MHNYMATA
___
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΕΔΕΣΣΗΣ
ΤΟ ΞΗΛΩΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ!
(π. Βασίλειος Βολουδάκης)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833 (19), Fax +30 210 4528332 e-mail: impireos@hotmail.com
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΕΠΙ ΤΗ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2013
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ Τριωδίου ἡἘκκλησία μερίμνησε, μέσα ἀπὸ τὴν λατρεία, τὰ εὐαγγελικὰἀναγνώματα καὶ τὴν ὑμνολογία, γιὰ τὴν κατάλληλη προπαρασκευή μας, ἔτσι ὥστε νὰ εἰσέλθουμε μὲ τρόπο ἤπιο καὶὁμαλὸ στὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τώρα, στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς περιόδου, φροντίζει γιὰ νὰἀνοιχθοῦμε στὸ σωτήριο πέλαγος τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων, μὲ σιγουριὰ καὶἀσφάλεια. Γιατί, ὅσο κι ἂν ἀκούγεται παράδοξο, κινδύνους κρύβουν συχνά, οἱ προσπάθειες στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, ὅταν αὐτὲς γίνονται ἀπροϋπόθετα. Πολλὰ πρόσωπα, παρ’ ὅτι ἀγωνίστηκαν ὑπέρμετρα, ὄχι μόνο δὲν κατέφεραν νὰ γευθοῦν τοὺς γλυκοὺς καρποὺς τῆς ἀσκήσεως, ἀλλὰ εἴτε ἀπογοητεύτηκαν καὶἐγκατέλειψαν τὴν προσπάθεια, εἴτε ἀκόμη χειρότερα, ξεγελάστηκαν ἀπὸ τὸν Πονηρὸ καὶ πίστεψαν πὼς προχώρησαν στὰ πνευματικά, πὼς ἔφτασαν σὲ μέτρα ἁγιότητος, μὲἀποτέλεσμα νὰἀποστερηθοῦν τῆς Θείας Χάριτος καὶ νὰὑποστοῦν μεγάλους πειρασμούς καὶ τραγικὲς πτώσεις.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει τὸἀληθινὸ περιεχόμενο τῆς Τεσσαρακοστῆς, τὸ βαθύτερο νόημα Της, τὸ προσευχητικὸ καὶἀσκητικὸἦθος, τὸν τρόπο ποὺ καλούμαστε νὰ διάγουμε τὶς ἡμέρες αὐτὲς. Ἡἀκριβὴς γνώση, ἡ μεμαρτυρημένη ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων, τόσο ὡς πρὸς τὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὸ βίωμα ποὺ καλούμαστε νὰἔχουμε, εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τοῦἀγώνα ποὺ ξεκινοῦμε.
Στὴν προσπάθεια μας γιὰἀναζήτηση τοῦ βαθυτέρου περιεχομένου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μεγὰλο ὄφελος θὰἀποκομίσουμε, ἄν στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὴν ἔννοια τῆς μετανοίας. Τοῦτο στὴν ἐποχή μας μοιάζει δύσκολο, ἀφοῦἡἀμετανοησία προτάσσεται ἀπὸ τὴν κοσμικὴ λογικὴὡς ἡ δέουσα στάση ζωῆς. Συχνὰἀκοῦμε πρόσωπα, νὰ δηλώνουν, πολλὲς φορὲς καὶ δημόσια, πὼς δὲν μετανιώνουν γιὰ τίποτα ἀπὸὅσα στὴ ζωὴ τους ἔχουν πράξει.
Συμβαίνει ὅμως ἐξ’ ἴσου συχνὰ, πολλοὶἀπὸἐμᾶς νὰ πιστεύουμε, πὼς βιώνουμε τὴν κατάσταση τῆς μετανοίας, μὰ πολύ νὰἀπέχουμε ἀπὸ αὐτὴν. Τοῦτο ὀφείλεται πρωτίστως στὴν δυσκολία νὰ τοποθετηθοῦμε μὲ τιμιότητα καὶ μὲ εἰλικρίνεια ἀπέναντι στὶς ἀστοχίες καὶ στὶς ἁμαρτίες μας. Ἄλλοτε προσεγγίζουμε τὶς πτώσεις μας συναισθηματικὰ, κι ἄλλοτε ἠθικολογικά.
