Εν καιρω Αιρεσεως η Ιερα Συνοδος Καθευδει
Εν καιρώ Αιρέσεως η Ιερά Σύνοδος
Καθεύδει ή Συνευδοκεί στην ανατροπή
της Ορθοδόξου Πίστεως
Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΔΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΟΧΗΣ ΑΠΟΔΕΧΘΗΚΕ
ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΠΕΡΙ ΔΙΗΡΗΜΕΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Μόνο στις χειρότερες εποχές της εκκλησιαστικής
ιστορίας οι Ιεράρχες δεν ασχολούνταν
με την αίρεση της εποχής τους.
Από το Ανακοινωθέν της Ιεραρχίας της 8/10/2010 σημειώνουμε:
«…Αυτό το ήθος εκφράζει με λόγια και έργα η Εκκλησία και μέσα σε αυτά τα πλαίσια με ανύστακτο και στοργικό ενδιαφέρον μελετά με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, ζητήματα που ενδέχεται να κρύβουν κινδύνους αλλοιώσεων και αλλοτριώσεων της πίστεως…και καλεί όλους σε προσευχή και ομοψυχία, μέσα στην ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» (Βλ. http://www.ecclesia.gr).
Λόγια ηχηρά ως «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (1Κορ. 13,1) τα παραπάνω από το Ανακοινωθέν της τελευταίας Συνόδου της Ιεραρχίας. Αλήθεια, για ποια ενότητα της πίστεως ομιλούν οι Αρχιερείς μας; Ποιό είναι το ανύστακτο ενδιαφέρον για την «ενότητα της πίστεως» που επιδεικνύουν;
◗ Όταν, ανάμεσά τους υπάρχει Μητροπολίτης που μηνύεται από πιστούς, που καταγγέλλεται από συνεπίσκοπό του και από έναν καθηγητή πανεπιστημίου για αίρεση και έμπρακτη απιστία στην ΜΙΑ Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως και, παρόλα αυτά, η «Ιερά» Σύνοδος τον στέλνει ως εκπρόσωπό μας να υπερασπιστεί, —αυτός ο αιρετίζων— την Πίστη στους διαλόγους με τον Πάπα;
◗ Όταν, την κατ’ αυτού καταγγελία εξετάζει επιτροπή στην οποία συμμετέχει και ο… ίδιος ο καταγγελλόμενος επί αιρέσει Μητροπολίτης Μεσσηνίας (!!!) και η Ιερά Σύνοδος —χωρίς να ανακαλέσει ο Μεσσηνίας την βλασφημία που εξέμεσε εναντίον του Συμβόλου της Πίστεως— τον αποκαθιστά, επωμιζόμενη πλέον η ιδία την αίρεση;
◗ Όταν, το θέμα μεθοδεύτηκε να «κουκουλωθεί», αφού η Μηνυτήριος Αναφορά που υπεβλήθη στην Ιερά Σύνοδο κατά του Μεσσηνίας δεν βρέθηκε χρόνος να εξετασθεί οκτώ μήνες τώρα από την ημερομηνία κατάθεσής της, αλλά και μια μεταγενέστερη καταγγελία για το ίδιο θέμα από τον Μητροπολίτη Κυθήρων, πάλι δεν κατέστη δυνατόν να εξετασθεί, τρεις μήνες από τότε που κατετέθη, ώστε να συζητηθεί κατά την σύγκληση της Ιεραρχίας την 8/10/2010;
