ΔΙΔΑΧΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ (ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙ, ΚΑΘΑΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ, Η μνησικακια, Νηστεια των ορθοδοξων)
ΔΙΔΑΧΑΙ ΤΟΥ AΓIOΥ KOΣMA ΤOΥ AITΩΛΟΥ
ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ (σελ. 171-185)
ΔΙΔΑΧΗ Δ΄
Περίληψις της διδαχής
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος Δεσπότης, ο ποιητής των Αγγέλων, παρακινούμενος από την ευσπλαγχνίαν του και πολλήν αγάπην οπού έχει εις το γένος μας, σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα οπού μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ εκάστην ημέραν, ιδού οπού μας ηξίωσε και απόψε και τον εδοξάσαμεν και ετιμήσαμεν και την Δέσποινάν μας Θεοτόκον, και άμποτε ο Κύριος δια πρεσβειών της να συγχωρήση τα’ αμαρτήματά μας, και να μας αξιώσει της βασιλείας του, να προσκυνώμεν και να δοξάζωμεν την Παναγίαν Τριάδα και να χαιρώμεθα και ευφραινώμεθα πάντοτε. Με ηξίωσεν ο Κύριος, αδελφοί μου, και εμένα τον αμαρτωλόν και ήλθα εδώ εις την ευλογημένην σας χώραν και είπαμεν μερικά νοήματα της αγίας μας Εκκλησίας. Παρακινούμενος ο Κύριός μας από την πολλήν του ευσπλαγχνίαν έκαμε πρώτον δέκα τάγματα Αγγέλους. Το πρώτον τάγμα εξέπεσεν από την υπερηφάνειάν του και έγιναν δαίμονες. Τότε επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός και έγινε τούτος ο κόσμος και έκαμεν ένα άνδρα και μίαν γυναίκα ωσάν ημάς, το σώμα από την λάσπην, και την ψυχήν αγγελικήν, αθάνατον. Ωνόμασε τον άνδρα Αδάμ και την γυναίκα Εύαν. Έκαμε και ένα παράδεισον κατά το μέρος της ανατολής, όλον χαρά και ευφροσύνη. Έβαλε τον Αδάμ και την Εύαν μέσα εις τον παράδεισον και εχαίροντο ως Άγγελοι. Τους παρήγγειλε να μη φάγουν από μίαν συκήν καρπόν, αλλ’ εκείνοι κατεφρόνησαν την προσταγήν του Θεού και έφαγον και δεν μετενόησαν. Τους εδίωξεν ο Θεός από τον παράδεισον και έζησαν εις τούτον τον κόσμον 930 χρόνους με μαύρα και πικρά δάκρυα. Και αφού απέθανον, επήγαν εις την κόλασιν και εκαίοντο 5.500 χρόνους. Ευσπλαγχνίσθη ο πανάγαθος Θεός το γένος μας και κατελθών εσαρκώθη εκ Πνεύματος Αγίου εις την κοιλίαν της Αειπαρθένου Μαρίας και έγινε τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτίαν, και μας ελύτρωσεν από τας χείρας του διαβόλου. Μας έδειξε την αγίαν Πίστιν, το άγιον Βάπτισμα, τα Άχραντα Μυστήρια, δια να ηξεύρωμεν που περιπατούμεν.
Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ επήρεν ο Κύριος άρτον και οίνον και τα ευλόγησε και έκαμε τα Άχραντα Μυστήρια, το πανάγιον σώμα Του και αίμα Του, και εμετάλαβε τους δώδεκα Αποστόλους.
Έως εδώ αναφέραμεν την ιστορίαν εις δύο λόγους και την αφήσαμεν. Τώρα δε ελπίζοντες εις την ευσπλαγχνίαν του Χριστού μας, καθώς το Πνεύμα το Άγιον μας φωτίσει, να κάμωμεν αρχήν να είπωμεν και τα επίλοιπα με συντομίαν.
