ΓIATI ΤΙΜΟΥΜΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ
- Γ΄ Κυρ. Νηστειῶν – Σταυροπροσκυνήσεως
ΓIATI ΤΙΜΟΥΜΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ
«Tὸν σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν»
_
_
Στὸν αἰῶνα ποὺ ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν θεοποιήσει τὸ χρῆμα. Παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὸ χρῆμα ἔχει ἀξία ὁ χρόνος. Ἀκόμα καὶ ἕνα λεπτό, ἀπὸ πνευματικῆς πλευρᾶς, ἔχει ἀνυπολόγιστη ἀξία. Διότι μέσα σ᾽ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν θελήσῃ νὰ μετανοήσῃ, μπορεῖ νὰ πῇ τὸ «Ἥμαρτον», «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 15,18· 18,13· 23,42).
Ἀλλ᾽ ἐὰν κάθε χρόνος ἔχῃ ἀξία, πολὺ περισσότερο οἱ σαράντα αὐτὲς ἡμέρες, ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Εἶνε ἡμέρες νηστείας, προσευχῆς, ἐλεημοσύνης, κατανύξεως, δακρύων, ἀσκήσεως σὲ κάθε ἀρετή. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια τέτοιες μέρες βιολιὰ δὲν ἄκουγες, χοροὶ δὲν γίνονταν, οἱ διασκεδάσεις σταματοῦσαν. Ἦταν ἡμέρες ἅγιες. Ὦ Πόντε καὶ Μικρὰ Ἀσία καὶ Μακεδονία, ποῦ εἶστε;… Τώρα γέμισε ὁ τόπος κέντρα διασκεδάσεως.
Οἱ πιστοὶ λοιπὸν σήμερα, τρίτη (Γ´) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, βρισκόμαστε στὴ μέση τῆς Τεσσαρακοστῆς, ποὺ ὑψώνεται ὁ τίμιος σταυρός. Γιατί ὑψώνεται ὁ σταυρός; Ὑπάρχει λόγος. Ἡ ζωή μας εἶνε μία ὁδοιπορία, εἴμαστε ὁδοιπόροι. Καὶ ὁ δρόμος τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶνε εὔκολος· εἶνε «τεθλιμμένη ὁδός» (Ματθ. 7,14), Γολγοθᾶς. Ὅπως λοιπὸν ὁ ὁδοιπόρος ἔχει ἀνάγκη ν᾽ ἀναπαυθῇ κι ὅταν δῇ ἕνα δέντρο κάθεται στὴ σκιά του καὶ παίρνει δυνάμεις γιὰ νὰ συνεχίσῃ, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, στὴ μέση τῆς Σαρακοστῆς, ἔχουμε ἀνάγκη ἐνισχύσεως καὶ τρέχουμε κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ. Δέντρο εἶνε ὁ σταυρός, ἀντίθετο πρὸς τὸ δέντρο τῆς Ἐδέμ, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο ἔφαγαν οἱ προπάτορές μας καὶ ἔπεσαν, δέντρο εὐσκιόφυλλο καὶ ἀγλαόκαρπο.
Ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου! Τί ὕμνους, τί ἐγκώμια νὰ τοῦ ψάλουμε; Ὁ σταυρὸς εἶνε «τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24,30), ἡ ῥομφαία τῆς μάχης, ἡ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, τὸ ἀκατανίκητο ὅπλο, τὸ σάλπισμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ σημαία τοῦ Ἐσταυρωμένου· εἶνε ἡ δροσερὴ ὄασι, εἶνε ἡ ἕδρα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀκούγονται τὰ ὑψηλότερα μαθήματα, εἶνε τὸ στολίδι, ἡ κορώνα, «ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας» (ἐξαπ.). Πτωχὴ ἡ γλῶσσα μας γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὸ μεγαλεῖο του.