Και πώς συνέβη το θέμα, που την Παρασκευή (8/10/2010) δεν ήταν ώριμο προς συζήτηση στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (ολομέλεια), να ωριμάσει ξαφνικά το Σαββατοκύριακο και να συζητηθεί στην 12μελή Διαρκή Ιερά Σύνοδο την Δευτέρα (11/10/2010), αφού δηλαδή έληξαν οι εργασίες της Ιεραρχίας; Μήπως επειδή στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο είχαν τον τρόπο τους να ελέγξουν την κατάσταση, αφού τα κουκιά εκεί είναι μετρημένα, και ήταν εύκολο να επιβληθεί η άνωθεν υποβαλλόμενη γραμμή, ενώ αντίθετα στην Ιεραρχία δεν θα μπορούσαν να φιμώσουν, όσους Επισκόπους έχουν ακόμα φόβο Θεού, και οι οποίοι θα ζητούσαν την καταδίκη του προστατευομένου των Οικουμενιστών Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου; Ποιός θα μας πείσει ότι ο τρόπος αυτός διευθετήσεως της υποθέσεως δεν θυμίζει σκοτεινές πολιτικές μεθοδεύσεις;
◗ Για ποιό, ακόμα, «ανύστακτο» ενδιαφέρον που κατατείνει στην «ενότητα της πίστεως» μας μιλούν οι Δεσπότες μας, όταν οι Νεοβαρλααμίτες Επίσκοποι δηλώνουν ότι, ανεξάρτητα από την αντίθετη θέση της Ιεράς Συνόδου, θα συνεχίσουν τους μεταφραστικούς τους άθλους; Ποιό κύρος και ποιά ορθοδοξία έχει απομείνει σε μια Ιεραρχία που δεν τολμά να επαναφέρει στην τάξη τους ασχημονούντας με τα όσια και ιερά της Πίστεώς μας;
◗ Ποιά ενότητα πίστεως επικαλούνται, όταν: άλλοι Επίσκοποι πιστεύουν —ορθώς, σύμφωνα με τους Πατέρες— ότι ο Παπισμός είναι αίρεση (όπως οι Ναυπάκτου, Πειραιώς, Κονίτσης, Αιτωλοακαρνανίας, Μεσογαίας, κ.ά.) και άλλοι το αρνούνται και ισχυρίζονται κακοδόξως (όπως ο Καλαβρύτων, ο Μεσσηνίας, ο Αχαΐας, κ.ά.) ότι ο Παπισμός δεν είναι αίρεση, αλλά απλώς είναι ένα σχίσμα ή ένα τμήμα της «διηρημένης» Εκκλησίας; Και, ακόμα, όταν άλλοι εισηγούνται την Μεταπατερική Θεολογία καί την Θεολογία της Συνάφειας, πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων τη διαχρονική διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας και θεωρώντας τους ξεπερασμένους, και άλλοι καταδικάζουν την κίνηση των πρώτων, αλλά αφήνουν το θέμα να σέρνεται, να διαφθείρει ορθόδοξες συνειδήσεις και να διχάζει τους πιστούς, άβουλοι να επιβάλλουν την Αγιοπατερική διδασκαλία;
◗ Ποιά ενότητα πίστεως στην Ευαγγελική ηθική επικαλούνται, όταν άλλοι Επίσκοποι καταδικάζουν την ομοφυλοφιλία και άλλοι υπονοούν ότι συνάδελφοί τους Επίσκοποι είναι ομοφυλόφιλοι; Και μάλιστα όταν το διατυπώνουν αυτό σε επίσημο έγγραφο και για να διευκολύνουν το «πάθος» τους, χωρίς εντροπή, ζητούν «Ιερο-Συνοδικά» από τις κρατικές αρχές να μην εξετάζεται αν ένας Μητροπολίτης ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία;
