Συγχρονοι ειδωλολατρες
Κυριακὴ Δ΄ Ματθαίου (Ματθ. 8,5-13)
Συγχρονοι ειδωλολατρες
Η Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, τιμᾷ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους. Τοὺς τιμᾷ μὲ ξεχωριστὴ ἑορτὴ τὸν καθένα, ἀλλὰ τοὺς τιμᾷ καὶ ὅλους μαζὶ μὲ μία κοινὴ ἑορτὴ ἡ ὁποία ὡς γνωστὸν τελεῖται στὶς 30 Ἰουνίου. Καὶ δικαίως τοὺς ἀποδίδεται αὐτὴ ἡ τιμή. Διότι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι εἶνε οἱ στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε οἱ γίγαντες τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, εἶνε οἱ μεγάλοι εὐεργέται τῆς ἀνθρωπότητος.
Ὡρισμένοι μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς εἶνε ἰδιαιτέρως εὐεργέται τοῦ εὐλογημένου ἔθνους μας, τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους. Σὲ κανέναν ἄλλο δὲν ὀφείλει τόσα ἡ πατρίδα μας ὅσα στὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ στὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα· σ᾽ αὐτοὺς τὸ χρωστᾶμε οἱ Ἕλληνες ὅτι εἴμεθα Χριστιανοί. Ἐὰν ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἀνέβαινε στὸν Ἄρειο πάγο τῶν Ἀθηνῶν νὰ κηρύξῃ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἂν ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας δὲν ἐσταυρώνετο στὴν Πάτρα, ἐμεῖς δὲν θὰ ἤμασταν Χριστιανοί. Μὲ τὸ κήρυγμα, μὲ τοὺς κόπους, μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὸ αἷμα τῶν ἀποστόλων ἡ Ἑλλὰς ἔγινε χριστιανικὴ χώρα.
Ἀλλὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα· εἴμεθα πράγματι Χριστιανοί; Μερικὰ πράγματα εἶνε σπάνια, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔχουν μεγάλη ἀξία. Σπάνιο εἶνε τὸ χρυσάφι, κι ἀκόμη πιὸ σπάνιο τὸ διαμάντι. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ χρυσάφι καὶ ἀπὸ τὸ διαμάντι πιὸ σπάνιο εἶδος στὴν ἐποχή μας ἔγινε ὁ Χριστιανός, ὁ ἀληθινὸς Χριστιανός. Δεῖξτε μου ἕναν ἀληθινὸ Χριστιανό, Χριστιανὸ εἰκοσιτεσσάρων καρατίων, Χριστιανὸ ὅπως τὸν θέλει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ νὰ πέσω νὰ τὸν προσκυνήσω.
Σπάνιο εἶδος ἔγινε ὁ Χριστιανὸς στὶς ἡμέρες μας. Καὶ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κάτι ἀκόμη πιὸ αὐστηρό, κάτι ποὺ θὰ φανῇ παράδοξο. Ποιό· πρὸ Χριστοῦ ὑπῆρχαν Χριστιανοί, καὶ μετὰ Χριστὸν ὑπάρχουν εἰδωλολάτρες! Μὰ πῶς, θὰ ρωτήσετε, ὑπάρχουν πρὸ Χριστοῦ Χριστιανοί; Δὲν λέει τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται» (Μᾶρκ. 16,16); ὅτι ὅποιος δὲν περάσῃ ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ ἁγίου βαπτίσματος δὲν εἶνε Χριστιανός; Πῶς λοιπὸν ἐσὺ λές, ὅτι ὑπῆρχαν πρὸ Χριστοῦ Χριστιανοὶ καὶ μετὰ Χριστὸν εἰδωλολάτρες;
* * *
Τὸ θέμα, ἀγαπητοί μου, εἶνε πολὺ μεγάλο. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἀρκοῦν ἕνα – δύο παραδείγματα, καὶ θὰ δῆτε, ὅτι στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, περίοδο πλάνης καὶ φαυλότητος, ὑπῆρξαν καὶ ὡρισμένοι ἄνθρωποι ποὺ ἔζησαν αὐστηρὴ ζωὴ καὶ εἶχαν ὄντως φρόνημα ἀνώτερο καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τηροῦσαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου χωρὶς νὰ τὶς ἔχουν διδαχθῆ.