Προετοιμασία δια τα Άχραντα Μυστήρια
1. – Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ (ΣΑΠΡΙΚΙΟΣ – ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ)
Και πρώτον, πρέπει, αδελφοί μου, να προσέχετε εις όλα τα νοήματα του αγίου Ευαγγελίου, διότι είνε όλα διαμάντια, θησαυρός, χαρά, ευφροσύνη, ζωή αιώνιος, και περισσότερον εδώ εις τα Άχραντα Μυστήρια. Και πρώτον να στοχασθώμεν τι έκαμεν ο Χριστός μας. Δεν εφύλαξε μίσος και έχθραν να μη μεταλάβη τον Ιούδαν τον εχθρόν του, αλλ’ όπως εμετάλαβε και τους ένδεκα μαθητάς, τους φίλους του τους καλούς, έτσι και τον Ιούδαν, τον εχθρόν του.
Ήτο ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Σαπρίκιος, ο οποίος ενήστευε πάντοτε, προσηύχετο, υπάνδρευε πτωχάς γυναίκας, έκτιζεν εκκλησίας, ποτέ του δεν έβλαψεν, αλλ’ αγαπούσε το δίκαιον. Ήτο και ένας άλλος ονομαζόμενος Νικηφόρος, ο οποίος ποτέ του καλόν δεν έκαμε, μάλιστα έκλεπτεν, αδικούσε τον κόσμον, επόρνευεν, όλα τα κακά τα είχε κάμει. Ήθελε δε να φονεύσει και τον αδελφόν του Σαπρίκιον. Μίαν ημέραν στέλλει ο βασιλεύς και παίρνει τον Σαπρίκιον και του λέγει: Να αρνηθείς τον Χριστόν και να προσκυνήσεις τα είδωλα. Λέγει ο Σαπρίκιος: Εγώ τον Χριστόν μου δεν τον αρνούμαι ποτέ. Τον εβασάνισεν ο βασιλεύς δυνατά και ωσάν είδε πως δεν είναι τρόπος να νικήσει την γνώμην του, απεφάσισε να τον θανατώσει. Παίρνοντάς τον λοιπόν ο δήμιος να τον υπάγει εις τον τόπον της καταδίκης, το έμαθεν ο Νικηφόρος και πηγαίνει εις τον δρόμον και λέγει του Σαπρικίου: Εγώ, αδελφέ, σου έπταισα και έμαθα ότι θα σε θανατώσουν. Δια τούτο σε παρακαλώ, αδελφέ, να με συγχωρήσεις, σου έσφαλα. Πάλιν κύπτει ο Νικηφόρος, τον παρακαλεί, του φιλεί τα πόδια. Αδελφέ, λέγει, συγχώρησόν με δια τον Θεόν. Αλλ’ ο αδελφός του δεν τον συγχωρεί. Έφθασαν και εις τον τόπον της καταδίκης. Τον παρεκάλει ο Νικηφόρος μετά δακρύων, και δεν τον εσυγχώρησε. Του λέγει πάλιν ο Νικηφόρος: Ιδού, αδελφέ, τώρα θα σε κόψουν, διατί δεν με συγχωρείς; Εσύ θα κολασθής, εγώ σε συγχωρώ με όλην μου την καρδίαν. Λέγει του ο Σαπρίκιος: Εγώ δεν σε συγχωρώ ποτέ! Και καθώς εσήκωσεν ο δήμιος το σπαθί να του κόψει το κεφάλι, βλέπων ο πανάγαθος Θεός την κακήν του γνώμην, σηκώνει την χάριν του, και ερωτά ο Σαπρίκιος τον στρατιώτην: Διατί θέλεις να με φονεύσεις; Λέγει του ο στρατιώτης: Και δεν το ηξεύρεις τώρα τόσον καιρόν; Διότι δεν προσκυνάς τα είδωλα. Λέγει του ο Σαπρίκιος: Δια τούτο με βασανίζεις; Εγώ αρνούμαι τον Χριστόν και προσκυνώ τα είδωλα! Και ευθύς λέγοντας τον λόγον δεν τον εφόνευσεν, αλλ’ ηρνήθη τον Χριστόν και υπήγε με τον διάβολον. Βλέπων ο Νικηφόρος τους Αγγέλους οπού έστεκαν με ένα στέφανον χρυσούν, λέγει εις τον δήμιον: Εγώ είμαι χριστιανός και πιστεύω εις τον Χριστόν μου. Λέγει του Σαπρικίου: Συγχώρησόν με, εδελφέ, και ο Θεός συγχωρήσοι σε. Και αμέσως έκοψεν ο στρατιώτης το κεφάλι του Νικηφόρου και παρέλαβον οι Άγγελοι την ψυχήν αυτού και την υπήγαν εις τον παράδεισον.
