Ο πλουτος κατα την χριστιανικη αντιληψι
Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16,19-31)
Ο πλουτος κατα την χριστιανικη αντιληψι
«Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη» (Λουκ. 16,22)
ΟΙ ἄνθρωποι, ἀγαπητοί μου, σὲ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς γῆς κι ἂν κατοικοῦν καὶ ὁποιοδήποτε χρῶμα κι ἂν ἔχουν, ὅλοι μέσα τους ἔχουν ἕνα πόθο· θέλουν νὰ ζήσουν εὐτυχισμένοι. Παγκόσμιος εἶνε ὁ πόθος αὐτός. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ὅλοι συμφωνοῦν σ᾽ αὐτό, ἐν τούτοις ὑπάρχει διαφωνία ὡς πρὸς τὸ ποιό εἶνε ἐκεῖνο ποὺ δίνει τὴν εὐτυχία. Τὸ μέγα ἐρώτημα εἶνε· τί κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο;
Ἡ μεγάλη πλειονότης ―γιὰ νὰ μὴν πῶ τὸ σύνολο― τῆς ἀνθρωπότητος νομίζει ὅτι τὸ χρῆμα, τὰ λεφτά, κάνουν τὸν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο. Ἰδανικό τους ὁ πλουτισμός. Τοὺς ἀκοῦς καὶ λένε· Ἔχεις λεφτά; κάνεις ὅ,τι θέλεις. Μερικοὶ φθάνουν στὴν ἀσέβεια νὰ λένε· Ὅποιος ἔχει τὸ χαμοθεὸ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπ᾽ τὸ Θεό. Καὶ χαμοθεὸ ἐννοοῦν τὸ χρῆμα.
Ὅτι τὸ χρῆμα εἶνε μία δύναμις, κανείς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ. Ἀπὸ τὸ σημεῖο ὅμως αὐτὸ μέχρι τοῦ σημείου τὸ χρῆμα νὰ θεοποιῆται, δηλαδὴ ἀπὸ μέσον νὰ γίνεται σκοπὸς καὶ νὰ θεωρῆται ὡς τὸ κλειδὶ ποὺ λύνει ὅλα τὰ προβλήματα (ἀτομικά, οἰκογενειακά, κοινωνικά, παγκόσμια), ὑπάρχει μεγάλη ἀπόστασι.
Ἀλλ᾽ ἆραγε τὸ χρῆμα, ποὺ τοῦ ἀποδίδουν τέτοιες ἱκανότητες, εἶνε ἡ πηγὴ τῆς εὐτυχίας; Στὸ ἐρώτημα αὐτό, ἐὰν δηλαδὴ τὸ χρῆμα κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο, ἀπαντᾷ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. Ἐπ᾽ αὐτοῦ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ διατυπώσω μερικὲς σκέψεις.
* * *
Ὁ πλούσιος φαίνεται ὅτι κολυμπᾷ σὲ πέλαγος εὐτυχίας· γελᾷ, διασκεδάζει, γλεντᾷ τὴ ζωή. Ἀλλ᾽ αὐτὰ ἐξωτερικῶς. Στὸ βάθος ὑποφέρει. Μοιάζει μὲ ἕνα μῆλο, ποὺ ἀπ᾽ ἔξω φαίνεται γερό, ἀλλὰ μέσα ἔχει σκουλήκι. Ἔτσι εἶνε κι ὁ πλούσιος· ἕνα ὡραῖο μῆλο, ἀλλὰ μέσα σκουλήκια τὸν κατατρῶνε. Ποιά σκουλήκια;
