Η ΑΘΛΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Κυριακὴ Ι΄ (Λουκ. 13,10-17)
Η ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑ
Η ΑΘΛΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Διδάσκει, ἀγαπητοί μου, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ μία συναγωγὴ τῆς Παλαιστίνης. Εἶνε ὁ Διδάσκαλος, ὁ μοναδικὸς διδάσκαλος τοῦ κόσμου. Τὰ λόγια του δροσιά, σταλάζουν μύρο, σκορποῦν χαρά. Τὸν ἀκοῦνε, εὐφραίνονται καὶ δοξάζουν τὸ Θεό. «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46).
Ἀλλ᾽ ἐνῷ ὁ Χριστὸς διδάσκει, σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς συναγωγῆς κάτι κινεῖται μὲ τὰ τέσσερα. Ζῷο εἶνε; Ὄχι, ἄνθρωπος. Καὶ τί ἔπαθε, ὥστε τὸ σῶμα του ἔγινε καμπύλη ποὺ τὰ δύο ἄκρα της ἀγγίζουν τὴ γῆ; πῶς πῆρε μορφὴ ζῴου; Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ ἦταν καὶ γιατρός, λέει· «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές» (Λουκ. 13,11).
Ἡ γυναίκα αὐτὴ θὰ ἦταν κάποτε ὡραία, ὄρθια σὰν κυπαρίσσι. Ἀλλ᾿ ὁ σατανᾶς τὴ φθόνησε. Εἰσχώρησε στὸν ὀργανισμό της δαιμονικὸ πνεῦμα, «πνεῦμα ἀσθενείας». Ὅπως ἐμεῖς λυγίζουμε ἕνα ἔλασμα, ἔτσι ὁ κακοῦργος τῆς ἔκαμψε τὴ σπονδυλικὴ στήλη, κι ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη δὲν ὕψωσε πλέον τὸ κεφάλι της.
Σπανίως βέβαια παρουσιάζεται τὸ φαινόμενο ἄντρας ἢ γυναίκα νὰ περπατοῦν σὰν τετράποδα. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὸ φαινόμενο τέτοιων ἀσθενῶν στὸ σῶμα εἶνε σπάνιο, δὲν εἶνε ὅμως σπάνιοι ἐκεῖνοι ποὺ ἡ ψυχική τους κατάστασι μοιάζει μὲ τὴν κατάστασι τῆς γυναίκας τοῦ εὐαγγελίου. Ἀλλοίμονο, πόσοι καὶ πόσες εἶνε μὲν ὄρθιοι στὸ σῶμα, ἀλλ᾿ ἔχουν τὴν ψυχὴ συγκύπτουσα, νὰ σέρνεται πρὸς τὴ γῆ! Οἱ δύστυχοι ἔχουν τσακίσει τὴν ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ στήλη τους· δὲ ζοῦν σὰν ἄνθρωποι, ζοῦν σὰν ἄλογα ζῷα, πολλὲς φορὲς χειρότερα κι ἀπ᾽ αὐτά.
Γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτὴ εἰκονίζεται στὸ παράδειγμα τῆς συγκυπτούσης γυναικός, ἂς ποῦμε λίγες λέξεις.
* * *
Ἡ λέξι ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἔχει σπουδαία σημασία. Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν ἀκρίβειά της, ἔδωσε τὸ ὄνομα αὐτὸ στὸ τελειότερο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Ἀπὸ δύο λέξεις, ἄνω + θρώσκειν (=ἄνω τρέχειν), σχηματίσθηκε ἡ λέξι ἄνθρωπος, ποὺ φανερώνει ἔτσι τὴν εὐγένεια, τὴν ὑψηλὴ καταγωγὴ καὶ τὸν προορισμό του. Ἀνάμεσα στὰ ζῷα, ποὺ περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα κ᾽ ἔχουν τὸ κεφάλι πρὸς τὴ γῆ ψάχνοντας γιὰ ὑλικὴ τροφή, μόνο ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε νὰ στέκῃ καὶ νὰ περπατάῃ ὄρθιος. Βλέπει ψηλά, στὸν οὐρανό, κι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς φύσεως ποὺ ἁπλώνεται ἐμπρός του παρακινεῖται νὰ δοξολογῇ τὸν Πλάστη του. Γίνεται ὑψιπέτης.
