκειτο να πέσουν σε αυτήν και να τους ανεβάσει στον ουρανό, πολύ λογικά αρχίζει την εξιστόρηση από επάνω και από την αΐδιο ύπαρξη. Διότι, αφού ο μεν Ματθαίος από τον βασιλέα Ηρώδη, ο Λουκάς από τον Καίσαρα Τιβέριο, ο δε Μάρκος από την βάπτιση του Ιωάννου εισέρχονται στην εξιστόρηση, αυτός, αφού άφησε όλα αυτά, ανυψώνεται υπεράνω παντός χρόνου και αιώνος, εξακοντίζοντας εκεί τη σκέψη των ακροατών του, στο «Ἐν ἀρχῇ ἦν», χωρίς να τους αφήνει να σταματήσουν κάπου, ούτε να τους θέτει όρια, όπως εκείνοι, τον Ηρώδη και τον Τιβέριο και τον Ιωάννη.
Εκείνο δε που μαζί με αυτά είναι άξιο θαυμασμού, είναι να τονιστεί κυρίως αυτό, ότι ούτε αυτός, κάνοντας λόγο για τον υψηλότερο εαυτό Του, παραμέλησε την θεία οικονομία, ούτε οι άλλοι ευαγγελιστές, ασχολούμενοι με τη διήγησή της, απεσιώπησαν την προαιώνια ύπαρξη· και πολύ φυσικά. Διότι ένα ήταν το Πνεύμα, το οποίο κινούσε τις ψυχές όλων. Γι’αυτό και κατά την έκθεση των γεγονότων δείχνουν μεγάλη ταυτότητα σκέψεως.
Εσύ πάλι, αγαπητέ, όταν ακούς την λέξη «Λόγος», να μην ανεχθείς ποτέ εκείνους που λέγουν ότι είναι έργο, αλλά ούτε και εκείνους οι οποίοι νομίζουν ότι είναι απλός λόγος. Διότι πολλοί είναι οι λόγοι του Θεού, τους οποίους εκτελούν και οι άγγελοι, αλλά κανένας από εκείνους τους λόγους δεν είναι Θεός. Όλοι εκείνοι οι λόγοι είναι προφητείες και προστάγματα(διότι έτσι συνηθίζει η Αγία Γραφή να αποκαλεί τους νόμους του Θεού και τις εντολές και τις προφητείες, γι’αυτό και όταν ομιλεί περί των αγγέλων, προσθέτει: «∆υνατοὶ ἰσχύϊ, ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ(:Οι δυνατοί και κραταιοί σε ισχύ, εκείνοι που εκτελούν κάθε λόγο προστάγματός Του)» [Ψαλμ.102,20]. Ενώ αυτός ο Λόγος είναι μία ουσία υπαρκτή, η οποία προήλθε αμετάτρεπτη από τον ίδιο τον Πατέρα. Διότι, όπως ανέφερα ήδη, δηλώνεται με την ονομασία «Λόγος».
Όπως, λοιπόν, το «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» φανερώνει το αιώνιο, έτσι το «Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεὸν (:Στην αρχή της δημιουργίας Αυτός υπήρχε ενωμένος με τον Θεό Πατέρα)» μας φανερώνει το συναιώνιο. Διότι, για να μη νομίσεις όταν ακούς: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος (:Στην αρχή της δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου)», ότι είναι μεν αιώνιος, αλλά υποθέσεις ότι η ζωή του Πατρός είναι μεγαλύτερη κατά κάποιο χρονικό διάστημα και περισσότερους αιώνες, και δώσεις στον Μονογενή Υιό αρχή, πρόσθεσε το ότι «Ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεὸν ἦν», δηλαδή τόσο αιώνιος, όσο και ο ίδιος ο Πατέρας. Διότι δεν ήταν ποτέ χωρίς τον Λόγο, αλλά πάντοτε ήταν Θεός κοντά σε Θεό, αλλά σε χωριστή ύπαρξη.
«Πώς λοιπόν», λέγει ίσως κάποιος, «είπε ότι ‘’ήταν στον κόσμο’’, εάν ήταν κοντά στον Θεό;». Το είπε επειδή και κοντά στον Θεό βρισκόταν και στον κόσμο ήταν. Διότι πουθενά δεν τελειώνει, τόσο ο Πατήρ, όσο και ο Υιός. Και εάν «τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ οὐκ ἔστι πέρας(: η μεγαλοσύνη Του δεν έχει όριο, αλλά είναι άπειρη και απεριμέτρητη)» [Ψαλμ.144,3] και «τῆς συνέσεως αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀριθμός (:και την σοφία Του δεν μπορεί κανείς να την καταμετρήσει και να την παραστήσει με αριθμό)» [Ψαλμ.146,5] είναι ολοφάνερο ότι ούτε της ουσίας Του υπάρχει αρχή χρονική.
Άκουσες ότι «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν (: Όταν ήλθε η κατάλληλη ώρα να δημιουργηθεί από το μηδέν ο υλικός κόσμος· στην αρχή εκείνη του χρόνου, ο οποίος έχει την ίδια αρχή με την υλική δημιουργία, ο άναρχος και παντοδύναμος Τριαδικός Θεός, η μακάρια φύση και ανεξάντλητη αγαθότητα, η αρχή όλων των όντων και η άφθαστη σοφία δημιούργησε από το μηδέν, «εξ ουκ όντων», από ύλη, η οποία δεν προϋπήρχε, το υλικό σύμπαν. Δημιούργησε τον απέραντο ουρανό και την γη. Δημιούργησε τον ορατό αυτόν κόσμο, τον έθεσε σε κίνηση και καθόρισε νόμους για την εξέλιξή του, ακαριαία· δηλαδή ευθύς μόλις εκφράστηκε το παντοδύναμο και πάνσοφο θέλημά Του)[Ερμην. απόδοση Π. Τρεμπέλα]»; [Γέν.1,1]. Πώς εννοείς την αρχή αυτή; Οπωσδήποτε ότι αυτά έγιναν πριν από όλα τα ορατά.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ακούγοντας και περί του Μονογενούς ότι «Ἐν ἀρχῇ ἦν», να εννοείς ότι υπάρχει πριν από όλα τα νοητά και πριν από τους αιώνες. Εάν δε κανείς ισχυρίζεται: «Και πώς είναι δυνατόν, ενώ είναι Υιός να μην είναι νεότερος από τον Πατέρα, αφού εκείνο που προέρχεται από κάποιο άλλο είναι οπωσδήποτε μεταγενέστερο από εκείνο από το οποίο προέρχεται;». Θα απαντήσουμε ότι αυτά είναι συμπεράσματα κατεξοχήν των ανθρωπίνων συλλογισμών, και εκείνος ο οποίος απαιτεί αυτό, θα απαιτήσει και άλλα πιο άτοπα από αυτά. Ούτε άλλωστε η ακοή τα παραδέχεται αυτά. Αλλά σε εμάς εδώ γίνεται λόγος για τον Θεό και όχι για την φύση των ανθρώπων, η οποία υπόκειται στη συνέπεια και αναγκαιότητα των συλλογισμών αυτών. Αλλά χάριν της πληροφορήσεως των ασθενεστέρων στην πίστη, θα ομιλήσουμε και περί αυτών.
- Πες μου λοιπόν: Η λάμψη του ηλίου προέρχεται από την ίδια τη φύση του ηλίου ή από κάπου αλλού; Πρέπει οπωσδήποτε να ομολογήσει, όποιος δεν έχει τις αισθήσεις βλαμμένες, ότι προέρχεται από αυτήν. Εντούτοις, αν και η λάμψη προέρχεται από τον ίδιο τον ήλιο, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ισχυριστούμε ότι είναι μεταγενέστερη της ηλιακής φύσεως, διότι ποτέ δεν φάνηκε ήλιος χωρίς λάμψη. Εάν δε στα σώματα αυτά τα ορατά και αισθητά υπάρχει κάτι που προέρχεται από κάποιο άλλο και δεν είναι μεταγενέστερο εκείνου από το οποίο προέρχεται, γιατί απιστείς για την αόρατη και απερίγραπτη φύση; Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και εδώ καθ’ όμοιο τρόπο, όπως αρμόζει στην ουσία εκείνη. Γι’αυτό άλλωστε και ο Παύλος τον ονόμασε έτσι –Ήλιο-,για να εκφράσει το ότι προέρχεται από αυτόν και ότι είναι συναΐδιος εκείνου[Εβρ.1,3: «Ὅς ὢν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ, φέρων τε τὰ πάντα τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, δι᾿ ἑαυτοῦ καθαρισμὸν ποιησάμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς(:Αυτός υπήρχε πριν από τη Δημιουργία και ήταν λαμπρή ακτινοβολία της ένδοξης φύσεως του Πατρός. Ήταν φως εκ φωτός και συνάναρχος με τον Πατέρα, αφού ο Πατήρ πάντοτε ακτινοβολούσε και ποτέ δεν υπήρξε σβησμένος ήλιος. Ήταν ακόμη και ακριβές αποτύπωμα και ζωντανή εικόνα της ουσίας του Πατρός, ίσος δηλαδή και απαράλλακτος με τον Πατέρα. Και περιέφερε και κυβερνούσε τα πάντα με το παντοδύναμο πρόσταγμά Του. Αυτός, αφού έγινε άνθρωπος και με τη θυσία του Αίματός Του καθάρισε ο Ίδιος τις αμαρτίες μας, κάθισε στα δεξιά της μεγαλειότητος του Πατρός˙ τιμήθηκε, δηλαδή, και δοξάστηκε από τον Θεό και ως άνθρωπος. Και ανυψώθηκε υψηλότερα απ’ όλη την κτίση, διότι κάθισε και ως άνθρωπος στον ίδιο τον θρόνο του Πατρός)»].
