ΠΕΡΙ ΜΑΓΩΝ – БЕСЕДА О МУДРАЦИМА
Σύναξις Υπερ. Θεοτόκου (Mατθ. 2,13-23)
ΠΕΡΙ ΜΑΓΩΝ
«Αναχωρησάντων των μάγων (Mατθ. 2,13)
ΘΑ προσπαθήσω νὰ μιλήσω ὅσο μπορῶ ἁπλᾶ παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς πρῶτες λέξεις τοῦ εὐαγγελίου «Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων…» (Ματθ. 2,13). Οἱ μάγοι, λέει, ποὺ ἦρθαν νὰ προσκυνήσουν τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἀνεχώρησαν γιὰ τὴν πατρίδα τους. Ἡ λέξι «μάγων» μᾶς δίνει ἀφορμὴ νὰ θίξουμε ἕνα σοβαρὸ ζήτημα, νὰ μιλήσουμε περὶ τῆς μαγείας. Θὰ ποῦμε πρῶτον τί εἶνε ἡ μαγεία καὶ ποιά ἡ διάδοσί της, δεύτερον θὰ δοῦμε πῶς οἱ ἄνθρωποι μένουν ἀκάλυπτοι στὶς ἀπειλές της, καὶ τρίτον ποιά τὰ ὅπλα τοῦ πιστοῦ κατ᾿ αὐτῆς.
* * *
Α΄. Ἡ μαγεία καὶ ἡ διάδοσί της. Οἱ μάγοι εἶνε σκοτεινὰ πρόσωπα. Ἔχουν ἐπικοινωνία, «ἀσύρματο», μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Λένε λόγια ἀκατάληπτα, δαιμονικὲς προσευχὲς καὶ ξόρκια. Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς φοροῦν εἰδικὲς στολές, κρατοῦν κρανία, ἀνάβουν κεριά, χρησιμοποιοῦν λάδια, σαπούνια, καρφιά, χτένια, τρίχες καὶ ἄλλα. Ἔτσι κάνουν μάγια διάφορα. Προκαλοῦν ζημιὲς σὲ ἀνθρώπους καὶ ζῷα, σὲ δέντρα καὶ καλλιέργειες. Εἶνε καταστρεπτικὰ ὄντα οἱ μάγοι.
Μάγοι ὑπάρχουν σὲ ὅλα τὰ ἔθνη ἀπὸ παλιὰ μέχρι σήμερα. Καὶ στὶς Ἰνδίες καὶ στὴν Ἰαπωνία καὶ ἰδίως στὴν Ἀφρική. Ἔχουν μάσκες, βάζουν κέρατα, φοροῦν βραχιόλια στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια, τρυποῦν τὶς μύτες τους μὲ καλάμια. Καὶ τοὺς τρέμουν ὅλοι ἐκεῖ. Ὅταν ἤμουν στὴν Ἀθήνα συνάντησα κάποιους ἀπὸ τὴν Αἰθιοπία. Κ᾿ ἐνῷ μιλούσαμε, ὅταν επαμε γιὰ μάγους, ἄρχισαν νὰ τρέμουν. ―Τί ἔχετε; ―Φοβούμεθα μήπως κάνουν κακὸ στὸ σπίτι μας τὴν ὥρα αὐτή… Τόσο πολὺ τοὺς φοβοῦνται.
Καὶ ὄχι μόνο στοὺς ὑπανάπτυκτους ἀλλὰ καὶ σὲ προωδευμένους λαούς. Στὴ Γαλλία, στὴ Γερμανία καὶ στὴν Ἀμερικὴ τώρα τελευταίως, ὅπως γράφουν, παρατηρεῖται μεγάλο κῦμα μαγείας, ἐγκλήματα φοβερά. Στὸ Σικάγο καὶ στὴ Νέα Ὑόρκη ἐξαφανίζονται μικρὰ παιδιά· τ᾿ ἁρπάζουν, ῥουφοῦν τὸ αἷμα τους, ξεῤῥιζώνουν τὶς καρδιὲς παιδιῶν, τὶς κάνουν φυλαχτά – ἀπίστευτα πράγματα.