Δια τούτο και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί πρέπει να αγαπώμεν τους εχθρούς μας και να τους συγχωρώμεν, να τους τρέφωμεν, να τους ποτίζωμεν, να παρακαλώμεν τον Θεόν δια την ψυχήν των, και τότε να λέγωμεν εις τον Θεόν: Θεέ μου, σε παρακαλώ να με συγχωρήσης καθώς και εγώ συγχωρώ τους εχθρούς μου. Ει δε και δεν συγχωρήσωμεν τους εχθρούς μας, και το αίμα μας να χύσωμεν δια την αγάπην του Χριστού, εις την κόλασιν πηγαίνομεν.
Κάμνετε εδώ αφορισμούς; Να προσέχετε, χριστιανοί μου, ποτέ σας να μη κάμνετε, διότι ο αφορισμός είνε ξεχωρισμός από τον Θεόν, από τους Αγγέλους, από τον παράδεισον, και παραδομός εις τον διάβολον, εις την κόλασιν. Δι’ εκείνον τον αδελφόν εσταυρώθη ο Χριστός να βγάλη από την κόλασιν, και συ δια μικρόν πράγμα τον αφορίζεις και τον βάνεις εις την κόλασιν να καίεται πάντοτε; Τόσον σκληρόκαρδος είσαι; Μα καλά στοχάσου, από τον καιρό που εγεννήθης πόσες αμαρτίες έχεις πράξει με το μάτι ή με το αυτί ή με το στόμα ή με τον νουν; Αναμάρτητος νομίζεις είσαι; Το άγιον Ευαγγέλιον μας λέγει ότι μόνον ο Χριστός είνε αναμάρτητος, ημείς δε οι άνθρωποι είμεθα όλοι αμαρτωλοί. Ώστε να μη κάμνετε αφορισμούς.
Δια τούτο, χριστιανοί μου, αν θέλετε να σας συγχωρήση ο Θεός όλα σας τα αμαρτήματα και να σας γράψη στον παράδεισον, ειπέτε και η ευγενία σας δια τους εχθρούς σας τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς. Αυτή, αδελφοί μου, η συγχώρησις έχει δυο ιδιώματα, ένα να φωτίζη και ένα να κατακαίη. Εγώ σας είπα να συγχωρήτε τους εχθρούς σας δια ιδικόν σας καλόν. Εσύ πάλιν οπού αδίκησες τους αδελφούς σου και ήκουσες οπού είπον να σε συγχωρήσουν, μη χαίρεσαι, αλλά μάλιστα να κλαίς, διότι αυτή η συγχώρησις σου έγινε φωτιά εις το κεφάλι σου, ανίσως και δεν επιστρέψης το άδικον οπίσω. Να κλαύσης και να παρακαλέσης να σε συγχωρήση ο Θεός δια τας ιδικάς σου αμαρτίας. Όλοι οι πνευματικοί, πατριάρχαι, αρχιερείς, όλος ο κόσμος να σε συγχωρήση, ασυγχώρητος είσαι. Αμή ποίος έχει την εξουσίαν να σε συγχωρήση; Εκείνος οπού τον αδίκησες. Και αν εξετάσωμεν καλά, πρέπει να δώσης εις το ένα τέσσερα, καθλως λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, και τότε να λάβης συγχώρησιν. Έτυχε και δεν έχεις να πληρώσης; Πήγαινε και πώλησον τα πράγματά σου, και όσα πάρεις, δόσε τα εκείνου οπού αδίκησες. Μα δεν φθάνουν; Πήγαινε και συ πωλήσου σκλάβος, και όσα πάρεις δόσε τα και καλύτερα να είσαι σκλάβος εδώ εις το σώμα πέντε δέκα, χρόνους και να πηγαίνεις εις τον παράδεισον, παρά να είσαι ελεύθερος εδώ και αύριον να πηγαίνης εις την κόλασιν να καίεσαι πάντοτε.
