ANAMNHΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΕΡΟΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΤΟ 1942. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ «ΣΠΙΘΑ»
――――――― ««« 5 »»» ―――――――
1942-1943 Βέροια
῏Ηταν ἡ πρώτη χρονιὰ τῆς γερμανικῆς κατοχῆς. ῾Η «Παλαιὰ Μητρόπολη» ἐκεῖ στὴν Κεντρικὴ ὁδὸ ποὺ κάποτε τὴ λέγανε «ὁδὸ ᾿Ελευθερίας» καὶ ἀργότερα «Βασιλέως Κων/νου», μόλις εἶχε ἀνασάνει ἀπὸ τὶς ἀλλεπάλληλες βεβηλώσεις. Πρῶτες οἱ στρατιωτικές μας ὑπηρεσίες κατέστησαν τὸ θαυμάσιο Μνημεῖο ἀποθήκη τροφίμων, ἀπὸ ὅπου οἱ μονάδες τοῦ στρατοῦ ἀντλοῦσαν τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν κάλυψη τῆς καθημερινῆς τους χρείας. ῎Επειτα οἱ κατακτητὲς σταύλιζαν στὴν μεγαλοπρεπῆ αἴθουσα τὰ καθαρόαιμα ἄτια τοῦ γερμανικοῦ στρατοῦ.
Λίγους μῆνες ἀργότερα, μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ τότε δημάρχου καὶ τὶς φροντίδες τῶν μελῶν τῆς «Χριστιανικῆς Ἑνώσεως» τὸ Μνημεῖο ἄλλαξε χρήση καὶ μετατράπηκε σὲ χῶρο θρησκευτικῶν συναθροίσεων.
᾿Εκεῖ, λοιπόν, ἦλθε καὶ μίλησε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος, ἐντυπωσιάζοντας τὸ ἀκροατήριό του. Στὴ μνήμη μου παρέμειναν ἀνεξίτηλες οἱ συζητήσεις ἐκείνων πού, βγαίνοντας ἀπὸ τὴν αἴθουσα, κάναν τὴν κριτική τους στὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο, μπροστὰ στὸ ἀρτοποιεῖο μας καὶ δίπλα στὸν ὑποφαινόμενο ποὺ ἐκτελοῦσε τότε χρέη ἀρτοπώλη.
Οἱ κριτικές, γιὰ τὸν ἱεροκήρυκα καὶ γιὰ τὸ κήρυγμα ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο εἶχαν ἀκούσει, ἔφθαναν στ᾿ αὐτιά μου ἐνθουσιώδεις. Στὰ λόγια τοῦ κόσμου ἀντιλαμβανόσουν τὴν προσδοκία καὶ τὶς ἐλπίδες γιὰ μιὰ πνευματικὴ ἀνάταση.
῎Αφησα τὴ θέση τοῦ ἀρτοπώλη καὶ προχώρησα κατευθύνοντας τὸ βλέμμα μου στὴν εἴσοδο τοῦ παλαιοῦ ναοῦ ἀπ᾿ ὅπου θὰ φαινόταν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ ὁ Αὐγουστῖνος.
῎Ηθελα τόσο πολὺ νὰ δῶ ἀπὸ κοντὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ μὲ τὸ λόγο του κατόρθωσε νὰ μπαίνει στὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων.
Τὸ ἴδιο βράδυ στὸ πατρικό μας σπίτι, δὲ σταματοῦσα νὰ διαλαλῶ τὸ νέο τῆς ἡμέρας: «Εἶδα τὸν ἱεροκήρυκα! Εἶδα τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο!».
ΟΡΕΣΤΗΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
ἰατρός, ἀντινομάρχης ᾿Ημαθίας
(περιοδικὸ «Πελεκὰν» Βεροίας, φ. 52/Ἰούλ.-Αὔγουστος 2005, σ. 4)
1943 Βέροια
῏Ηταν τότε στὴ δεκαετία τοῦ 40-50. ῾Η χώρα τελοῦσε ὑπὸ γερμανικὴ κατοχή. Πολὺ δύσκολοι καιροί: Πεῖνα, ἀνέχεια, φτώχεια, δολοφονίες καὶ αἰματοχυσία, ἀλλὰ καὶ καταστροφικὸς ἀλληλοσπαραγμός.
Σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιρούς, προτρέχει στὴ Βέροια ἡ φήμη ἑνὸς φλογεροῦ ἱερωμένου, τοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη, ὁ ὁποῖος κάποια στιγμὴ καταφθάνει στὴν πόλι μας, τὴν ὥρα ποὺ ἐπικρατεῖ ἡ κατήφεια τῆς σκλαβιᾶς καὶ τοῦ πόνου. Τὸ δυναμικό του κήρυγμα ἀναπτερώνει τὸ ἠθικὸ τοῦ πονεμένου καὶ βασανισμένου χριστιανοῦ καὶ ρίχνει βάλσαμο στὶς ψυχὲς τῶν κατατρεγμένων. ῞Οσοι τὸ ζήσαμε, καί κυρίως ἐμεῖς —παιδιὰ τότε—, διατηροῦμε ζωηρὴ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ «δυναμικοῦ καὶ φλογεροῦ ἱερωμένου». Πράγματι αὐτὴ ἡ ἀσκητικὴ μορφὴ τοῦ ἀποστεωμένου, ἀλλὰ ψυχικὰ δυνατοῦ, μᾶς γοητεύει ὅλους καὶ προπάντων τοὺς νεώτερους, ποὺ προσδοκοῦν καὶ ὀνειρεύονται ἕναν κόσμο δίκαιο, ἐλεύθερο καὶ εἰρηνικό. Στὴ δημόσια κριτική του, ποὺ πάντα ἀσκεῖ στὸ κήρυγμά του, δὲν μασᾶ τὰ λόγια του, δὲν ὁμιλεῖ μὲ ὑπονοούμενα.
Κατονομάζει ὅλους, ἀκόμα καὶ τοὺς ἱερωμένους, μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἰδιαίτερα αὐστηρός. Καταγγέλλει τὴν ὑποκρισία ποὺ κυριαρχεῖ. ῾Ο λόγος του εἶναι πάντα ἐναρμονισμένος μὲ ὅσα δίδαξε ὁ ᾿Ενανθρωπήσας Χριστός, καὶ δὲν παρεκκλίνει ἀπὸ αὐτὸν οὔτε «ἐπὶ ἐλάχιστον». Πρὸ πάντων ὅμως διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του· καὶ αὐτὸ εἶναι, ἴσως, τὸ σπουδαιότερο στοιχεῖο ποὺ τὸν χαρακτηρίζει, τόσο σπάνιο στοὺς ἀνθρώπους, κυρίως στὴν ἐποχή μας. Τὸ τονίζω αὐτό, μὲ τὸν ἑαυτό του εἶναι περισσότερο αὐστηρὸς παρὰ μὲ τοὺς ἄλλους. Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἀδέκαστη πρῶτα μὲ τὸν ἑαυτό του μορφή, δἐχθηκε πολλοὺς διωγμοὺς καὶ πάμπολλες διώξεις, κυρίως ἀπὸ ἱερωμένους (ἂν δὲν κάνω λάθος).
Δὲν πτοήθηκε ὅμως ποτέ. Κάθε φορὰ ποὺ ἀνέβαζε τοὺς τόνους τῆς κριτικῆς του, ἔλεγε ἀλλὰ καὶ ἔγραφε στὸ ἐκδιδόμενο, μὲ δαπάνη του, ἔντυπο, τὴν «ΣΠΙΘΑ»: «῎Εχουμε τὶς ἀποσκευές μας ἔτοιμες (ποιές ἀποσκευὲς εἶχε ἆραγε αὐτὸς ὁ τόσο λιτὸς ἄνθρωπος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ξεθωριασμένο ράσο του;) γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὶς φυλακές». ᾿Απ᾿ ὅ,τι θυμᾶμαι, δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ διώχθηκε, φυλακίστηκε καὶ λοιδορήθηκε ἀδίκως. Πρέπει ἐδῶ νὰ ὁμολογήσω, ὅτι ὁ «ἐπαναστάτης» ἱεροκῆρυξ Αὐγουστῖνος Καντιώτης εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους ἱερωμένους ποὺ γνώρισα, ποὺ τὸ κήρυγμά του καὶ οἱ πράξεις του ἦταν σὲ ἀπόλυτη, θὰ ἔλεγα, ἁρμονία. Γι᾿ αὐτὸ ἦταν πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λάτρεψαν καὶ τὸν ἀκολούθησαν.
