Ποια ειναι τα μικρα αμαρτηματα;
«TI ΘA MAΣ ΣΩΣH;»
Βιβλιο Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ποια ειναι τα μικρα αμαρτηματα;
Ν᾿ ἀρχίσωμε;
Μιὰ λέξις. Τί εἶνε μιὰ λέξι; Ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ λέμε ὅλοι χιλιάδες λέξεις. Ἂν ἔβγαινε μιὰ φορολογία γιὰ τὶς λέξεις ποὺ λέμε ―μόνο αὐτὴ ἡ φορολογία δὲν βγῆκε―, ποὺ νὰ λέῃ· «Ὅσο περισσότερα θὰ λές, τόσο περισσότερα θὰ πληρώνῃς». Μακάρι νά ᾿βγαινε αὐτὴ ἡ φορολογία. Θὰ πλουτίζαμε, ἐμεῖς τὸ φλύαρο γένος τῶν Ἑλλήνων, θὰ πλουτίζαμε τὸ Ἑλληνικὸ κράτος. Φορολογία ἐπὶ τῶν λέξεων καὶ ἐπὶ τῶν φράσεων. Κάθε λέξι κ᾿ ἕνα φράγκο. «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου», λέει ὁ ψαλμός (Ψαλμ. 140,3).
Θέλετε παράδειγμα γιὰ νὰ δῆτε τί μπορεῖ νὰ κάνῃ μιὰ λέξι, τί μπορεῖ νὰ κάνῃ μιὰ κουβέντα ποὺ πετᾷς;
Ἦταν ἕνα ἀνδρόγυνο ποὺ εἶχε ἀγάπη καὶ ὁμόνοια. Πέρασαν 5-10 χρόνια μαζί. Καὶ ξαφνικὰ μιὰ μέρα ὁ ἄνδρας θύμωσε, ὠργίστηκε ἀπὸ τὸ τίποτε καὶ πάνω στὸ θυμό του πέταξε μιὰ λέξι πολὺ προσβλητικὴ γιὰ τὴ γυναῖκα του· δὲν τὴν πίστευε, ἀλλὰ ἔτσι πάνω στὸ θυμό του τὴν εἶπε. Καὶ ἡ γυναίκα τί ἔκανε – ἢ μᾶλλον ὁ σατανᾶς, ποὺ περίμενε τόσα χρόνια γιὰ νὰ τοὺς διαλύσῃ; Ἅρπαξε τὴ λέξι αὐτὴ καὶ τὴν κόλλησε μέσα στὸ μυαλὸ τῆς γυναικός. Χίλιες καλὲς λέξεις εἶχε πεῖ ὁ ἄντρας στὴ γυναῖκα του, χίλιες ἀποδείξεις εἶχε ἡ γυναίκα τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνδρός· ἀλλὰ κατώρθωσε ὁ διάβολος, αὐτὴ τὴ λέξι ποὺ εἶπε ἐπάνω στὸ θυμό του ὁ ἄντρας νὰ τὴν κολλήσῃ μέσ᾿ στὸ μυαλό της. Ὅπως ὁ μαραγκὸς κολλάει τὰ σανίδια μὲ ψαρόκολλα, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος ἐκόλλησε μέσα στὸ μυαλὸ τῆς γυναικὸς τὴ λέξι αὐτή.
Ἦρθε καὶ σ᾿ ἐμένα.
―Δὲν ἔπρεπε νὰ μοῦ τὴν πῇ αὐτὴ τὴ λέξι.
Τῆς λέω·
―Μόνο αὐτὴ τὴ λέξι σοῦ εἶπε; Δὲν σοῦ εἶπε ἄλλες λέξεις; Δὲν σοῦ εἶπε «ἄγγελέ μου», δὲν σοῦ εἶπε «χαρά μου», δὲν σοῦ εἶπε «ἀγάπη μου»;
―Μοῦ τὰ εἶπε, λέει. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν τὰ λαμβάνω αὐτὰ ὑπ᾿ ὄψι· αὐτὴ τὴ λέξι παίρνω.