Όθεν, αδελφοί μου, όσοι ασικήσατε Χριστιανούς ή Εβραίους ή Τούρκους, να δώσητε το άδικον πίσω, διότι είνε κατηραμένον και δεν βλέπετε καμίαν προκοπήν. Εκείνα τα άδικα τα τρώγετε δια να ζήτε, και εκείνα σας θανατώνουν, και ο Θεός σας βάνει εις την κόλασιν. Όποιος θέλει να δώσει το άδικον οπίσω, ας σηκωθή να μου το ειπή, να βάλω όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσιν. Ένα πρόβατο κλεμμένον να βάλης εις 100 ιδικά σου, τα μαγαρίζει όλα διότι είνε αναφορισμένον και κατηραμένον. Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε και δι’ εκείνους, οπού ήθελον δώσει τα άδικα οπίσω, τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς.
2.- Η ΚΑΘΑΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ
Το πρώτον μας νόημα είνε αυτό: όσοι ηδικήθημεν να συγχωρώμεν τους εχθρούς μας δια το ιδικόν μας καλόν, και όσοι αδικήσαμεν να δίδωμεν τα άδικα οπίσω. Το δεύτερον είνε τούτο: Ανίσως και ημείς θέλωμεν να ωφεληθώμεν από τα Άχραντα Μυστήρια ωσάν τους ένδεκα Αποστόλους τους καλούς, και να μη βλαφθώμεν ωσάν τον Ιούδα τον κακόν, να εξομελογούμεθα καθαρά και να κοινωνώμεν με φόβον και τρόμον και ευλάβειαν, και τότε να φωτισθώμεν. Ει δε και πηγαίνομεν ανεξομολόγητοι, μεμολυσμένοι μα αμαρτίας, και τολμώμεν να μεταλμβάνωμεν τα Άχραντα Μυστήρια, βάνομεν φωτιά και καιόμεθα.
Ποιος ηξεύρει, αδελφοί μου, να μου ειπή, ο ήλιος φωτεινός είνε ή σκοτεινός; Μου φαίνεται όλοι σας το γνωρίζετε, ότι είνε φωτεινός και τα πάντα φωτίζει. Είναι όμως μερικά ζώα οπού τα λέγουν νυχτερίδες, και άλλα κουκουβάγιες, και όταν βγη ο ήλιος θαμβώνονται και σκοτίζονται και δεν βλέπουν, και όταν νυκτώσει, τότε βλέπουν. Έτσι είνε και εις τα Άχραντα Μυστήρια, τον καλόν τον φωτίζουν και τον κάμνουν ωσάν άγγελον ομοίως και τον αμαρτωλόν πάλιν τον σκοτίζουν και τον κάμνουν ωσάν τον διάβολον. Καθώς και η φωτιά όλα τα πράγματα δεν τα καίει, μάλιστα το χρυσάφι το λαμπρύνει και το καθαρίζει, και τα άλλα πράγματα τα καίει. Λοιπόν ας γίνωμεν και ημείς μάλαμα να καθαρισθώμεν, και όχι ξύλα να καιώμεθα.
Εδώ οπού ήλθα χριστιανοί μου, έλαβα μίαν χαράν μεγάλην και μίαν λύπην μεγάλην. Και χαράν μεγάλην έλαβα βλέπων την καλήν σας γνώμην και την καλήν σας μετάνοιαν, λύπην έλαβα πάλιν στοχαζόμενος την αναξιότητά μου, πως δεν έχω καιρόν να σας εξομολογήσω όλους ένα προς ένα, να μου ειπή καθένας τα αμαρτήματά του, να του είπω και εγώ εκείνο οπού με φωτίσει ο Θεός.
