ΤΟ ΦΡΙΚΤΟ ΜΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑ
+ ΕΣΤΙΑ +
Αριθμ. Φυλ. 18
ΤΟ ΦΡΙΚΤΟ ΜΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑ
Εἶναι πρωΐ. Κάθoμαι εἰς τὸ ἄκρον τῆς πόλεως. Ξαφνικὰ κάτι ἀκούω καὶ ἀνατριχιάζω. Εἰς τὰ αὐτιά μου φθάνει, ὡς καλημέρα, μία φρικτὴ βλασφημία. Δὲν περνᾶ δευτερόλεπτον καὶ ἡ βλασφημία ἐπαναλαμβάνεται ἀκόμη δύο φορές. Θεέ μου εἶπα μέσα μου˙ ποῖος εἶναι αὐτὸς ποὺ πρωῒ σὲ χαιρετᾶ μὲ βλασφημίας; Δὲν ἀντέχω. Βγαίνω ἔξω, διὰ νὰ ἴδω καὶ νὰ παρατηρήσω τὸν βλάσφημον. Καὶ ὁ βλάσφημος ἦτο ἕνα παιδὶ 14-15 ἐτῶν. Αὐτὸ ἦλθε νὰ πάρη νερὸ στὴ βρύση, τσακώθηκε μὲ ἄλλα παιδιὰ καὶ ἤρχισε νὰ βλασφημῆ. Τῶ ἔκανα τὴν παρατήρησιν, ἀλλὰ τὸ παιδὶ δὲν φάνηκε νὰ δίδη σημασίαν εἰς τὰ λεγόμενά μου.
Καὶ δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ περίπτωσις. Διότι δὲν περνᾶ ἡμέρα εἰς τὴν πόλιν ποὺ νὰ μὴν ἀκούσω βλασφημίας, πολλὲς φορὲς μάλιστα 10-15-20. Βλασφημοῦν οἱ περισσότεροι. Μικροὶ καὶ μεγάλοι καὶ γυναῖκες ἀκόμη. Καὶ ἐὰν τὸ κακὸν συνέβαινε μόνον εἰς τὰ Γρεβενά˙ διότι αὐτὴ εἶναι ἡ πόλις, περὶ τῆς ὁποίας, ἀνωτέρω γράφομεν, θὰ εὐρίσκαμεν μίαν δικαιολογίαν, ὅτι μία ἐπαρχία, ποὺ ἐκκλησιαστικῶς ἐγκαταλείφθηκε χρόνια ὁλόκληρα ἑπόμενον ἦτο οἱ ἄνθρωποι νὰ ψυχρανθοῦν θρησκευτικῶς καὶ νὰ κάμνη τὴν ἐμφάνισιν της ἡ βλασφημία. Ἀλλὰ δυστυχῶς. Ἡ βλασφημία δὲν εἶναι τὸ φαρμακερὸ ἀγκάθι ποὺ φυτρώνει μόνον εἰς τὸν χέρσον τόπον τῆς ἐπαρχίας ταύτης. Τὸ ἀγκάθι αὐτὸ εὐδοκιμεῖ εἰς ὅλην τὴν Μακεδονίαν μας. Τὴν βλασφημίαν τὴν εἰς καὶ τὴν Κοζάνην, καὶ εἰς τὴν Βέρροιαν, καὶ εἰς τὴν Νάουσαν, καὶ εἰς τὴν Φλώριναν, καὶ εἰς τὸ Κιλκὶς…. Δὲν ὑπάρχει χωριό, ποὺ νὰ μὴν βλασφημῆ, διὰ νὰ μὴ εἴπω ὅτι δὲν ὑπάρχει σπίτι ποὺ νὰ μὴν βλασφημῆ. Τείνει νὰ γίνη κανὼν τοῦ βίου: βλασφημεῖτε τὸν Δημιουργόν. Ἐξαίρεσις δὲ εἶναι ὅσοι ἀκόμη ἐνθυμοῦντας τὴν ἐντολὴν τοῦ Δεκαλόγου καὶ δὲν ἀσεβοῦν κατὰ τοῦ Παναγίου ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ εἶναι τὸ φρικτὸ ἔγκλημα τῆς Μακεδονίας. Λένε οἱ παλαιότεροι πὼς πρὸ 40 χρόνια δὲν ἠκούετο βλασφημία εἰς ὅλην τὴν Μακεδονίαν. Καὶ τώρα κατὰ χιλιάδες ἀκούονται αἱ βλασφημίαι, καὶ ἐμολύνθη ὅλη ἡ Πατρίς μας, καὶ κατηντήσαμεν νὰ ὀνομαζώμεθα ἀπὸ τοὺς ξένους ὡς χώρα, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦν οἱ περισσότεροι βλάσφημοι.