―Εἶσαι ἄδικη, τῆς λέω.
―Ὄχι, μοῦ ἀπαντᾷ· αὐτὴ τὴ λέξι τὴν κρατάω μέσα στὴν καρδιά μου, δὲν τὴν ἀφήνω.
Τὴν εἶπε στὴ γειτονιά. Καὶ ἡ γειτονιά, ἀντὶ νὰ ῥίξῃ νερὸ νὰ σβήσῃ τὴ φωτιά, ἔρριξε πετρέλαιο. Γειτόνισσες, σατανᾶδες ὁλόκληροι, τὴ φούντωσαν τὴ γυναῖκα.
Ἔφτασε στοὺς δικηγόρους – ἄλλη δουλειὰ ποὺ δὲν θέλουν οἱ δικηγόροι.
(Ἔμαθα ἔφτασε ἕνας δικηγόρος νὰ πάρῃ 70.000 δραχμές. Γι᾿ αὐτοὺς δὲ᾿ λέτε τίποτε. Ἐνῷ ἂν κανένας παπᾶς πάρῃ κανένα μικρὸ φιλοδώρημα ―εἶμαι ἐναντίον τῶν τυχερῶν―, βουΐζει ὁ κόσμος. Ἕνας δικηγόρος παίρνει τόσα λεπτά, γδύνει κυριολεκτικῶς τὸν ἄνθρωπο, τὸν κάνει νὰ πουλάῃ τὰ γίδια καὶ τὰ βόδια του, δίνει τὰ λεφτά του ὅλα, καὶ τίποτε δὲ᾿ λέει κανείς…).
Πάει λοιπὸν στὸ δικηγόρο ἡ γυναίκα αὐτή, μὲ τὴ μιὰ λέξι. Καὶ πάνω στὴ λέξι αὐτή, τὴν προσβλητική, τὸ δικαστήριο ἔβγαλε διαζύγιο.
Μολονότι τὸν ἄντρα τὸν ἐκάλεσα, ζήτησε συγγνώμη, φίλησε τὸ χέρι της· τίποτε αὐτή, ἄκαμπτος, ἀλύγιστος.
Πώ πω κακία γυναικός! Νὰ δείξῃ ὁ ἄντρας ὅλη τὴν ἀγάπη του, νὰ τὴν περιβάλῃ μὲ ὅλη τὴ στοργή του, νὰ τὴν ἀνεβάσῃ ὣς τὰ ἄστρα, νὰ τὴν κάνῃ χερουβὶμ καὶ σεραφίμ, νὰ τῆς πλέξῃ ἐγκώμια, νὰ τῆς δείξῃ μυρίας ἀγάπας· καὶ ὅμως νὰ κολλήσῃ τὸ μυαλό της σὲ μιὰ λέξι.
Μιὰ λέξι, μιὰ μικρὰ ἁμαρτία εἶνε. Καὶ ὅμως, ἀπὸ μία λέξι διαλύεται ἕνα ἀντρόγυνο.
Θέλετε ἄλλη μικρὴ ἁμαρτία;
Μιὰ ματιά. Ἔ, τί εἶνε μιὰ ματιά;
Βγαίνεις ἔξω, περπατᾷς στοὺς δρόμους καὶ ῥίχνεις δεξιὰ – ἀριστερὰ ματιές. Ἔ, τί εἶνε οἱ ματιὲς αὐτές; Καὶ ὅμως αὐτὲς εἶνε ἐπικίνδυνες. Λέει ἡ Γραφή· «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παροιμ. 4,25). Πρέπει τὰ μάτια σου νὰ βλέπουν ὀρθά.