◗ Ποιά ενότητα πίστεως επικαλούνται τέλος —και κυρίως— όταν αρνούνται να πάρουν θέση και να καταδικάσουν την παναίρεση της εποχής μας, τον Οικουμενισμό και τους διακινητές του, παρά τις παρακλήσεις μελών της Εκκλησίας προς την Ιερά Σύνοδο, παρά τις προσωπικές οχλήσεις προς συγκεκριμένους Μητροπολίτες (όπως π.χ. τους Μητροπολίτες Ναυπάκτου Ιερόθεο και Πειραιώς Σεραφείμ), παρά τις διαμαρτυρίες και καταγγελίες για την απαράδεκτη σιωπή και αδράνεια του Συνοδικού σώματος; Αυτοί —οι κατά τους Ιερούς Κανόνες φύλακες της Πίστεως— αγνοούν, ότι με την άδειά τους ή και την «ευλογία» ενίων Επισκόπων, ο Οικουμενισμός εξαπλώνεται, γιγαντώνεται και ως γάγγραινα νεκρώνει σιγά-σιγά μέλη του σώματος της Εκκλησίας, δια τα οποία «Χριστός απέθανε»;
Δυστυχώς, παρά τις διαμαρτυρίες, οι Επίσκοποι —περιφρονώντας εσκεμμένως, επιδεικτικώς και σκαιώς τους Ιερούς Κανόνες και τους πιστούς που τους το υπενθυμίζουν— συνεχίζουν να σιωπούν, να επιτρέπουν στους αιρετικούς Οικουμενιστές να αλωνίζουν μέσα στην Εκκλησία, χωρίς να τους κατονομάζουν. Το δε αξιοπερίεργο είναι πως κι εκείνοι που λιγο-πολύ συμμετέχουν στην αντιοικουμενιστική κίνηση, αρνούνται να τους κατονομάσουν, αφήνοντας απροστάτευτους τους πιστούς, συντελώντας στην αλλοίωση της πίστεως, που τάχα με «ανύσταχτο και στοργικό ενδιαφέρον» φροντίζουν.
Απευθυνθήκαμε, εκτός από την Ιερά Σύνοδο, και σε συγκεκριμένους Μητροπολίτες, παρακαλώντας τους να επέμβουν. Καμία έμπρακτη απάντηση. Μακαρία σιωπή, πολλές υποσχέσεις, ή απόσειση των ευθυνών και δικαιολογίες του τύπου: «Μιλάμε στο κήρυγμά μας για την αίρεση και την καυτηριάζουμε». «Δεν είναι ευγενικό να κατονομάζουμε συγκεκριμένα πρόσωπα». «Αποφεύγουμε να το κάνουμε αυτό, γιατί μπορεί να μας καθαιρέσουν κι έτσι να λείψει η ορθόδοξη φωνή μας από την Ιεραρχία» (ποιά φωνή;). Και, «Γιατί να το κάνουμε εμείς αυτό; Ας το κάνει η Σύνοδος».
Έωλες δικαιολογίες. Γιατί οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας άλλα έκαναν και άλλα μας δίδαξαν. Μιλούσαν όχι μόνο γενικά και αόριστα για τους αιρετικούς, αλλά ειδικά και συγκεκριμένα. Τους κατονόμαζαν, ώστε να τους γνωρίζουν οι πιστοί και να φυλάγονται, ακόμα και αν ανήκαν σε άλλη εκκλησιαστική περιφέρεια και σε άλλη ήπειρο.
Ασφαλώς οι προβαλλόμενες δικαιολογίες είναι αστείες —εκτός των άλλων— και αν αναλογισθεί κανείς ότι οι Επίσκοποι μιλούν κατά διαστήματα ονομαστικά για διάφορα άλλα θέματα και πρόσωπα, αλλά, βέβαια, σπανίως ή και καθόλου για τους συνεπισκόπους τους, εκτός κι αν θίζονται προσωπικά και ιδιοτελή συμφέροντά τους. Ωσάν να εφαρμόζουν την συνταγή που ισχύει στις διάφορες «ελίτ»: ομιλούν για όλους και για όλα, εκτός από την κάστα τους. Και σύμφωνα με την ρήση Μητροπολίτου, δυστυχώς οι Επίσκοποι «υπηρετούν τυφλά το φιλάδελφον αλλά όχι το φιλόθεον».
