Η ΝΕΑ ΚΤΙΣΙΣ
Γ΄ Στάσις Χαιρετισμῶν
Η ΝΕΑ ΚΤΙΣΙΣ
«Νέαν ἔδειξε κτίσιν…» (Ἀκάθ. ὕμν. Ν)
ΑΠΟΨΕ ψάλλεται ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Εἶνε ἕνα τραγούδι. Θὰ προσπαθήσω νὰ μιλήσω γι’ αὐτὸ ἁπλᾶ, ὥστε νὰ μὲ καταλάβετε ὅλοι.
Ὑπάρχουν τραγούδια τοῦ Θεοῦ καὶ τραγούδια τοῦ διαβόλου. Ποιά εἶνε τὰ τραγούδια τοῦ διαβόλου; Γέμισε ἀπ’ αὐτὰ ὁ κόσμος. Εἶνε ἐκεῖνα ποὺ ἀκούγονται στὰ νυκτερινὰ κέντρα καὶ ξεμυαλίζουν ὅλους. Ἦρθε στὴ μητρόπολι μία νεόνυμφη γυναίκα κλαίγοντας. —Θὰ πάρω διαζύγιο, λέει.— Γιατί; —Δὲν τὸν ὑποφέρω· κάθε βράδυ ξενυχτάει στὸ κέντρο· γυρίζει μὲ τὰ μηχανάκια του κατὰ τὴ μία – δύο ἡ ὥρα μεθυσμένος, ζαλισμένος, ἀνάστατος ψυχικά· σπάει πιάτα, καθρέφτες, τὰ πάντα, καὶ μὲ τυραννάει… Ἔδειχνε τὰ χέρια της γεμᾶτα πληγὲς καὶ αἵματα. —Γιατί ἐσὺ σὰ δεσπότης δὲ φωνάζεις νὰ κλείσουν αὐτὰ τὰ κέντρα, ποὺ χωρίζουν ἀντρόγυνα καὶ δημιουργοῦν τόση καταστροφή;… Τί νὰ πῶ; Δὲν εἶμαι κράτος· ἂν ἤμουν κράτος, σὲ μία νύχτα θὰ τὰ καταργοῦσα ὅλα. Εἶμαι ἐκκλησία, ἐπίσκοπος, καὶ φωνάζω πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὰ κάτω· εἶνε ἀπόλυτος ἀνάγκη νὰ κλείσουν αὐτὰ τὰ κατηραμένα κέντρα, στὰ ὁποῖα γίνεται τόση φθορά. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ τραγούδια μαθαίνει ὁ κόσμος στὰ κέντρα. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι σταθμοὶ τὰ ἴδια μεταδίδουν. Εἶνε τραγούδια τοῦ διαβόλου. Πές μου τί τραγουδᾷς, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι.
Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ποὺ ψάλλεται τώρα, ἀνήκει στὴν ἄλλη κατηγορία. Εἶνε τραγούδι τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ ὡραιότερα, τραγούδι τῶν ἀγγέλων. Γιὰ νὰ μιλήσω ἁπλᾶ, εἶνε μιὰ ὄμορφη πολυκατοικία· ἔχει τέσσερα διαμερίσματα (τὶς τέσσερις στάσεις), εἰκοσιτέσσερα δωμάτια (τοὺς εἰκοσιτέσσερις οἴκους ἢ στροφές), καὶ ἑκατὸν σαραντατέσσερα παράθυρα (τὰ ἑκατὸν σαραντατέσσερα «χαῖρε»).
Θὰ προσπαθήσω νὰ ἐξηγήσω τὸν οἶκο ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸ ψηφίο Νῦ καὶ ὁ ὁποῖος λέει· «Νέαν ἔδειξε κτίσιν, ἐμφανίσας ὁ Κτίστης, ἡμῖν τοῖς ὑπ’ αὐτοῦ γενομένοις· ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός, καὶ φυλάξας ταύτην ὥσπερ ἦν ἄφθορον, ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες».