Μιὰ ματιὰ εἶνε ἱκανὴ ν᾿ ἀνάψῃ μέσα σου φωτιές. Ἕνα πονηρὸ βλέμμα, μιὰ ματιὰ σὲ μιὰ γυναῖκα ἢ σ᾿ ἕναν ἄντρα ἀνάβει μέσα στὴν καρδιά σου ἄγριον ἔρωτα, καὶ ὁ ἄγριος αὐτὸς ἔρωτας δὲ᾿ σβήνει οὔτε μὲ τὰ νερὰ τοῦ Ἀχελώου ποταμοῦ.
Μιὰ λέξι, διαζύγιο. Μιὰ ματιά, ἄγριος ἔρωτας, φόνοι καὶ δολοφονίες.
Πρόσεχε τὰ μάτια σου. Πρόσεχε τὴ γλῶσσα σου.
Θέλεις νὰ σοῦ πῶ κι ἄλλο;
Μιὰ ἀντιπάθεια. Κάτι μικρὸ σοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος. Σοῦ εἶπε μιὰ λέξι καὶ μπῆκε στὴν καρδιά σου τὸ μικρόβιο τῆς ἀντιπαθείας. Καὶ τὸ μικρόβιο αὐτὸ δημιουργεῖ γάγγραινα, δημιουργεῖ πληγὴ θανατηφόρο, καὶ καταλήγει σὲ ἐγκλήματα μεγάλα καὶ ἀπαίσια.
Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα δὲν εἶνε περιφρονητέα; Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ περιφρονήσουμε, διότι τὰ μικρὰ γεννοῦν τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα;
Παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ
Θέλετε ν᾿ ἀναφέρωμε παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή; Σᾶς λέω τρία – τέσσερα.
– Τὰ τροπάρια τῆς Τυρινῆς μιλοῦν περὶ παραδείσου. Ἄχ, λέει, χάσαμε τὸν παράδεισο!
Ἀδάμ, τί ἔκανες καὶ ἔχασες τὸν παράδεισο;
Ὁ Ἀδὰμ ζοῦσε μέσα στὸν παράδεισο. Πόσα χρόνια; Ἄλλοι λένε ὅτι ἔζησε ἑκατὸ χρόνια, ἄλλοι δέκα μῆνες, ἄλλοι μιὰ ἑβδομάδα· καὶ μετὰ ἄγγελος – ἀρχάγγελος μὲ πυρίνη ῥομφαία τὸν ἐξεδίωξε. Γιατί; Τί ἔκανε ὁ Ἀδὰμ καὶ τὸν ἐξεδίωξε; Σκότωσε, φόνευσε, πόρνευσε, ἔκανε ἐγκλήματα; Ὄχι. Παρέβη μιὰ μικρὰ ἐντολή.
Ἦταν βαρειὰ ἡ ἐντολὴ ποὺ τοῦ ζήτησε ὁ Θεὸς νὰ τηρήσῃ; Ὄχι, ἦταν μιὰ πολὺ μικρὰ ἐντολή.
Τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; Ὅτι ὅλο τὸ δάσος εἶνε δικό σου, ὅλα τὰ καρποφόρα δέντρα εἶνε στὴ διάθεσί σου. Ὅπου θέ᾿ς ἁπλώνεις τὸ χέρι σου καὶ ἁρπάζεις ὅποιον καρπὸ θέλεις καὶ τὸν γεύεσαι. Δικά σου εἶνε τὰ ποτάμια, δικά σου τὰ δέντρα, δικοί σου οἱ καρποί· ἕνα μόνο δέντρο, σὲ παρακαλῶ, μὴν τὸ πειράξῃς.
Ἦταν δύσκολη ἡ ἐντολή; Ὄχι.
Ἂν τοῦ ἔλεγε ὁ Θεός, ὅτι ἀπὸ ἕνα μόνο δέντρο θὰ τρῶς καὶ ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα δὲν θὰ τρῶς, θὰ ἦταν μιὰ δύσκολη ἐντολή. Ἀλλὰ δὲν εἶπε αὐτὸ ὁ Θεός· τοῦ ἔδωσε μιὰ μικρὰ ἐντολὴ καὶ εὔκολη.