Σήμερα ἡ μαγεία παρουσιάζεται καὶ μὲ ἐπιστημονικὸ τάχα μανδύα, ὡς ἀστρολογία. Ἡ ἀστρολογία μαγεία εἶνε. Γέμισε ὁ κόσμος ἀστρολόγους, ποὺ δίνουν ὡροσκόπια ἀπὸ ἐφημερίδες καὶ σταθμοὺς. «Ποιό μῆνα γεννήθηκες; τὸ ζώδιό σου λέει, ὅτι θὰ γίνῃ αὐτό…». Συλλαμβάνει δὲ αὐτὴ ἡ μαγεία καὶ τὶς ἀνώτερες τάξεις. Ὁ πρόεδρος Ρήγκαν τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, λένε, εἶχε συμβούλους ἀστρολόγους καὶ χωρὶς αὐτοὺς δὲν ἔκανε τίποτα· καὶ πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος, πηγαίνοντας γιὰ ἐγχείρησι στὴν Ἀγγλία, δίπλα στὸ κρεβάτι του εἶχε ἀστρολόγο. Μεγάλη διάδοσι ἔχει ἡ μαγεία.
Καὶ οἱ μάγοι χρηματίζονται ἀγρίως. Ἔμαθα, ὅτι μιὰ μάγισσα πῆγε σ’ ἕνα χωριὸ καὶ γιὰ νὰ πῇ τὴ μοῖρα ζήτησε καὶ τῆς ἔδωσαν τόσα χρήματα, ποὺ οὔτε στὸ γιατρὸ δὲν τὰ δίνουν.
Β΄. Πῶς ὅμως οἱ ἄνθρωποι μένουν ἀκάλυπτοι στὴν ἀπειλή; Ὁ Χριστὸς ὁπλίζει καλὰ τὸν πιστό του δοῦλο. Στὸ ἅγιο βάπτισμα πρὶν τὴν κατάδυσι γίνεται ἐξορκισμός. Κατόπιν ὁ ἱερεὺς παίρνει τὸ παιδὶ μὲ τὸν ἀνάδοχο, στρέφονται πρὸς δυσμὰς καὶ τοῦ λέει· ―«Ἀποτάσσῃ τῷ σατανᾷ» καὶ ὅλα τὰ ἔργα του; δηλαδὴ τὴ μαγεία καὶ τὰ παρόμοια. Καὶ ἀπαντᾷ αὐτὸς ποὺ βαπτίζεται· «―Ἀποτάσσομαι». «―Καὶ ἐμφύσησον καὶ ἔμπτυσον αὐτῷ», φτύσ᾿ τον. Καὶ τὸν φτύνει. Τέλος τοῦ λέει· ―«Συντάσσῃ τῷ Χριστῷ;». ―«Συντάσσομαι» (ἀκολ. βαπτ.).
Δὲν τηροῦνται ὅμως οἱ ὑποσχέσεις αὐτές. Σ᾿ ἕνα χωριὸ ἀρρώστησε κάποιος. Τό ᾿μαθε ὁ καλὸς παπᾶς καὶ κατὰ καθῆκον πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ. Ὅταν χτύπησε τὴν πόρτα, δὲν τὸν δέχτηκαν. ―Γιατί; ἀπόρησε. ―Ἔχουμε μάγο μέσα, δὲ᾿ σὲ χρειαζόμαστε… Καταλάβατε; φώναξαν ἀπ᾿ τὴν Πτολεμαΐδα μάγο νὰ κάνῃ καλὰ τὸν ἄῤῥωστο! Εἶσαι Χριστιανός; πιστεύεις στὸ Χριστὸ ὅτι εἶνε ὁ παντοδύναμος Θεός;…
Νὰ γνωρίζετε, ὅτι ὅποιος πάῃ σὲ μάγους κάνει μεγάλη ἁμαρτία. Δὲν εἶνε Χριστιανός, ἀρνεῖται τὸ Χριστό. Φτύνει στὴν κολυμβήθρα του, ποὺ εἶνε ὁ τάφος τῶν δαιμόνων. Καὶ τιμωρεῖται, ὅπως λένε οἱ κανόνες· εκοσι χρόνια μένει μακριὰ ἀπὸ τὴ θεία κοινωνία.