Κάθε κήρυγμά του ἦταν ἕνα γεγονός, γιατὶ ἦταν θαυμαστὴ ἡ εὐφράδειά του. ῾Ο συναρπαστικὸς καὶ δυναμικὸς θεῖος λόγος του γοήτευε καὶ αἰχμαλώτιζε τὸ ἀκροατήριό του. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, οἱ ναοὶ ἦταν πάντοτε ὑπερπλήρεις ἀπὸ ἀνθρώπους κάθε τάξης, μόρφωσης καὶ καταγωγῆς —πρωτοφανὲς γιὰ τὰ χρονικὰ τῆς πόλης τὴν ἐποχὴ ἐκείνη—. Θὰ κλείσω αὐτὴ τὴν ἀναδρομὴ στὰ χρόνια ἐκεῖνα μὲ ἕνα περιστατικό, τοῦ ὁποίου ἦμουν αὐτόπτης μάρτυς:
῏Ηταν Μεγάλη Παρασκευή. Μετὰ τὴ σύντομη, πέριξ τοῦ ναοῦ, περιφορὰ τοῦ ᾿Επιταφίου (λόγω κατοχῆς) ὁ ἐφημέριος τοῦ ναοῦ τῆς ῾Αγ. Τριάδος Βεροίας, μετὰ τὴν ἀπόλυση, στάθηκε μπροστὰ στὴν ῾Ωραία Πύλη, κρατώντας στὰ χέρια του τὸν Χρυσιποίκιλτο ᾿Επιτάφιο, τὸν ὁποῖο προσκυνοῦσαν οἱ πιστοί, ἀφήνοντας ἐντὸς αὐτοῦ τὸν ὀβολόν τους. ᾿Αφοῦ τελείωσε ἡ διαδικασία αὐτή, ὁ ἱερέας ἐναπόθεσε τὸν ᾿Επιτάφιο μὲ τὰ κέρματα πάνω στὴν ῾Αγία Τράπεζα. Τότε, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ὁ π. Αὐγουστῖνος πετάχθηκε ἀπὸ τὴ θέση του, ἔπιασε τὸν ᾿Επιτάφιο ἀπὸ τὰ ἄκρα καὶ τίναξε τὰ κέρματα, ποὺ μὲ θόρυβο σκορπίστηκαν στὸ μαρμάρινο δάπεδο, λέγοντας στὸν ἱερέα: «Μάζεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια».
Σωστὴ καὶ δίκαιη ἡ ἐνέργειά του· λίγο ἀκραία ἴσως καὶ σκληρή, ὅμως αὐτὸς εἶναι ὁ π. Αὐγουστῖνος. Φαινόμενο σκληροῦ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ πρὸ πάντων μὲ τὸν ἑαυτό του. Κατὰ τὴ γνώμη μου, ὁ καλύτερος τρόπος διδασκαλίας εἶναι τὸ παράδειγμα, τὸ πρότυπο· τὰ ἄλλα ἕπονται.
Σήμερα, δυστυχῶς, ποὺ οἱ εἰκόνες (τηλεόραση, ἔντυπα κ.λπ.) βομβαρδίζουν κυριολεκτικὰ τὸν ἄνθρωπο ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο, τὰ πρότυπα εἶναι παντοῦ ἀρνητικά. Προβάλλονται φορτικὰ οἱ διαστροφές, τὰ ἐγκλήματα, οἱ ἀπάτες, τὸ ψεῦδος καὶ ἡ κραιπάλη. ᾿Αντίθετα καταπνίγονται ἡ ἐντιμότητα, ἡ ἠθική, ἡ ἁγνότητα καὶ ὁ ἀνθρωπισμός. ᾿Απὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς τὰ ἀποτελέσματα εἶναι τραγικά. Τὸ ἀντιλαμβάνεται κάθε νοήμων ἄνθρωπος. Καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι εὔλογο: Ποῦ πάει ἡ σημερινὴ κοινωνία;
(περιοδικὸ «Πελεκὰν» Βεροίας, φ. 59/Σεπτ.-Ὀκτώβριος 2006, σ. 3)
Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Ξέχωρη μορφὴ ῾Ιερωμένου
Πολλοὶ Βεροιεῖς δὲν ξεχνοῦν τὸ πέρασμα τοῦ πρώην Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτη ἀπὸ τὴν ῾Ιερὰ Μητρόπολη Βεροίας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρχιμ. ἱεροκῆρυξ αὐτῆς (τὸ 1943).