Τί κάνει αὐτός; Πλησίασε τὸ δέντρο καὶ πιθανὸν νὰ εἶπε·
―Ἔ, καὶ τί εἶνε νὰ φάω ἕναν καρπό; Εἶνε τίποτα; Δὲ᾿ βαριέσαι, δὲν εἶνε τίποτα.
Κ᾿ ἔτσι ἔκοψε τὸν καρπό, παρέβη τὴν ἐντολή. Καὶ λόγῳ τῆς παραβάσεως, τῆς μικρᾶς καὶ ἀσημάντου ἐντολῆς, ἐξεβλήθη τοῦ παραδείσου. Καὶ κάθησε ὁ Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου καὶ ἔκλαυσε πικρῶς.
Μιὰ μικρὰ ἐντολὴ παρέβη ὁ Ἀδάμ καὶ ἔχασε τὸν παράδεισο.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα;
– Εἶνε ὁ Κάϊν.
Τί ἦταν ὁ Κάϊν; Εἶχε ἀδελφὸ τὸν Ἄβελ καὶ ἦταν ἀγαπημένοι ἀδελφοί. Προσέφεραν θυσία στὸ Θεό. Ἀλλ᾿ ὅταν ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴ θυσία τοῦ Ἄβελ καὶ δὲν δέχτηκε τὴ δική του θυσία, τὸν κέντησε σκορπιὸς καὶ φίδι. Τὸν κέντησε ἡ κακία καὶ ὁ φθόνος, κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν εἶχε μάτια γιὰ νὰ δῇ τὸν ἀδελφό του. Δὲν τὸν κοίταζε καθόλου, δὲν τοῦ ἔδινε καμμιά σημασία. Καὶ μόνο αὐτό; Ἐπὶ πλέον τὸν μισοῦσε.
Τὸ τέλος τὸ ξέρετε. Τὸν πῆρε ἔξω, γιὰ νὰ κάνουν περίπατο στὸν κάμπο· κ᾿ ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσαν, ὁ Κάιν τὸν σκότωσε.
Μιὰ μικρὰ ἀντιπάθεια κατήντησε σὲ φόνο τοῦ ἀδελφοῦ.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα;
– Εἶνε ὁ Δαυΐδ. Τί ἦτο ὁ Δαυΐδ; Ποιητὴς ἐμπνευσμένος, μία ἀπὸ τὰς μεγαλυτέρας προσωπικότητας τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἦτο ἔνδοξος βασιλεύς.
Ἂν πᾷς κάτω στὴν Παλαιστίνη, τὰ περισσότερα παιδιὰ ὀνομάζονται Δαυΐδ. Ὅπως ἔχουμε ἐμεῖς τὸν ἅγιο Νικόλαο ἢ τὸν ἅγιο Δημήτριο, κάτω ἐκεῖ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων ὀνομάζονται Δαυΐδ. Ὁ Δαυῒδ ἔχει δόξα καὶ τιμὴ καὶ μεγαλοπρέπεια. Καὶ ἦτο πράγματι γενναῖος καὶ ὑψηλὸς καὶ ποιητὴς ὁ Δαυΐδ· καὶ ἔφτειασε ἐκεῖνα τὰ ὁλόγλυκα καὶ ἀθάνατα τραγούδια, τὴν ἱερὰ ἀνθοδέσμη τῶν ψαλμῶν. Καὶ ὅμως ἔπεσε.
Πῶς ἔπεσε; Διαβάστε τὴ Γραφὴ γιὰ νὰ δῆτε.