* * *
Τὸ γράμμα «Νῦ» ὁμιλεῖ γιὰ κάποιον κτίστη. Ἀλλ’ ἐὰν προσέξετε τὸ «Κτίστης» γράφεται ὄχι μὲ κάππα μικρὸ ἀλλὰ μὲ κάππα κεφαλαῖο. Γιατί ἆραγε;
Ἐὰν σᾶς βάλω νὰ μετρήσετε τὰ σπίτια τῆς περιοχῆς σας, πόσα εἶνε; Πέντε, δέκα, εἴκοσι, ἑκατό, διακόσια…; Μπορεῖτε νὰ μοῦ δείξετε ἀπὸ αὐτὰ ἕνα σπίτι, ποὺ νὰ χτίστηκε χωρὶς νὰ κοπιάσῃ κανείς, ἀλλὰ ἔτσι μιὰ μέρα φύτρωσε; μαζευτήκανε τὰ λιθάρια, οἱ πέτρες, τὸ σίδερο, τὸ τσιμέντο, τὰ ξύλα, τὰ καρφιὰ καὶ κτίστηκε μόνο του; Ὑπάρχει τέτοιο σπίτι; Δὲν ὑπάρχει ἀσφαλῶς. Αὐτὸ λέει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Ἑβρ. 3,4)· Κάθε σπίτι κάποιος κτίστης τὸ ἔκτισε. Τὸ ἴδιο σκεπτόμεθα καὶ γιὰ κάθε ἄλλο δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου, λ.χ. γιὰ ἕνα ἐργοστάσιο, ἕνα αὐτοκίνητο, ἕνα πλοῖο, ἕνα ἀεροπλάνο, ἕνα πύραυλο. Ἀλλὰ τί εἶνε αὐτὰ μπροστὰ στὴ θεία δημιουργία; Παιχνιδάκια. Ὑπάρχει ἕνα «αὐτοκίνητο», ποὺ χωράει ὄχι πενήντα ἢ ἑβδομήντα ἢ ἑκατὸ ἐπιβάτες, ἀλλὰ δισεκατομμύρια κόσμο· καὶ τρέχει χωρὶς ῥόδες ὄχι μὲ ἑβδομήντα ἢ ἑκατὸ χιλιόμετρα, ἀλλὰ ἀστραπηδὸν καὶ χωρὶς νὰ σταματᾷ. Ἐκτελεῖ δρομολόγιο μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Μέσα σ’ αὐτὸ ταξιδεύουμε ὅλοι χωρὶς εἰσιτήριο. Εἶνε ἡ γῆ. Καὶ δὲν τρέχει μόνο αὐτὸ τὸ «αὐτοκίνητο» μέσα στὸ σύμπαν. Τρέχουν καὶ ἄλλα ἀμέτρητα ἀστέρια καὶ πλανῆτες. Ἐγὼ ἀπορῶ γιὰ τὸ ἑξῆς. Πάνω στὴ γῆ κινοῦνται στοὺς δρόμους αὐτοκίνητα καὶ κάθε μέρα συμβαίνουν συγκρούσεις· στὸ διάστημα, ποὺ ταξιδεύουν τόσα οὐράνια σώματα, πῶς δὲν συγκρούονται; Τὸ 1910 παρουσιάστηκε στὸν οὐρανὸ ὁ κομήτης τοῦ Χάλλεϋ καὶ οἱ ἀστρονόμοι ἔλεγαν ὅτι, ἂν ἡ οὐρά του μᾶς ἀγγίξῃ, ἡ γῆ θὰ καῇ. Ἀλλ’ ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι ἔτρεμαν ἀπὸ ἀγωνία, ὁ κομήτης πέρασε χωρὶς νὰ συγκρουσθῇ μὲ τὴ γῆ. Ἤμουν μικρὸ παιδάκι τριῶν ἐτῶν καὶ τὸν εἶδα κ’ ἐγώ. Ἦταν ἕνα φοβερὸ πρᾶγμα· κατέβαινε ἀπὸ τὰ οὐράνια κ’ εἶχε μιὰ μεγάλη οὐρά· σὰν χαρταετὸς ἦταν.