»Συνήθεια» θὰ εἴπουν πολλοί. »Συνηθίσαμεν καὶ δὲν εἰποροῦμεν τώρα νὰ τὸ κόψωμεν». Πρόφασις καὶ δικαιολογία. Διότι συνήθεια εἶναι καὶ τὸ τσιγάρο καὶ τὸ ποτό. Ἀλλʼ ἅμα ὁ ἰατρὸς σοῦ εἴπη: πρόσεξε κίνδυνος-θάνατος ἐὰν συνεχίσης νὰ καπνίζης καὶ νὰ πίνης καὶ νὰ ξενυχτᾶς, δὲν σὲ ἐγγυῶμαι πλέον, θὰ χειροτερεύση ἡ κατάστασίς σου… Τότε πετὰς καὶ καπνοσύριγγας καὶ τσιγάρα καὶ γίνεσαι ἄκαπνος. Τότε κόπτεις συνήθειες πολυχρόνιες, τότε ὑποβάλλεσαι εἰς αὐστηρὰν δίαιταν καὶ περιορίζεις τὸν ἐαυτόν σου, διὰ νὰ μὴ καταστρέψης ὁλοτελῶς τὴν ὑγείαν σου. Ἀλλʼ ἐδῶ εἰς τὴν κακὴν συνήθειαν τῆς βλασφημίας ἀδιαφορεῖς. Καὶ ἀδιαφορεῖς, διότι δὲν ἐκάθησες ποτὲ νὰ σκεφθῆς τὶ κάμνεις τὴν ὥραν ποὺ ἀφήνεις τὴν γλῶσσαν σου νὰ χύση πικρὸν δηλητήριον κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν σκεφθῆς ποῖος εἶσαι σὺ ποὺ βλασφημεῖς καὶ ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ἐναντίον τοῦ ὁποίου στέλλεις καθημερινῶς τὰς αἰσχράς σου ἐπιστολάς, θὰ ἔφριττες. Ἐὰν ὁ θυμός σου σὲ παρέσυρε καὶ ἔκαμνες φόνον, θὰ ἐταράσσεσο τρομερά, δὲν θὰ ἐκοιμᾶσο, ἔστω καὶ ἐὰν κανεὶς δὲν σὲ εἴδε κατὰ τὴν ὥραν τοῦ ἐγκλήματος. »Αλοίμονον» θὰ ἔλεγες! »ἐσκότωσα ἄνθρωπον. Παρέβηκα τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ »Οὖ φονεύσεις». »Ἐβύθισα μίαν οἰκογένειαν εἰς τὸ πένθος. Θεέ μου! Ἐτυφλώθηκα! Ἐλέησέ με…» Ἀλλά, ἀδελφέ μου, πίστευσέ με. Χειρότερον ἔγκλημα ἀπὸ τὸν φόνον εἶναι ἡ βλασφημία. Καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ταραχθῆς καὶ νὰ κλαύσης περισσότερον ἀπʼ ὅτι θὰ ἐταράσσεσο καὶ θὰ ἔκλαιγες ἐὰν ἐφόνευες ἄνθρωπον, θὰ ἔπρεπε νὰ εἴπης: »Ἀλοίμονον! Ἐβλασφήμησα τὸν Θεόν! Σὰν σκυλὶ λυσσασμένο ἐδάγκωσα τὸ χέρι τοῦ εὐεργέτου μου, ποὺ κάθε δευτερόλεπτον μὲ εὐεργετεῖ. Ἐφάνηκα ἀχάριστος καὶ δὲν ἀξίζει νὰ λέγωμαι ὄχι πλέον Χριστιανός, ἀλλʼ οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε κτῆνος, γιατὶ καὶ τὰ ζῶα ἀναγνωρίζουν τὸ ἀφεντικό των καὶ ἐκδηλώνουν εὐγνωμοσύνην. Θεέ μου! Τὴν ὥραν ποὺ βλασφήμησα ἔγινα χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸν Διάβολον, διότι αὐτὸς ἀκούει τὸ ὄνομά Σου καὶ τρέμει, ἐγὼ τὸ βλασφημῶ. Ἐλέησέ με Κύριε! Θὰ εἶναι ἡ τελευταία μου βλασφημία…»