Εξάλλου πες μου: Δεν δημιουργήθηκαν όλοι οι αιώνες και κάθε διάστημα χρονικό δι’ Αυτού; Οπωσδήποτε θα το ομολογήσει όποιος δεν παραπαίει. Επομένως τίποτε δεν υπάρχει μεταξύ του Υιού και του Πατρός. Εάν δε δεν υπάρχει τίποτε, δεν είναι μεταγενέστερος, αλλά συναΐδιος. Διότι το «πρό» και το «μετά» είναι έννοιες που φανερώνουν χρόνο, και χωρίς αιώνα και χρόνο δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς τις λέξεις αυτές. Ο Θεός, όμως, είναι ανώτερος από χρόνους και αιώνες. Εάν δε γενικώς ισχυρίζεσαι ότι κάποια χρονική αρχή κατέλαβε τον Υιό, πρόσεξε μήπως με αυτόν τον συλλογισμό και την αναλογία, αναγκαστείς να υπαγάγεις και τον Πατέρα σε κάποια χρονική αρχή, μεγαλύτερη βέβαια, οπωσδήποτε όμως με αρχή. Διότι πες μου: Προσθέτοντας κάποιο χρονικό περιορισμό και αρχή στον Υιό και προχωρώντας με τον τρόπο αυτόν από την αρχή αυτή προς τα άνω, δεν ισχυρίζεσαι ότι προέρχεται και ο Πατήρ; Οπωσδήποτε.
Πες μου, λοιπόν, πόσο προϋπάρχει ο Πατήρ; Διότι είτε πεις λίγο διάστημα, είτε πολύ υποτάσσεις τον Πατέρα σε αρχή. Διότι είναι φανερό ότι αφού μετρήσεις το διάστημα που μεσολάβησε, θα απαντήσεις εάν μεσολάβησε λίγο ή πολύ. Αλλά δεν είναι δυνατόν να μετρήσεις εάν δεν υπάρχει και από τις δύο πλευρές αρχή. Ώστε, όσον εξαρτάται από εσένα, δίδεις και στον Πατέρα αρχή, και επομένως δεν είναι ούτε ο Πατήρ άναρχος, κατά τη γνώμη σας. Βλέπεις ότι αυτό που ειπώθηκε από τον Σωτήρα είναι αληθινό και ότι ο λόγος αυτός δείχνει σε όλες τις περιπτώσεις την δύναμή Του; Ποιο, λοιπόν, είναι αυτό; «Ὁ μὴ τιμῶν τὸν Υἱὸν, οὐ τιμᾷ τὸν Πατέρα(:Εκείνος που δεν τιμά τον Υιό, δεν τιμά ούτε τον Πατέρα, που τον απέστειλε στον κόσμο)» [Ιω.5,23].
Και είναι αλήθεια, γνωρίζω πολλούς, στους οποίους είναι ακατάληπτο αυτό που ειπώθηκε, γι’αυτό σε πολλές περιπτώσεις αποφεύγουμε να ανακινήσουμε θέματα συλλογισμών, διότι ούτε να τους παρακολουθήσει μπορεί το πολύ πλήθος, ούτε και αν τους παρακολουθήσει θα αποκομίσει κάτι το βέβαιο και σίγουρο, αφού «Λογισμοὶ γὰρ ἀνθρώπων δειλοὶ, καὶ ἐπισφαλεῖς αἱ ἐπίνοιαι αὐτῶν(: Οι σκέψεις των θνητών είναι ασταθείς και ταλαντευόμενες, και οι επινοήσεις τους αβέβαιες και υποκείμενες σε σφάλματα)» [Σοφ. Σολ.9,14].
Ευχαρίστως, επίσης, θα ανάφερα σε όσους διαφωνούν με εμάς και αυτό, τι σημαίνει αυτό που λέει ο προφήτης: «Ἒμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεὸς, καὶ μετ’ ἐμὲ οὐκ ἔστιν(:Πριν από Εμένα δεν έγινε από κανέναν άλλος θεός, διότι δεν υπήρχε κανείς για να τον κατασκευάσει, και έπειτα από Εμένα δεν πρόκειται να υπάρξει άλλος, διότι θα υπάρχω Εγώ αιωνίως και δεν πρόκειται να αντικατασταθώ ποτέ)»[Ησ.43,10]. Διότι εάν ο Υιός είναι νεότερος του Πατρός, πώς λέγει ότι «μετ’ ἐμὲ οὐκ ἔστιν (:μετά από Εμένα δεν υπάρχει)»; Μήπως απορρίπτετε και την ουσία του Μονογενούς; Διότι κατ’ ανάγκην ή θα αποτολμήσετε αυτό ή θα παραδεχθείτε μία την θεότητα με ιδιαίτερη υπόσταση Πατρός και Υιού. Τότε πώς επαληθεύεται το «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο(:Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού)»; Διότι εάν υπάρχει αιώνας μεγαλύτερος από Αυτόν, πώς συμβαίνει αυτό που είναι πριν από Αυτόν, να έχει γίνει από Αυτόν;
Βλέπετε σε ποιον παραλογισμό τους οδήγησε η λογική άπαξ και διαταράχθηκε η αλήθεια; Γιατί άλλωστε δεν είπε ο ευαγγελιστής ότι έγινε εκ του μηδενός, όπως ομιλεί για όλα ο Παύλος λέγοντας τα εξής: «Ὁ καλέσας τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα(:Ο Θεός όμως, που δίνει ζωή στους νεκρούς, χάρη στην πρόγνωσή Του, αλλά και στην παντοδυναμία Του, με την οποία φέρνει στην ύπαρξη τα ανύπαρκτα, μιλάει και για εκείνα που δεν υπάρχουν στο παρόν, αλλά θα υπάρξουν στο μέλλον, σαν να υπήρχαν)» [Ρωμ.4,17], αλλά λέγει «Ἐν ἀρχῇ ἦν», πράγμα αντίθετο προς εκείνο; Ήταν πολύ φυσικό, αφού ο Θεός ούτε δημιουργείται, ούτε έχει τίποτε μεγαλύτερο από Αυτόν. Αλλά αυτά είναι λόγια των εθνικών.
Πες μου όμως και το εξής: Δεν νομίζεις ότι ο κτίστης υπερέχει ασύγκριτα από τα έργα; Όταν, λοιπόν, σε αυτά είναι όμοιο το «εκ του μηδενός», πού βρίσκεται η ασύγκριτη υπεροχή; Τι σημαίνει δε το «Ἐγὼ πρῶτος, καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα» [Ησ.41,4] και το «Ἒμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεός»; [Ησ. 43,10]. Διότι, εάν ο Υιός δεν είναι της αυτής ουσίας, είναι άλλος Θεός και εάν δεν είναι συναΐδιος, υπάρχει μετά από Αυτόν. Εάν πάλι δεν προήλθε από την ουσία του Θεού, είναι φανερό ότι δημιουργήθηκε. Εάν από την άλλη μεριά ισχυρίζονται, ότι αυτά ελέχθησαν προς αντιδιαστολή από τα είδωλα, γιατί δεν δέχονται, προς αντιδιαστολή από τα είδωλα, να ομολογούν τον μόνον αληθινό Θεό;
Εάν πάλι δεχτούμε ότι αυτό ειπώθηκε προς αντιδιαστολή από τα είδωλα, πώς ερμηνεύεις ολόκληρο το ρητό; Διότι «Μετ’ ἐμὲ γὰρ (:Μετά από Εμένα)», λέγει, «οὐκ ἔστιν ἄλλος Θεός (:δεν υπάρχει άλλος Θεός)»;. Δεν το λέγει αυτό για να αποκλείσει τον Υιό, αλλά ότι «μετά από Εμένα δεν υπάρχει θεός ειδωλολατρικός», και όχι ότι δεν υπάρχει Υιός. «Ναι», λέγει ίσως κάποιος, «αλλά τότε και το ‘’Ἒμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεός’’, πρέπει να το εκλάβεις έτσι, ότι ειδωλολατρικός μεν θεός δεν υπήρξε, υπήρξε, όμως, ο Υιός πριν από Αυτόν;». Ποιος δαίμων θα μπορούσε να το ισχυριστεί αυτό; Διότι νομίζω ότι ούτε ο διάβολος ο ίδιος δεν το λέγει αυτό.
Εξάλλου, εάν δεν είναι συναΐδιος με τον Πατέρα, πώς θα πεις την ζωή Του άπειρη; Διότι εάν έχει αρχή άνωθεν, και αν ακόμη είναι αθάνατος, δεν είναι πάντως άπειρος. Διότι το άπειρο πρέπει να είναι άπειρο και από τις δύο πλευρές. Αυτό άλλωστε δηλώνει και ο Παύλος όταν λέγει ότι «Μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν, μήτε ζωῆς τέλος ἔχων(: ούτε αρχή ημερών, ούτε τέλος ζωής έχει)» [Εβρ.7,3], δείχνοντας με αυτά και το άναρχο και το ατελεύτητο. Διότι, όπως αυτό δεν έχει πέρας, έτσι ούτε εκείνο· ούτε σε αυτό υπάρχει τέλος, ούτε σε εκείνο αρχή.
- Πώς, επίσης, γίνεται ώστε, ενώ είναι ζωή να υπάρχει χρονικό σημείο, κατά το οποίο να μην υπήρχε; Διότι όλοι παραδέχονται ασφαλώς, ότι η ζωή και πάντοτε υπάρχει και είναι χωρίς αρχή και τέλος, εάν βεβαίως πράγματι είναι ζωή, όπως και είναι. Εάν πάλι υπάρχει χρονικό σημείο κατά το οποίο δεν υπάρχει, πώς θα είναι ζωή των άλλων, αφού η ίδια κάποτε δεν υπήρχε; Πώς λοιπόν, ισχυρίζεται, ο Ιωάννης έθεσε αρχή λέγοντας «Ἐν ἀρχῇ ἦν»; Πρόσεξες το «Ἐν ἀρχῇ» και το «ἦν», πες μου, και δεν εννοείς το «Ὁ Λόγος ἦν»; Τότε τι σημαίνει όταν ο προφήτης λέγει περί του Πατρός «Ἀπὸ τοῦ αἰῶνος, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ (: Από την άναρχη αιωνιότητα και μέχρι την ατελεύτητη αιωνιότητα του μέλλοντος Εσύ υπάρχεις, άναρχος και ατελεύτητος)»; [Ψαλμ.89,2]. Mήπως ομιλεί έτσι, θέτοντας περιορισμούς σε Αυτόν; Οπωσδήποτε όχι· αλλά φανερώνει το αΐδιον. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να εννοήσεις και αυτό εδώ. Διότι δεν το είπε θέτοντας όρια· ούτε άλλωστε είπε ότι είχε αρχή, αλλά «Ἐν ἀρχῇ ἦν». Με το «ἦν » επίσης σου υποδεικνύει ότι πρέπει να εννοήσεις τον Υιό άναρχο.