Θέλω, αλλά δεν ημπορώ, τέκνα μου. Καθώς ένας πατέρας είνε άρρωστος, πηγαίνει το παιδί του να το παρηγορήσει, εκείνος μη δυνάμενος το διώχνει, μα πως το διώχνει; Με την καρδιά καημένη! Θέλει να το παρηγορήσει, μα δεν ημπορεί. Μα πάλιν δια να μη υστερηθήτε τελείως, σας λέγω τούτο: Αν θέλετε να ιατρεύσετε την ψυχήν σας, τέσσαρα πράγματα σας χρειάζονται. Κάμνομεν μίαν συμφωνίαν; Από τον καιρόν οπού εγεννήθητε έως τώρα, όσα αμαρτήματα επράξατε, να τα πάρω εγώ εις τον λαιμόν μου και η ευγενία σας να κρατήσετε τέσσαρες τρίχες. Και τι θα τα κάμω; Έχω μία καταβόθρα και τα ρίχνω μέσα. Ποία είνε η καταβόθρα; Είναι η ευσπλαγχνία του Χριστού μας.
Πρώτη τρίχα είναι όταν θέλετε να εξωμολογήσθε, το πρώτον θεμέλιον είναι αυτό οπού είπομεν, να συγχωρήτε τους εχθρούς σας. Το κάμνετε; -Το κάμνομεν, άγιε του Θεού. – Επήρατε την πρώτην τρίχαν.
Δευτέρα τρίχα είνε να ευρίσκετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, ενάρετον, να εξομολογήσθε και να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα. Να έχης 100 αμαρτίας και να ειπής τας 99 εις τον πνευματικόν, και μίαν να μη φανερώσεις, όλες σου ασυγχώρητες μένουν. Και όταν κάμνης την αμαρτίαν, τότε πρέπει να εντρέπεσαι, και όταν εξομολογήσαι, πρέπει να μη έχης καμμίαν εντροπήν.
Μια γυναίκα επήγε να εξομολογηθή εις ένα ασκητήν. Ο ασκητής είχεν έναν υποτακτικόν ενάρετον. Λέγει ο ασκητής του υποτακτικού του: Πήγαινε, να εξομολογηθή η γυναίκα. Ο υποτακτικός εμάκρυνεν έως οπού έβλεπε, μα δεν ήκουεν. Εξωμολογήθη η γυναίκα και έφυγε. Ύστερα έρχεται ο υποτακτικός και λέγει: Γέροντα, είδα ένα παράδοξον θαύμα. Εκεί οπού εξωμολογείτο η γυναίκα, έβλεπα οπού έβγαιναν φίδια μικρά, βλέπω και εκρέματο ένα μεγάλο, έκανε να βγη, και πάλιν ετραβήχθη οπίσω. Λέγει ο ασκητής: Πήγαινε να την κράξης να έλθη οπίσω γρήγορα. Πηγαίνοντας ο υποτακτικός την εύρεν αποθαμένην. Γυρίζει οπίσω και το λέγει του γέροντός του. Αυτός μη δυνάμενος να εννοήσει το θαύμα, παρεκάλεσε τον Θεόν να του φανερώσει αν η γυναίκα εσώθη ή εκολάσθη. Και φαίνεται έμπροσθέν του μια αρκούδα μαύρη και του λέγει: Εγώ είμαι εκείνη η γυναίκα οπού εξωμολογήθηκα, και δεν σου εφανέρωσα ένα θανάσιμον αμάρτημα οπού είχα πράξει, και δια τούτο όλα μου τα αμαρτήματα έμειναν ασυγχώρητα, και με επρόσταξεν ο Κύριος να υπάγω εις την κόλασιν να καίωμαι πάντοτε. Και αμέσως εξήλθε μια βρώμα ωσάν καπνός και εχάθη από έμπροσθέν του.
Δια τούτο, χριστιανοί μου, όταν εξομολογήσθε, να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα καθαρά και πρώτον να ειπής του πνευματικού σου: Πνευματικέ μου, θα κολασθώ, διότι δεν αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου με όλην μου την καρδίαν ωσάν τον εαυτόν μου. Και να ειπής εκείνα οπού σε τύπτει η συνείδησίς σου, ή εφόνευσας ή επόρνευσας ή όρκον έκαμες ψεύματα ή τους γονείς σου δεν ετίμησας και τα τούτοις όμοια. Ιδού επήρεστην δευτέραν τρίχα.