Ἡ συναισθηματικὴ προσέγγιση τῶν ἁμαρτημάτων μας, ὁδηγεῖ συνήθως σὲἐκείνη τὴν ψυχικὴ κατάσταση ποὺ κοινῶς ὀνομάζουμε τύψεις. Οἱ πρόγονοί μας στοὺς ἀρχαίους καιροὺς, πρὶν γνωρίσουν τὸν Σωτήρα Χριστό, -τότε ποὺ μὲ μύθους προσπαθοῦσαν νὰ ψηλαφήσουν τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων- εἶχαν περιγράψει τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦἀνθρώπου ποὺἔχει ὑποπέσει σὲ μεγάλο ἁμάρτημα καὶ βασανίζεται ἀπὸ τύψεις, μὲσα ἀπὸ τὶς φοβερές μορφὲς τῶν μυθικῶν Ἐρυνιῶν. ΟἱἘρυνύες παρουσιάζονταν νὰ ἔχουν ὄψη φρικτὴ. Ἡἀποστολή τους ἦταν νὰ κυνηγοῦν ἀνελέητα τὸν ἔνοχο ἐλέγχοντάς τον γιὰ τὰἀδικήματά του. Ἡ πάλη αὐτὴἦταν γεμάτη ὀδύνη, ἀφοῦὁ ἔνοχος δὲν ἡσύχαζε ποτὲ καὶ πουθενά. Συχνὰ κατέληγε στὴν τρέλα ἤ ἀκόμα καὶ στὸν ἴδιο τὸν θάνατο.
Οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦμε πολλές φορὲς ἀμήχανα νὰἀντιμετωπίσουν τὶς πτώσεις μας, ἀποδεχόμενοι νὰ διαλεχθοῦμε μὲ τὶς τύψεις. Οἱ τύψεις, μᾶς γυρίζουν πρὸς τὰ πίσω, ἐκεῖὅπου τὰὀδυνηρὰ γεγονότα τῶν πτώσεών μας ἐπανέρχονται ξανὰ καὶ ξανὰ στὸ νοῦ, βασανίζοντας καὶ πληγώνοντας τὴν ὕπαρξη, χωρὶς νὰἔχουν δύναμη νὰ τὴν ἀποκαταστήσουν καὶ νὰ τὴν θεραπεύσουν. Οἱ τύψεις, μᾶς ἐγκλωβίζουν στὸ παρελθόν, στὰὅσα ἔχουν διαπραχθεῖ, χωρὶς νὰ δίδεται κάποια διέξοδος στὸἀνθρώπινο δράμα, κάποια ἀνάπαυση στὸ ψυχικὸἄλγος. Οἱ τύψεις παράγουν δάκρυα, τὰὁποῖα ὅμως δὲν προσφέρουν τὴν κάθαρση καὶ τὴν ἴαση, ἀντιθέτως θεριεύουν τὸν πόνο, ὀξύνουν τὸ πρόβλημα, ἑδραιώνουν τὴν ἀπογοήτευση, ἐπιβάλλουν τὴν ἀδράνεια. Γι’ αὐτὸ οἱ τύψεις δὲν σχετίζονται μὲ τὴν ἀληθινή μετάνοια.
Ὅμως καὶἡἡθικολογικὴ προσέγγιση τῶν ἁμαρτημάτων, δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ προσφέρει μιὰ πραγματικὴἀποκατάσταση. Ἡ προπάθεια τοῦἀνθρώπου νὰ διάγει τὸν βίο του μὲ τρόπο χρηστὸ καὶ δίκαιο, προσκρούει συνεχὼς στὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες τῆς φύσεως μας. Ἡ αἴσθηση τοῦ δικαίου ἔχει ἀμαυρωθεῖ μέσα μας καὶ γι’ αὐτὸἀδικοῦμε συχνὰ τοὺς γύρω μας, μὰ πιὸ πολύ ἀδικοῦμε τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Δὲν στεκόμαστε μὲ εἰλικρίνεια καὶἀνδρεῖο φρόνημα ἔναντι τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἀναζητοῦμε ἐλαφρυντικὰ καὶ δικαιολογίες, προσπαθώντας νὰ κάνουμε τοὺς ἄλλους –ἴσως καὶ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό- νὰ πιστέψουν πὼς δὲν εἴμαστε θῦτες, ἀλλὰ θύματα. Ἄλλοτε πάλι κρίνουμε τὰἁμαρτήματά μας μὲ μιὰ στεῖρα αὐστηρότητα, ποὺἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἰκανὴ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ πάθη μας.
