Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΗΤΗΣ ΘΕΟΣ
Κυριακὴ Γ΄ Ματθαίου (Ματθ. 6,22-33)
Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΗΤΗΣ ΘΕΟΣ
ΥΠΗΡΧΕ, ἀγαπητοί μου, ἐποχὴ ποὺ ὅλοι πίστευαν. Ἄπιστος, ἄθεος, ἀλειτούργητος δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας. Κι ἂν καμμιὰ φορὰ παρουσιαζόταν κανένας τέτοιος, οἱ ἄλλοι ἔκοβαν κάθε συναναστροφὴ μαζί του, οὔτε καλημέρα τοῦ ἔλεγαν, κι αὐτὸς ἀναγκαζόταν κ’ ἔφευγε ἀλλοῦ. Στὸν Πόντο λ.χ. καὶ γενικῶς στὸν ἑλληνισμό, ἂν βρισκόταν κανεὶς νὰ τολμήσῃ ν’ ἀνοίξῃ τὸ στόμα καὶ νὰ βλαστημήσῃ τὰ θεῖα, χίλια χέρια τὸν ἅρπαζαν καὶ τὸν ἔβαζαν στὴ θέσι του. Δὲν εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ ἀστυνομία· φύλακες τῆς πατρῴας πίστεως ἦταν ὁ ἴδιος ὁ λαός. Τὸ πιὸ μεγάλο ἔγκλημα ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ εἶνε κανεὶς ἄπιστος. Καὶ τὸ Σωκράτη ἀκόμη γιατί τὸν κατεδίκασαν; διότι πίστεψαν τοὺς συκοφάντες του ὅτι εἶνε ἄθεος, κ’ ἔτσι τὸν ὑποχρέωσαν νὰ πιῇ τὸ κώνειο.
Τώρα ἡ ἀπιστία δὲν προκαλεῖ φρίκη. Σήμερα ποιό θεωροῦν σοβαρὸ ἔγκλημα; τὴν κλεψιὰ καὶ τὸ φόνο· αὐτὰ κρίνονται ἄξια τιμωρίας. Τώρα ἡ βλαστήμια, ἡ ἀπιστία κ’ ἡ ἀθεΐα διαδόθηκαν σὰν τὴ ψώρα· ἀπὸ τὶς πόλεις ἔφτασαν μέχρι τὰ βουνὰ κ’ οἱ ἄπιστοι εἶνε πολλοί.
Πρῶτα ἡ ἀπιστία ἀπειλεῖ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους. Πᾶνε στὰ σχολεῖα καὶ στὰ πανεπιστήμια, ἀκοῦνε διάφορα πράγματα, καὶ γυρίζουν ἐπηρεασμένοι. Καὶ μετὰ ἀκοῦς νὰ σοῦ λένε, ὅτι «δὲν ὑπάρχει Θεός». Ἂν τοὺς ρωτήσῃς ―Γιατί δὲν ὑπάρχει Θεός; ἀπαντοῦν· ―Τὸ λέει ἡ ἐπιστήμη.
Ψέμα! Ἡ ἐπιστήμη δὲν λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Ἀντιθέτως, μεγάλοι ἐπιστήμονες τοῦ κόσμου (Ἀμερικανοί, Γάλλοι, Ἄγγλοι, ῾Ρῶσοι) ὁμολογοῦν τὴν πίστι τους στὸ Θεό. Στὴ Μόσχα, ὅπου βρέθηκε δική μας ἀντιπροσωπία κληρικῶν, συνάντησε σπουδαίους ἐπιστήμονες ποὺ εἶπαν· ―Κ’ ἐμεῖς πιστεύουμε! Δὲν εἶνε λοιπὸν ἡ ἐπιστήμη ἀντίθετη μὲ τὴν πίστι. Κ’ ἔρχεται ὁ ἀγράμματος τεντυμπόης, ποὺ δὲν ξέρει νὰ βάλῃ ἀκόμα τὴν ὑπογραφή του οὔτε νὰ συντάξῃ ἕνα ἔγγραφο τῆς προκοπῆς καὶ τρώει εἰς βάρος τῶν γονέων του, κι ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός.