Γ΄. Ποιά τώρα τὰ ὅπλα κατὰ τῆς μαγείας; Ἂν εἶστε Χριστιανοί, νὰ ἐξομολογῆσθε μὲ μετάνοια, νὰ κοινωνῆτε μὲ πίστι, καὶ τότε θὰ εἶστε ἀήττητοι. Ὅλοι οἱ διαβόλοι δὲ᾿ μποροῦν νὰ σᾶς κάνουν τίποτα. Τὸ λέει ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Ἔρχονται τὰ δαιμόνια; κάνε τὸ σταυρό σου μὲ πίστι καὶ φεύγουν, δὲν ὑποφέρουν. Ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς ἀποστόλους· Σᾶς δίνω δύναμι νὰ πατᾶτε πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς κι ὅλη τὴ δύναμι τοῦ ἐχθροῦ (βλ. Λουκ. 10,19).
Ἦρθε μιὰ μέρα στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα πρωῒ – πρωῒ ἀπό ᾿να χωριὸ κοντὰ στὰ σύνορα. Ἔτρεμε σὰν τὸ καλάμι. ―Τί ἔχεις; ―Φοβᾶμαι. ―Τί φοβᾶσαι; ―Σηκώθηκα, πῆγα νὰ σκουπίσω, κ᾿ ἐκεῖ στὴν αὐλή μου τί νὰ δῶ; Ἕνα κουβάρι· κάτι χτένες, κόκκαλα, τρίχες. Μοῦ κάνανε μάγια, πάει τὸ σπίτι μου, καταστράφηκα! ―Δὲ᾿ μοῦ λές, τὴ ρωτῶ, πιστεύεις στὸ Χριστό; ―Πιστεύω. ―Ἂν πιστεύῃς, ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ παντοδύναμος Θεὸς ποὺ νικᾷ τὰ πάντα. Τῆς εἶπα κ᾿ ἕνα ἀνέκδοτο ἀπὸ τοὺς βίους τῶν ἁγίων.
Ἦταν ἕνας νέος εκοσι χρονῶν, πολὺ δυνατός. Αὐτὸς εἶπε· Θέλω νὰ βρῶ τὸν πιὸ δυνατό, καὶ θὰ γίνω ὑπηρέτης του. Μιὰ μέρα περνοῦσε ὁ βασιλιᾶς. Νά, τοῦ λένε, αὐτὸς εἶνε ὁ πιὸ δυνατὸς στὴ χώρα μας. Πῆγε πράγματι κοντά του κ’ ἔγινε σωματοφύλακας τοῦ βασιλιᾶ. Μετὰ ἀπὸ καιρό, καθὼς περνοῦσαν μαζὶ ἔξω ἀπ᾿ τὴ σπηλιὰ ἑνὸς μάγου, βλέπει τὸ βασιλιᾶ νὰ τρέμῃ. ―Τί ἔχεις, βασιλιᾶ; Ἐγὼ ἐδῶ εἶμαι· τί φοβᾶσαι; ―Ἐδῶ μένει κάποιος πιὸ δυνατὸς ἀπὸ μένα. ―Ἄ, ἔτσι;… Ἀφήνει λοιπὸν τὸ βασιλιᾶ, πηγαίνει στὸ μάγο, καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε ὅπου πήγαινε. Συνέβη ὅμως μιὰ φορὰ νὰ περνοῦν ἔξω ἀπό ᾿να ᾿ξωκκλήσι. Ἐκεῖ ἄρχισε νὰ τρέμῃ ὁ μάγος. ―Τί ἔπαθες; ―Ἐδῶ, τοῦ λέει, εἶνε ὁ πιὸ δυνατὸς κι ἀπὸ μένα. ―Ποιός εἶνε; ―Ὁ Χριστός. ―Ὥστε ἔτσι; τότε σ᾿ ἀφήνω καὶ πάω κοντά του… Ἔτσι πίστεψε στὸ Χριστό, βαπτίσθηκε στὸ ὄνομά του, ἔγινε ἅγιος, καὶ ἐδίωκε τὰ δαιμόνια. Εἶνε ὁ ἅγιος Χριστοφόρος.
Ὁ πιὸ δυνατὸς ἀπὸ ὅλους εἶνε ὁ Χριστός. Τὸ πιστεύεις; Αὐτὸς νικᾷ τοὺς δαίμονες καὶ αὐτὸς δίνει δύναμι στοὺς πιστούς. Συνεπῶς μὴ φοβᾶστε καὶ μὴν ὑπολογίζετε μάγους καὶ μάγισσες. Μακριὰ ἀπ᾿ αὐτούς. Καθαροὶ καὶ ἀμόλυντοι ἀπὸ τὴ μαγεία.