Ὁ μεγαλύτερος ὑμνητὴς τοῦ σταυροῦ εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τί εἶπε; Διαβάστε τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή. Ἂς καυχῶνται, λέει, ἄλλοι γιὰ ἄλλα πράγματα· ὁ ἕνας γιὰ τὰ πλούτη του, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ὀμορφιά του, ἄλλος γιὰ τὴ γυναῖκα του, ἄλλος γιὰ τὰ παιδιά του, ἄλλος γιὰ τὰ λεφτά του, ἄλλος γιὰ τὴ σοφία καὶ ἐπιστήμη του. Ἐγὼ γιὰ ἕνα καυχῶμαι· γιὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14). Ὁ σταυρὸς εἶνε τὸ καύχημά μας. Γιατί ἆραγε τόση τιμὴ στὸ σταυρό;
* * *
Ὁ Χριστός μας ὑπῆρξε ἅγιος, ἀγαπητοί μου. Ἅγιος ὄχι μὲ ἔννοια σχετική, ὅπως τόσοι ἄνθρωποι ποὺ ἁγίασαν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπόλυτη ἔννοια. Οἱ ἄλλοι εἶνε κλάσμα ἁγιότητος· ἐκεῖνος εἶνε ἡ ἀκεραία μονάς, ἡ πλήρης ἁγιότης. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ἐνῷ καὶ ὁ ἥλιος ἀκόμη ἔχει τὶς κηλῖδες του, ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀκηλίδωτος «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» (Χριστούγ.). Αὐτὸ προφήτευαν οἱ προφῆτες, αὐτὸ βεβαιώνουν καὶ οἱ μαθηταί του, ποὺ τὸν ἔζησαν· «Ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,9. Α΄ Πέτρ. 2,22). Αὐτὸ ὁμολογεῖ ὁ Πιλᾶτος ποὺ τὸν ἀνέκρινε· «Οὐδὲν ἄξιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ» (Λουκ. 23,22· βλ. 23,4,14), εἶνε τελείως ἀθῷος. Αὐτὸ ὁμολογεῖ καὶ ὁ λῃστὴς ἐπάνω στὸ σταυρὸ ποὺ ἐπιτιμοῦσε τὸν ἄλλο λῃστὴ λέγοντας· «Ἡμεῖς… ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε» (ἔ.ἀ. 23,41).
Γιατί λοιπόν, ἀθῷος αὐτός, καταδικάσθηκε στὸν πιὸ ὀδυνηρὸ θάνατο, τὸν σταυρικό; Ποιός ὁ λόγος τοῦ θανάτου Του; Ἀπαντᾷ ὁ Ἠσαΐας· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἠσ. 53,4). Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ σταυρὸ εἶνε ὁ ἀντικαταστάτης ὅλων μας. Μὲ ἁπλᾶ λόγια, αὐτὰ ποὺ ἔπαθε ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ τὰ πάθουμε ἐμεῖς. Τὰ δικά μας χέρια, ποὺ κάνουν μύριες ἁμαρτίες, ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν μὲ τὰ μυτερὰ καρφιά, ὄχι τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅπου ἄγγιζε εὐεργετοῦσε. Τὰ δικά μας πόδια, ποὺ τρέχουν στὴν ἁμαρτία, ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν, ὄχι τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅπου πατοῦσε ἔφερνε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς. Ἡ δική μας πλευρά, ποὺ κρύβει μιὰ βρωμερὴ καρδιά, ἔπρεπε νὰ κεντηθῇ μὲ τὴ λόγχη, ὄχι ἡ πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐκάλυπτε τὴν πιὸ ἁγία καρδία. Ἡ δική μας γλῶσσα, ποὺ «κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει», ἔπρεπε νὰ ποτισθῇ μὲ ξίδι καὶ χολή, ὄχι ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κάθε λόγος του εἰρήνευε τὶς ψυχές. Καὶ ἡ δική μας κεφαλή, ποὺ κρύβει μία πονηρὴ διάνοια, θὰ ἔπρεπε νὰ αἰσθανθῇ τὶς αἰχμὲς τοῦ ἀγκάθινου στεφάνου, ὄχι ἡ ἀκήρατος κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ.