«Αλλά να», λέει ίσως κάποιος, «ο Πατήρ αναφέρεται με την προσθήκη του άρθρου, ενώ ο Υιός χωρίς αυτήν». Τι σημαίνει, λοιπόν, όταν ο Απόστολος λέγει «Τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» [Τίτ.2,13] και «Ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεός (: ο Οποίος είναι Θεός εξουσιαστής όλων)» [Ρωμ.9,5] όπου αναφέρει τον Υιό χωρίς άρθρο; Αυτό το κάνει και στον Πατέρα. Γράφοντας, λοιπόν, προς τους Φιλιππησίους ομιλεί ως εξής: «Ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων, οὐκ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ(:Ο Ιησούς Χριστός, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και ως απαράλλακτη και ζωντανή εικόνα του Θεού, είχε τη μορφή και τη φύση του Θεού, δεν θεώρησε την ισότητά Του με τον Θεό Πατέρα αποτέλεσμα αρπαγής. Διότι εάν ήταν αποτέλεσμα αρπαγής, δεν θα τολμούσε να το αποθέσει, από φόβο μήπως το χάσει)» [Φιλ.2,6], και προς τους Ρωμαίους επίσης: «Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς ἡμῶν, καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ(:Σας εύχομαι, λοιπόν, να είναι μαζί σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεό Πατέρα μας και από τον Κύριο Ιησού Χριστό)» [Ρωμ.1,7].
Άλλωστε ήταν και περιττό να προστεθεί αυτό εδώ, αφού είχε τεθεί κατ’ επανάληψη πιο επάνω στον λόγο. Διότι όπως όταν ομιλεί για τον Πατέρα και λέγει «Πνεῦμα ὁ Θεός» [Ιω. 4,24], δεν αρνούμαστε το ασώματο του Θεού, επειδή δεν προστίθεται στο Πνεύμα το άρθρο, έτσι και εδώ, έστω και αν δεν προστίθεται στον Υιό το άρθρο, δεν είναι εξαιτίας αυτού κατώτερος Θεός ο Υιός.
Ποια σημασία έχει αυτό, επιτέλους; Διότι αναφέροντας Θεό και Θεό δεν μας φανερώνει καμία διαφορά στην θεότητα αυτή, αντιθέτως μάλιστα· επειδή είπε προηγουμένως «Καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος», για να μην νομίσει κανείς ότι η θεότητα του Υιού ήταν κατώτερη, αναφέρει αμέσως και τα χαρακτηριστικά της γνήσιας θεότητας, συμπεριλαμβάνοντας και το αΐδιον, διότι λέγει: «Οὗτος γὰρ ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν(:Στην αρχή της δημιουργίας Αυτός υπήρχε ενωμένος με τον Θεό Πατέρα)», προσθέτοντας και το δημιουργικό· διότι «Πάντα γὰρ δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν, ὃ γέγονεν(:Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα˙ και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)».
Αυτό άλλωστε και ο Πατήρ Του παντού στους προφήτες λέγει ότι αποτελεί χαρακτηριστικό της ουσίας Του. Οι προφήτες μάλιστα επανέρχονται συνέχεια σε αυτό το είδος της αποδείξεως. Και όχι έτσι απλά, αλλά όταν πολεμούν την τιμή των ειδώλων. Διότι λέγει: «Θεοὶ γὰρ, οἳ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθωσαν(:θεοί, οι οποίοι δεν δημιούργησαν και δεν κατασκεύασαν τον ουρανό και τη γη, ας χαθούν από τη γη και γενικά από κάθε τόπο, που βρίσκεται κάτω από αυτόν τον ουρανό)» [Ιερ.10,11] και «Ἐγὼ τῇ χειρί μου ἐξέτεινα τὸν οὐρανόν(:Εγώ με το χέρι μου άπλωσα τον ουρανό)» [Ησ.44,24]. Το αναφέρει δε παντού αυτό για να δείξει ότι είναι δηλωτικό της θεότητος.
Ο ευαγγελιστής αυτός μάλιστα δεν αρκέστηκε σε αυτά μόνο τα λόγια, αλλά Τον ονόμασε και ζωή και φως. Εάν, λοιπόν, ήταν πάντοτε μαζί με τον Πατέρα, εάν όλα τα δημιούργησε Αυτός, εάν όλα Αυτός τα παρήγαγε και τα συνθέτει(διότι αυτό υπαινίσσεται με τη ζωή), εάν όλα τα φωτίζει, ποιος είναι τόσο ανόητος ώστε να ισχυριστεί ότι με όλα αυτά ο ευαγγελιστής επιχείρησε να εισηγηθεί μείωση της θεότητος, ενώ αντιθέτως με αυτά είναι δυνατόν να αποδείξει ότι είναι ίσος και απαράλλακτος; Ας μη συγχέουμε, λοιπόν, την κτίση με τον Κτίστη, για να μην ακούσουμε και εμείς ότι «Ἐσεβάσθησαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα (:απέδωσαν τον σεβασμό της καρδιάς τους και την εξωτερική λατρεία τους στην κτίση, αντί να σέβονται και να λατρεύουν Εκείνον που την δημιούργησε, ο Οποίος είναι σωστό και δίκαιο να ευλογείται και να δοξάζεται στους αιώνας)» [Ρωμ.1,25]. Διότι μολονότι αυτό λέχθηκε για τους ουρανούς, εντούτοις στον περί αυτών λόγο το απαγόρευσε τελείως, το ότι δηλαδή δεν πρέπει να λατρεύουμε την κτίση, επειδή είναι κάτι το ειδωλολατρικό.
- Ας μη θέσουμε τους εαυτούς μας, λοιπόν, κάτω από αυτή την κατάρα. Γι’αυτό ήλθε ο Υιός του Θεού, για να μας απαλλάξει από αυτή τη λατρεία. Γι’αυτό προσέλαβε μορφή δούλου, για να μας ελευθερώσει από αυτή τη δουλεία. Γι’αυτό υπέστη εμπτυσμούς, γι΄αυτό ραπίστηκε, γι’αυτό υπέμεινε τον επονείδιστο θάνατο. Ας μην κάνουμε όλα αυτά ανωφελή, ας μην επανερχόμαστε πάλι στην προηγούμενη ασέβεια, ή μάλλον σε πολύ χειρότερη. Διότι δεν είναι ίσο το να λατρεύουμε την κτίση και το να υποβιβάζουμε τον Δημιουργό στην ευτέλεια της κτίσεως, όσο, βέβαια, εξαρτάται από εμάς. Διότι Αυτός μένει αμετάβλητος όπως είναι. «Σὺ γὰρ(:Διότι Εσύ)», λέγει, «ὁ αὐτὸς εἶ καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι(:είσαι πάντοτε ο Ίδιος και τα έτη σου θα είναι ατελείωτα)» [Ψαλμ. 81,28].
Ας Τον δοξάζουμε, λοιπόν, όπως διδαχτήκαμε από τους Πατέρες. Ας Τον δοξάζουμε και με την πίστη και με τα έργα. Διότι δεν μας ωφελούν καθόλου στη σωτηρία τα υγιή δόγματα, όταν έχουμε διεφθαρμένη ζωή. Γι’αυτό ας την ρυθμίσουμε όπως αρέσει στον Θεό, απομακρύνοντας τους εαυτούς μας από κάθε αισχρότητα, αδικία και πλεονεξία, ως ξένοι που είμαστε και παρεπίδημοι και άσχετοι με τα όσα υπάρχουν εδώ. Και αν κανείς έχει χρήματα πολλά και κτήματα, ας τα χρησιμοποιεί έτσι, σαν να είναι προσωρινός και πρόκειται ύστερα από λίγο να τα αποχωριστεί είτε το θέλει, είτε όχι.
Και αν κανείς είναι αδικημένος από κάποιον, ας μην οργίζεται αμετάκλητα, ή μάλλον ούτε πρόσκαιρα. Διότι ο Απόστολος δεν μας επιτρέπει να κάνουμε κατάχρηση της οργής περισσότερο από μία ημέρα. «Ὁ ἥλιος γὰρ», λέει, «μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν(:να μη σας προφθάνει η δύση του ήλιου, αλλά να συμφιλιώνεστε προτού έλθει η νύχτα)»[Εφ.4,26]. Και πολύ ορθά· διότι είναι καλό και στο βραχύ αυτό διάστημα να μη γίνει τίποτε το δυσάρεστο. Ενώ εάν μας προλάβει η νύχτα, γίνονται χειρότερα τα όσα συνέβησαν, διότι στη μνήμη μας συγκεντρώνεται πλήθος φωτιάς και κατά τη διάρκεια της σχόλης μας τα εξετάζουμε πιο σκληρά[…].
ΟΜΙΛΙΑ Ε΄
Υπομνηματισμός των εδαφίων «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν»[Ιω.1,3-5]
Ο μεν Μωυσής όταν αρχίζει την ιστορία και την συγγραφή που υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη, μας ομιλεί για τα αισθητά πράγματα και αυτά απαριθμεί δια μακρών. «Ἐν ἀρχῇ γὰρ, (:Στην αρχή)», λέει, «ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν (:δημιούργησε ο απειροτέλειος Θεός εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανό και την γη)»[Γέν.1,1]. Έπειτα προσθέτει ότι δημιουργήθηκε και το φως και δεύτερος ουρανός και η φύση των αστέρων και τα διάφορα γένη των ζώων και όλα τα άλλα, για να μην επιμηκύνουμε τον λόγο αναφέροντας το καθένα χωριστά.