Είναι εύκολο (και «ηρωϊκό» για τους χειροκροτητές των Επισκόπων) να μιλάς γενικά για την ανηθικότητα των «εκτός», για τους μασώνους, για τον όρκο, για την ιθαγένεια, για τις γερμανικές αποζημιώσεις, τη Μακεδονία και την Β. Ήπειρο, τους πετρελαιαγωγούς, τον ορυκτό πλούτο, το ΔΝΤ και τις διακρατικές σχέσεις, για τον παπισμό, για τους προτεστάντες.
Είναι εύκολο να μιλάς ονομαστικά και συγκεκριμένα για πρόσωπα εκτός της Εκκλησίας, όπως για τη βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ, τον Ανδρουλάκη, τον Stephen Hawking, για τον «επικεφαλής (ξένης) Κυβερνήσεως που παρέστη στο γάμο ομοφυλόφιλου υπουργού του», για τον «γάμο της Ισλανδής Προέδρου με την σύντροφό της»(!), για τα λεχθέντα από τον τραγουδιστή Ελτον Τζον, για τον Πάπα και τον Παπικό Επίσκοπο Σύρου κ.ά.
Είναι πανεύκολο, ακόμα, να μιλά ένας Επίσκοπος και να τιμωρεί κάποιον φτωχό παπά ή μοναχό για ένα μικρό πταίσμα, να καταδικάζει και αφορίζει κάποιον κληρικό ή λαϊκό που αντιστάθηκε στην αιρετική δεσποτοκρατία, αλλά είναι δύσκολο έως αδύνατο να μιλά για τον συνεπίσκοπό του που ασχημονεί ή κακοδοξεί. Ο Επίσκοπος —όσο είναι στο χέρι της Συνόδου— δεν έχει να φοβηθεί τίποτα: ή αθωώνεται Συνοδικά, ή παραιτείται (ώστε πάλλευκος να επανέλθει όταν ξεχαστεί ο θόρυβος που δημιούργησε), ή, τέλος, το θέμα του αποσιωπάται και ο φάκελός του τίθεται στο Αρχείο! (π.χ.: πρ. Αττικής Παντελεήμων, πρ. Θεσσαλιώτιδος Θεόκλητος (Κουμαριανός), Ζακύνθου Χρυσόστομος, Μεσσηνίας Χρυσόστομος, Καλαβρύτων Αμβρόσιος κ.ά.).
Είναι εύκολα, λοιπόν, όλα τα παραπάνω και δείγματα εκκοσμίκευσης, μίμησης των πολιτικών και άλλων κλειστών «ελίτ», τραπεζικών και πολυεθνικών οργανισμών, αλλά δεν έχουν σχέση με την Εκκλησία του Χριστού, την Εκκλησία της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, της αγάπης και της θυσίας, της ταπεινότητας και της μετάνοιας.
Η επικράτηση της αιρέσεως του Οικουμενισμού προχωρεί ολοταχώς. Η διατύπωση της αιρετικής θέσεως ότι η Εκκλησία μας είναι διηρημένη, θέση που αναιρεί το ένατο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, γίνεται αποδεκτή σιωπηρώς από την Ιερά Σύνοδο. Παρόλα αυτά ευφυείς Επίσκοποι «δεν βγάζουν άχνα» για τα δογματικά θέματα, αλλά απασχολούν την Ιεραρχία με υποπεριπτώσεις, όπως αν κάποιος «επικεφαλής (άλλης) Κυβερνήσεως παρέστη στο γάμο ομοφυλόφιλου υπουργού του, καθώς και στο γάμο της Ισλανδής Προέδρου με την σύντροφό της»! Το πόσο άκαιρη και ασήμαντη ήταν η ενασχόληση με αυτό το θέμα, που έθεσε στην Ιεραρχία ο Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Νικόλαος, δείχνουν και σχόλια κάποιων Μητροπολιτών, τους οποίους —κατά το Amen— ξένισαν «οι αναφορές του Μητροπολίτη Μεσογαίας» και «σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους σχολίαζαν ότι τέτοιου είδους φαινόμενα παθογένειας δεν έχουν επεκταθεί στην ελληνική κοινωνία» και άρα δεν είχαν θέση και προτεραιότητα, τη στιγμή που υπάρχουν άλλα κρισιμότερα και κρισιμότατα θέματα.