* * *
Αὐτὴ εἶνε ἡ κακὴ μαγεία. Ἀλλὰ οἱ «μάγοι» τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου εἶνε ἄλλοι. Δὲν εἶνε σὰν αὐτούς. Αὐτοὶ ἦταν ἐπιστήμονες, σοφοὶ ἀστρονόμοι, ὄχι ἀστρολόγοι. Οἱ ἀστρονόμοι τὴ νύχτα δὲν κοιμοῦνται. Μὲ τὰ τηλεσκόπια κάνουν παρατηρήσεις. Βλέπουν τὰ ἄστρα, ποὺ εἶνε δισεκατομμύρια. Καὶ κάθε ἄστρο τί φωνάζει· Ὑπάρχει Θεὸς δημιουργός! Ἔτσι κ᾿ οἱ μάγοι τοῦ εὐαγγελίου ἀπὸ τὴν παρατήρησι τῶν ἀστέρων ὡδηγήθηκαν στὸ Θεό.
Μιὰ νύχτα εἶδαν στὸν οὐρανὸ ἕνα ἀστέρι πρωτοφανές. Κατάλαβαν, ὅτι εἶνε σημεῖο τοῦ Θεοῦ, ἄγγελος ποὺ τοὺς ἀνάβει φανάρι μέσ’ στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀνεχώρησαν, καὶ μετὰ ἀπὸ ταξίδι μακρινὸ ἔφθασαν στὸ σπήλαιο. Γονάτισαν, προσέφεραν τὰ δῶρα τους στὸ Χριστό. Καὶ μετά, ἀφοῦ δόξασαν τὸ Θεό, ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα τους χαρούμενοι.
Αὐτοὺς τοὺς μάγους νὰ μιμηθοῦμε. Νὰ μιμηθοῦμε τὴν προθυμία τους. Ἐκεῖνοι ξεκίνησαν ἀπὸ τόσο μακριά, γιὰ νὰ συναντήσουν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸ Χριστό. Γιὰ μᾶς ὁ Χριστὸς εἶνε πολὺ κοντά, εἶνε στὸ ναό. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς τελεῖ τὴ θεία λειτουργία, ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκεῖ· κάθε ψίχουλο καὶ σταγόνα τῆς θείας εὐχαριστίας εἶνε ὁ Χριστός! Τὸ πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησία. Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπῆρχε μόνο μιὰ ἐκκλησία στὸν κόσμο, καὶ στὸ Βόρειο Πόλο, θά ᾿πρεπε νὰ βαδίσουμε σὰν τοὺς μάγους καὶ νὰ πᾶμε ἐκεῖ νὰ τὸν προσκυνήσουμε. Καὶ ὅμως ἡ ἐκκλησία εἶνε δίπλα μας.
Στὸ Μεσσολόγγι, ποὺ ἤμουν, ἕνας Χριστιανὸς εἶχε τὸ σπίτι του δίπλα στὴν ἐκκλησία (ἦταν ἕνα μέγαρο), μὰ ποτέ του δὲν πάτησε ν᾿ ἀνάψῃ ἕνα κερί. Μόνο ὅταν πέθανε τὸν σήκωσαν οἱ τέσσερις καὶ τὸν ἔφεραν…
Πολλοὺς ἡ ἐκκλησία τοὺς βλέπει μόνο νεκρούς. Ὄχι ἔτσι! Ἀκοῦς τὴν καμπάνα; τρέξε κ᾿ ἐσὺ νὰ προσφέρῃς τὰ δῶρα σου σὰν τοὺς μάγους. Ποιά δῶρα; φτωχαδάκια εμεθα, θὰ πῇς, δὲν ἔχουμε χρυσάφι… Ἔχεις νὰ δώσῃς κάτι ἀνώτερο. Ὁ Θεὸς ζητᾷ ἀπὸ μᾶς τὴν καρδιά μας. Δός μου τὴν καρδιά σου, λέει ὁ Χριστός. Κι ὅταν τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας, θὰ τὴν κάνῃ φάτνη καὶ θὰ γεννηθῇ μέσα σ᾿ αὐτήν. Κι ὅταν ἔρθῃ ὁ Χριστὸς μέσα στὴν καρδιά μας, τότε θὰ εμεθα εὐτυχεῖς καὶ θὰ λέμε κ᾿ ἐμεῖς· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Ἁγ. Κων/νου & Ἑλένης Ἀμυνταίου, Δευτέρα 26-12-1988)
_______
SERBIKA
__________
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.