Ποιός τά ᾽φτειαξε ὅλ’ αὐτά, ποιός ἔκανε τὴν κτίσι ποὺ μᾶς περιβάλλει; Κάθε σπίτι τὸ κτίζει κάποιος κτίστης· ἐκεῖνος δὲ ποὺ κατασκεύασε τὸ σύμπαν εἶνε ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (ἔ.ἀ.). Γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶνε μικροὶ δημιουργοί, μικροὶ κτίσται· ἐκεῖνος εἶνε ὁ μέγας δημιουργός, ὁ μέγας «Κτίστης», καὶ γι᾽ αὐτὸ γράφεται μὲ κάππα κεφαλαῖο.
Ἂς ἀφήσουμε τὰ ἄλλα ἀστέρια κι ἂς μείνουμε στὴ γῆ. Αὐτὴ εἶνε τὸ διαμάντι τῆς δημιουργίας, τὰ ἄλλα ἀστέρια εἶνε χαλίκια. Ἐδῶ εἶνε ὅλα τὰ ὡραῖα. Αὐτὸ τὸ λέει ἡ Γραφή, ἀλλὰ κ’ ἡ ἐπιστήμη θὰ τὸ ἀποδείξῃ σιγά – σιγά. Ἐδῶ ὑπάρχει νερό, ἀέρας, ὀξυγόνο, βλάστησι, ζῷα, ψάρια, πουλιά. Στὸ φεγγάρι, ποὺ πῆγαν ἀστροναῦτες, βρῆκαν ξεραΰλα· ἔτσι εἶνε καὶ σ’ ὅλα τ᾽ ἀστέρια. Ἐδῶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὰ πάντα καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ ζήσουμε. Τί τοῦ ὀφείλουμε; Ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα ἀλληλούια.
Ἀλλὰ δὲ σᾶς εἶπα ἀκόμη τίποτα. Ὅλα αὐτὰ εἶνε ἡ μία κτίσις τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη, ἡ «νέα κτίσις». Ποιό εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο ἔργο τοῦ Θεοῦ; ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα, οἱ πλανῆτες, ἡ γῆ; Ποιό εἶνε τὸ ὑψηλότερο; Ἀλλοίμονο ἂν δὲν τὸ καταλάβουμε. Τὸ θαυμαστότερο εἶνε αὐτὸ ποὺ ἔγινε πάνω στὴ γῆ. Πόσα χρόνια γυρίζει αὐτὴ ἡ γῆ; Καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ πολλὰ ἔγιναν ἐπάνω στὸν φλοιό της. Τὸ πιὸ σπουδαῖο ὅμως εἶνε, ὅτι μιὰ φορὰ πάνω στὴ γῆ παρουσιάστηκε κάποιος, ποὺ δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος σὰν κ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ ἦταν κάτι παραπάνω· ἦταν ὁ Θεός. Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός! Δὲν ἦταν, ὅπως λένε μερικοί, ἕνας δάσκαλος, ἕνας κοινωνιολόγος, ἕνας φιλόσοφος. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Θεός. Αὐτὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του, ἡ διδασκαλία του, ἡ σταύρωσίς του, ἡ ἀνάστασίς του, τὸ Εὐαγγέλιό του.
Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, γιὰ ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ ἔκανες στὴ φύσι. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα σ᾽ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ χαμήλωσες καὶ κατέβηκες στὴ γῆ. Ἦλθες καὶ σταυρώθηκες, γιὰ νὰ μᾶς σώσῃς. Εἶσαι ὁ Σωτήρας, ὁ Λυτρωτής μας.
Καὶ πῶς ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ; «Ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός», λέει ὁ οἶκος ποὺ ἐξηγοῦμε. Γεννήθηκε δηλαδὴ ἀπὸ Παρθένο.