Ἀλλὰ τί συμφορά! Ἡ εὐγενὴς αὐτὴ ῥοπὴ ἀνακόπτεται. Μία μυστηριώδης δύναμις σταματᾷ τὴν πορεία πρὸς τὰ ἄνω, λυγίζει τὸ αὐτεξούσιο, τὴ θέλησί του, καὶ ὑποχρεώνει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ν᾿ ἀλλάξουν κατεύθυνσι, νὰ στραφοῦν πρὸς τὰ κάτω. Καὶ ἡ ψυχή, ποὺ διέγραφε φωτεινοὺς κύκλους γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου καὶ τρεφόταν μὲ ἀμβροσία καὶ νέκταρ καὶ ἔψαλλε τὸ «ὡσαννὰ» καὶ τὸ «ἀλληλούϊα», δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ σταθῇ στὸ ὕψος, ἀλλὰ γκρεμίζεται· σὰ νὰ τῆς ἔδεσαν μολύβδινη σφαῖρα, πέφτει μὲ ὁρμή, ἀγγίζει τὴ γῆ, τρώει χῶμα, κυλιέται στὸ βόρβορο, γίνεται συγκύπτουσα τοῦ εὐαγγελίου, μὴ «δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές».
Ὅποιος ἔχει ψυχὴ ποὺ ἕρπει πρὸς ὅ,τι ἁμαρτωλὸ καὶ χυδαῖο, δὲ μπορεῖ νὰ λέγεται ἄνθρωπος. Ἀπ᾽ ἔξω βέβαια ἔχει μορφὴ ἀνθρώπου, ἀλλ᾿ ἐσωτερικὰ μοιάζει μὲ κτῆνος. Ἐάν, ὅπως λέει ὁ ἰατροφιλόσοφος Καρρέλ, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔπαιρναν καὶ ἐξωτερικὰ σχῆμα σύμφωνο μὲ τὴν ψυχική τους κατάστασι, θὰ εἴχαμε ἕνα φρικτὸ θέαμα· θὰ παρουσιαζόταν ὁ συκοφάντης σὰν ὀχιά, ὁ ἅρπαγας σὰν γεράκι, ὁ πονηρὸς σὰν ἀλεποῦ, ὁ μνησίκακος σὰν καμήλα, ὁ αἱμοβόρος σὰν λύκος, ὁ ὀργίλος καὶ ἐπιθετικὸς σὰν τίγρις, ὁ ἄπληστος σὰν χοῖρος, ὁ θηλυμανὴς σὰν ἄλογο ποὺ χρεμετίζει…
Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ὁ Δαυῒδ λέει· «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13). Καὶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὅταν ὁ Θεὸς τὸν ἔστειλε νὰ κηρύξῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, εἶπε· «Ἦλθον καὶ οὐκ ἦν ἄνθρωπος, ἐκάλεσα καὶ οὐκ ἦν ὁ ὑπακούων» (Ἠσ. 50,2). Δηλαδή· Κύριε, ἐξετέλεσα τὴ διαταγή σου· πῆγα, κήρυξα, κάλεσα σὲ μετάνοια. Ἀλλὰ ποῦ μ᾽ ἔστειλες; Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος· κανείς ἀπ᾽ αὐτοὺς δὲ θέλησε νὰ προσέξῃ στὴ φωνή σου. Ὁ νοῦς, ἡ καρδιά, ἡ θέλησί τους εἶνε ἀλλοῦ… «Οὐκ ἦν» ἐκεῖ «ἄνθρωπος». Φανταστῆτε· μέσα σὲ μιὰ πρωτεύουσα κράτους, ὁ προφήτης δὲ βρίσκει ἄνθρωπο νὰ συνομιλήσῃ περὶ ἀρετῆς, δικαιοσύνης καὶ ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ μήπως καὶ ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος τῆς πατρίδος μας ὁ Διογένης; Δὲν εὕρισκε κι αὐτὸς ἀνθρώπους εἰλικρινεῖς, τιμίους, δικαίους. Ὅλοι ἔρρεπαν πρὸς τὴν ὕλη, τὸ συμφέρον, τὴν ἰδιοτέλεια. Γι᾿ αὐτὸ ἕνα μεσημέρι, ἐνῷ ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ἄναψε τὸ φανάρι του καὶ περιφερόταν λέγοντας «Ἄνθρωπον ζητῶ».