Ἴσως ὅμως κάποιος μᾶς πῇ· Ἐγώ, γιὰ νὰ πιστέψω ὅτι ὑπάρχει Θεός, θέλω ἀποδείξεις.
* * *
Θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, ν’ ἀρχίσω ἀπὸ τώρα, νὰ σᾶς κρατήσω μέχρι τὴ νύχτα, νὰ συνεχίσω νὰ σᾶς μιλάω ὅλη τὴν ἑβδομάδα, γιὰ νὰ σᾶς ἀναφέρω ὄχι μία καὶ δύο καὶ τρεῖς καὶ τέσσερις ἀποδείξεις, ἀλλὰ χιλιάδες καὶ ἑκατομμύρια ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Ὑπάρχει Θεός! Ποῦ τὸ βλέπουμε; Βγὲς ἔξω στὴ φύσι, πήγαινε στὰ χωράφια, περπάτησε στοὺς κάμπους, ἀνέβα πάνω στὰ βουνά, ῥίξε μιὰ ματιὰ τὴ νύχτα ψηλὰ στὸν οὐρανὸ ποὺ λάμπουν χιλιάδες ἀστέρια, δὲς τὶς λίμνες, τὶς πηγές, τὰ ποτάμια, τὴ θάλασσα, τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιά, τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέντρα, ὅλα τὰ ὡραῖα πράγματα ποὺ ὑπάρχουν. Ἕνα ἐρώτημα ἔρχεται ἀπὸ τὴν παρατήρησι ὅλου τοῦ σύμπαντος· ποιός τὰ ἔκανε αὐτά; Μία ἀπάντησις ὑπάρχει, αὐτὴ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος· «Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός» (Ἑβρ. 3,4). Ἐὰν μὲ πείσῃς ὅτι μιὰ ἐκκλησία φύτρωσε ἔτσι, ἐὰν μὲ πείσῃς ὅτι τὸ σπίτι σου ἢ τὸ καλύβι σου ἔγινε ἔτσι, ἐὰν μὲ πείσῃς ὅτι τὸ ἀεροπλάνο ἔγινε ἔτσι, ἐὰν μὲ πείσῃς ὅτι τὸ ρολόϊ ποὺ ἔχεις στὸ χέρι σου φύτρωσε στὰ χωράφια, τότε θὰ πεισθῶ ὅτι κι αὐτὸ τὸ τεράστιο σύμπαν πού ᾽νε ἕνα μεγάλο σπίτι, μιὰ πελώρια ἐκκλησία, ἕνα τέλειο μηχάνημα, φτειάχθηκε μόνο του. Ὁ Θεὸς τὸ ἔφτειαξε. Ἄρα ὑπάρχει.
Γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ μιλάει καὶ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει; Ἔχετε πίστι στὸ Θεό, λέει ὁ Χριστός. ῾Ρῖξτε μιὰ ματιά, «καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ…» (Ματθ. 6,28). Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾶτε σὲ σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια γιὰ νὰ διδαχθῆτε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Πάρτε στὰ χέρια σας ἕνα στάχυ, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶνε γεμᾶτος σήμερα ὁ κάμπος. Ἔτσι ἀδιάφορα τὰ βλέπουμε. Θά ᾽πρεπε νὰ τὰ βλέπουμε μὲ ἄλλο ἐνδιαφέρον. Ἀπὸ ποῦ προέρχονται ὅλα αὐτά; τὰ στάχυα, τὰ φυτά, τὰ λουλούδια, τὰ δέντρα τὰ μεγάλα, ἀπὸ ποῦ βγῆκαν; Ὅλα βγῆκαν ἀπὸ ἕνα σπόρο. Καὶ ὁ σπόρος τὶς περισσότερες φορὲς εἶνε πολὺ μικρός· τόσο μικρός, ποὺ μέσα σ᾽ ἕνα κουτὶ ἀπὸ σπίρτα χωροῦν χιλιάδες σπόροι. Ἀπὸ ἕνα σπόρο βγαίνει βασιλικός, ἀπὸ ἄλλο βγαίνει κρίνος, ἀπὸ ἄλλο στάχυα, ἀπὸ ἄλλο πεῦκα πελώρια. Ἕνας σπόρος! Ποιός τὸν ἔφτειαξε; Ὅλη ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ, οὔτε θὰ μπορέσῃ, νὰ φτειάξῃ ἕνα σπόρο. Φτάνει ἕνας σπόρος νὰ σοῦ πῇ, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀπορῶ, πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Θὰ ἔπρεπε τοὺς ἀπίστους καὶ ἀθέους, ἂν ὑπῆρχε τρόπος, νὰ τοὺς βάλουμε σ᾽ ἕνα πύραυλο, νὰ τοὺς στείλουμε στὸ φεγγάρι καὶ τὰ ἄστρα. Ἐκεῖ ξεραΰλα· ποταμάκι δὲν τρέχει, λίμνη δὲν δροσίζει, θάλασσα δὲν ἁπλώνεται, ἀρνάκι δὲ βόσκει, πουλὶ δὲν κελαηδεῖ. Ὅλα ἐδῶ στὴ γῆ τά ᾽κανε ὁ Θεός, αὐτὸς εἶνε ὁ δημιουργός τους.
«Καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ…», εἶπε ὁ Κύριος. Γιά ἰδέστε πῶς στολίζονται τὰ δέντρα. Γυμνὰ εἶνε τὸ χειμῶνα· ἀλλὰ τὴν ἄνοιξι ποιός μὰ ποιός ῥάφτης τοὺς κάνει τόσο ὄμορφες φορεσιές; Καμμιά νύφη δὲν στολίστηκε τόσο ὄμορφα ὅπως ἡ ἀμυγδαλιά. Ποιός δὲν θαύμασε τὰ λευκά της ἄνθη; Κι ὅλα τὰ δέντρα ἔχουν τὶς φορεσιές τους, τὶς ὄμορφες φορεσιὲς ποὺ τοὺς δίνει ἡ θεία πρόνοια.
῾Ρῖξτε ἀκόμη, λέει ὁ Κύριος, ἕνα βλέμμα στὰ «πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ» (ἔ.ἀ. 6,26). Κοιτάξτε τὰ πουλιὰ ποῦ κατοικοῦν, πῶς φτειάχνουν τὶς φωλιές τους. Κοιτάξτε τὶς κινήσεις τους. Τὰ βλέπεις πῶς μεταναστεύουν; Πρὶν τὸ φθινόπωρο τὰ χελιδόνια ἀναχωροῦν, διανύουν χιλιόμετρα, χωρὶς πυξίδες καὶ χάρτες, καὶ πᾶνε τόσο μακριά. Ποιός τὰ ὁδηγεῖ; Καὶ τοῦ χρόνου τὸ καλοκαίρι νάτα πάλι στὴν ἴδια φωλιά. Ποιός τὰ κατευθύνει;
Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ τὰ δημιουργήματα ποὺ ὑπάρχουν στὸν φυσικὸ κόσμο διδάσκουν, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἐκεῖνος εἶνε ὁ δημιουργὸς ποὺ τὰ ἔφερε στὴν ὕπαρξι, ἀλλὰ εἶνε καὶ ὁ προνοητὴς ποὺ τὰ συντηρεῖ. Αὐτὸ μᾶς λέει ὁ Κύριος σήμερα. Ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ ὅλα· γιὰ τὰ μυρμήγκια, γιὰ τὶς μέλισσες, γιὰ τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, γιὰ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ τὰ ζῷα τῆς ξηρᾶς καὶ τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης.
Τὸ συμπέρασμα. Ἐὰν φροντίζῃ γιὰ ἕνα μυρμήγκι ―καὶ φροντίζει πράγματι―, ἂν φροντίζῃ γιὰ ἕνα πουλί, γιὰ ἕνα κρίνο, ἀπείρως περισσότερο φροντίζει γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶνε ἡ κορυφαία ἀξία, τὸ ἐπιστέγασμα τῆς θείας δημιουργίας. Φροντίζει ὁ Θεός, γι’ αὐτὸ κι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἔχῃ ἐμπιστοσύνη.