Ο ευαγγελιστής αυτός όμως, αφού τα συντόμευσε όλα, περιέλαβε στον λόγο του και εκείνα και όσα είναι ανώτερα από εκείνα. Πολύ ορθά, αφού και γνωστά ήταν στους ακροατές του και βιαζόταν να φτάσει σε σπουδαιότερο θέμα και παρουσιάζοντας την όλη πραγματεία του, δεν ομιλεί για τα έργα, αλλά για τον Δημιουργό, ο Οποίος παρήγαγε τα πάντα. Ακριβώς γι’αυτό εκείνος μεν[:ο Μωυσής], αν και περιέλαβε το μικρότερο μέρος της κτίσεως -διότι τίποτα δεν μας είπε για τις αόρατες δυνάμεις- ασχολείται με αυτά. Αυτός δε[:ο ευαγγελιστής Ιωάννης], επειδή βιάζεται να ανέβει προς τον Ποιητή, εύλογα τα παρατρέχει όλα, και αυτά και όσα αποσιωπά εκείνος, αφού τα συμπεριέλαβε σε μία σύντομη φράση: «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο (:Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα)».
Και για να μη νομίσεις ότι αναφέρει όλα εκείνα τα οποία έχουν λεχθεί και από τον Μωυσή, προσθέτει ότι «Καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονε(:και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[:Ιω.1,3]. Δηλαδή από τα δημιουργήματα, είτε ορατό είναι κάτι, είτε νοητό, τίποτε δεν παρήχθη χωρίς την δύναμη του Υιού· διότι εμείς δεν τοποθετούμε την τελεία στο «οὐδὲ ἓν», όπως οι αιρετικοί. Εκείνοι, επειδή θέλουν να χαρακτηρίσουν το Άγιο Πνεύμα κτιστό, λένε: « Ὃ γέγονεν, ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν». Έτσι, όμως, γίνεται ακατανόητο αυτό το οποίο λέγεται.
Εν πρώτοις, δεν ήταν καιρός να αναφέρει εδώ το Άγιο Πνεύμα. Αλλά και εάν ήθελε, γιατί το έθεσε με τόση ασάφεια; Διότι από πού γίνεται φανερό ότι αυτό ειπώθηκε για το Άγιο Πνεύμα; Εξάλλου κατά την ίδια λογική μπορούμε να εννοήσουμε ότι όχι το Άγιο Πνεύμα, αλλά ο ίδιος ο Υιός δημιουργείται από τον εαυτό Του. Αλλά σηκωθείτε, για να μη σας διαφύγει αυτό που λέγεται, και ας αναγνώσουμε το χωρίο σύμφωνα με τον δικό τους τρόπο· διότι έτσι θα γίνει σε μας περισσότερο φανερό το άτοπο· δηλαδή «Ὅ γέγονεν, ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν».
Ισχυρίζονται ότι «ζωή» ονομάζεται το Άγιο Πνεύμα. Αλλά η ζωή αυτή χαρακτηρίζεται και φως, αφού προσθέτει: «Καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων(:Και για τους ανθρώπους, που είναι λογικά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευματικό φως, που φωτίζει τον νου τους και τους οδηγεί στην αλήθεια)». Σύμφωνα με αυτούς, λοιπόν, «φῶς τῶν ἀνθρώπων» εδώ ονομάζει το Άγιο Πνεύμα. Επομένως, όταν προσθέτει και λέγει ότι «Ἐγένετο ἄνθρωπος παρὰ τοῦ Θεοῦ ἀπεσταλμένος, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτὸς(:Για να γνωρίσουν, λοιπόν, οι άνθρωποι το φως, εμφανίστηκε κάποιος άνθρωπος απεσταλμένος από τον Θεό)»[Ιω. 1,6], οπωσδήποτε ισχυρίζονται ότι ειπώθηκε περί του Αγίου Πνεύματος και αυτό. Εκείνον όμως που πιο πάνω ονόμασε Λόγο, Αυτόν παρακάτω τον ονομάζει και Θεό και ζωή και φως· διότι λέγει ότι ο Λόγος αυτός ήταν ζωή και η ζωή αυτή ήταν φως.
Εάν, λοιπόν, ο Λόγος είναι η ζωή, αυτός δε ο Λόγος και η ζωή έγινε άνθρωπος, η ζωή έγινε άνθρωπος, δηλαδή ο Λόγος, και αυτής την δόξα είδαμε, ως Μονογενούς από τον Πατέρα. Εάν, λοιπόν, λένε ότι ζωή εδώ ονομάστηκε το Άγιο Πνεύμα, κοίταξε πόσα άτοπα θα ακολουθήσουν. Διότι τότε Αυτό θα είναι που σαρκώθηκε και όχι ο Υιός και θα είναι Μονογενής Υιός το Άγιο Πνεύμα.
Εάν, όμως, δεν δέχονται αυτό, αποφεύγοντας αυτό, περιπίπτουν σε άλλο πάλι μεγαλύτερο ατόπημα διαβάζοντας με αυτόν τον τρόπο το χωρίο. Διότι εάν ομολογήσουν ότι περί του Υιού έχει λεχθεί, τότε δέχονται ότι ο Υιός δημιουργήθηκε από τον εαυτό Του. Εάν δε η ζωή είναι ο Λόγος, εκείνο δε το οποίο έγινε ήταν μέσα Του η ζωή, Αυτός μέσα στον Εαυτό Του και δια του εαυτού Του έγινε σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή.
Έπειτα ο ευαγγελιστής, αφού είπε μερικά ενδιάμεσα, πρόσθεσε: «Καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς Μονογενοῦς παρὰ Πατρός (:Κι εμείς χορτάσαμε να βλέπουμε με τα μάτια μας την υπέρλαμπρη και θεοπρεπή δόξα Του, η οποία φανερωνόταν με τα θαύματά Του και τη διδασκαλία Του και τη λαμπρότητα της αναμάρτητης και ολοκληρωτικά αγίας ζωής Του. Ήταν δόξα που δεν πήρε ως χάρισμα και δωρεά, όπως την παίρνουν τα λογικά δημιουργήματα, αλλά την είχε φυσική από τον Πατέρα Του, ως Υιός μονάκριβος που ήταν˙ Υιός γεμάτος χάρη, με την οποία τότε θαυματουργούσε και τώρα μας αναγεννά, και γεμάτος αλήθεια, με την οποία μας φωτίζει και μας διδάσκει)»[Ιω.1,14]. Να λοιπόν, που και Μονογενής Υιός γίνεται, σύμφωνα με την ανάγνωση εκείνων που ισχυρίζονται αυτά, το Άγιο Πνεύμα. Διότι σε αυτό αναφέρεται όλη αυτού η διήγηση. Βλέπετε πού φθάνει ο λόγος, όταν εκτραπεί από την αλήθεια και πόσα άτοπα γεννά;
«Τι, λοιπόν, δεν είναι», λέγει ίσως κάποιος, «το Άγιο Πνεύμα φως»; Είναι βεβαίως φως, αλλά εδώ δεν γίνεται λόγος περί αυτού. Διότι και ο Θεός λέγεται Πνεύμα, δηλαδή ασώματος, αλλά όμως όπου αναφέρεται το Πνεύμα, δεν δηλώνεται οπωσδήποτε ο Θεός. Και γιατί απορείς εάν το λέμε αυτό για τον Πατέρα; Διότι ούτε και για τον Παράκλητο θα το λέγαμε αυτό, ότι δηλαδή όπου αναφέρεται το Πνεύμα δηλώνεται οπωσδήποτε ο Παράκλητος, αν και αυτό είναι το κατεξοχήν χαρακτηριστικό Του όνομα. Πάντως, όπου αναφέρεται η λέξη «Πνεύμα», δεν νοείται ο Παράκλητος. Διότι και ο Χριστός λέγεται «Θεού δύναμις και Θεού σοφία», αλλά όπου αναφέρεται η δύναμη και η σοφία του Θεού, δεν νοείται οπωσδήποτε ο Χριστός. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Μολονότι φωτίζει και το Πνεύμα, όμως τώρα δεν ομιλεί περί Αυτού ο ευαγγελιστής.
Αλλά και όταν τους αποκλείσουμε από αυτά τα άτοπα, αυτοί πάλι, επιδιώκοντας παντού να στραφούν κατά της αλήθειας, ισχυρίζονται ότι επιμένουν ακόμη στην ανάγνωση αυτή· «Ὅ γέγονεν, ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν», δηλαδή «ό,τι δημιουργήθηκε, ήταν ζωή». Ώστε λοιπόν και τα πάθη των Σοδομιτών και ο κατακλυσμός και η γέεννα και μύρια άλλα παρόμοια; «Αλλά ο λόγος σε μας είναι περί της δημιουργίας», απαντούν ενδεχομένως. Και εκείνα όμως είναι έργα της δημιουργίας. Αλλά για να ελέγξουμε εκ των πραγμάτων τον λόγο τους, τους ρωτάμε: «Το ξύλο», πες μου, «είναι ζωή; Και ο λίθος είναι ζωή, αυτά τα άψυχα και ακίνητα; Και ο άνθρωπος ολόκληρος είναι ζωή; Και ποιος θα μπορούσε να το ισχυριστεί αυτό; Διότι ο άνθρωπος δεν είναι αυτοζωή, αλλά δεκτικός ζωής».
- Κοίταξε πάλι και εδώ το άτοπο· καθόσον θα συνεχίσουμε και εδώ τον λόγο σύμφωνα με τον ίδιο συλλογισμό, για να μάθουμε τη μωρία τους και από αυτά, διότι δυστυχώς δεν λέγουν τίποτε από όσα αρμόζουν στο Άγιο Πνεύμα. Διότι αφού εκπέσουν από εκεί, αποδίδουν στους ανθρώπους εκείνα τα οποία δικαιωματικά νομίζουν ότι λέγονται περί του Πνεύματος. Αλλά ας εξετάσουμε και από την άποψη αυτήν την ανάγνωση που προτείνουν.