Πόσο σπάνιο πρᾶγμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἰδεώδης ἄνθρωπος! Ἐνῷ συγγενεύει μὲ τοὺς ἀγγέλους, αὐτὸς ἐκφυλίζεται, πέφτει πιὸ χαμηλὰ κι ἀπὸ τὰ κτήνη. Καὶ ἡ γῆ ἀναστενάζει καὶ διαμαρτύρεται· Ἄνθρωπε, μὲ τὰ ἐγκλήματά σου μοῦ ἔγινες βαρύς, δὲ σὲ σηκώνω πλέον· θ᾽ ἀνοίξω τὰ ἡφαίστεια, θὰ σὲ θάψω στὴ λάβα. Ὁ ἄνθρωπος, ἔγινε βάρος τῆς γῆς, «ἄχθος ἀρούρης», ὅπως ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας. Κι ὅπως κηρύττει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «τίποτε ἄλλο δὲν βαραίνει τὸν ἄνθρωπο ὅπως ἡ ἁμαρτία». Αὐτὴ εἶνε σὰν μολύβδινη σφαῖρα, ὅπως τὴν εἶδε ὁ προφήτης Ζαχαρίας (Ζαχ. 5,7), εἶνε φορτίο, εἶνε βουνὸ ποὺ σηκώνει στοὺς ὤμους του ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος της σκύβει. Καὶ ἂν κάποτε ἔρθῃ σὲ συναίσθησι τῆς καταστάσεώς του, λέει στὸ Θεὸ μὲ τὸ στόμα τοῦ Δαυΐδ· «Αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ. …ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους…» (Ψαλμ. 37, 5-7).
* * *
Νά γιατί ἡ συγκύπτουσα γυναίκα εἶνε κατὰ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἡ εἰκόνα τοῦ ἁμαρτωλοῦ ποὺ ἀναστενάζει κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς. Καὶ ἐκείνης μὲν εἶχε καμφθῆ ἡ σπονδυλικὴ στήλη, τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὅμως κάμπτεται κάτι πολὺ σπουδαιότερο, ἡ θέλησις, ποὺ τοῦ δόθηκε γιὰ νὰ τὸν κρατάῃ ἠθικῶς ὄρθιο, ὥστε ν᾽ ἀντιστέκεται στὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ τοῦ λέῃ· Σατανᾶ, ὄχι! δὲ θὰ σὲ προσκυνήσω, δὲ θὰ σ᾽ ἀφήνω νὰ μὲ ὑποτάσσῃς. Αὐτὴ ἡ θέλησις δυστυχῶς κάμπτεται, καταντᾷ ἐλεεινὸ ὑποζύγιο, καὶ δέχεται ἀναβάτη τὴν ἀνομία, ποὺ σέρνει τὸν ἄνθρωπο σὲ κάθε εἶδος διαφθορᾶς. Πίθηκος ποὺ καβαλλικεύει ἄγγελο, αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας. «Καὶ ἦν —ὄχι πλέον γυνὴ ἀλλὰ— ψυχὴ συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές».