Και υπενθυμίζει ειρωνικά ο κ. Τελεβάντος στον Μητροπολίτη Μεσογαίας, σε σχετικό άρθρο του, πως ασχολείται με τα ξένα και δεν εξετάζει όσα ακούστηκαν για τη Μητρόπολή του (και την τοποτηρητεία του): «Με την ίδια βεβαιότητα εκφράζουμε την ισχυρή πεποίθηση ότι ουδέποτε θα διόριζε (ο Μεσογαίας) σε επιτελικές θέσεις της Μητροπόλεώς του ομοφυλόφιλα άτομα και ούτε που θα του περνούσε από το μυαλό να προωθήσει προς επισκοποίηση ή να ψηφίσει κληρικούς με κωλύματα ιερωσύνης.
Πολλώ μάλλον δεν θα συμμετείχε στη χειροτονία τους. Δεν είναι έτσι;»[1].
Αλλ’ αφού η ευαισθησία των Αρχιερέων μας είναι τόσο μεγάλη, που ξεπερνάει το όρια της Ελλαδικής Εκκλησίας και φθάνει να ασχολείται με την ομοφυλόφιλη Πρόεδρο της μακρινής Ισλανδίας, απορημένοι ρωτάμε: Δεν μπορούσε να κάνει μια στάση στη γειτονική Σερβία; Δεν πληροφορήθηκαν ούτε αντελήφθηκαν οι Επίσκοποί μας, ότι εκεί ένας ορθόδοξος Σέρβος συνεπίσκοπός τους διώκεται αδίκως και ότι ένας Ιερομόναχός του, ο π. Συμεών Βιλόφσκι, ευρίσκετο επί 4 μήνες κρατούμενος σε ελληνικές φυλακές υπερασπιζόμενος την Ορθόδοξη Πίστη, που εκεί άγρια κακοποιείται από τους Οικουμενιστές συνεπισκόπους τους;
Αλλά ξεχάσαμε: οι Πατριάρχες που δηλώνουν ως «επάγγελμά» τους τον Οικουμενισμό (ως ο Σερβίας κ. Ειρηναίος) και οι όμοιοί τους ηγετικοί κύκλοι των Συνόδων, μένουν στο απυρόβλητο όχι μόνον από τους οικουμενιστές και οικουμενίζοντες Έλληνες Αρχιερείς, αλλά και από εκείνους που συνηθίζουν άφωνοι απλώς να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα. Δεν μπορούν να τα χαλάσουν μαζί τους, δεν θέλουν να θίξουν την συντεχνία τους. Προτιμούν να δείξουν ανοχή στις αδικίες που διαπράττει μια «Ιερά» Σύνοδος, και όχι να υποστηρίξουν —με την δέουσα διάκριση, ασφαλώς— έναν αντι-οικουμενιστή Επίσκοπο και τον διωκόμενο Ιερομόναχό του. Δέχτηκαν όμως κι εδώ, (ως Συνοδικό σώμα) την ταπείνωση, αφού ένα κοσμικό δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος, εδικαίωσε τον Σέρβο Ιερομόναχο, που εκείνοι σκανδαλωδώς αγνόησαν τελείως. Δεν πέρασε άραγε από τον νου τους —ούτε κατ΄ ελάχιστον— ο λόγος του Ιησού, του οποίου την εξουσία διαχειρίζονται και μεγαλόστομα διδάσκουν: «εν φυλακή ήμην και ουκ επεσκέψασθέ με»;
Αλλ’ ίσως πούνε: μα το θέμα στη Σύνοδο της Ιεραρχίας δεν ήταν περί Οικουμενισμού. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε σε μια Σύνοδο για όλα.