Μιὰ μέρα ἀνέβηκε στὴν ταράτσα τῶν ἀνακτόρων του κι ἀπὸ ἐκεῖ ἐπάνω ἔρριξε μιὰν ἀπρόσεκτη ματιά, καὶ εἶδε μιὰ γυναῖκα ποὺ ἔκανε λουτρό. Καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη πάει, πληγώθηκε, χάθηκε, παρέλυσαν τὰ πάντα. Ὁ αἰσχρὸς ἔρωτας τὸν ὡδήγησε σὲ δυὸ ἐγκλήματα. Τὸ ἕνα ἔγκλημα ἦταν νὰ σκοτώσῃ τὸν Οὐρία, τὸν γενναῖο ἀξιωματικό, τὸν ὁποῖον διέταξε νὰ τὸν παρατάξουν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πυρός, γιὰ νὰ σκοτωθῇ. Καὶ τὸ δεύτερο ἔγκλημα ἦτο ὅτι ἐμοίχευσε μετὰ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, τῆς Βηρσαβεέ.
Μιὰ ματιὰ τὸν ὡδήγησε σὲ δυὸ ἐγκλήματα μεγάλα. Κι ἀπὸ τότε τὰ μάτια του ἔγιναν βρύσες· ἔκλαιγε συνεχῶς. Τὴ νύκτα, βασιλιᾶς αὐτός, σηκωνόταν καὶ μούσκευε τὸ μαξιλάρι του καὶ ἔλεγε τὸν πεντηκοστὸ ψαλμό· «Ἐλεήμων, ἐλέησόν με ὁ Θεός…» (Ψαλμ. 50,3)(*).
Ἡ μικρὰ ἁμαρτία ἔδιωξε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἡ μικρὰ ἁμαρτία ἔκανε τὸν Κάϊν δολοφόνο τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἡ μικρὰ ἁμαρτία ἔκανε τὸν Δαυῒδ πόρνον καὶ μοιχόν.
– Θέλετε ἄλλο παράδειγμα γιὰ νὰ δῆτε τί κάνει ἡ μικρὰ ἁμαρτία;
Ἔχομε τὸν Ἰούδα. Τί ἦτο ὁ Ἰούδας; Μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀπόστολος. Ἄφησε γονεῖς καὶ τὰ πάντα. Ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἄκουγε τὴ γλυκειά του διδασκαλία, ἔβλεπε τὰ ὡραιότερα θαύματα, ἀπελάμβανε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πῶς κατήντησε νὰ γίνῃ προδότης; Μιὰ μικρὰ ἁμαρτία ἔκανε.
Εἶχε τὸ ταμεῖο τῆς μικρᾶς ἀδελφότητος, εἶχε τὸ ταμεῖο τῶν ἀδελφῶν, καὶ κάποτε – κάποτε ἔκλεβε μικρὰ κέρματα, μικρὰ νομίσματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καὶ ἔκανε τὸ δικό του πουγγί. Καὶ σιγὰ – σιγὰ ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ πλεονεξία τὸν ἔσπρωξε νὰ διαπράξῃ τὸ μεγάλο ἔγκλημα, νὰ πουλήσῃ ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων τὸν προσφιλῆ του διδάσκαλο. «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταύτα ἀγχόνῃ χρησάμενον». Βλέπε, ἐσὺ ποὺ ἀγαπᾷς τὰ λεφτὰ ―καὶ τὸ θεωρεῖς ὅτι εἶνε μικρὰ ἁμαρτία―, αὐτὸν ποὺ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀγάπης ὡδηγήθηκε στὴν ἀγχόνη.
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, ποῦ ὁδηγοῦν τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα, ποῦ ὁδηγοῦν οἱ παραβάσεις τῶν μικρῶν ἐντολῶν, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ προσέξουμε ὅλοι.
Παραδείγματα ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο
Καὶ συμβαίνει στὸν πνευματικὸ κόσμο ὅ,τι συμβαίνει στὸν ὑλικὸ κόσμο.
Τί συμβαίνει, ἀγαπητοί μου;
– Ἕνα τσιγάρο καίει ὁλόκληρο δάσος. Μπαίνεις σ᾿ ἕνα δάσος ὡραιότατο. Εἶδα κάτω στὴν Αἰτωλοακαρνανία ἕνα ὡραιότατο δάσος, μὲ χιλιάδες δέντρα καὶ πουλιὰ νὰ κελαηδοῦν, πρόβατα καὶ ἀρνιὰ νὰ βόσκουν. Ἕνα θαῦμα ἤτανε.