Ποιός λοιπὸν θὰ τινάξῃ μακριὰ τὴν ἀνομία; Ἂς ἀκούσουμε τί ἀπαντᾷ ἡ συγκύπτουσα·
Ὑπέφερα 18 ὁλόκληρα χρόνια, περπατοῦσα μὲ τὰ τέσσερα, δὲν ἔβλεπα παρὰ μόνο χῶμα καὶ πέτρες. Ἀλλ᾿ ἦρθε καὶ γιὰ μένα ἡ στιγμή, ποὺ ποτέ δὲν θὰ τὴν ξεχάσω. Μὲ εἶδε ὁ Ἰησοῦς, μὲ σπλαχνίστηκε. Ἄρθρωσε τέσσερις μόνο λέξεις, μὲ ἄγγιξε μὲ τὰ πανάχραντα χέρια του, κι ἀμέσως ἡ δύναμις τοῦ πονηροῦ ποὺ μὲ κρατοῦσε δέσμια διώχθηκε· σὰ νὰ δέχθηκα ῥεῦμα νέας ζωῆς, τὸ σῶμα μου ἀνωρθώθηκε, τὸ κεφάλι μου ὑψώθηκε, ἀναστηλώθηκα, ἀνέλαβα τὸ σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τώρα ὄρθια βαδίζω καὶ φωνάζω, ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Ναζαρέτ!
Ἀκούσατε τὴ μαρτυρία τῆς γυναίκας. Ἀμφιβάλλετε ἀκόμη γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ; Τότε πειραματισθῆτε, δοκιμάστε. Ἀφῆστε τὴ δύναμι τοῦ Ἰησοῦ ν᾽ ἀγγίξῃ τὴ θέλησί σας, καὶ τότε θὰ γίνῃ ἡ ἀνόρθωσις, ἡ ἀναστήλωσις τῶν ἀξιῶν ἐκείνων τῆς ζωῆς ποὺ τώρα κοίτονται σὲ ἐρείπια, ὅπως οἱ σπόνδυλοι ἐκείνης τῆς πεσμένης στήλης τοῦ Ὀλυμπίου Διός.
Ὅταν, ἀγαπητοί μου, οἱ σύντροφοι τοῦ Ὀδυσσέως ἐμφανίσθηκαν ἐμπρὸς στὴ μάγισσα Κίρκη, αὐτὴ τοὺς προσέφερε ἡδύποτα, τοὺς χτύπησε μ᾽ ἕνα ῥαβδί, κι ἀμέσως –οἱ ἥρωες ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἐκπορθήσει τὴν Τροία– ἔχασαν τὴν ὄψι τῶν ἀνθρώπων, ἔγιναν ζῷα, μιὰ ἀγέλη χοίρων, καὶ κλείστηκαν στοὺς σταύλους. Μὲ καταλάβατε;
Κίρκη δὲν ὑπάρχει. Κίρκη ὅμως πραγματικὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία. Αὐτὴ προσφέρει ποτά, κρατάει ῥαβδὶ ἡδονῆς καὶ χτυπάει μαλακά… Ὅποιος πιῇ τὰ ἡδύποτά της καὶ δεχθῇ τὰ ἡδονικὰ χτυπήματά της, ζαλίζεται, χάνει τὴν ἀξιοπρέπεια, ἐξομοιώνεται μὲ κτῆνος, καὶ φορτώνεται φορτίο βαρύ, δυσβάστακτο. Καὶ δὲν θὰ μπορέσῃ ποτέ πλέον νὰ τὸ ἀποτινάξῃ παρὰ μόνο ὅταν πιστέψῃ στὸ Θεὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε μέσα σὲ σταῦλο, γιὰ ν᾽ ἀνορθώσῃ τὸν ἀποκτηνωμένο ἄνθρωπο, νὰ τὸν ὁδηγήσῃ ἀπὸ τὴν ἀποκτήνωσι στὴ δόξα, καὶ νὰ τὸν ἀναδείξῃ ἔνδοξο κληρονόμο τῆς βασιλείας του, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.