⃝ Πρῶτα – πρῶτα τὸ χρῆμα εἶνε μιὰ δίψα ἄσβηστη, βασανιστική. Κι ὅταν λέω χρῆμα, δὲν ἐννοῶ τὰ λίγα ἐκεῖνα ποὺ ἐξοικονομεῖ κανεὶς μὲ κόπο καὶ ἱδρῶτα γιὰ νὰ ζήσῃ τὴν οἰκογένειά του· αὐτὰ εἶνε εὐλογημένα. Ἐννοῶ τὰ μεγάλα πλούτη, ποὺ προσπαθεῖ νὰ μαζέψῃ μὲ κάθε τρόπο ἡ πλεονεξία. Αὐτὸς ὁ ἔρωτας γιὰ τὸ χρῆμα εἶνε τυραννία· δὲν ὑπάρχει πάθος πιὸ βασανιστικό. Ὁ ἔρωτας τῆς σαρκός, γιὰ τὴ γυναῖκα ἢ τὸν ἄντρα, ἔρχεται ὥρα ποὺ σβήνει· ἀλλὰ ὁ ἔρωτας τοῦ χρήματος εἶνε κάτι δαιμονικό, δὲν σβήνει. Ἔχει κάποιος ἕνα ἑκατομμύριο; δὲν ἱκανοποιεῖται, θέλει νὰ τὸ κάνῃ δύο· ἔχει δύο ἑκατομμύρια; δὲν ἡσυχάζει, θέλει νὰ τὰ κάνῃ τέσσερα· ἔχει τέσσερα; θέλει νὰ τὰ κάνῃ ὀχτώ… Ἄσβηστη δίψα. Ὅσο ὁ διψασμένος μπορεῖ νὰ ξεδιψάσῃ μὲ θαλασσόνερο, ἄλλο τόσο μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθῇ κάποιος αὐξάνοντας τὰ πλούτη. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια «Φτάνει πιά, δὲν θέλω τὰ νερά σας»· ὁ ᾅδης μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροθάφτες «Φτάνει πιά, δὲν θέλω ἄλλα πτώματα»· ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία, ἡ δίψα τοῦ χρήματος, ποτέ δὲν θὰ πῇ «φτάνει». Τί εἶνε λοιπὸν αὐτὴ ἡ δίψα, εὐτυχία; Κάθε ἄλλο.
⃝ Τὸ χρῆμα ὅμως ἔχει κ᾽ ἕνα ἄλλο κακό. Κι αὐτὸ εἶνε ἡ ἀγωνία. Ὁ φτωχὸς κοιμᾶται ἥσυχος, ὁ πλούσιος δὲν κοιμᾶται. Φοβᾶται τὴ μέρα, φοβᾶται τὴ νύχτα. Φοβᾶται μήπως κλέφτες διαρρήξουν τὰ χρηματοκιβώτιά του καὶ πάρουν τοὺς θησαυρούς του. Φοβᾶται μήπως καμμιὰ οἰκονομικὴ κρίσι, κανένας πληθωρισμός, καμμιὰ χρεωκοπία, τὸν κάνουν ξαφνικὰ φτωχό. Διότι τὸ χρῆμα δὲν ἔχει μόνιμο κάτοχο. Ὀρθῶς οἱ Ἀμερικανοὶ στὴν ὀπισθία πλευρὰ τοῦ δολλαρίου ἔχουν ζωγραφίσει ἕνα πουλί· αὐτὸ σημαίνει, ὅτι τὸ χρῆμα εἶνε σὰν τὸ πουλί, πετάει ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, φεύγει ἀπὸ οἰκογένεια σὲ οἰκογένεια, ἀπὸ ἔθνος σὲ ἔθνος, δὲν κάθεται μονίμως πουθενά. Τὸ χρῆμα, ποὺ κρατᾷς, εἶνε ἀσταθές· ἔχει ἀλλάξει καὶ θ᾽ ἀλλάξῃ ἀκόμα χιλιάδες χέρια. Δὲν μπορεῖς νὰ στηρίξῃς σ᾽ αὐτὸ τὴν εὐτυχία σου.