Φανταστῆτε μιὰ τεράστια ζυγαριὰ μὲ δύο δίσκους, ποὺ νὰ κρέμεται ἀπὸ τὰ ἄστρα. Καὶ στὸν ἕνα δίσκο της ἂς βάλουμε τὰ ἁμαρτήματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων· τοῦ Ἀδάμ, τῆς Εὔας, τοῦ Κάϊν, ὅλων τῶν θνητῶν ἀπὸ τὸν πρῶτο μέχρι τὸν τελευταῖο· τὰ ἁμαρτήματα τὰ δικά μου, τὰ δικά σας, τῶν γονέων, παιδιῶν, συζύγων, τῶν πλουσίων, τῶν φτωχῶν, τῶν ἀρχόντων, τῶν κληρικῶν, τὰ ἁμαρτήματα ὅλων. Τί θὰ γίνῃ; Ἀπὸ τὸν ὄγκο ἡ ζυγαριὰ θὰ κλίνῃ πρὸς τὰ ᾽κεῖ. Διότι κάθε ἁμαρτία εἶνε ἕνα βάρος, Ὄλυμπος, Ἱμαλάια. Τὸ εἶπε ὁ Δαυΐδ· «Αἱ ἀνομίαι μου …ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾽ ἐμέ» (Ψαλμ. 37,5).
Βάρος! Ποιός θὰ σηκώσῃ τὸ βάρος αὐτό, ποιός θὰ ἐξαλείψῃ τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας; Ἑκατὸ χρόνια νὰ ἀσκητεύῃς στὸ Ἅγιο Ὄρος, δὲν μπορεῖς μὲ τὰ ἔργα σου νὰ ἐξαλείψῃς οὔτε τὴν πιὸ μικρή σου ἁμαρτία. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· Δὲ θὰ σωθοῦμε μὲ τὰ ἔργα μας· «ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ» (῾Ρωμ. 3,20). Πῶς λοιπὸν θὰ σωθοῦμε; πῶς ἡ ζυγαριὰ θὰ ἰσοσταθμήσῃ; Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ξαφνικὰ ἐπάνω στὸν ἄλλο δίσκο πέφτει – τί; μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Καὶ αὐτὴ κάνει τὴν πλάστιγγα νὰ γείρῃ πρὸς τὸ μέρος της! τόση βαρύτητα ἔχει. Ἔτσι σῴζεται ὁ ἄνθρωπος. Ἐὰν μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, δὲν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστὸς νὰ σταυρωθῇ.
Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν ὁ σταυρὸς εἶνε ἄξιος ἀγάπης, τιμῆς καὶ προσκυνήσεως.
* * *
Ἀγαποῦν πράγματι τὸ σταυρὸ οἱ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου; Ὄχι δυστυχῶς. Ἀμφιβάλλω ἐὰν μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕνας τὸν ἀγαπάει. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ. Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ εἶνε λ.χ. οἱ χιλιασταί· τὸν μισοῦν ὅπως καὶ τὶς εἰκόνες, δὲν μποροῦν νὰ τὸν ἀντικρύσουν. Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ εἶνε οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι. Στὴν Ἀλβανία ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τὰ νεκροταφεῖα ὄργανα τοῦ Ἐμβὲρ Χότζα ξερρίζωναν τοὺς σταυρούς. Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ εἶνε οἱ ἀλλόθρησκοι. Στὴν Κύπρο στρατιῶτες τοῦ Ἀττίλα ἔσπαζαν σταυρούς. Καὶ γενικὰ ὅπου βασιλεύει τὸ ἰσλάμ, ὁ σταυρὸς ἀπαγορεύεται. Ὅπως τότε οἱ Ἑβραῖοι, ἔτσι σήμερα αὐτοὶ μισοῦν καὶ διώκουν τὸ σταυρό.