Ὁ ἔλεγχος τοῦἑαυτοῦ μας χρειάζεται νὰ συντελεῖται ἀνὰ πάσα στιγμή. Ἄν θέλουμε νὰἀναμετρηθοῦμε μὲ τὰ σφάλματα μας, ὀφείλουμε νὰἀποδεχθοῦμε τὴν ἐνοχή μας γι’ αὐτά. Τοῦτο εἶναι ἕνα πρῶτο βῆμα, γιὰ νὰἀντιμετωπίσουμε τὰὅσα σκοτίζουν τὴν ὕπαρξή μας.
Ἡἀποδοχὴ τῶν εὐθυνῶν μας παρὰ ταῦτα, ἀπὸ μόνη της, δὲν δύναται νὰ φωτίσει τὴν ζωή μας, νὰ τὴν ἀποκατασήσει ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ὁἄνθρωπος ποὺἀποδέχεται τὴν ἐνοχὴ του, ἔχει ἐντοπίσει τὸ πρόβλημα, δὲν ἔχει γνωρίσει ὅμως ἀκόμα τὴν λύση του. Παραμένοντας σ’ αὐτὴ τὴν ψυχικὴ κατάσταση, τῆς ἀποδοχῆς ποὺ δὲν καταλήγει στὴ λύτρωση καὶ στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς ἐπιπτώσεις τῶν ἁμαρτιῶν, τὰ πρόσωπα εἴτε ἀπογοητεύονται εἴτε σκληραίνουν. Γι’ αὐτὸἡἐνοχὴ δὲν εἶναι ὅρος συνώνυμος τῆς μετανοίας.
Ὅμως τί εἶναι τελικὰἡ μετάνοια; Ἀς ἀκούσουμε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνους ποὺ μᾶς δίδουν τὴν ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεως, τὶ μαρτυρία καταθέτουν γιὰ τὴν μετάνοια.
Λέγει ὁ Ἀγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:
«Μετάνοια ἐστὶ τὸ μισήσαι τὴν ἁμαρτίαν καὶἀγαπήσαι τὴν ἀρετὴν καὶἐκκλίναι ἀπὸ τοῦ κακοῦ καὶ ποιήσαι τὸἀγαθόν».
(Μετάνοια εἶναι νά μισήσεις τήν ἁμαρτία καί νά ἀγαπήσεις τήν ἀρετή, νά ἀπομακρύνεσαι ἀπό τό κακό καί νά πράττης τό καλό.)
Ἀναγνωρίζουμε τὴν μετάνοια ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀπέχθεια γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀρετή. Ἄς προσέξουμε ἀγαπητοὶ ὅτι ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ πρωτίστως κατάσταση ἐσωτερικὴ, ἡ ὁποία συντελεῖται στὴ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὄχι ἁπλῶς μία βελτίωση τῆς συμπεριφορᾶς μὲ τύπους καὶ σχήματα ἐξωτερικὰ. Ὑπάρχει ἀλλοίωση στὰ βάθη τὴς ὑπάρξεως, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τελικὰ στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ στὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ πράττει μόνο τὸ ἀγαθό.
Ἄς δοῦμε ὅμως καὶ ὅσα ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης καταγράφει στὸ βιβλίο τῆς «Κλίμακος» στὸ κεφάλαιο «Περὶ Μετανοίας»:
«Μετανοὼν σημαίνει ἀγοραστὴς τῆς ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος ἀποκλεισμὸς κάθε σωματικῆς παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αὐτοκατακρίσεως, ἀμεριμνησία γιὰὅλα τὰἄλλα καὶ μέριμνα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦἑαυτοῦ μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καὶἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας. Μετανοών σημαίνει κατάδικος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ αἰσχύνη».