⃝ Τὸ χρῆμα δημιουργεῖ δίψα ἄσβεστη, ἀγωνία καὶ ἀναστάτωσι. Εἶνε ἀκόμα πολὺ ἐπικίνδυνο, διότι σπρώχνει σὲ ἀνομίες καὶ μεγάλες συμφορές. Αὐτὸς ποὺ λατρεύει τὸ χρῆμα θὰ κάνῃ πολλὰ ἐγκλήματα· γιὰ νὰ κερδίσῃ λίγα κέρματα, θὰ κλέψῃ, θὰ ἀπατήσῃ, θὰ πῇ ψέματα, θὰ ὁρκιστῇ στὸ δικαστήριο παλαμίζοντας τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ νοθεύσῃ τὰ φάρμακα ἢ τὰ τρόφιμα, θὰ πλαστογραφήσῃ, θὰ γίνῃ φοροφυγάς. Τὸ τελευταῖο αὐτὸ ποιός τὸ σκέπτεται; Μία ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες στὶς ὁποῖες σπρώχνει ἡ φιλαργυρία εἶνε ὅτι ὅλοι σχεδὸν οἱ Ἕλληνες, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, εἶνε φοροφυγάδες· δὲν εἶνε συνεπεῖς στὶς ὑποχρεώσεις πρὸς τὴν πατρίδα, ἐξαπατοῦν τὸ δημόσιο. Αὐτὸ δὲν συμβαίνει ἀλλοῦ· ὁ Ἰσραηλίτης λ.χ. θεωρεῖ θανάσιμο ἁμάρτημα ν᾽ ἀποφύγῃ τὴ φορολογία, δίνει στὸ κράτος μὲ τὸ παραπάνω ὅ,τι ὀφείλει. Ἐδῶ οἱ πλεῖστοι κάνουν ψευδεῖς δηλώσεις στὴν ἐφορία. Ἔπειτα ὅμως θέλουμε νὰ ἔχουμε σχολεῖα, στρατό, Ἑλλάδα ἔνδοξη, μὲ τὸ ἀζημίωτο οἱ τσιγγούνηδες! Κλέβουμε τὸ κράτος. Καὶ ποιά ἡ αἰτία; Ἡ μανία τοῦ χρήματος. Διότι αὐτὸς ποὺ ἔχει νικηθῆ ἀπὸ τὸ χρῆμα φθάνει στὸ σημεῖο καὶ τὴν πατρίδα νὰ πουλήσῃ καὶ νὰ γίνῃ Ἐφιάλτης, καὶ τὸ Χριστὸ ἀκόμα πουλάει καὶ γίνεται Ἰούδας γιὰ τριάκοντα ἀργύρια.
⃝ Τὸ χρῆμα δίψα ἄσβεστος, ἔρωτας ἁμαρτωλός, ἀγωνία ψυχῆς, θηρίο ἀνυπόφορο, ῥίζα ἁμαρτημάτων πολλῶν καὶ ἐγκλημάτων. Αὐτὸ κάνει τοὺς πολέμους. Καὶ αὐτοὶ οἱ παγκόσμιοι πόλεμοι, τόσο ὁ πρῶτος ὅσο καὶ ὁ δεύτερος, ῥίζα εἶχαν τὸν πόθο τοῦ πλούτου. Τὰ πετρέλαια, τὰ κάρβουνα, οἱ πλουτοπαραγωγικὲς πηγές, αὐτὰ ἦταν κυρίως τὰ αἴτια ποὺ ἐξερράγησαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι.
⃝ Τὸ χρῆμα ἔχει κι ἄλλη μία ἀδυναμία· δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσῃ τοὺς βαθυτέρους πόθους τοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε φτωχὸ γιὰ ν᾽ ἀπαντήσῃ στὰ αἰτήματα αὐτά. Αὐτὸ θέλει νὰ διδάξῃ ὁ ἀρχαῖος μῦθος τοῦ Μίδα, ποὺ ζήτησε ὅ,τι ἀγγίζει νὰ γίνεται χρυσάφι, ἀλλὰ σύντομα μετάνοιωσε· πῆγε τὸ μεσημέρι στὸ σπίτι νὰ φάῃ, ἄγγιξε τὸ ψωμί, ἔγινε χρυσάφι καὶ θὰ πέθαινε τῆς πείνας. Καὶ ἡ ἀνθρωπότης, σὰν ἄλλος Μίδας, κινδυνεύει νὰ πεθάνῃ ἐπάνω στὸ σωρὸ τῶν νομισμάτων τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ νόμισε ὅτι θὰ τὴν κάνουν εὐτυχισμένη.