«Ζωή» τώρα λέγεται η κτίση. Επομένως η ίδια είναι και φως και άρα περί αυτής ήλθε να μαρτυρήσει ο Ιωάννης [ο Πρόδρομος]. Αλλά γιατί δεν είναι και αυτός φως; «Οὐκ ἦν γὰρ ἐκεῖνος τὸ φῶς (:Δεν ήταν εκείνος το φως)», λέγει· μολονότι και ο ίδιος[ο Ιωάννης ο Πρόδρομος] ανήκε στην κτίση. Πώς, λοιπόν, δεν ήταν εκείνος φως;
Πώς δε «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο (:Ήταν από την αρχή στον κόσμο, προνοούσε και κυβερνούσε τον κόσμο. Και όλα τα ορατά και αόρατα κτίσματα απ’ τα οποία αποτελείται ο επίγειος κι ο ουράνιος κόσμος, διαμέσου αυτού έγιναν)»;[Ιω.1,10]. Η κτίση βρισκόταν μέσα στην κτίση και η κτίση δημιουργήθηκε δια της κτίσεως; Και πώς «ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω(:όταν Αυτός σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος, ο διεφθαρμένος κόσμος των ανθρώπων που ήταν προσκολλημένος στα γήινα δεν τον αναγνώρισε ως δημιουργό του)»; Η κτίση δεν ανεγνώρισε την κτίση; «Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτὸν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι(:Όσοι όμως Τον δέχθηκαν και Τον εγκολπώθηκαν ως Σωτήρα τους, και πίστεψαν ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος για να σώσει τους ανθρώπους, τους έδωσε το δικαίωμα και τη χάρη να γίνουν τέκνα του Θεού)» [Ιω.1,12].
Αλλά είναι αρκετή πια η ενασχόλησή μας με αυτές τις γελοίες παραποιήσεις της αλήθειας από τους αιρετικούς. Αφήνω δε σε σας να ερευνήσετε περαιτέρω την τερατολογία των λόγων τους, για να μη δώσουμε την εντύπωση ότι αυτό επιδιώκουμε εμείς, απλά να τους γελοιοποιήσουμε, και δαπανήσουμε άσκοπα τον χρόνο. Διότι εάν ούτε περί του Αγίου Πνεύματος λέγονται αυτά – όπως πράγματι δεν λέγονται, καθώς αποδείχτηκε– ούτε περί της κτίσεως, εξακολουθούν όμως ακόμη να επιμένουν σε αυτή την ανάγνωση, τότε εξάγεται το πιο άτοπο εκείνο συμπέρασμα, το οποίο προηγουμένως είπαμε, ότι ο Υιός δημιουργήθηκε δια του εαυτού Του! Διότι, εάν το φως το αληθινό είναι ο Υιός, το δε φως ήταν ζωή, η δε ζωή έγινε εντός Αυτού, αυτό εξάγεται απαραιτήτως σύμφωνα με την δική τους ανάγνωση. Γι’αυτό, αφού αφήσουμε αυτήν, ας έλθουμε στην παραδεδεγμένη ανάγνωση και αφήγηση.
Ποια, λοιπόν, είναι αυτή; Το να σταματήσουμε[με τελεία] τον λόγο μέχρι του «ὃ γέγονεν». Έπειτα να αρχίσουμε από την εξής φράση η οποία λέγει: «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν». Διότι αυτό το οποίο λέγει, αυτό και είναι «Χωρὶς αὐτοῦ γέγονεν οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν(:και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3]. «Οτιδήποτε από τα κτιστά δημιουργήθηκε», λέγει, «δεν δημιουργήθηκε χωρίς Αυτόν». Βλέπεις ότι με τη σύντομη αυτή προσθήκη, προλαμβάνει όλα τα άτοπα που υπεισέρχονται; Διότι με το να αναφέρει ότι «Χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν» και να προσθέσει «ὃ γέγονε» και όλα τα νοητά τα συμπεριέλαβε και το Άγιο Πνεύμα το εξαίρεσε.
Διότι, επειδή είπε ότι «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν», για να μην πει κανείς: «Επομένως, εάν όλα έγιναν δι’ Αυτού, έγινε και το Πνεύμα, γι’αυτό χρειάστηκε την προσθήκη αυτήν». «Διότι εγώ», λέγει[ο ευαγγελιστής], «ό,τι είναι κτιστό, αυτό είπα ότι δημιουργήθηκε δι’ Αυτού, είτε είναι αόρατο, είτε είναι ασώματο, είτε βρίσκεται στους ουρανούς. Γι’αυτό δεν είπα γενικώς όλα, αλλά ό,τι έγινε, δηλαδή τα κτιστά». Ενώ το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτιστό.
Βλέπεις διδασκαλία ακριβόλογη; Έκανε μια υπόμνηση της δημιουργίας των αισθητών· διότι εφόσον πρόλαβε[νωρίτερα] ο Μωυσής αυτά μας δίδαξε· έπειτα, αφού προοδεύσαμε από εκεί, μας οδήγησε προς τα υψηλότερα, τα ασώματα εννοώ και τα αόρατα, και εξαίρεσε από την κτίση ολόκληρη το Πνεύμα το Άγιο. Έτσι και ο Παύλος εμπνεόμενος από την χάρη αυτήν έλεγε: «Ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα (:Γεννήθηκε πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος· διότι διαμέσου Αυτού δημιουργήθηκαν όλα, όσα δηλαδή υπάρχουν στους ουρανούς και όσα είναι πάνω στη γη˙ εκείνα που φαίνονται με τα σωματικά μας μάτια κι εκείνα που δεν φαίνονται και είναι αόρατα)» [Κολ.1,16]. Κοίταξε πάλι και εδώ την ίδια ακρίβεια· διότι το ίδιο Πνεύμα κινούσε και αυτήν την ψυχή. Για να μην εξαιρέσει κανείς τίποτε το κτιστό από την δημιουργία του Θεού, επειδή αυτά είναι αόρατα, ούτε να αναμίξει με αυτά τον Παράκλητο, αφού αντιπαρήλθε και αυτός τα αισθητά και σε όλους γνωστά, απαριθμεί όσα υπάρχουν στους ουρανούς, λέγοντας: «Εἴτε θρόνοι, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἀρχαὶ, εἴτε ἐξουσίαι(:είτε τα αόρατα αυτά είναι οι Θρόνοι, είτε οι Κυριότητες, είτε οι Αρχές, είτε οι Εξουσίες. Όλα γενικώς τα ουράνια τάγματα των αγγέλων διαμέσου Αυτού και γι’ Αυτόν έχουν δημιουργηθεί. Απ’ Αυτόν πήραν την ύπαρξη και μέσω Αυτού θα τελειοποιηθούν)» [Κολ.1,16]. Διότι το «εἴτε» βρισκόμενο σε κάθε ένα, δεν μας φανερώνει τίποτε άλλο παρά αυτό, το «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν, ὃ γέγονεν».
Εάν πάλι νομίζεις ότι η πρόθεση «διά» είναι δηλωτική μειώσεως, άκουσε τον ίδιο[τον Παύλο] ο οποίος λέγει: «Σὺ καταρχὰς, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσὶν οἱ οὐρανοί(:Εσύ, Κύριε, στην αρχή της δημιουργίας στήριξες τη γη και την εδραίωσες μέσα στο ουράνιο στερέωμα, και έργα των χειρών Σου είναι οι ουρανοί)» [Ψαλμ. 101,26 και Εβρ.1,12]. Αυτό το οποίο λέγεται για τον Πατέρα ως Δημιουργό, αυτό λέγει και για τον Υιό και δεν θα το έλεγε παρά μόνο εφόσον πρόκειται περί Δημιουργού και όχι εάν είχε την δόξα, υπηρετώντας σε κάποιον. Εάν δε εδώ λέγεται το «δι’ αὐτοῦ», για κανένα άλλο λόγο δεν τίθεται, παρά μόνο για να μην υποψιαστεί κανείς τον Υιό αγέννητο. Ότι δε ως προς το αξίωμα της δημιουργίας δεν έχει τίποτε το υποδεέστερο από τον Πατέρα, άκουσε Αυτόν ο Οποίος λέγει: «Ὥσπερ ὁ Πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ· οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ (:Όπως ακριβώς ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή την μεταδίδει σ’ όποιον θέλει και σ’ όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)» [Ιω.5,21].
Εάν μεν λοιπόν και στην Παλαιά Διαθήκη το «Κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας (:στην αρχή της δημιουργίας, Συ, Κύριε, θεμελίωσες την γη)»[Ψαλμ.101,26] ελέχθη για τον Υιό, είναι σαφές το αξίωμα της δημιουργίας. Εάν πάλι ισχυρίζεσαι ότι για τον Πατέρα το είπε αυτό ο προφήτης, και ότι ο Παύλος απένειμε στον Υιό αυτό που ελέχθη για Εκείνον, πάλι το ίδιο είναι. Διότι ο Παύλος δεν θα νομοθετούσε ότι αρμόζει αυτό και στον Υιό, εάν δεν πίστευε ακράδαντα ότι ως προς την αξία ήσαν ομότιμα πρόσωπα. Ήταν άλλωστε πολύ μεγάλη τόλμη, όσα ανήκουν στην ασύγκριτη φύση, να τα αποδώσει στην κατώτερη και υποδεέστερη εκείνης.
- Αλλά ούτε κατώτερος είναι, ούτε υπολείπεται της ουσίας του Πατρός ο Υιός. Γι’αυτό όχι μόνο αυτά τόλμησε να πει περί Αυτού ο Παύλος, αλλά και άλλα παρόμοια. Διότι την προθετική φράση «ἐξ οὗ», την οποία θεωρείς σαν κάποιο προσόν ισάξιο του Πατρός μόνο, την χρησιμοποιεί και για τον Υιό, λέγοντας: «Ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα διὰ τῶν ἀφῶν καὶ συνδέσμων ἐπιχορηγούμενον καὶ συμβιβαζόμενον αὔξει εἰς τὴν αὔξησιν τοῦ Θεοῦ(:Από αυτόν (τον Χριστό) απευθείας και χωρίς να παρεμβάλλονται οι άγγελοι, ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας τρέφεται και ειρηνεύει και ενώνεται αρμονικά και λαμβάνει την αύξηση που ενεργεί ο Θεός. Και όλα τα μέλη της Εκκλησίας συνδέονται μεταξύ τους και εξαρτώνται το ένα από το άλλο σαν να έχουν αρθρώσεις και νεύρα, τένοντες και μυώνες)» [Κολ.2,19].