Πέρασα τὸν ἄλλο χρόνο, καὶ ὅλα ἦταν στάχτη καὶ ἐρημιά· δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα δέντρο.
Τί συνέβη; Ἕνας τσομπάνος πέταξε τὸν Ἰούλιο μῆνα ἕνα τσιγάρο, κι ἀπὸ ἕνα τσιγάρο κάηκε ὁλόκληρο τὸ δάσος.
– Μιὰ σπίθα ἀνάβει φωτιές. Κι ἀπὸ μιὰ σπίθα ἀκόμη δημιουργοῦνται μεγάλες καταστροφές. Ὅπως πρόπερσι, καθὼς τὸ τραῖνο περνοῦσε κάτω στὴ Λαμία, ἡ μηχανὴ πετοῦσε σπίθες· καὶ μιὰ σπίθα ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἔπεσαν, ἔκαψε ἕνα δάσος.
Ὅπως λοιπὸν μιὰ σπίθα καίει ὁλόκληρο δάσος, ἔτσι καὶ μιὰ ματιά, μιὰ λέξι, μιὰ κουβέντα δύναται ν᾿ ἀνάψῃ πυρκαϊὰ καὶ νὰ δημιουργήσῃ μεγάλα ζητήματα στὸν κόσμο.
Θέλετε κι ἄλλο παράδειγμα;
– Ἕνα σάπιο σανίδι βουλιάζει τὸ πλοῖο. Διάβαζα κάποτε, ὅτι ἕνα ὑπερωκεάνιο βούλιαξε μέσα στὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανό. Γιατί βούλιαξε; Δὲν ἔπρεπε νὰ βουλιάξῃ.
Τί ἔγινε; Ὁ ἀσυνείδητος ναυπηγὸς ποὺ τὸ κατασκεύασε ἔβαλε στὴ μία πλευρὰ τοῦ πλοίου σάπια σανίδα, γιὰ νὰ κερδίσῃ περισσότερα. Τὸ πλοῖο πρέπει νὰ κατασκευάζεται μὲ γερὲς σανίδες, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἀπὸ πλεονεξία ἔβαλε μιὰ σάπια σανίδα. Περνώντας τὸν ὠκεανό, ἔγινε τρικυμία. Ἕνα κῦμα ἀβυσσαλέο χτύπησε ἐπάνω στὴ σάπια σανίδα, τὴν ἔσπασε, τὸ νερὸ εἰσώρμησε μέσα, καὶ ἔτσι βούλιαξε τὸ πλοῖο.
Ἀπὸ μιὰ σανίδα βούλιαξε τὸ πλοῖο. Ὅλες οἱ σανίδες ἦταν γερές, μιὰ σανίδα ἦταν σάπια, καὶ ἀπὸ ἐκείνη βούλιαξε τὸ πλοῖο.
Παράδειγμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία»
Καὶ ἂν θέλετε ἄλλο ἕνα παράδειγμα, θὰ σᾶς συστήσω νὰ διαβάσετε ἕνα βιβλίο ποὺ μοῦ ἀρέσει πολύ. Ἐγὼ ἀπὸ μικρὸς τὸ διάβαζα καὶ τώρα ἀκόμα τὸ διαβάζω. Εἶνε τὸ βιβλίο «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία». Σ᾿ αὐτὸ μέσα ὑπάρχει ἕνα παράδειγμα ποὺ δείχνει, πόσο κακὸ κάνουν τὰ λεγόμενα μικρὰ ἁμαρτήματα.