⃝ Τὸ ἕνα παράδειγμα. Λέει λ.χ. ὁ Κύριος ―ὄχι παπᾶς ἢ δεσπότης ἀλλὰ ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς― «μὴ ὀμόσαι ὅλως», ἀπαγορεύεται δηλαδὴ τελείως ὁ ὅρκος. «Ἔστω ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ» (Ματθ. 5,34-37). Καὶ ὅμως τί κάνουμε; Σήμερα στὸν τόπο μας κάθε μέρα, ἀπὸ τὸ εἰρηνοδικεῖο μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο καὶ ἀπὸ τὰ πολιτικὰ δικαστήρια μέχρι τὰ στρατοδικεῖα καὶ ναυτοδικεῖα καὶ ἀεροδικεῖα, δὲν κάνουν τίποτ᾽ ἄλλο οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ ν᾽ ἁπλώνουν τὰ χέρια τους πάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ ὁρκίζωνται συνεχῶς. Ὄχι μόνο γιὰ μεγάλες ὑποθέσεις ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς πιὸ μικρές. Ὅλη ἡ πατρίδα μας εἶνε βουτηγμένη σ᾽ αὐτὴ τὴν κόλασι. Καὶ ὅμως ὁ Κύριος λέει «μὴ ὀμόσαι ὅλως». Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἐντολή, ποὺ δὲν ἐφαρμόζουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ στὸν αἰῶνα μας, ἕξι αἰῶνες πρὸ Χριστοῦ τὴν ἐφήρμοσε – ποιός; Ἕνας φιλόσοφος ποὺ δὲν ἄκουσε τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Κλεινίας. Τὸν ἀναφέρει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ Κλεινίας εἶχε μιὰ δικαστικὴ ὑπόθεσι μὲ ἕνα γείτονά του. Καὶ ἐπρόκειτο, ἂν δικαιωθῇ, νὰ κερδίσῃ ἕνα μεγάλο χρηματικὸ ποσό. Τοῦ λένε στὸ δικαστήριο· ―Βάλε τὸ χέρι σου στὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ νὰ ὁρκιστῇς. ―Ὄχι, ἀπαντᾷ, δὲν ὁρκίζομαι. ―Μὰ θὰ χάσῃς τὴν ὑπόθεσι. ―Νὰ τὴ χάσω. Καὶ ἔχασε τὴν ὑπόθεσι, ἐπειδὴ δὲν δέχθηκε νὰ ὁρκιστῇ!
Σᾶς ἐρωτῶ· αὐτὸς δὲν εἶνε χριστιανός; καὶ εἴμαστε Χριστιανοὶ ἐμεῖς ποὺ πᾶμε καὶ παλαμίζουμε τὸ Εὐαγγέλιο; Πρὸ Χριστοῦ χριστιανὸς αὐτός, μετὰ Χριστὸν εἰδωλολάτρες ἐμεῖς.
⃝ Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Τὸ ἀκούσαμε σήμερα· εἶνε ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ εὐαγγελίου (βλ. Ματθ. 8,5-13). Οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ἤξεραν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὶς ἐντολές του καὶ εἶδαν τόσα θαύματα, δὲν πίστεψαν στὸ Χριστό· καὶ αὐτός, ποὺ ἦταν ῾Ρωμαῖος εἰδωλολάτρης, ἕνα θαῦμα εἶδε καὶ πίστεψε. Δὲν διάβασε τὸ νόμο τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς προφήτας, ἐν τούτοις στὴ στάσι καὶ τὴ συμπεριφορά του βλέπουμε μερικὰ σπουδαῖα γνωρίσματα πίστεως στὸ Θεό.