Ἄς προσέξουμε καὶ τοὺς λόγους τούτους. Ἡ μετάνοια συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση, ἀπὸ τὴν αὐτοκατάκριση, ἀπὸ τὸν ἐκούσιο ἀποκλεισμό ἀπὸ κάθε παρηγορία, ὅμως τὴν ἴδια στιγμή παρουσιάζεται ὡς θυγατέρα τῆς ἐλπίδος, ὡς ἀποκήρυξη τῆς ἀπελπισίας, ὡς ἀπαλλαγὴἀπὸ τὴν αἰσχύνη τῆς ἁμαρτίας. Δὲν εἶναι κατάσταση ποὺἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ στεῖρα θλίψη, ἀλλὰ τὸν ἀναγεννᾶ ἀπελευθερωμένο ἀπὸ τὰ δεινὰ τῶν πτώσεών του.
Κι ὁἍγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παραγγέλει:
«Ἥμαρτες; Μετανόησον· μὴ διὰ τῆς ῥᾳθυμίας ἀνίατον σεαυτῷ τὸ πάθος ποιήσῃς. Σκότος ἀλλοιοῦται, φωτὸς φανέντος· καὶ ἁμαρτία ἀφανίζεται, μετανοίας ὀφθείσης».
(Ἁμάρτησες; Μετανόησε κι ὄχι μέ τήν νωθρότητα νά κάνεις ἀνίατο τό πάθος γιά σένα. Ὅπως τό σκοτάδι ἐλλατώνεται ὅταν φανεῖ τό φῶς ἔτσι ἡ ἁμαρτία ἀφανίζεται ὅταν φανεῖ ἡ μετάνοια).
Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἡ μόνη ἀπάντηση στὴν ἁμαρτία εἶναι ἡ μετάνοια, ἡὁποία ἐνεργεῖὡς τὸ φῶς τὸ ποὺ μὲ τὴν παρουσία του ἀφανίζει κάθε σκότος. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ φαίνει πᾶσι, γι’ αὐτὸἀποτελεῖ μετοχὴ στὴ θεία Χάρη, εἶναι θεῖος φωτισμὸς. Δὲν εἶναι κατάκτηση ἀνθρώπινη, ἀλλὰ δώρημα τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ ποὺ παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰἐγκαταλείψη τὴν ζοφώδη νύκτα τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ σπουδὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ὑποδεικνύει πὼς μετάνοια δὲν εἶναι οἱ τύψεις καὶ οἱἐνοχὲς, δὲν εἶναι ἡ συναισθηματικὴ συντριβὴἢἡ ὀρθολογικὴ δικαιοκρισία, δὲν εἶναι τὰἀπεγνωσμένα δάκρυα ἤἡἀπέλπιδη αὐτοκαταδίκη. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι σχῆμα θεωρητικὸ, πρόσταγμα ἠθικολογικὸ. Εἶναι ἀλήθεια ψηλαφίσιμη σὲ πρόσωπα· στὸν τελώνη καὶ στὸν ἄσωτο, στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, στοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο, στὸν ληστὴ, τὸν συσταυρωθέντα μετὰ τοῦ Κυρίου καὶ σὲ τόσες ἄλλες ἁγίες μορφὲς ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖἐνώπιόν μας καθημερινὰ γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι ποιὸς εἶναι ὁ σίγουρος καὶἀσφαλῆς δρόμος τῆς σωτηρίας.
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Ἡ θύρα τῆς μετανοίας ἀνοίγει μὲ τὴν εἴσοδο μας στὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ. Μὴ φοβηθεῖτε τὴν στενότητα τῆς πύλης, μὴ διστάσετε μπροστὰ στὴν ταπεινή της ὅψη, μὴ δειλιάσετε ἀναλογιζόμενη τὴν πνευματικὴ σας γυμνότητα, μὴν ἀρνηθεῖτε τὴν εὐκαιρία ποὺὁ Θεὸς δίδει σὲὅλους μας, νὰ πορευθοῦμε συνειδητὰ πρὸς τὸ Πάσχα, πρὸς ἐκεῖνο τὸ πέρασμα ποὺὁδηγεῖἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας στὴν ἐλευθερία τοῦ σταυρωθέντος καὶἀναστάντος Χριστοῦ.
«Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού καιρός μετανοίας»
Καλὴ καὶ εὐλογημένη ἡἉγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή !
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ
ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
ΕΠΙ ΤΗι ΚΥΡΙΑΚΗι ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2 0 1 3
Ἔλεγε ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων ΠαΐσιοςὁἉγιορείτης : «Ὁ διάβολος ἅπλωσε τρία πλοκάμια νά πιάσει ὅλο τόν κόσμο. Τούς πλουσίους νά τούς πιάσει μέ τή Μασονία, τούς πτωχούς μέ τόν κομμουνισμό καί τους θρησκευόμενους μέ τόν οἰκουμενισμό». Ὁ ἴδιος ἄλλοτε σέ συνάξεις μοναζουσῶν ἐπεσήμανε : «Οἰκουμενισμός καί Κοινή Ἀγορά, ἕνα κράτος μεγάλο, μία θρησκεία στά μέτρα τους. Αὐτά εἶναι σχέδια διαβόλων»1.
Τί εἶναι, ὅμως, ὁ Οἰκουμενισμός ;
Ὁ σύγχρονος ἅγιος γέρων τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας καί καθηγητής τῆς Δογματικῆς ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς σημειώνει : «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»2. Στό ἴδιο μῆκος κύματος ὁ μακαριστός γέρων ἀρχιμανδρίτης π.Χαράλαμπος Βασιλοπουλος μᾶς δίνει τήν πραγματική εἰκόνα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ : «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἕνα Κίνημα παγκόσμιον του Διεθνοῦς Σιωνισμοῦ καί ἔχει ὡς μοναδικόν σκοπόν τήν πολιτικήν καί θρησκευτικήν κατάκτησιν τῆς Οἰκουμένης! Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι μιά φοβερά λαίλαψ, πού προετοιμάζεται νά ξεθεμελιώση, ὅπως φαντάζεται, τήν ‘Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν’ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἄγριος τυφών τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, πού συγκεντρώνει τήν καταστροφικήν του μανία ἐναντίον κυρίως τῆς Ὀρθοδοξίας, μέ τόν σκοτεινό πόθο νά τήν ἐκμηδενίσῃ καί νά τήν ἀφανίσῃ»3. Ἐπίσης, ὁ μακαριστός γέρων ἀρχιμανδρίτης π.Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος ὀνομάζει τόν Οἰκουμενισμό τελευταῖο πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου4. Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς πατρολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. αἰδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, μεγάλος ἀγωνιστής καί πολέμιος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρατηρεῖ σχετικά μέ τήν αἵρεση αὐτή ὅτι «ὁ κίνδυνος αὐτός (ἐκ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ) ἀποβαίνει μεγαλύτερος, ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ ἀπειλή δέν εἶναι μόνον ἐξωτερική. Δέν προέρχεται δηλαδή μόνον ἀπό τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπιζόμενοι παλαιότερα ὡς αἱρέσεις, εἶχαν ἐλάχιστες, σχεδόν μηδαμινές δυνατότητες νά ἀσκήσουν ἐπιρροή στούς Ὀρθοδόξους πιστούς. Ὁ κίνδυνος τώρα εἶναι πολλαπλασίως μεγαλύτερος, διότι δρᾶ ἐκ τῶν ἔσω. Πολλοί ποιμένες, τῶν ὁποίων βασική ἀποστολή εἶναι νά διώκουν τούς λύκους τῶν αἱρέσεων καί τῶν πλανῶν, δέν βλέπουν νά ὑπάρχουν λύκοι, γιά νά τούς ἐκδιώξουν, ἀφοῦ θεωροῦν, ὅτι ὁ Παπισμός καί ὁ Προτεσταντισμός δέν εἶναι αἱρέσεις, ἀλλά ‘σεβάσμιες ἐκκλησίες’, ‘ἀδελφές ἐκκλησίες’, συνδιαχειρίστριες τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν». Σύμφωνα, τέλος, μέ τόν ἀείμνηστο Καθηγητή τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου κ. Κων/νο Μουρατίδη «ὁ Οἰκουμενισμός-συγκρητισμός δέν εἶναι ἁπλῶς μία αἵρεσις, ἀλλά παναίρεσις, διότι κατ΄οὐσίαν ὁδηγεῖ εἰς τήν ἄρνησιν τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς μοναδικῆς καί ἀποκλειστικῆς ἀπολύτου ἀληθείας ἐξ ἀποκαλύψεως καί εἰς τόν ὑποβιβαμόν αὐτοῦ εἰς μίαν μεταξύ τῶν πολλῶν θρησκειῶν ἤ τήν πνευματικωτέραν καί σπουδαιοτέραν, ἀλλά ὄχι τήν μοναδικήν. Ὁ Οἰκουμενισμός, ἆρα συγκρητισμός εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀπειλή κατά τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διότι δι΄αὐτῆς δέν πλήττεται ἁπλῶς ἕν δόγμα ἤ μία θεμελιώδης ἀλήθεια, ἀλλά σύμπασα συλλήβδην ἡ δογματική καί κανονική τάξις τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας»5.