Πράγματι ὅλα τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ εἶνε. Σκέψου λ.χ. τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέεις. Πάνω στὸ φεγγάρι δὲν ὑπάρχει ἀέρας· οἱ ἀστροναῦτες ἀνέπνεαν μὲ φυάλες ὀξυγόνου, καὶ ἔτρεμαν μήπως σπάσῃ ἡ φιάλη ποὺ εἶχαν μαζί τους καὶ φύγῃ ὁ ἀέρας. Ἀέρας στὸ φεγγάρι δὲν ὑπάρχει, ἐδῶ στὴ γῆ πνέει ἀέρας δροσερός. Ἐδῶ ὁ ἥλιος φωτίζει, ἐδῶ νερὰ τρέχουν, ἐδῶ ποταμοὶ δροσίζουν, ἐδῶ ζῷα, ἐδῶ πουλιά, ἐδῶ ὅλα τὰ ἀγαθά. Δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ ζωή, θεωρεῖται πλέον βέβαιο αὐτὸ. Ἀμέτρητα ἄστρα ὑπάρχουν, κανένα ὅμως δὲν εἶνε ἐφωδιασμένο μὲ τὰ ἀπαιτούμενα γιὰ τὴ ζωή.
Ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος ἀναπνέει τὸν ἀέρα καὶ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ χωρὶς εὐγνωμοσύνη. Κάθεται στὸ τραπέζι κι ὄχι μόνο δὲν κάνει σταυρὸ ἀλλὰ καὶ βλαστημάει τὸ Θεό. Ἀλλὰ θὰ ᾽ρθῇ ὥρα ―προφητεύω― ποὺ θὰ πεινάσουμε καὶ θὰ διψάσουμε. Θὰ στερέψουν οἱ βρύσες, θὰ ξεραθοῦν τὰ ποτάμια, καὶ τότε σὰν τὰ λυσσασμένα σκυλιὰ θὰ τρέχουμε στὶς ῥεματιὲς νὰ βροῦμε λίγο νερό. Θὰ ἀδειάσουν οἱ πόλεις. Ὅ,τι γράφει ἡ Ἀποκάλυψις, θὰ γίνῃ.
Φύγαμε δυστυχῶς μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν πιστεύει κανείς. Κ’ ἐσεῖς ἀκόμη, γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια, ἔχετε ἐρωτηματικὰ καὶ ἀμφιβολίες. Καὶ λέτε μέσα σας· Ἔ τώρα τί λέει αὐτὸς ὁ παπᾶς, αὐτὸς ὁ δεσπότης!… Ὄχι τί λέω ἐγώ. Ἐὰν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα ποὺ πατοῦμε καὶ τὰ βουνὰ θὰ φωνάξουν, ὅτι ὑπάρχει Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, δημιουργὸς καὶ προνοητὴς ὅλων.
* * *
Ποιά συγγένεια, ἀγαπητοί μου, ποιά σχέσι ἔχουμε ἐμεῖς μὲ τοὺς πιστοὺς προγόνους μας, μὲ τοὺς ἀληθινοὺς ἐκείνους Χριστιανούς; Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς διδάσκει, νὰ ἔχουμε πίστι στὸ Θεό. Ὅλα μιὰ μέρα θὰ σβήσουν, αὐτὸ εἶνε βέβαιο· καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν, καὶ τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, καὶ ἡ γῆ θὰ γίνῃ ἄνω-κάτω, καὶ ὁ ἥλιος θὰ σκοτεινιάσῃ, καὶ τὸ φεγγάρι θὰ ἐξαφανιστῇ, καὶ τὰ βασίλεια θὰ διαλυθοῦν, καὶ τὰ μεγάλα ἔθνη, ποὺ εἶνε ἔνοχα γιὰ ἀδικίες εἰς βάρος τῶν μικρῶν ἐθνῶν, θὰ συντριβοῦν, καὶ οἱ μεγάλες πολιτεῖες θὰ καταστραφοῦν. Ἕνα πρᾶγμα μένει· Ἰησοῦς Χριστὸς Θεοῦ Υἱὸς Σωτήρ. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγιου Γεωργίου Σπηλιᾶς – Ἑορδαίας 4-7-1976)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.