Ασφαλώς. Μα εκεί είναι το πρόβλημα: ότι δεν τίθεται το καίριο θέμα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού σε συζήτηση, αν και έπρεπε να είχε τεθεί και να είχε ορθοδόξως λυθεί εδώ και μερικές δεκαετίες. Αντιθέτως, τίθενται άλλα θέματα ασήμαντα ή και αντιευαγγελικά, όπως όσα έχουν σχέση με τον μαμωνά, τον πλούτο, και τα μερίσματα της Εκκλησίας στην Τράπεζα της Ελλάδος!
Συγκεκριμένα. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος προσπάθησε να φιμώσει –όπως γράφτηκε– τους άλλους Μητροπολίτες, για να «περάσει» τις καταστροφικές για το γένος και την Εκκλησία επιλογές της Κυβέρνησης, σε τέτοιο βαθμό, ώστε και οι ίδιοι Μητροπολίτες να το παρατηρήσουν. Π.χ. ο Μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος φέρεται να είπε απευθυνόμενος στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο: «Κινδυνεύετε να κατηγορηθείτε ότι υποστηρίζετε μια συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση» (Βλ. www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=3615.).
Και ένας ανώνυμος πιστός έγραψε: «Ούτε και οι ίδιοι οι νεοταξίτες δε φαντάζονταν ότι ο καλύτερος σύμμαχός τους στη μεθόδευση της προώθησης του αποχριστιανισμού και του αφελληνισμού του έθνους μας θα ήταν ο κατέχων τον αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών» (Βλ. http://apotixisi.blogspot.com/2010/10/blog-post_4785.html#comments).
Είναι πράγματι «προκλητικός ο τρόπος» της απαντήσεως του Αρχιεπισκόπου στις ερωτήσεις δημοσιογράφων. Είπε πως «πράγματι ασχολείται η Εκκλησία στην αύξηση με 27 εκατ. ευρώ του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΤΕ και μάλιστα προχώρησαν στο εγχείρημα αυτό ρισκάροντας: “Το κάνουμε με πολύ ρίσκο αυτό το εγχείρημα”»! (Βλ. http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=3626).
Έτσι λοιπόν. Ενώ «πολιτικοί και παρατρεχάμενοι με καταχρήσεις, σπατάλες και κλοπές οδήγησαν το Κράτος σε χρεοκοπία» και «για τη λήψη δανείων από ξένους υποδουλωθήκαμε στους ξένους, χάσαμε την εθνική μας κυριαρχία και εξευτελισθήκαμε διεθνώς», η Ι. Σύνοδος «ρισκάρει» και βάζει και την Εκκλησία σ’ αυτό το κλίμα της χρεοκοπίας, για να βοηθήσει τον άνθρωπο που έφερε για πρώτη φορά Αρχιεπίσκοπο σε υπουργικό συμβούλιο, ίσως ανταποδίδοντας την «τιμή»!
Αυτόν τον Αρχιεπίσκοπο, βγήκε ο «λόγιος» Μητροπολίτης Ναυπάκτου να εκθειάσει(!) με δημοσίευμα στην εφημερίδα «Βήμα», δεχόμενος μπαράζ επιθέσεων από εχθρούς και φίλους.
Αυτή είναι η εικόνα μιας καθεύδουσας και καταστροφικής για την Εκκλησία και το Γένος εκκλησιαστικής ηγεσίας. Και όσο την ανεχόμαστε αδιαμαρτύρητα, είμαστε συνυπεύθυνοι —αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε όλοι!…
Και μη φανταστεί κανείς ότι χρειάζεται κάποια εξωτερική επανάσταση για να ανατρέψουμε την κατάσταση. Εκείνο που χρειάζεται είναι μια εσωτερική επανάσταση.