῏Ηταν τότε στὴ δεκαετία τοῦ 40-50. ῾Η χώρα τελοῦσε ὑπὸ γερμανικὴ κατοχή. Πολὺ δύσκολοι καιροί: Πεῖνα, ἀνέχεια, φτώχεια, δολοφονίες καὶ αἰματοχυσία, ἀλλὰ καὶ καταστροφικὸς ἀλληλοσπαραγμός.
Σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιρούς, προτρέχει στὴ Βέροια ἡ φήμη ἑνὸς φλογεροῦ ἱερωμένου, τοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη, ὁ ὁποῖος κάποια στιγμὴ καταφθάνει στὴν πόλι μας, τὴν ὥρα ποὺ ἐπικρατεῖ ἡ κατήφεια τῆς σκλαβιὰς καὶ τοῦ πόνου. Τὸ δυναμικό του κήρυγμα ἀναπτερώνει τὸ ἠθικὸ τοῦ πονεμένου καὶ βασανισμένου χριστιανοῦ καὶ ρίχνει βάλσαμο στὶς ψυχὲς τῶν κατατρεγμένων. ῞Οσοι τὸ ζήσαμε, καί κυρίως ἐμεῖς —παιδιὰ τότε—, διατηροῦμε ζωηρὴ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ «δυναμικοῦ καὶ φλογεροῦ ἱερωμένου». Πράγματι αὐτὴ ἡ ἀσκητικὴ μορφὴ τοῦ ἀποστεωμένου, ἀλλὰ ψυχικὰ δυνατοῦ, μᾶς γοητεύει ὅλους καὶ προπάντων τοὺς νεώτερους, ποὺ προσδοκοῦν καὶ ὀνειρεύονται ἕναν κόσμο δίκαιο, ἐλεύθερο καὶ εἰρηνικό. Στὴ δημόσια κριτική του, ποὺ πάντα ἀσκεῖ στὸ κήρυγμά του, δὲν μασᾶ τὰ λόγια του, δὲν ὁμιλεῖ μὲ ὑπονοούμενα.
Κατονομάζει ὅλους, ἀκόμα καὶ τοὺς ἱερωμένους, μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἰδιαίτερα αὐστηρός. Καταγγέλλει τὴν ὑποκρισία ποὺ κυριαρχεῖ. ῾Ο λόγος του εἶναι πάντα ἐναρμονισμένος μὲ ὅσα δίδαξε ὁ ᾿Ενανθρωπήσας Χριστός, καὶ δὲν παρεκκλίνει ἀπὸ αὐτὸν οὔτε «ἐπὶ ἐλάχιστον». Πρὸ πάντων ὅμως διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του· καὶ αὐτὸ εἶναι, ἴσως, τὸ σπουδαιότερο στοιχεῖο ποὺ τὸν χαρακτηρίζει, τόσο σπάνιο στοὺς ἀνθρώπους, κυρίως στὴν ἐποχή μας. Τὸ τονίζω αὐτό, μὲ τὸν ἑαυτό του εἶναι περισσότερο αὐστηρὸς παρὰ μὲ τοὺς ἄλλους. Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἀδέκαστη πρῶτα μὲ τὸν ἑαυτό του μορφή, δἐχθηκε πολλοὺς διωγμοὺς καὶ πάμπολλες διώξεις, κυρίως ἀπὸ ἱερωμένους (ἂν δὲν κάνω λάθος).
Δὲν πτοήθηκε ὅμως ποτέ. Κάθε φορὰ ποὺ ἀνέβαζε τοὺς τόνους τῆς κριτικῆς του, ἔλεγε ἀλλὰ καὶ ἔγραφε στὸ ἐκδιδόμενο, μὲ δαπάνη του, ἔντυπο, τὴν «ΣΠΙΘΑ»: «῎Εχουμε τὶς ἀποσκευές μας ἔτοιμες (ποιές ἀποσκευὲς εἶχε ἆραγε αὐτὸς ὁ τόσο λιτὸς ἄνθρωπος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ξεθωριασμένο ράσο του;) γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὶς φυλακές». ᾿Απ᾿ ὅ,τι θυμᾶμαι, δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ διώχθηκε, φυλακίστηκε καὶ λοιδορήθηκε ἀδίκως. Πρέπει ἐδῶ νὰ ὁμολογήσω, ὅτι ὁ «ἐπαναστάτης» ἱεροκῆρυξ Αὐγουστῖνος Καντιώτης εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους ἱερωμένους ποὺ γνώρισα, ποὺ τὸ κήρυγμά του καὶ οἱ πράξεις του ἦταν σὲ ἀπόλυτη, θὰ ἔλεγα, ἁρμονία. Γι᾿ αὐτὸ ἦταν πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λάτρεψαν καὶ τὸν ἀκολούθησαν.