⃝ Ἐκεῖ ὅμως ποὺ τὸ χρῆμα ἀποδεικνύεται τελείως ἀδύναμο καὶ ἀσθενές, εἶνε ἡ ὥρα – ποιά ὥρα; Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Ὤ ἡ ὥρα αὐτή! Ἔρχεται στὸ φτωχό, γιὰ νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς· ἔρχεται στὸν ἀσθενῆ, γιὰ νὰ θέσῃ τέρμα στὴν ἀνίατη ἀρρώστια του· ἔρχεται στὸ γενναῖο μαχητὴ ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς μάχης, γιὰ νὰ τὸν ἀνεβάσῃ στὸ πάνθεο τῶν ἡρώων. Γιὰ τὸν πλούσιο ὅμως ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶνε τρομερή, κατ᾽ ἐξοχὴν τρομερή. Ἐκεῖ ποὺ γλεντάει καὶ διασκεδάζει καὶ καταστρώνει σχέδια καὶ πυργώνει ὄνειρα, τότε, σὲ ὥρα «ἀκατάλληλη», χτυπάει τὴν πόρτα του ὁ κακὸς ἐπισκέπτης, ὁ θάνατος, καὶ τοῦ λέει· Ἦρθα νὰ σὲ πάρω! Καὶ τότε, ὅσο πλούσιος καὶ νὰ εἶνε, δὲν μπορεῖ μὲ ὅλα τὰ χρήματά του νὰ παρατείνῃ τὴ ζωή του οὔτε μία ὥρα παραπέρα. Φεύγεις, ἄφρον πλούσιε, «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. 12,20). Ἔτσι συνέβη σ᾽ ἕνα ἀνάκτορο τῆς Ἀσίας, ποὺ διασκέδαζε ἕνας πλουσιώτατος βασιλιᾶς, ὁ Βαλτάσαρ. Ἐπάνω στὸ ζενὶθ τῆς εὐτυχίας του, ξαφνικὰ ἕνα χέρι ἀόρατο ἔγραψε στὸν τοῖχο τρεῖς λέξεις· «μανή, θεκέλ, φάρες», «μετρήθηκες, ζυγίστηκες καὶ βρέθηκες λειψός, ἡ βασιλεία σου καταλύεται» (Δαν. 5,25). Καὶ ὄντως τὸ ἴδιο βράδυ τὸν σκότωσαν καὶ ἡ αὐτοκρατορία του διαλύθηκε.
* * *
Ὅλα τ᾽ ἀγοράζει κανεὶς μὲ τὸ χρῆμα, ἀγαπητοί μου· ἕνα δὲν ἀγοράζει, τὴν εὐτυχία. Ἡ εὐτυχία δὲν εἶνε στὸ χρῆμα. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (᾿Εκκλ. 1,2). Κάντε ἕνα περίπατο στὸ νεκροταφεῖο, νὰ δῆτε ποῦ εἶνε οἱ πλούσιοι. Τὰ ἄνομα πλούτη εἶνε κατάρα. Τὰ πολλὰ χρήματα δὲν εἶνε τοῦ Χριστοῦ· μὲ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν γίνεσαι πλούσιος. Καὶ οἱ πλεονέκτες πλούσιοι ἔχουν συχνὰ τέλος οἰκτρό· στατιστικὲς δείχνουν, ὅτι αὐτοκτονοῦν ὄχι τόσο φτωχοὶ ὅσο πλούσιοι.
Ποιός λοιπὸν εἶνε εὐτυχισμένος; Ὁ Λάζαρος. Αὐτὸς ὁ φτωχὸς εἶχε ἕναν ἄλλο πλοῦτο. Πλοῦτος, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τὸ χρῆμα· εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό, ἡ ζωὴ ἐν Χριστῷ, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τὰ ὑλικὰ πλούτη τοῦ κόσμου τούτου δὲν ἔχουν ἀξία, ἡ ἀξία δὲν εἶνε στὴν ὕλη· ἡ ἀξία βρίσκεται στὸ πνεῦμα, στὴν ψυχή, στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ μᾶς λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὰ πλούτη τοῦ πλουσίου δὲν στάθηκαν ἱκανὰ νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν τὴ μακαριότητα στὴν αἰώνιο ζωή. Ἐνῷ ὁ φτωχὸς ἀλλὰ πιστὸς Λάζαρος ἀξιώθηκε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀξιώθηκε νὰ εἶνε στὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ, ἀξιώθηκε νὰ δῇ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Εἴθε κ᾽ ἐμεῖς μιὰ μέρα νὰ βρεθοῦμε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸ Λάζαρο καὶ ν᾽ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ· ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 30-10-1977)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.