Μὰ καλὰ οἱ χιλιασταί, οἱ ἄθεοι, οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἡμισελήνου· ὑπάρχουν ὅμως ―ἀλλοίμονο― καὶ κάποιοι λεγόμενοι χριστιανοὶ ποὺ εἶνε ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ. Συχνὰ ἀκούγονται ἔξω κάποια ἀπύλωτα στόματα ποὺ βλαστημοῦν τὸ σταυρό. Οἱ Ἑβραῖοι ἔρριξαν τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ στὰ κόπρια, καὶ οἱ βλάστημοι ἀνοίγουν τὰ στόματά τους καὶ τὸν ῥίχνουν ὄχι μέσα στὰ ἄνθη, ὅπως κάνει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ μέσ᾽ στὸ βόρβορο καὶ στὴν ἀκαθαρσία. Ἀλλὰ «ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰωάν. 19,36).
Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ ἀκόμη εἶνε – ποιοί; Καὶ ὅλοι ἐμεῖς. ―Ἐμεῖς; θὰ πῆτε· μὰ πῶς;… Προσέξατε τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Ὅπως ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸ σταυρό του, ἔτσι καλεῖ κ᾽ ἐμᾶς νὰ σηκώσουμε καθένας τὸ δικό του σταυρό. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μᾶρκ. 8,34). Ποιός εἶνε ὁ σταυρός; γιὰ ἄλλον εἶνε ἡ φτώχεια καὶ δυστυχία, γιὰ ἄλλον ἡ ἀρρώστια, ἡ χηρεία, ἡ ὀρφάνια, ὁ θάνατος, τὸ πένθος, ἡ συκοφαντία… Σταυροὶ εἶνε ὅλα αὐτά, ποὺ πρέπει νὰ τοὺς σηκώσουμε χωρὶς γογγυσμό. Ἂν γογγύσουμε, ῥίχνουμε ἀπὸ τὸν ὦμο τὸ σταυρό μας. Ὁ σταυρὸς ποὺ σηκώνεις εἶνε πολὺ μικρὸς καὶ ἐλαφρός, μπροστὰ στὸ σταυρὸ ποὺ σήκωσε ὁ Χριστός μας καὶ οἱ μάρτυρες τῆς πίστεώς μας.
Ὄχι λοιπὸν ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ, ἀλλὰ τιμὴ στὸ σταυρό. Ὁ σταυρός, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο σύμβολο, νὰ συνοδεύῃ παντοῦ καὶ πάντα τὴ ζωή μας. Ὅλα ν᾽ ἀρχίζουν καὶ νὰ τελειώνουν μὲ τὸ σταυρό. Καὶ νὰ τὸν σημειώνουμε ἐπάνω μας κανονικά, ὄχι νὰ ντρεπώμαστε.
Εἴθε ν᾽ ἀγαπήσουμε τὸ σταυρό, νὰ ἀφοσιωθοῦμε στὸ σταυρό, ν᾽ ἀναπαυθοῦμε κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρό· κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας, νὰ κλείσουμε τὰ μάτια μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ λέγοντας «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 17-3-1985 πρωί)
________
ΣEΡBIKA
_____
Трећа недеља Часног поста – Крстопоклона
ЗАШТО ПОШТУЈЕМО КРСТ
«Крсту Твоме клањамо се Владико и светло васкрсење Твоје славимо»
У времену у којем живимо, драги моји, људи су обожили новац. Већу вредност од новца има време. И једна минута, са духовне стране, има непроцењиву вредност. Зато што човек, ако пожели да се покаје, може рећи: «Сагреших», «Боже, милостив буди мени грешноме!» и «Сети ме се, Господе, када дођеш у Царству своме» (Лука. 15,18• 18,13• 23,42).