Και δεν αρκείται σε αυτό μόνο, αλλά και από αλλού σας φράσσει τα στόματα, αποδίδοντας στον Πατέρα το «δι’ οὗ» αυτό, το οποίο εκλαμβάνεις ως μειωτικό. «Πιστὸς γὰρ(:Διότι είναι αξιόπιστος)», λέγει, «ὁ Θεὸς, δι’ οὗ ἐκλήθητε εἰς κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ(:ο Θεός, από τον Οποίο κληθήκατε να γίνετε συμμέτοχοι της ένδοξης ζωής του Υιού του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας, είναι αξιόπιστος και τηρεί όλες Του τις υποσχέσεις. Και γι’ αυτό οφείλει κι ο καθένας μας να βασίζεται σ’ Αυτόν χωρίς δισταγμό)» [Α΄Κορ.1,9]. Και πάλι: «∆ιὰ τοῦ θελήματος αὐτοῦ (:σύμφωνα με το θέλημά Του)» [Εφ.1,1]. Και αλλού: «Ὅτι ἐξ αὐτοῦ, καὶ δι’ αὐτοῦ, καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα(:Διότι απ’ Αυτόν δημιουργήθηκαν όλα, και με την πανσοφία Του κυβερνώνται και στη δόξα Του αποβλέπουν όλα τα δημιουργήματά Του, κι αυτήν έχουν ως ύψιστο σκοπό τους)» [Ρωμ.11,36].
Ώστε όχι μόνο στον Υιό αποδίδεται το «ἐξ οὗ», αλλά και στο Άγιο Πνεύμα· καθόσον ο άγγελος έλεγε στον Ιωσήφ: «Μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν, ἐκ Πνεύματός ἐστιν ἁγίου(:Μη διστάσεις και μη φοβηθείς να παραλάβεις στο σπίτι σου την Μαρία, τη μνηστή σου· διότι το παιδί που συνέλαβε μέσα της προέρχεται από τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος)» [Ματθ.1,20]. Καθώς επίσης και το «ἐν ᾧ», ενώ ανήκει στο Άγιο Πνεύμα, δεν απαξιώνει ο προφήτης να το αποδώσει και στον Θεό, λέγοντας τα εξής: «Ἐν τῷ Θεῷ ποιήσομεν δύναμιν(:Με τη βοήθεια του Θεού θα δράσουμε με δύναμη και θα ανδραγαθήσουμε)»[Ψαλμ.59,14]. Και ο Παύλος λέγει: «∆εόμενος εἴ πως ἤδη ποτὲ εὐοδωθήσομαι ἐν τῷ θελήματι τοῦ Θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς(:παρακαλώντας πάντοτε τον Θεό στις προσευχές μου, εάν είναι δυνατόν, έστω και τόσο αργά τώρα να καταξιωθώ με το θέλημά Του να ταξιδέψω με το καλό και να έλθω κοντά σας)» [Ρωμ.1,10]. Αλλά και στον Χριστό επίσης το χρησιμοποιεί αυτό λέγοντας: «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[πχ. Κολ.1,4: «ἀκούσαντες τὴν πίστιν ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀγάπην τὴν εἰς πάντας τοὺς ἁγίους(:διότι πληροφορηθήκαμε την πίστη σας που σας ενώνει με τον Ιησού Χριστό, καθώς και την ευεργετική αγάπη που έχετε προς όλους τους πιστούς)»]. Και γενικά πολλές φορές και συνεχώς θα μπορούσαμε να βρούμε τις λέξεις αυτές να εναλλάσσονται. Αυτό όμως δεν θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε παντού η ίδια ουσία.
Και για να μην υποψιαστείς ότι το «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο» λέγεται τώρα για τα θαύματα –καθόσον περί αυτών μίλησαν οι άλλοι ευαγγελιστές-, προσθέτει μετά από αυτά και τα εξής: «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο(:Ήταν από την αρχή στον κόσμο, προνοούσε και κυβερνούσε τον κόσμο. Και όλα τα ορατά και αόρατα κτίσματα απ’ τα οποία αποτελείται ο επίγειος και ο ουράνιος κόσμος, διαμέσου Αυτού έγιναν)»[Ιω.1,10], όχι όμως και το Άγιο Πνεύμα· Αυτό εξάλλου δεν ήταν από τα κτιστά, αλλά υπεράνω όλης της κτίσεως.
Αλλά ας συνεχίσουμε παρακάτω. Αφού ο Ιωάννης μίλησε για τη δημιουργία, δηλαδή ότι «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν», κάνει λόγο και περί της Προνοίας, λέγοντας ότι «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν(:Είχε μέσα Του τη ζωή, και Αυτός, ως πηγή της ζωής που είναι, δημιούργησε και συντηρεί κάθε ζωή)»[Ιω.1,4]. Διότι, για να μην αμφισβητήσει κανείς πως δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού αυτά τα τόσο μεγάλα και τόσο σπουδαία, πρόσθεσε ότι «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν». Όπως λοιπόν, από την πηγή η οποία αναβλύζει θάλασσες, όσο νερό και αν αντλήσεις δεν την ελαττώνεις, έτσι και στην ενέργεια του Μονογενούς, όσα και αν παραδεχθείς ότι έγιναν και παρήχθησαν δι’ αυτής, αυτή δεν ελαττώθηκε καθόλου. Μάλλον δε, για να χρησιμοποιήσω πιο γνωστό παράδειγμα, θα πω για το φως, το οποίο και ο ευαγγελιστής επίσης πρόσθεσε αμέσως λέγοντας: «Καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς (:Και η ζωή ήταν το φως)»[Ιω.1,4]. Όπως λοιπόν το φως όσες μυριάδες και αν φωτίσει, δεν χάνει καθόλου την λάμψη του, έτσι και ο Θεός και πριν να εργαστεί και μετά τη Δημιουργία, παραμένει καθ’ όμοιον τρόπο ανελλιπής, χωρίς να ελαττώνεται καθόλου, ούτε να ατονεί από τη μεγάλη Δημιουργία. Αλλά και αν χρειαστεί να γίνουν μύριοι κόσμοι τέτοιοι, ακόμη και άπειροι, παραμένει ο Ίδιος και επαρκεί σε όλους, όχι μόνο για να τους παραγάγει, αλλά και να τους διατηρήσει μετά την Δημιουργία. Διότι το όνομα της ζωής εδώ δεν είναι δηλωτικό μόνο της Δημιουργίας, αλλά και της Προνοίας για την συντήρηση.
Αλλά μας προαναφέρει και τον λόγο της αναστάσεως και αρχίζει τα θαυμάσια αυτά χαρμόσυνα μηνύματα. Διότι αφού η ζωή ήλθε σε εμάς, καταργήθηκε η δύναμη του θανάτου και αφού έλαμψε το φως σε εμάς, δεν υπάρχει πλέον το σκοτάδι, αλλά μένει διαπαντός μέσα μας η ζωή και ο θάνατος δεν μπορεί να την καταβάλει. Ώστε εκείνο που ελέχθη για τον Πατέρα θα μπορούσε να λεχθεί και στην περίπτωση αυτήν, ότι «ἐν αὐτῷ ζῶμεν, καὶ κινούμεθα, καὶ ἐσμέν (:Είναι πολύ κοντά μας, διότι μέσα σε Αυτόν και μέσα στη δική Του πνευματική παρουσία ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε)» [Πρ.17,28]. Αυτό το δήλωσε και ο Παύλος όταν έλεγε: «Ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε (:Γεννήθηκε πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος· διότι διαμέσου Αυτού δημιουργήθηκαν τα πάντα και Αυτός υπάρχει πριν απ’ όλα, και όλα από Αυτόν συγκρατούνται και διατηρούνται στην ύπαρξη και κυβερνώνται)» [Κολ.1,16-17].
Και όταν ακούς ότι «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν» μην το εκλαμβάνεις ως περίπλοκο, διότι καθώς προχωρεί, ομιλεί και για τον Πατέρα: «Ὥσπερ ὁ Πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ Υἱῷ ζωὴν ἔχειν(:Όπως ο Πατήρ έχει μέσα Του ζωή και είναι ο Ίδιος ζωή από μόνος Του, έτσι έδωσε και στον ενανθρωπήσαντα Υιό Του να έχει μέσα Του ζωή και να τη μεταδίδει και στους άλλους)»[Ιω.5,26]. Όπως, όμως, δεν θα μπορούσες να πεις εξαιτίας αυτού ότι ο Πατήρ είναι σύνθετος, έτσι ούτε και ο Υιός. Διότι και αλλού λέγει ότι «Φῶς ἐστιν ὁ Θεός(:ο Θεός είναι φως που ακτινοβολεί αγιότητα και αλήθεια)»[Α΄Ιω.1,5] και πάλι ότι «Φῶς οἰκεῖ ἀπρόσιτον(:κατοικεί σε φως το οποίο κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει)» [Α΄Τιμ.6,16]. Όλα αυτά δε λέγονται όχι για να υποθέσουμε σύνθεση, αλλά για να ανεβούμε σιγά σιγά στο ύψος των δογμάτων.
Διότι επειδή κάποιος από τους πολλούς δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί πως η ζωή Του είναι ενυπόστατη, ανέφερε στην αρχή εκείνο το υποδεέστερο και αφού διδαχτήκαμε εκείνο, μας οδηγεί προς τα υψηλότερα. Διότι εκείνος που είπε ότι «ἒδωκεν αὐτῷ ζωὴν ἔχειν»[Ιω.5,26], αυτός πάλι λέγει «Ἐγώ εἰμι ἡ ζωή(:Εγώ είμαι η πραγματική και πηγαία ζωή και ο χορηγός της αιώνιας ζωής για όλους τους πιστούς)» [Ιω.14,6] και «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς» [Ιω.8,12]. Και τι είδους είναι, πες μου, αυτό το φως; Δεν είναι αισθητό, αλλά νοητό, το οποίο φωτίζει την ίδια την ψυχή. Διότι επειδή πρόκειται να πει ο Χριστός ότι «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ Πατὴρ ἑλκύσῃ αὐτὸν(:Κανείς δεν μπορεί να έλθει σε Εμένα πιστεύοντας στη θεϊκή μου προέλευση και αποστολή, εάν ο Πατέρας μου, που με έστειλε στον κόσμο, δεν μεταβάλει την ψυχή του και δεν τον ελκύσει με τη θεϊκή του δύναμη)» [Ιω.6,44], γι’αυτό προλαμβάνει εδώ ο ευαγγελιστής και λέγει ότι Αυτός είναι Εκείνος που φωτίζει, με τρόπο ώστε και όταν ακούσεις κάτι τέτοιο για τον Πατέρα, να μην νομίσεις ότι αυτό ανήκει μόνο στον Πατέρα, αλλά και στον Υιό. Διότι «Πάντα γὰρ, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ μου(:Όλα δε όσα έχει ο Πατέρας μου)», λέγει, «ἐμά ἐστι(:είναι δικά μου)» [Ιω.16,15].