Ὅπως ἡ παγκοσμιοποίηση σέ πολιτικό ἐπίπεδο θέλει νά ἑνώσει τόν κόσμο καί νά κάνει ἕνα παγκόσμιο κράτος, μία παγκόσμια ἠλεκτρονική διακυβέρνηση, ἕνα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια οἰκονομία, ἔτσι καί ὁ Οἰκουμενισμός σέ θρησκευτικό ἐπίπεδο θέλει νά ἑνώσει ὅλες τίς θρησκεῖες (διαθρησκειακός οἰκουμενισμός) καί ὅλες τίς αἱρέσεις (διαχριστιανικός οἰκουμενισμός) σέ μία παγκόσμια θρησκεία, ἀψηφώντας καί περιθωριοποιώντας τίς τεράστιες, γιγαντιαῖες καί χαώδεις δογματικές διαφορές καί ξεθεμελιώνοντας ἐκ βάθρων τά δόγματα καί τήν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή ἐξισώνει ὅλες τίς θρησκεῖες καί τίς πίστεις.
Ἰδιαιτέρως πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι πηγή καί μήτρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τυγχάνει ἡ Μασωνία, πού προωθεῖ δι’ αὐτοῦ τήν παγκόσμια θρησκεία τοῦ Ἐωσφορισμοῦ, ὅπως καί τῆς Μασωνίας πηγή καί μήτρα εἶναι ὁ φρικώδης διεθνής Σιωνισμός.
Ὑπάρχει ἕνα προκαθορισμένο σχέδιο ἑνώσεως, πού ὁδηγεῖ στήν διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunio) πασῶν τῶν αἱρέσεων καί τῶν θρησκειῶν, στήν ἐπιβολή τῆς πανθρησκείας καί τό ὁποῖο ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς φάσεις. Ἡ πρώτη φάση τοῦ σχεδίου ἑνώσεως εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, δηλ. ὁ διαχριστιανικός οἰκουμενισμός. Ἡ δεύτερη φάση εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν, δηλ. ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός καί ἡ τρίτη φάση εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν ὁμολογιῶν καί τῶν θρησκειῶν, δηλ. ἡ ἐπιβολή τῆς πανθρησκείας, μέ ἀρχηγό τόν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος θά παραδώσει τήν παγκόσμια ἐξουσία στόν Ἀντίχριστο.
Οἱ ρίζες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στόν προτεσταντικό χῶρο, στά μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες «χριστιανικές ὁμολογίες», βλέποντας τόν κόσμο νά φεύγει ἀπό κοντά τους λόγω τῆς αὐξανομένης θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καί τῶν ὀργανωμένων ἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάσθηκαν σέ μιά συσπείρωση καί συνεργασία. Αὐτή ἡ ἑνωτική δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη πλέον μορφή, ὡς Οἰκουμενική Κίνηση, τόν 20ό αἰ. καί κυρίως τό 1948, μέ τήν ἵδρυση στό Ἄμστερνταμ τῆς Ὀλλανδίας τοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), πού ἑδρεύει στή Γενεύη6.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πάντοτε ἀντιστέκεται σταθερά, ἀταλάντευτα καί ἀκλόνητα στόν Οικουμενισμό καί ἀποτεῖ ἰσχυρό ἀντιοικουμενιστικό προπύργιο.