Ако свако време има своју вредност, много већу вредност има тих четрдесет дана Свете и Велике Четрдесетнице. То су дани поста, молитве, милостиње, скрушености, суза, подвизавања и сваке врлине. У стара, благословена времена у те дане нису се чуле виолине, плесови се нису одржавали, престајале су све забаве. То су били свети дани. О, Понде и Мала Азијо и Македонијо, где сте? … Данас се испунило место центрима забаве.
Верници се данас налазе у трећој недељи поста, у средини Четрдесетнице, када се уздиже Часни крст. Зашто се уздиже Крст? Да ли постоји разлог? Наш живот је једно путовање, а ми смо путници. Пут верног хришћанина није лаган, но је «тесан пут» (Мат. 7,14), Голгота. Као што путник има потребу да се одмори испод једног дрвета у хладу и тако сакупи снаге да настави, исто тако и ми, усред Четрдесетнице, имамо потребу учвршћивања и приклањамо се испод сенке Крстове. Крст је дрво, насупрот дрвећу у Едему, са којег су јели праоци наши и пали, дрво пуно лишћа и плодова.
Крст Господњи! Какве песме, какве хвале да му појемо? Крст је «знак Сина Човечијега» (Мат. 24,30), мач у бици, нож Духа, непобедиво оружје, труба Христова, знак Распетог, овежавајућа оаза, катедра са које се чују најузвишеније поуке, украс, круна «лепота Цркве» (Шестоп.). Наш језик је сиромашан да бисмо описали његову величину.
Највећи хвалитељ крста је апостол Павле. Шта је рекао о крсту? Прочитајте посланицу Галаћанима. «Нека се поносе», каже, «други људи са другим стварима: један са својим богатством, други са својом лепотом, трећи са својом женом, четврти са својом децом, пети са својим новцима, шести са својом мудрошћу и науком. А ја се поносим Крстом Господа нашег Исуса Христа, «којим се мени разапе свет и ја свету?» (Гал. 6,14). Крст је наш понос. Зашто се толико поштује крст?
* * *
Христос је био свет, драги моји. Када кажемо «свет», не мислимо на уобичајене људе који су се просветили својим животом, него мислимо у пуном смислу свет. Други су један део светости, а Он је потпуна светост. «И, да сваки језик призна да је Исус Христос Господ на славу Бога Оца» (Филип. 2,11 и Б. Лит.). Чак и сунце има неке мрље, Христос је неумрљан – «сунце правде» (Божић.). То су пророковали пророци, потврђивали су то Његови ученици, који су живели поред Њега: «јер не учини неправде, нити се нађе превара у устима његовијем» (Исаија. 53,9. 1. Пос.Петр. 2,22). Ово потврђује и Пилат који Га је испитивао• «ја ништа на њему не нађох што би заслуживало смрт;» (Лука. 23,22• ви. 23,4,14), сасвим је недужан. То исповеда и разбојник на крсту који је опомињао другог разбојника говорећи му: • «И ми смо још праведно осуђени; јер примамо по својијем дјелима као што смо заслужили; али он никаква зла није учинио» (Лука. 23,41).
Зашто је Христос као недужан осуђен на најгору смрт, крсну? Који је разлог Његове осуде? Одговара Исаија: «А он болести наше носи и немоћи наше узе на се» (Исаија. 53,4). Христос на крсту замењује све нас. Једноставно речено – то што је поднео Христос, требало је ми да поднесемо. Наше руке које чине безброј грехова, требало је да буду прободене са оштрим ексерима, а не руке Христове. Наше ноге, које трче у грех, требало је да буду прободене, а не ноге Христове, који где и да је ходао доносио је истину и светлост. Наша ребра, која скривају нечисто срце, требала су бити прободена са копљем, а не ребра Христова, која су покривала најсветије срце. Наш језик, који «кости нема, а кости ломи», требало је да буде посут оцатом, а не језик Христов, чија је свака реч умиривала душе. Наша глава, која скрива један лукави ум, требало је да осети убоде трновог венца, а не глава Христова.