Κάθε κήρυγμά του ἦταν ἕνα γεγονός, γιατὶ ἦταν θαυμαστὴ ἡ εὐφράδειά του. ῾Ο συναρπαστικὸς καὶ δυναμικὸς θεῖος λόγος του γοήτευε καὶ αἰχμαλώτιζε τὸ ἀκροατήριό του. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, οἱ ναοὶ ἦταν πάντοτε ὑπερπλήρεις ἀπὸ ἀνθρώπους κάθε τάξης, μόρφωσης καὶ καταγωγῆς —πρωτοφανὲς γιὰ τὰ χρονικὰ τῆς πόλης τὴν ἐποχὴ ἐκείνη—. Θὰ κλείσω αὐτὴ τὴν ἀναδρομὴ στὰ χρόνια ἐκεῖνα μὲ ἕνα περιστατικό, τοῦ ὁποίου ἦμουν αὐτόπτης μάρτυς:
῏Ηταν Μεγάλη Παρασκευή. Μετὰ τὴ σύντομη, πέριξ τοῦ ναοῦ, περιφορὰ τοῦ ᾿Επιταφίου (λόγω κατοχῆς) ὁ ἐφημέριος τοῦ ναοῦ τῆς ῾Αγ. Τριάδος Βεροίας, μετὰ τὴν ἀπόλυση, στάθηκε μπροστὰ στὴν ῾Ωραία Πύλη, κρατώντας στὰ χέρια του τὸν Χρυσιποίκιλτο ᾿Επιτάφιο, τὸν ὁποῖο προσκυνοῦσαν οἱ πιστοί, ἀφήνοντας ἐντὸς αὐτοῦ τὸν ὀβολόν τους. ᾿Αφοῦ τελείωσε ἡ διαδικασία αὐτή, ὁ ἱερέας ἐναπόθεσε τὸν ᾿Επιτάφιο μὲ τὰ κέρματα πάνω στὴν ῾Αγία Τράπεζα. Τότε, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ὁ π. Αὐγουστῖνος πετάχθηκε ἀπὸ τὴ θέση του, ἔπιασε τὸν ᾿Επιτάφιο ἀπὸ τὰ ἄκρα καὶ τίναξε τὰ κέρματα, ποὺ μὲ θόρυβο σκορπίστηκαν στὸ μαρμάρινο δάπεδο, λέγοντας στὸν ἱερέα: «Μάζεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια».
Σωστὴ καὶ δίκαιη ἡ ἐνέργειά του· λίγο ἀκραία ἴσως καὶ σκληρή, ὅμως αὐτὸς εἶναι ὁ π. Αὐγουστῖνος. Φαινόμενο σκληροῦ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ πρὸ πάντων μὲ τὸν ἑαυτό του. Κατὰ τὴ γνώμη μου, ὁ καλύτερος τρόπος διδασκαλίας εἶναι τὸ παράδειγμα, τὸ πρότυπο· τὰ ἄλλα ἕπονται.
Σήμερα, δυστυχῶς, ποὺ οἱ εἰκόνες (τηλεόραση, ἔντυπα κ.λπ.) βομβαρδίζουν κυριολεκτικὰ τὸν ἄνθρωπο ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο, τὰ πρότυπα εἶναι παντοῦ ἀρνητικά. Προβάλλονται φορτικὰ οἱ διαστροφές, τὰ ἐγκλήματα, οἱ ἀπάτες, τὸ ψεῦδος καὶ ἡ κραιπάλη. ᾿Αντίθετα καταπνίγονται ἡ ἐντιμότητα, ἡ ἠθική, ἡ ἁγνότητα καὶ ὁ ἀνθρωπισμός. ᾿Απὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς τὰ ἀποτελέσματα εἶναι τραγικά. Τὸ ἀντιλαμβάνεται κάθε νοήμων ἄνθρωπος. Καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι εὔλογο: Ποῦ πάει ἡ σημερινὴ κοινωνία;
(περιοδικὸ «Πελεκὰν» Βεροίας, φ. 59/Σεπτ.-Ὀκτώβριος 2006, σ. 3)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.