– Ὄχι μόνο ἕνας βράχος ἀλλὰ καὶ ἡ ἄμμος βουλιάζει τὸ πλοῖο. Ἔχεις, λέει, μιὰ βάρκα. Τὴ βάρκα αὐτὴ μπορεῖς νὰ τὴ βουλιάξῃς, ἂν ῥίξῃς ἐπάνω της μιὰ μεγάλη πέτρα, ἕνα βράχο σὰν αὐτοὺς ποὺ ἔρριχνε ἐναντίον τοῦ Ὀδυσσέως ὁ κύκλωπας. Μπορεῖς ὅμως νὰ τὴ βουλιάξῃς καὶ κατ᾿ ἄλλο τρόπο. Πῶς; Κάθε μέρα νὰ ῥίχνῃς μιὰ χούφτα ἄμμο. Ἔτσι σιγὰ – σιγὰ αὐξάνεται ἡ ποσότητα τῆς ἄμμου καὶ κάποια στιγμὴ ἡ βάρκα βουλιάζει.
Τὴν πνίγεις λοιπὸν τὴ βάρκα καὶ μὲ βράχο, τὴν πνίγεις καὶ μὲ ἄμμο. Μὲ μόνη διαφορά, ὅτι τὴν πρώτη φορὰ θὰ βουλιάξῃ ἀμέσως, ἐνῷ τὴ δεύτερη φορὰ θὰ βουλιάξῃ ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό.
Μικρὴ ἄμμος εἶνε τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Γι᾿ αὐτὸ λέγει τὸ τροπάριο· «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;». Ἂν μπορῇς, λέει, νὰ μετρήσῃς τὴν ἄμμο, ἄλλο τόσο μπορεῖς νὰ μετρήσῃς τ᾿ ἁμαρτήματα τὰ ὁποῖα ἔχομε.
Εἶνε ψεῦδος λοιπὸν καὶ αὐταπάτη νὰ λέμε, ὅτι τάχα ἐμεῖς δὲν διαπράξαμε ἁμαρτήματα. Μία βαθυτέρα ἔρευνα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, ἕνα «γνῶθι σαυτόν», θὰ μᾶς διδάξῃ, ὅτι ὅλοι εμεθα ἁμαρτωλοὶ καὶ ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς, ὄχι μόνο γιὰ τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα τὰ ὁποῖα καθημερινῶς διαπράττομεν.
Νὰ φοβηθοῦμε τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα
Ἂς προσέχουμε, ἀδελφοί μου, καὶ ἂς μετανοοῦμε καὶ γιὰ τὰ λεγόμενα μικρὰ ἁμαρτήματα. Γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὰ κινδυνεύουμε περισσότερο.
Ἂς προσέχουμε τὴ γλῶσσα μας ἀπὸ τὶς λέξεις, ἂς προσέχουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες, ἂς προσέχουμε τ᾿ αὐτιά μας ἀπὸ τὶς κακὲς συζητήσεις, ἂς προσέχουμε τὰ μάτια μας προπαντὸς ἀπὸ τὰ αἰσχρὰ θεάματα.
Δὲν ξέρω τί γίνεται στὸ κράτος· τὸ πορνὸ τῆς Δανίας καὶ Νορβηγίας ἔφτασε μέχρις ἐδῶ.
Βρῆκαν τώρα οἱ κύριοι «δολώματα», καταπληκτικὰ θεάματα. Παρουσιάζουν γυμνές, κατάγυμνες γυναῖκες, παρουσιάζουν αἰσχρὰ θεάματα.
Κανείς, λοιπόν, στοὺς κινηματογράφους! Κρατῆστε τὰ μάτια σας ἁγνά, τὴ γλῶσσα σας καθαρή, τὸ κορμὶ ὁλόκληρο λαμπάδα καιομένη καὶ προσφερομένη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Ἐπαναλαμβάνω καὶ τονίζω. Νὰ μετανοοῦμε ὄχι μόνο γιὰ τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ μικρά. Τὰ μικρὰ νὰ φοβηθοῦμε περισσότερο, διότι αὐτὰ ὁδηγοῦν στὰ μεγάλα ἁμαρτήματα. Καὶ τότε θὰ εμεθα ἀσφαλεῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(ομιλίες περὶ μετανοίας σελ. 29-36)
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.