Замислите једну огромну вагу са два диска, да је окачена о звезде. И на једном диску ставимо грехове свих људи, од Адама, Еве, Каина, и свих смртника од првог па све до последњег греха мога, твога, ваших родитеља, деце, супружника, богатих, сиромашних, владара, свештенства, свих грешника. Шта ће се догодити? Од толике тежине вага ће на ту страну пасти. Зато што је сваки грех тежак као планина Олимп или Хималаји. То је рекао Давид: «Јер безакоња моја изађоше врх главе моје, као тешко бреме отежаше ми» (Псал. 37,4).
Терет! Ко ће подићи тај терет, ко ће се одужити за наше грехе? Сто година да се подвизаваш на Светој гори, не можеш са својим делима да искупиш ни један свој најмањи грех. То нам говори апостол Павле: Не спасавамо се нашим делима «Јер се дјелима закона ниједно тијело неће оправдати пред њим;» (Римљ. 3,20). Како ћемо се спасити? Како ће се вага изравнати? Благословен Бог! Изненада на други диск пада – шта? Једна кап Часне крви Распетог. Она чини поравнање на ваги према себи! Толику тежину има. Тако се спасава човек. Када бисмо могли да се спасемо сами, не би долазио Христос да се разапне. Због тога је крст вредан љубави, поштовања и поклоњења.
* * *
Да ли заиста људи воле крст, браћо моја? Не, на велику жалост. Сумњам да од хиљаду људи само један воли крст. Сви остали су непријатељи крста. Непријатељи крста су нпр. Хилиасте, који мрзе крст као и иконе, не могу га гледати очима. Непријатељи крста су материјалисти и непобожни људи. У Албанији чак и са гробља присталице Енвер Хоџе су чупали крстове. Непријатељи крста су и друговерци. На Кипру војници Атилини су ломили крстове. Уопште где влада Ислам, крст је забрањен. Као тада Јевреји што су мрзели крст, тако и данас мрзе и прогоне крст.
Добро – хилиасте, неверници, присталице полумесеца, али постоје и – тешко нама – неки такозвани «хришћани» који су непријатељи крста. Често се чује на улици како људи псују крст. Јевреји су бацили крст Христов на ђубриште, а хулитељи отварају своја уста и не полажу крст на цвеће, као што то чини Црква, него у нечистоћу и прљавштину. Но «кост његова да се не преломи» (Јован. 19,36).
Ко су још непријатељи крста? Сви ми. «Ми», кажете, «али како»?… Обратите пажњу шта нам говори Јеванђеље данас? Као што је Христос подигао свој крст, тако позива и сваког од нас, да подигне свој крст: «ко хоће за мном да иде нека се одрече себе и узме крст свој, и за мном иде» (Марк. 8,34). Шта је крст? За некога је крст сиромаштво и несрећа, за некога болест, удовиштво, сиротиштво, смрт, жалост, клеветање… Да ли су то све крстови, које треба да подигнемо без приговора? Ако приговарамо, бацамо са својих рамена свој крст. Крст који подижеш је веома мали и лаган, наспрам крста који је подигао наш Христос и мученици наше вере. Немојмо бити непријатељи крста, поштујмо крст. Крст, свети и преподобни симбол, нека прати увек и свуда наш живот. Све да почиње и завршава са крстом. Осенимо се правилно крсним знаком и немојмо се стидети крста. Заволимо крст, посветимо се крсту, одморимо се испод крста, а када стигне последњи час нашег живота, затворимо наше очи са знаком крста говорећи: «опомени ме се, Господе! кад дођеш у царство своје» (Лука. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Беседа Митрополита Флоринског о. Августина Кантиота у храму Светог Јована, Птолемаида 17-3-1985 јутро)
_
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.