Η Τρίτη τρίχα είναι, ωσάν εξομολογηθής θα σε ερωτήση ο πνευματικός: Διατί, παιδί μου, να κάμης αυτά τα αμαρτήματα; Συ να προσέχης να μη κατηγορήσης άλλον, αλλά τον εαυτόν σου και να ειπής: Αυτά τα έκαμα από την κακήν μου προαίρεσιν. Βαρύ είνε να κατηγορήσης τον εαυτόν σου; – Όχι.- Λοιπόν επήρες την τρίτην τρίχα.
Έχομεν την τέταρτην. Όταν σου δώση άδειαν ο πνευματικός και αναχωρήσης, να αποφασίσης με στερεάν γνώμην και απόφασιν, καλύτερα κάμνεις αυτό; -Μάλιστα.- Επήρες και την τέταρτην τρίχα.
Αυτά τα τέσσερα είνε τα ιατρικά σου, καθώς είπομεν. Το πρώτον είνε να συγχωρήσης τους εχθρούς σου, το δεύτερον να εξομολογήσαι καθαρά, το τρίτον είνε να κατηγορήτε τον εαυτόν σας, το τέταρτον να αποφασίζετε να μη αμαρτήσετε πλέον. Και αν ημπορείτε να εξομολογήσθε καθ’ εκάστην, ει δε και δεν ημπορείτε καθ’ ημέραν, ας είνε μια φορά την εβδομάδα και μια φορά τον μήνα ή το ολιγώτερον τέσσερας φοράς τον χρόνον. Και συνηθίζετε τα τέκνα σας από μικρά εις τον καλόν δρόμον, να εξομογούνται. Εκείνα οπού σας δίδουν οι πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετανοίας, νηστείας και άλλα, δεν είνε ιατρικά αλλά δια να μη τύχη και πέσετε άλλην φοράν εις την αμαρτίαν. Και όστις τα βάλη μέσα εις την καρδίαν του αυτά αυτά τα τέσσερα, να αποθάνη εκείνη την ώραν, σώνεται, ει δε χωρίς αυτά, χιλιάδες καλά να κάμη, εις την κόλασιν πηγαίνει.
Η μνησικακία
Δύο άνθρωποι, χριστιανοί μου, ήλθον μιαν φοράν και εξωμολογήθησαν εις εμέ, Πέτρος και Παύλος, και να ιδήτε πως τους εδιώρθωσα, καλά ή κακά. Εγώ σας φανερώνω την καρδίαν μου. μου λέγει ο Πέτρος: Εγώ, πνευματικέ μου, από τον καιρόν οπού εγεννήθηκα έως τώρα, ενήστευσα, επροσευχόμην πάντοτε, έκαμνα ελεημοσύνας εις τους πτωχούς, έκτισα μοναστήρια, εκκλησίας και άλλα καλά έκαμα. Τον εχθρόν μου δεν τον συγχωρώ. Εγώ τον αποφάσισα δια την κόλασιν. Έρχεται ο Παύλος και μκου λέγει: Εγώ από τον καιρό οπού εγεννήθηκα ποτέ κανένα καλόν δεν έκαμα, αλλά μάλιστα έχω κάμει τόσα φονικά, επόρνευσα, έκλεψα, έκαψα εκκλησίας, μοναστήρια άλο τα έκαμα, μα τον εχθρόν μου ταν συγχωρώ. Να ιδήτε τι έκαμα εγώ εις αυτόν. Ευθύς τον αγκάλιασα και τον εφίλησα του έδωσα την άδειαν να μεταλάβη. Καλά τους εδιώρθωσα ή κακά; Φυσικά θέλετε να με κατηγορήσετε και να μου ειπήτε: Ο Πέτρος οπού έκαμε τόσα καλά, και διότι δεν εσυγχώρησε τον εχθρόν του, δια τόσον ολίγον πράγμα τον απεφάσισες δια την κόλασιν; Και τον Παύλον οπού έκαμε τόσα κακά και διότι εσυγχώρει τους εχθρούς του, τον εσυγχώρησες και του έδωκες την άδειαν να μεταλάβη; Ναι, αδελφοί μου, έτσι έκαμα. Θέλετε να καταλάβετε με τι ομοιάζει ο Πέτρος; Καθώς μέσα εις 100 οκάδες αλεύρι βάνεις ολίγον προζύμι και έχει