Πόνος και καημός χρειάζεται για την κατάντια μας και για την κατάντια της Ιεραρχίας, που υποτίθεται ότι εκφράζει, ποιμαίνει και καθοδηγεί τον πιστό λαό του Θεού, δηλαδή και εμάς. Και όμως, δεν τολμά να αποβάλλει από το Σώμα του Χριστού ένα αιρετίζοντα Επίσκοπο.
Προσευχή χρειάζεται, να πάρουμε δύναμη και να αψηφήσουμε τις αθεολόγητες απειλές που εκτοξεύουν οι Επίσκοποι —χρησιμοποιώντας την φράση του Αγίου Ιγνατίου— ότι όποιος δεν υπακούει στον Επίσκοπο «δουλεύει τω διαβόλω». Μια ρήση Αγίου σωστή, με την προϋπόθεση ότι ο Επίσκοπος πράγματι εφαρμόζει το θέλημα του Θεού, ότι βρίσκεται εις τόπον και τύπον Χριστού. Αλλά —αυτή η ίδια ρήση— καθίσταται ανυπόστατη και ανίσχυρη, όταν οι Επίσκοποι καταστρατηγούν τους Ιερούς Κανόνες, όταν συμπροσεύχονται με αιρετικούς, όταν οι Επίσκοποι και η Σύνοδος αδιαφορούν για την αίρεση και απεργάζονται (άλλοι συνειδητά, οι περισσότεροι με την σιωπή τους) την υποδούλωση της Εκκλησίας στον Οικουμενισμό και στον Παπισμό, στον Συγκρητισμό της Πανθρησκείας του Αντιχρίστου που η Νέα Εποχή επιβάλλει δια της Παγκοσμιοποιήσεως.
Καιρός να απαιτήσουμε την εφαρμογή των Ιερών Κανόνων. Να απαιτήσουμε να μας πληροφορούν οι Επίσκοποι για τα τεκταινόμενα. Να δείξουμε την αντίδρασή μας, ακόμα και αδειάζοντας την Εκκλησία, όταν είναι παρών ένα τέτοιος Επίσκοπος, που αρνείται να ακούσει με προσοχή το λαό του Θεού. Πώς μπορεί να εκφράζει τον λαό του Θεού, όταν δεν τον υπολογίζει και ζητά μόνο υπακοή;
Ο Επίσκοπος είναι ένας. Οι πιστοί είναι πολλοί, αλλά διασπασμένοι και αγνοούντες. Έτσι, ο Επίσκοπος με την κατάχρηση της εξουσίας που κάνει και με την «αφοσιωμένη» αυλή του, επιβάλλει την θέλησή του στους πιστούς. Είναι καιρός, οι πραγματικά πιστοί, να συνειδητοποιήσουν ποιόν Επίσκοπο πρέπει να τιμούν. Ας ακούσουμε τη φωνή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου:
«Πώς ουν ο Παύλος» λέγει «»πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε;» Ανωτέρω ειπών, «ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την Πίστην», τότε είπε «πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε»». Και συνεχίζει: Τί λοιπόν, όταν είναι «πονηρός»«Πίστεως, ΦΕΥΓΕ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΙΤΗΣΑΙ».
δεν πρέπει να τον ακούμε; Εάν η «πονηρία» του δεν αναφέρεται σε προσωπικά του αμαρτήματα, αλλά σε θέματα
Τιμούμε τον Επίσκοπο, όταν είναι έμπρακτα αφοσιωμένος στον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό και στην Εκκλησία Του, όταν κρατά ανόθευτη την Ορθόδοξη Πίστη και τους Ιερούς Κανόνες, όταν με παρρησία δια λόγων και, κυρίως, δι’ έργων καταδικάζει (σύμφωνα με τις προσταγές των Οικουμενικών Συνόδων) κάθε αίρεση και κάθε αιρετικό.