Κατά πρώτον, λοιπόν, μας δίδαξε περί της δημιουργίας. Έπειτα αναφέρει και τα αγαθά της ψυχής, τα οποία μας χάρισε όταν ήλθε, αυτό δε το υπαινίχτηκε ο ευαγγελιστής με μία φράση, λέγοντας: «Καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων(:Και για τους ανθρώπους, που είναι λογικά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευματικό φως, που φωτίζει τον νου τους και τους οδηγεί στην αλήθεια)»[Ιω.1,4], αλλά γενικά των ανθρώπων. Διότι δεν προσήλθαν προς την γνώση μόνο οι Ιουδαίοι, αλλά και οι Έλληνες και το φως αυτό ήταν κοινό σε όλους. Γιατί, όμως, δεν πρόσθεσε και τους αγγέλους, αλλά είπε μόνο «τῶν ἀνθρώπων»; Διότι τώρα αυτός περί της φύσεως αυτής κάνει λόγο και χάριν αυτών ήλθε να διακηρύξει τα αγαθά.
«Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει(:Το φως βέβαια σκορπίζει τη λάμψη του και ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι σκοτισμένοι από την αμαρτία και την πλάνη, για να τους φωτίσει κι αυτούς)»[Ιω.1,5]. «Σκότος» ονομάζει τον θάνατο και την πλάνη. Διότι το αισθητό αυτό φως δεν φέγγει στο σκότος, αλλά χωρίς εκείνο. Ενώ το κήρυγμα έλαμψε μέσα στην πλάνη η οποία κυριαρχούσε και εκείνην εξαφάνισε. Και στον θάνατο όταν ήλθε ο Ίδιος, τόσο κυριάρχησε σε αυτόν, ώστε να ανεβάσει και εκείνους που ήδη κατέχονταν από πριν. Επειδή, λοιπόν, ούτε ο θάνατος κυριάρχησε, ούτε η πλάνη, αλλά είναι λαμπερό παντού και φωτίζει με την δική του δύναμη, για τον λόγο αυτόν λέγει: «Καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβε(:Αλλά οι σκοτισμένοι αυτοί άνθρωποι δεν το αντιλήφθηκαν και δεν το εγκολπώθηκαν, αλλά και δεν μπόρεσαν να το εξουδετερώσουν και να το κατανικήσουν)»[Ιω.1,5]. Διότι είναι ακαταγώνιστο, χωρίς να υπεισέρχεται στις ψυχές οι οποίες δεν θέλουν να φωτισθούν.
- Εάν πάλι δεν κυρίευσε όλους, αυτό να μη σε θορυβεί. Διότι ο Θεός δεν μας προσελκύει με εξαναγκασμό και βία, αλλά με την θέληση και την προαίρεση. Μην κλείσεις, λοιπόν, τις θύρες στο Φως αυτό και θα απολαύσεις μεγάλη ευχαρίστηση. Έρχεται δε το Φως αυτό με την πίστη και όταν έλθει, φωτίζει με πολλή αφθονία αυτόν που το υποδέχεται. Και εάν του προσφέρεις βίο καθαρό, μένει διαρκώς και κατοικεί μέσα σου: «Ὁ γὰρ ἀγαπῶν με(:Όποιος δηλαδή με αγαπά)», λέγει, «τὰς ἐντολάς μου τηρήσει, καὶ ἐλευσόμεθα ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ πρὸς αὐτὸν φησὶ, καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιησόμεθα(:θα φυλάξει τον λόγο μου, και ο Πατήρ θα τον αγαπήσει, και θα έλθουμε σε αυτόν Εγώ και ο Πατέρας μου και θα κατοικήσουμε μόνιμα μέσα του μεταβάλλοντας την καρδιά του σε έμψυχο και ζωντανό ναό μας)»[Ιω.14,23].
Όπως, λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να απολαύσεις την ακτίνα του ηλίου όπως πρέπει χωρίς να ανοίξεις καλά τους οφθαλμούς, έτσι ούτε να συμμετάσχεις σε αυτήν την λαμπρότητα με αφθονία είναι δυνατόν, χωρίς να ανοίξεις καλά τον οφθαλμό της ψυχής και να το κάνεις να βλέπει με οξυδέρκεια παντού. Πώς γίνεται αυτό; Όταν καθαρίσουμε την ψυχή από όλα τα πάθη. Διότι η αμαρτία είναι σκότος και σκότος βαθύ. Αυτό δε είναι φανερό από το ότι ενεργεί χωρίς συνείδηση και απαρατήρητα, αφού «Πᾶς γὰρ ὁ τὰ φαῦλα πράσσων, μισεῖ τὸ φῶς, καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ(:Διότι καθένας που επιμένει να κάνει έργα πονηρά και κακά, δεν αδιαφορεί απλώς, αλλά αποστρέφεται το φως. Και δεν έρχεται στο φως, για να μη γίνεται φανερή η ασχήμια και η ανηθικότητα των έργων του και προκληθεί έτσι η αποδοκιμασία του και η εξέγερση της συνειδήσεώς του)» [Ιω.3,20] και «Τὰ κρυφῇ γινόμενα, αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν (:Τα έργα που κάνουν κρυφά οι απείθαρχοι άνθρωποι είναι τόσο αισχρά, ώστε και μόνο το να μιλά κανείς γι’ αυτά φέρνει ντροπή)» [Εφ.5,12].
Όπως, λοιπόν, στο σκότος ούτε τον φίλο ούτε τον εχθρό γνωρίζει κανένας, αλλά αγνοεί όλες τις φύσεις των πραγμάτων, έτσι συμβαίνει και με την αμαρτία. Άλλωστε εκείνος που θέλει να γίνει πλεονέκτης, δεν διακρίνει τον φίλο από τον πολέμιο, ο συκοφάντης και τον πιο φίλο του τον βλέπει ως εχθρό, ο δε επίβουλος γίνεται εχθρός καθ’ όμοιο τρόπο με όλους, και γενικά καθένας που κάνει αμαρτία, δεν διαφέρει καθόλου από αυτούς που μεθύουν και μαίνονται, διότι δεν έχει επίγνωση της φύσεως των πραγμάτων. Και όπως κατά την νύκτα και το ξύλο και τον μόλυβδο και τον σίδηρο και τον άργυρο και τον χρυσό και τον πολύτιμο λίθο, όλα τα βλέπουμε ίδια, εφόσον δεν υπάρχει το φως που κάνει να τα διακρίνουμε, έτσι και αυτός που έχει ακάθαρτο βίο, δεν γνωρίζει το χάρισμα της σωφροσύνης, ούτε της εγκαρτερήσεως την ωραιότητα. Διότι στο σκότος, όπως είπα προηγουμένως, και πολύτιμοι λίθοι αν υπάρχουν, δεν φανερώνουν την ομορφιά τους, όχι εξαιτίας της φύσεώς τους, αλλά από την άγνοια αυτών που τους βλέπουν.
Και δεν συμβαίνει μόνο αυτό το κακό σε μας οι οποίοι βρισκόμαστε σε αμαρτίες, αλλά ζούμε και με διαρκή φόβο. Και όπως τρέμουν εκείνοι που βαδίζουν μέσα σε νύκτα ασέληνο, έστω και αν δεν υπάρχει κανείς που να τους φοβίζει, έτσι και αυτοί που κάνουν την αμαρτία, δεν μπορούν να αναθαρρήσουν, έστω και αν δεν υπάρχει κανείς που να τους ελέγχει. Αντίθετα φοβούνται τα πάντα και τα υποπτεύονται τυπτόμενοι από τη συνείδησή τους και όλα γι’ αυτούς είναι γεμάτα φόβο και αγωνία, όλα τα εξετάζουν με αγωνία, όλα τα φοβούνται.
Ας αποφύγουμε, λοιπόν, την τόσο οδυνηρή ζωή. Διότι μετά την οδύνη αυτή ακολουθεί θάνατος, θάνατος αιώνιος. Διότι της εκεί τιμωρίας δεν υπάρχει τέλος. Αλλά και εδώ δεν διαφέρουν καθόλου από τους μεθυσμένους εκείνοι που ποθούν διακαώς πράγματα που δεν υπάρχουν. Διότι νομίζουν ότι πλουτίζουν ενώ δεν πλουτίζουν και νομίζουν ότι ευχαριστιούνται ενώ δεν ευχαριστιούνται και δεν αντιλαμβάνονται την πλάνη τους αυτήν όπως πρέπει, μέχρις ότου απαλλαγούν από την πλάνη, μέχρις ότου αποτινάξουν τον ύπνο.
Γι’αυτό ο Παύλος παραγγέλλει να είμαστε νηφάλιοι και άγρυπνοι όλοι, και ο Χριστός τα ίδια επίσης. Ο νηφάλιος και άγρυπνος, και εάν ακόμη κυριευθεί από την αμαρτία, γρήγορα την αποκρούει. Ενώ ο κοιμισμένος και έξαλλος δεν αντιλαμβάνεται ότι κυριαρχείται από αυτήν.
Ας μην κοιμόμαστε λοιπόν· διότι δεν είναι περίοδος νυκτός αλλά ημέρας· «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ τοίνυν εὐσχημόνως περιπατήσωμεν(:Όπως συμπεριφέρεται κανείς την ημέρα, που τα βλέμματα πολλών τον παρακολουθούν, έτσι κι εμείς ας συμπεριφερθούμε με ευπρέπεια και σεμνότητα)» [Ρωμ.13,13], διότι δεν υπάρχει πιο άσχημο πράγμα από την αμαρτία. Είναι μικρότερο κακό σε ασχημοσύνη να κυκλοφορούμε γυμνοί, παρά αμαρτάνοντας και πλανώμενοι. Διότι εκείνο μεν δεν είναι και τόσο εγκληματικό, αφού πολλές φορές θα μπορούσε να γίνει και από πενία, ενώ από τον αμαρτάνοντα δεν υπάρχει πιο αισχρό και πιο άτιμο πράγμα.