τόσην δύναμιν το προζύμι εκείνο, να γυρίση και τας 100 οκάδας το ζυμάρι και να το κουφίζη όλο, έτσι είνε και όλα τα καλά εκείνα οπού έκαμεν ο Πέτρος, με εκείνην την ολίγην έχθραν, οπού δεν εσυγχώρησε τον εχθρόν του, τα εγύρισε και τα έκαμε φαρμάκι του διαβόλου, και έτσι τον απεφάσισα δια την κόλασιν. Ο Παύλος πάλιν με τι ομοιάζει; Είνε ένας σωρός λιανόξυλα και βάνεις ένα μικρό κερί αναμμένον και καίει όλον τον σωρόν εκείνη η ολίγη φλόγα. Έτσι είνε όλα τα αμαρτήματα του Παύλου, ωσάν τον σωρόν τα λιανόξυλα, και η συγχώρησις οπού έκαμε του εχθρού του είνε ωσάν το κερί, όπου έκαψε όλα τα λιανόξυλα, ήγουν τας αμαρτίας, και τον απεφάσισα δια τον παράδεισον.
Η νηστεία των ορθοδόξων
Παρεδόθη ο Κύριος, αδελφοί μου, εις τας χείρας των παρανόμων Εβραίων, υβρίσθη, εδάρθη, εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον, την Μεγάλην Τετάρτην επωλήθη ο Κύριος και την Μεγάλην Παρασκευήν εσταυρώθη. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χτιστιανοί να νηστεύωμεν πάντοτε, μα περισσότερον την Τετάρτην, διότι επωλήθη ο Κύριος, και την Παρασκευήν, διότι εσταυρώθη. Ομοίως έχομεν χρέος να νηστεύωμεν και τας Τεσσαρακοστάς, καθώς εφώτισε το Άγιον Πνεύμα τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας μας και ενομοθέτησαν να νηστεύωμεν, δια να νεκρώνωμεν τα πάθη και να ταπεινώνωμεν το σώμα, και μάλιστα με τα ολίγα ζώμεν με ευκολίαν. Εγώ ημπορώ με 100 δράμια άρτου, εκείνα τα ευλογεί ο Θεός, διότι είναι αναγκαία και όχι να τρώγωμεν 110 εκείνα τα 10 τα καταράται, διότι είνε χαράμι είνε εκείνου οπού πεινά. Φυλάγετε αυτάς τας τέσσαρας Τεσσαρακοστάς, χριστιανοί μου; Εδώ πως πηγαίνεται; Αν είσθε χριστιανοί, πρέπει να τας φυλάγεται μάλιστα την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Κρατείτε το τριήμερον εδώ; Κην Καθαράν Δευτέραν είνε καλόν και άγιον όποιος την φυλάγει. Ο Αβραάμ είχε το σπίτι του ανοικτόν πάντοτε, κσι όπου πτωχός, εκεί εκόνευε, και χωρίς ξένον άνθρωπον ο Αβραάμ ποτέ του δεν εκάθητο να φάγη ψωμί. Ο διάβολος τον εφθόνησε και επήγεν εις τον δρόμον και εμπόδιζε τους διαβάτας να μη περνούν από του Αβραάμ την καλύβαν. Εβγήκεν εις τον δρόμον ο Αβραάμ και επερίμενε τρεις μέρας νηστικός. Βλέποντας ο πανάγαθος Θεός την καλήν του γνώμην, φαίνονται τρεις άνθρωποι και τους επήρεν εις την καλύβαν του και τους εφίλευσεν, ύστερον έγιναν άφαντοι απ’ έμπροσθέν του. Τότε εκατάλαβε πως ήτο η Αγία Τριάς και εδόξασεν τον Θεόν εις τύπον της Αγίας Τριάδος. Όποιος νηστεύει το τριήμερον έχει μισθόν εις την ψυχήν του, και πάλιν δεν λέγω εκείνο οπού δεν δύναται. Και μιαν ημέραν να νηστεύση ωφελείται.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.