Ἀλλὰ ἐὰν παρʼ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀποφασίζεις νὰ κόψης τὴν βλασφημίαν, ἀλλʼ ἐξακολουθεῖς πρωΐ-μεσημέρι καὶ βράδυ καὶ μεσάνυχτα νὰ βλασφημεῖς τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερὰ τῆς θρησκείας μας, τότε ἡ ἀσθένειά σου, ἄνθρωπέ μου, εἶναι πολὺ μεγάλη. Δὲν βλασφημεῖς ἀπὸ κακὴν συνήθειαν, ἀλλὰ βλασφημεῖς ἀπὸ ἀπιστίαν. Δὲν πιστεύεις, διʼ αὐτὸ βλασφημεῖς. Ἐχεις ξεριζώσει πλεόν τὴν πίστιν, νομίζεις ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεὸς καὶ ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει δύνασαι νὰ ὑβρίζης. Ἀλλὰ δυστιχισμένε! Σημείωσέ το! Δὲν θὰ περάση πολὺς καιρὸς καὶ ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον σὺ ἐκήρυξες εἰς ἀνυπαρξίαν, θὰ κάμη τὴν ἐμφάνισίν Του. Τώρα σὲ ἀκούει, σʼ ἀνέχεται, σʼ ἀφήνει ἀτιμώρητον. Περιμένει τὴν μετάνοιάν σου, ἀναβάλει τὴν τιμωρίαν σου. Ἄλλʼ ἐὰν τὸ ποτῆρι τῆς ὀργῆς του ξεχειλίση, ὲἀν ἐκδώση ἐναντίον σου τὴν ἀπόφασίν Του, τότε γράφε ἀλλοίμονον. Βλάσφημε! Ποὺ θὰ κρυβῆς; Ὅπου καὶ ἐὰν ὑπάγης θὰ συλληφθῆς. Τὸ Βασίλειον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντον. Δὲν ἔχει σύνορα. Δὲν εἰμπορεῖς νὰ πῆς: »Διαβαίνω τὰ σύνορα καὶ εὐρίσκομαι εἰς ἄλλο Βασίλειον, ποὺ δὲν ἐξουσιάζει ὁ Θεός». Καὶ εἰς τὰ Ἰμαλάϊα ἐὰν κατοικήσης, καὶ εἰς τὰ σύννεφα, ἐὰν κτίσης τὴν φωλέαν σου, καὶ ὁπουδήποτε καὶ ἐὰν μεταβῆς, ἄγγελος Κυρίου θὰ σὲ καταδιώξη, θὰ σὲ συλλάβη, θὰ σὲ ὀδηγήση εἰς τὸ κριτήριον καὶ μύρια στόματα θὰ φωνάξουν: Αὐτὸς εἶναι ἐγκληματίας! Ἐβλασφήμησε τὸν Θεόν! Τιμωρήσατέ τον.
Βλάσφημοι! Πρὶν ἀκούσετε τὸ ‘‘σκληρὸν πρὸς Κέντρα λακτίζειν» πρὶν ἀνοίξουν οἱ οὐρανοὶ καὶ πέσουν οἱ Κεραυνοὶ σπεύσατε! Γονατίσατε ἐνώπιον τῆς Μεγαλωσύνης τοῦ ‘Υψίστου! Ζητήσατε τὸ ἔλεός Του. Καὶ τοῦ λοιποῦ καμμία βλασφημία εἰς τὰ χείλη σας. Τιμήσατε τὸ Ὄνομά Του τὸ Ἁγιον, τὸ ὁποῖον ὑμνεῖ ἅπασα ἡ Κτίσις.
Γρεβενά 1 Ιουλίου 1945
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ: Παρακαλεῖται ἐκεῖνος, ποὺ θὰ πάρη τὸ φυλλάδιον αὐτό, νὰ τὸ δώση καὶ εἰς ὅλους ἐκεῖνους τοὺς φίλους του καὶ τοὺς γνωστοὺς του ποὺ γνωρίζει ὅτι ἔχουν τὴν κακὴν συνήθειαν νὰ βλασφημοῦν. Ἄς κηρύξωμεν ὅλοι πόλεμον κατὰ τῆς βλασφημίας.
Γραπτό κήρυγμα του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.