Ας σκεφτούμε εκείνους που μεταβαίνουν στο δικαστήριο εξαιτίας κλοπής και πλεονεξίας, πόσο αισχροί και καταγέλαστοι φαίνονται με το να κάνουν κάθε είδους αναισχυντία, να ψεύδονται και να αποθρασύνονται. Εμείς, όμως, είμαστε τόσο ελεεινοί και άθλιοι, ώστε ενώ όχι μόνο απλώς δεν ανεχόμαστε να φορέσουμε το ένδυμά μας ανάποδα, αλλά και αν δούμε άλλον να το έχει πάθει, τον διορθώνουμε, το ότι όμως όλοι και εμείς και οι γύρω μας περιπατούμε με την κεφαλή προς τα κάτω ούτε το αισθανόμαστε.
Διότι, πες μου, τι είναι πιο αισχρό από άνδρα ο οποίος πηγαίνει σε γυναίκα πόρνη; Και τι θα μπορούσε να γίνει πιο καταγέλαστο από τον υβριστή, τον βλάσφημο και τον συκοφάντη; Από τι, λοιπόν, δεν θεωρούνται τόσο αισχρά, όσο το να περιπατεί κανείς γυμνός; Μόνο από τη συνήθεια. Διότι αυτό μεν κανείς ποτέ δεν το έκανε θεληματικά, ενώ εκείνο από όλους πάντοτε αποτολμάται ελευθέρως. Διότι, εάν κανείς ερχόταν σε πλήθος αγγέλων, στους οποίους δεν συνέβη ποτέ κάτι παρόμοιο, θα διαπίστωνε τότε με ακρίβεια πόσο καταγέλαστο είναι.
Αλλά γιατί λέγω «πλήθος αγγέλων»; Εάν κανείς στα ανάκτορα αυτά τα δικά μας φέρει μία πόρνη και την χρησιμοποιήσει, ή εάν κυριευτεί από μέθη οίνου ή κάνει κάποια άλλη ασχημοσύνη, θα τιμωρηθεί αυστηρά. Εάν δε δεν είναι ανεκτό να γίνονται αυτά στα ανάκτορα, πολύ περισσότερο αυστηρά θα τιμωρηθούμε όταν διαπράττουμε παρόμοιες πράξεις επί παρουσία του Βασιλέως του παντός, ο Οποίος βλέπει όσα γίνονται.
Γι΄αυτό, παρακαλώ, να επιδείξομε πολλή φρονιμάδα στον βίο μας και πολλή καθαρότητα· διότι έχουμε Βασιλέα ο Οποίος παρακολουθεί τις πράξεις μας διαρκώς. Για να μας φωτίζει, λοιπόν, πάντοτε με αφθονία το φως, ας προσελκύσομε αυτήν την ακτίνα. Διότι έτσι και τα εδώ αγαθά θα απολαύσουμε και τα μελλοντικά με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δια του Οποίου και μαζί με τον Οποίο αρμόζει η δόξα μαζί με το Άγιο Πνεύμα αιωνίως. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.wordpress.com/wp-content/uploads/2014/08/in-joannem.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλίες Γ’-Δ΄(κατ’ επιλογήν) και Ε΄(ολόκληρη),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 12, σελίδες 470-495 , 496-525 και 534-559.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
- https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Στην αρχή της Δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου. Και ο Λόγος, ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος, ήταν αχώριστος από τον Θεό Πατέρα και πάντοτε ενωμένος μαζί Του. Και ήταν Θεός τέλειος ο Λόγος. 2 Στην αρχή της δημιουργίας Αυτός υπήρχε ενωμένος με τον Θεό Πατέρα. 3 Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα˙ και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει. 4 Είχε μέσα Του τη ζωή, και Αυτός, ως πηγή της ζωής που είναι, δημιούργησε και συντηρεί κάθε ζωή. Και για τους ανθρώπους, που είναι λογικά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευματικό φως, που φωτίζει τον νου τους και τους οδηγεί στην αλήθεια. 5 Το φως βέβαια σκορπίζει τη λάμψη του και ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι σκοτισμένοι από την αμαρτία και την πλάνη, για να τους φωτίσει κι αυτούς. Αλλά οι σκοτισμένοι αυτοί άνθρωποι δεν το αντιλήφθηκαν και δεν το εγκολπώθηκαν, αλλά και δεν μπόρεσαν να το εξουδετερώσουν και να το κατανικήσουν.
6 Για να γνωρίσουν, λοιπόν, οι άνθρωποι το φως, εμφανίστηκε κάποιος άνθρωπος απεσταλμένος από τον Θεό, που λεγόταν Ιωάννης. 7 Αυτός ήλθε, έχοντας ως κύρια αποστολή του να δώσει τη μαρτυρία του για τον Ιησού Χριστό. Ήλθε, δηλαδή, να δώσει τη μαρτυρία ότι Αυτός είναι το φως, για να πιστέψουν όλοι οι άνθρωποι με το κήρυγμά του στον Ιησού Χριστό. 8 Δεν ήταν ο ίδιος ο Ιωάννης το φως, αλλά ήλθε απεσταλμένος από τον Θεό για να μαρτυρήσει για τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος είναι το Φως.
9 Ως Λόγος και ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος ήταν πάντοτε ο Χριστός το απολύτως τέλειο φως, η μοναδική πηγή του φωτός, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. 10 Ήταν από την αρχή στον κόσμο, προνοούσε και κυβερνούσε τον κόσμο. Και όλα τα ορατά και αόρατα κτίσματα, απ’ τα οποία αποτελείται ο επίγειος κι ο ουράνιος κόσμος, διαμέσου Αυτού έγιναν. Κι όμως, όταν Αυτός σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος, ο διεφθαρμένος κόσμος των ανθρώπων που ήταν προσκολλημένος στα γήινα, δεν Τον αναγνώρισε ως δημιουργό του.
11 Και όχι μόνο ο κόσμος, αλλά και οι δικοί Του, οι Ιουδαίοι, Τον απέρριψαν. Ήλθε απ’ τον ουρανό κι έζησε ως άνθρωπος στη γη της επαγγελίας, που ήταν ξεχωρισμένη πριν από πολλούς αιώνες από τον Θεό ως ιδιαιτέρως δική Του. Μα οι δικοί Του άνθρωποι, οι Ιουδαίοι, δεν Τον παραδέχθηκαν, αλλά Τον αρνήθηκαν σαν ξένο και εχθρό. 12 Όσοι, όμως, Τον δέχθηκαν και Τον εγκολπώθηκαν ως σωτήρα τους, και πίστεψαν ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος για να σώσει τους ανθρώπους, τους έδωσε το δικαίωμα και τη χάρη να γίνουν τέκνα του Θεού. 13 Αυτοί δεν γεννήθηκαν από γυναικεία αίματα, ούτε από σαρκική επιθυμία, ούτε από την επιθυμία κάποιου άνδρα, αλλά γεννήθηκαν από τον ίδιο τον Θεό.
14 Για να εντυπωθεί περισσότερο στον καθένα Ποιος επιτέλεσε την υπερφυσική αυτή γέννηση και υιοθεσία, επαναλαμβάνω ότι ο Λόγος έγινε μέσα στον χρόνο άνθρωπος. Και έχοντας ως σκηνή και ως ναό άγιο την ανθρώπινη φύση, παρέμεινε με πολλή οικειότητα μεταξύ μας σαν ένας από μας. Κι εμείς χορτάσαμε να βλέπουμε με τα μάτια μας την υπέρλαμπρη και θεοπρεπή δόξα Του, η οποία φανερωνόταν με τα θαύματά Του και τη διδασκαλία Του και τη λαμπρότητα της αναμάρτητης και ολοκληρωτικά αγίας ζωής Του. Ήταν δόξα που δεν πήρε ως χάρισμα και δωρεά, όπως την παίρνουν τα λογικά δημιουργήματα, αλλά την είχε φυσική από τον Πατέρα Του, ως Υιός μονάκριβος που ήταν˙ Υιός γεμάτος χάρη, με την οποία τότε θαυματουργούσε και τώρα μας αναγεννά, και γεμάτος αλήθεια, με την οποία μας φωτίζει και μας διδάσκει.
15 Ο Ιωάννης μαρτυρεί γι’ Αυτόν και φωνάζει δημόσια και χωρίς κανένα δισταγμό, με παρρησία, λέγοντας: «Αυτός ήταν Εκείνος για τον Οποίο είπα ότι ‘’Αυτός που έρχεται στη δημόσια δράση ύστερα από μένα υπήρξε ασυγκρίτως λαμπρότερος και ενδοξότερος πολύ πριν από μένα. Αυτόν έβλεπαν και κήρυτταν όλοι οι πατριάρχες και οι προφήτες˙ διότι ως πρωτότοκος και μονογενής Υιός του Θεού υπήρχε πριν από μένα’’.
16 Από τον ανεξάντλητο πλούτο της τελειότητος και των δωρεών Του πήραμε όλοι εμείς. Πήραμε τη μία χάρη πάνω στην άλλη. Μετά τη χάρη της αφέσεως των αμαρτιών μας λάβαμε και τη χάρη της υιοθεσίας και της μακαρίας ζωής. Και ολοένα δεχόμαστε νέα υπεράφθονη χάρη πάνω σ’ εκείνη που προηγουμένως λάβαμε. 17 Διότι ο νόμος, που τον παρέβαιναν οι άνθρωποι και για τον λόγο αυτό γίνονταν ένοχοι και ανάξιοι να λάβουν τη χάρη της υιοθεσίας, δόθηκε διαμέσου ανθρώπου και δούλου, του Μωυσή. Ενώ η χάρη και η τέλεια αποκάλυψη της αλήθειας, η οποία αντικατέστησε τις σκιές και τα σύμβολα του νόμου, ήλθαν διαμέσου του Ιησού Χριστού. Και αυτή η χάρη και η αλήθεια ελευθερώνουν τον άνθρωπο από τη δουλεία της αμαρτίας και τον αναγεννούν.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.