Αν συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη μας, αν αποδεχθούμε ότι αληθινή πίστη είναι αυτή που κάτι μας κοστίζει, αν αναθερμάνουμε την όποια αγάπη μας στον Χριστό και την καταστήσουμε από σπίθα σε φλόγα και από φλόγα σε φωτιά, τότε θα βρούμε τρόπο, με σεβασμό στους θεσμούς και στα πρόσωπα, να βοηθήσουμε προς την κατεύθυνση της επανόδου μας στην ορθή εκκλησιαστική τάξη, στην Ιερά Παράδοση και στους Πατέρες μας. Διαφορετικά, ο οδοστρωτήρας του Οικουμενισμού θα ισοπεδώσει τα πάντα. Και «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»
Θεσσαλονίκη, 15 Οκτωβρίου 2010
Γιά την «Φιλορθόδοξο Ένωσι “Κοσµάς Φλαµιάτος”»
Ο Πρόεδρος Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο Ο Γραµµατέας Παναγιώτης Σηµάτης
[1] Έχουμε επαινέσει κατά καιρούς τον Μητροπολίτη Πειραιώς για τις δυναμικές παρεμβάσεις του. Ρωτάμε, όμως, αυτόν (όπως και τους άλλους Ιεράρχες): Πώς είναι δυνατόν να προειδοποιεί την πολιτεία ότι αν υλοποιήσει τους σχεδιασμούς της στα θέματα της οικονομίας ή της παιδείας «θα κηρύξωμεν την Εκκλησία εν διωγμώ», τη στιγμή που το κύριο καθήκον του Επισκόπου, που είναι η διαφύλαξη της πίστεως, το αφήνουν στην άκρη; Γιατί δεν προτείνει να κηρυχθεί η «Εκκλησία εν διωγμώ» στο θέμα του Οικουμενισμού, αφού αυτό αποτελεί και το κύριο έργο του Επισκόπου; Γιατί ασχολούνται με άλλα θέματα, καλά αλλά πάρεργα; Όταν, όπως σωστά γράφει «η Αγιωτάτη ημών Εκκλησία, έχει την ιεράν υποχρέωσιν να αρθρώνη πάντοτε και διϊστορικώς λόγον προδρομικόν και να καταδεικνύη τα ουσιώδη των ιστορικών περιόδων με την χαρισματικήν Αυτής διάκρισιν των γεγονότων», γιατί ταυτόχρονα πρέπει οι εκκλησιαστικοί ηγέτες να αφήνουν στην άκρη τον Οικουμενισμό και να αρκούνται στην ενασχόληση με θέματα, όπως το αν έχουμε «επιβολή ψευδών και ανακριβειών διά την αλλοίωσιν της ιστορικής συνειδήσεως της μαθητιώσης νεολαίας», ή με το αν «θα επεκταθή το σύμφωνον συμβιώσεως και εις τα λεγόμενα “ομόφυλα ζευγάρια”»; Ή ακόμα, αν είναι πρώτιστο χρέος της Εκκλησίας να εξετάσει «διατί η χώρα περιήλθε εις τοσούτον δεινοτάτην οικονομικήν θέσιν» ή τα περί «της συμφωνίας περί του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρουπόλεως» ή για την άμεση «αναβάθμισις της χρηματικοπιστοληπτικής ικανότητος της χώρας από την Moodys…»; Αυτά είναι κατ’ αρχάς θέματα της πολιτείας, που μας αφορούν, βεβαίως, και θα προσπαθήσουμε να υπάρξουν ρυθμίσεις σύμφωνες με το Ευαγγέλιο, αλλά κι αν θεσμοθετηθούν κατά την εκκοσμικευμένη φιλοσοφία των πολιτικών (όπως τόσα άλλα αντιχριστιανικά μέτρα), δεν θίγουν το κέντρον της Πίστεως, όπως η εντὀς των τειχών αίρεση. Αντίθετα, η Πίστη θίγεται όταν αφήνεται η αίρεση του Οικουμενισμού ανεξέλεγκτη.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.