Ἄκου λοιπὸν λόγια εἰδωλολάτρου. Τοῦ λέει ὁ Χριστός· ―Θὰ ἔλθω στὸ σπίτι νὰ θεραπεύσω τὸ δοῦλο σου. ―Ὄχι, λέει αὐτός, δὲν εἶνε ἀνάγκη· μπορεῖς κι ἀπὸ μακριὰ νὰ τὸν κάνῃς καλά… Σύγκρινε τώρα τὴν πίστι αὐτὴ μὲ τὴν πίστι ὡρισμένων ἀπὸ μᾶς. Πολλοὶ Χριστιανοὶ σήμερα ὑπολείπονται τοῦ ἑκατοντάρχου. Νομίζουν λ.χ., ὅτι ὁ Θεὸς θαυματουργεῖ μόνο σὲ ὡρισμένα μέρη. Παραδεχόμεθα ἀσφαλῶς κ᾽ ἐμεῖς, ὅτι ὑπάρχουν θαυματουργὲς εἰκόνες καὶ προσκυνήματα· δὲν εἴμαστε προτεστάντες καὶ χιλιασταί. Ἀλλ᾽ ἅμα ἔχῃς καρδιὰ καθαρή, ἅμα πιστεύῃς, παντοῦ γίνονται θαύματα· «ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 102,22)· ἂν ὅμως δὲν πιστεύῃς, καὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ πᾷς τίποτα δὲν ὠφελεῖσαι. Εἶχε λοιπὸν ὁ ἑκατόνταρχος μιὰ πίστι καθαρὴ γιὰ τὸ Θεό.
Εἶχε ἀκόμη ταπείνωσι. ―Κύριε, λέει, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἔρθῃς στὸ σπίτι μου, εἶμαι ἁμαρτωλός. Αὐτὸς αἰσθάνεται τὴν ἀναξιότητά του· ἐμεῖς πῶς αἰσθανόμαστε; Πῶς ἐρχόμαστε στὸ ναό; Ἂν σὲ καλοῦσε ὁ βασιλιᾶς στὰ ἀνάκτορα, πῶς θὰ πήγαινες καὶ πῶς θὰ στεκόσουν; Μὲ φόβο καὶ τρόμο. Καὶ τί εἶνε ἕνας ἐπίγειος βασιλιᾶς μπροστὰ στὸν Βασιλέα τῶν ὅλων; Γι᾽ αὐτὸ ὅταν ἐκκλησιαζώμαστε νὰ λέμε μὲ ταπείνωσι· Θεέ μου, ἐγὼ τὸ σκουλήκι ποὺ ἔκανα τοῦ κόσμου τὶς ἁμαρτίες, πῶς θὰ μπῶ στὸ ναό σου, ὅπου ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι σὲ ὑμνοῦν; Καὶ ὅταν κοινωνοῦμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἂς σκεφτοῦμε μὲ συναίσθησι· εἴμαστε ἄξιοι νὰ πάρουμε μέσα μας τὸ Χριστό;
Θαυμάζουμε τὸν ἑκατόνταρχο γιὰ τὴν πίστι του, τὸν θαυμάζουμε γιὰ τὴ βαθειά του ταπείνωσι. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει κ᾽ ἕνα ἄλλο θαυμαστὸ στοιχεῖο στὴ ζωή του, κι αὐτὸ εἶνε ἡ ἀγάπη του. Τὸν ἀκοῦτε; Κοντὰ στὸ Χριστὸ ἦρθαν πολλοὶ ζητώντας νὰ θεραπεύσῃ τὸ παιδί τους ἢ κάποιον ἄλλο δικό τους· αὐτὸς παρακαλεῖ τὸ Χριστὸ ὄχι γιὰ κάποιον συγγενῆ του ἀλλὰ γιὰ ἕναν ὑπηρέτη του, ἕνα σκλάβο, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν εἶχε δικαιώματα, δὲν ἐθεωρεῖτο ἄνθρωπος· τοὺς δούλους τότε τοὺς ἀγόραζαν, τοὺς πουλοῦσαν, τοὺς σκότωναν, τοὺς ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν. Γι᾽ αὐτὸν τὸν δοῦλο λοιπὸν φρόντισε ὁ ἑκατόνταρχος. Ἦρθε στὸ Χριστὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Νά λοιπόν, πρὸ Χριστοῦ Χριστιανός· Ἐνῷ τώρα;… Σήμερα ἔρχονται στὴν Ἀθήνα κορίτσια ἀπὸ τὴν ἐπαρχία καὶ ὑπηρετοῦν σὲ μεγάλα σπίτια. Κοπιάζουν· πρῶτα ξυπνᾶνε, τελευταῖα κοιμῶνται. Καὶ πῶς τοὺς συμπεριφέρονται οἱ Χριστιανοὶ κύριοί τους; Γιὰ τὶς παρεκτροπὲς τῶν δικῶν τους παιδιῶν, τοῦ γυιοῦ ἢ τῆς θυγατέρας τους, εἶνε ἐπιεικεῖς· γιὰ μία παράλειψι ὅμως ποὺ θὰ κάνῃ ἡ ὑπηρέτρια, ἡ κυρία τὴ βασανίζει καὶ τὴν πετάει ἔξω. Ὅταν ἔρθουν ὅμως Χριστούγεννα καὶ Πάσχα, ἡ κυρία αὐτὴ θὰ πάῃ στὴν ἐκκλησία καὶ θὰ κάνῃ μεγάλους σταυροὺς καὶ θ᾽ ἀνάβῃ κεριά. Σᾶς ἐρωτῶ· αὐτὴ ἡ κυρία δὲν εἶνε μετὰ Χριστὸν εἰδωλολάτρης, καὶ ὁ ἑκατόνταρχος δὲν εἶνε πρὸ Χριστοῦ Χριστιανός;
* * *
Νὰ προσέξουμε, ἀγαπητοί μου. Δὲν μᾶς σῴζουν οἱ τύποι· τὰ ἀφιερώματα, τὰ εἰκονοστάσια, οἱ λαμπάδες, τὰ χρυσοποίκιλτα ἄμφια κ.τ.λ.. Καλὰ εἶνε αὐτά, ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρον· νὰ συνοδεύωνται ἀπὸ τὴν οὐσία. Καὶ ἡ οὐσία εἶνε νὰ ὑπάρχουν οἱ τρεῖς μεγάλες ἀρετές· ἡ πίστις, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη. Δὲν μᾶς σῴζουν τὰ «Κύριε Κύριε»· ἕνα σῴζει, «ὁ ποιῶν τὸ θέλημα» τοῦ Κυρίου (Ματθ. 7,21). Διαφορετικά, ὑπάρχει φόβος νὰ κολαστοῦμε.
Κάτι σκέπτομαι κι ἀνατριχιάζω· μοῦ ᾽ρχεται νὰ πάω σὲ μιὰ ἐρημιά, καὶ μακάρι ἡ ἱ. σύνοδος νὰ μὲ τιμωρήσῃ νὰ μὲ στείλῃ σὲ μοναστήρι, νὰ ἡσυχάσω ὕστερα ἀπὸ τοὺς κόπους τόσων ἐτῶν. Τί σκέπτομαι; Ὅταν ἦρθε ὁ Παῦλος στὴν Ἀθήνα, γύρισε σὰν ξένος ὅλη τὴν πόλι. Εἰδωλολάτρες ἦταν καὶ παντοῦ εἶδε εἴδωλα. Ὡστόσο δὲν ἄκουσε Ἀθηναῖο νὰ βλαστημήσῃ τοὺς θεούς. Ἂν ὅμως ἐρχόταν πάλι σήμερα, ὅπου καὶ νὰ πήγαινε, θὰ βούιζαν τ᾽ αὐτιά του ἀπὸ φρικτὲς βλασφημίες τῶν θείων. Δηλαδή· πρὸ Χριστοῦ Χριστιανοὶ καὶ μετὰ Χριστὸν εἰδωλολάτρες! Νά γιατί φοβᾶμαι, μήπως καμμιὰ νύχτα μὲ κανένα σεισμὸ ἔρθῃ τὸ τέλος. Γι᾽ αὐτὸ ἂς ποῦμε μὲ μετάνοια· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγιου Ἀνδρέου Πατησίων – Ἀθῆναι 3-7-1960)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.