«Ἄσ’ τα, ρὲ παπᾶ, αὐτὰ τὰ παραμύθια!» μοῦ ᾽λεγε κάποιος σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Μακεδονίας ὅταν τὸ 1941-42 γύριζα βουνὰ καὶ λαγκάδια μὲ τ᾽ ἄρβυλά μου μὲ κίνδυνο θανάτου (ἦταν ἀφύλαχτος τότε ἡ πατρίδα καὶ μποροῦσαν νὰ σὲ ξαπλώσουν χάμω μὲ τὴν πρώτη ἁψιμαχία). Ἄσε, ρὲ παπᾶ, τὰ παραμύθια σας ἐδῶ πέρα. Πῶς εἶνε δυνατὸν μιὰ παρθένος, ποὺ δὲ γνώρισε ἄντρα, νὰ γεννήσῃ παιδί;… Ἔτσι μοῦ μιλοῦσε. Ἦταν Ἰούλιος μήνας κ’ ἕνας λαμπρὸς ἥλιος φώτιζε τὴ ματωμένη μας Μακεδονικὴ γῆ. Ἐκείνη τὴν ὥρα, καθὼς ἤμουν μόνος – ὁλομόναχος ἐκεῖ στὸ δωμάτιο κι αὐτὸς γαύγιζε σὰν σκύλος τῆς ἀθεΐας καὶ τοῦ ὑλισμοῦ, μὲ φώτισε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ λέω· ―Βλέπω ν’ ἀγγίζῃ τὸ κεφάλι σου ὁ ἥλιος. Δὲ μοῦ λές, πῶς μπῆκε μέσ᾽ στὸ σπίτι σου; Γιά κοίταξε, πῶς πέρασε τὸ τζάμι; Τὸ ἔσπασε; Ὄχι. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἥλιος περνάει τὸ τζάμι, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, πέρασε στὴ μήτρα τῆς Παναγίας παρθένου, «φυλάξας ταύτην ὥσπερ ἦν ἄφθορον», χωρὶς νὰ βλάψῃ τὴν παρθενία της. Ἰδού τὸ θαῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἄρχισε ἡ ἀνακαίνισις τοῦ κόσμου, ἡ «νέα κτίσις».
* * *
«Τὸ θαῦμα βλέποντες» σὲ ὑμνοῦμε καὶ σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ· εἶσαι σὺ ποὺ ἔφτειαξες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, τὶς πηγὲς καὶ τὴ θάλασσα, τὰ ἄνθη, τὰ ζῷα καὶ τὸν ἄνθρωπο. Πρὸ παντὸς ὅμως σ᾽ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ χαμήλωσες καὶ κατέβηκες στὴ γῆ σὰν ἀετός.
Κάποτε, ὅταν ἤμουν στὰ Γρεβενὰ καὶ περιώδευα στὴν Πίνδο, βλέπω πάνω ψηλὰ στὸν οὐρανὸ ἕνα μαῦρο σημαδάκι σὰν τελεία. Ἕνας τσοπάνος, ποὺ ἦταν κοντά μου, μοῦ λέει· —Τὸ βλέπεις αὐτό; εἶνε χρυσάετος. —Χρυσάετος; εἶπα μὲ θαυμασμό. —Περίμενε, λέει, καὶ θὰ δῇς. Ὁ ἀετὸς πράγματι χαμήλωνε διαρκῶς, καὶ τέλος νάτος πῆγε καὶ κάθησε πάνω σ᾽ ἕνα βράχο. Ἦταν ἕνα θαυμάσιο θέαμα μὲ συμβολικὴ σημασία· ἀετὸς παρουσιάστηκε τέσσερις – πέντε φορὲς στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, σὰν σημεῖο ὅτι πάνω ἐκεῖ κάποιοι ἄλλοι ἀετοὶ θ᾽ ἀνέβαιναν νὰ κάνουν τὸ θαῦμα τοῦ σαράντα. Θαύμασα τὸν ἀετό· τὸν εἶδα πρὸ παντός, μὲ τ’ ἀνοιχτὰ φτερά του σὲ σχῆμα σταυροῦ, σὰν σύμβολο τοῦ Χριστοῦ μας.
Νὰ ζοῦμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὡς «νέα κτίσις»· μὲ ὅπλο τὸ σταυρό, μὲ ἀγάπη στὴν πατρίδα, μὲ πίστι στὸ Θεό, μὲ ὁμόνοια καὶ ἑνότητα μεταξύ μας. Τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς σκεπάσῃ καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ φθάσουμε καὶ στὴν αἰώνιο πατρίδα μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Νικολάου Παπαγιάννη – Φλωρίνης 26-3-1976)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.