Ἕνα ἀπό τά μέσα, ποῦ χρησιμοποιεῖ ὁ Οἰκουμενισμός, γιά νά ἐπιτύχει τούς σκοπούς του, εἶναι ὁ συγκρητισμός, αὐτός ὁ θανάσιμος ἐχθρός τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τόν ὁποῖο προωθεῖ τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». «Ὁ συγκρητισμός εἶναι ἡ σχετικοποίηση τῶν θρησκειῶν καί τῶν θρησκευτικῶν ἰδεῶν. Εἶναι μιά πανοικουμενική θρησκευτική σύνθεση καί σύζευξη τῶν πιό ἀντιθετικῶν καί ἀνομοίων στοιχείων»7.
Ὁ Οἰκουμενισμός κινεῖται σέ δύο ἐπίπεδα˙ τό πρῶτο σέ διαχριστιανικό καί τό δεύτερο σέ διαθρησκειακό. Ἔτσι, ἔχουμε τόν διαχριστιανικό οἰκουμενισμό καί τόν διαθρησκειακό οἰκουμενισμό, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν δύο ἀπό τίς βασικές κατευθύνσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ μέν διαχριστιανικός οἰκουμενισμός προωθεῖ τήν ἕνωση τῶν διαφόρων χριστιανικῶν «ὁμολογιῶν» (Παπικῶν, Προτεσταντῶν, Ἀγγλικανῶν, Πεντηκοστιανῶν, Μονοφυσιτῶν) μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τό κριτήριο τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Σύμφωνα μέ τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τοῦ «διαχριστιανικοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ» οἱ δογματικές διαφορές μεταξύ ἑτεροδόξων εἶναι ἁπλῶς τυπικές παραδόσεις κάθε «ἐκκλησίας» καί πρέπει νά παρακάμπτονται γιά τό καλό της ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐκφράζεται μέ τήν ποικιλία διαφόρων μορφῶν καί ἐκφράσεων. Ὁ δέ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός, θεωρώντας ὅτι σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα, προωθεῖ τήν ἕνωση μεταξύ αὐτῶν καί κυρίως μεταξύ τῶν δῆθεν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου, τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Μέ λίγα λόγια προωθεῖ τήν λεγομένη «πανθρησκεία». Σύμφωνα μέ τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τοῦ «διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ» πρέπει νά βλέπουμε τά «κοινά θεολογικά σημεῖα», ποῦ ὑπάρχουν σέ ὅλες τίς «μονοθεϊστικές θρησκεῖες», ὥστε νά οἰκοδομήσουμε τήν θρησκευτική ἑνότητα τῆς οἰκουμένης.
Ὁ Οἰκουμενισμός, γιά νά ὑλοποιήσει τούς στόχους του, ἀναγκάζεται νά παραθεωρήσει ἤ καί νά ἀναθεωρήσει βασικές ἀρχές τῆς Ὀρθοδοξίας.
Προβάλλει τήν ἀντίληψη τῆς ‘Διευρημένης Ἐκκλησίας’, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί περιλαμβάνει τούς χριστιανούς κάθε «ὁμολογίας», ἀπό τή στιγμή πού δέχθηκαν τό βάπτισμα. Ἔτσι, ὅλες οἱ «χριστιανικές ὁμολογίες» εἶναι μεταξύ τους ‘Ἀδελφές Ἐκκλησίες’. Πρόκειται γιά τήν θεωρία τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας.
Μέσα στό ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καί ἡ ἰδέα τῆς ‘Παγκοσμίου ὁρατῆς Ἐκκλησίας’. Ἡ Ἐκκλησία, πού ὑφίσταται τάχα ‘ἀόρατα’ καί ἀπαρτίζεται ἀπό ὅλους τους χριστιανούς, θά φανερωθεῖ καί στήν ὁρατή της διάσταση μέ τίς κοινές ἑνωτικές προσπάθειες.
Τίς ἀντιλήψεις αὐτές ἐπηρέασε καί ἡ προτεσταντική θεωρία τῶν κλάδων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα ‘δένδρο’ μέ ‘κλαδιά’ ὅλες τίς «χριστιανικές ὁμολογίες», καθεμιά ἀπό τίς ὁποῖες κατέχει ἕνα μόνο μέρος τῆς ἀληθείας.
Ἄς προστεθεῖ καί ἡ θεωρία τῶν ‘δύο πνευμόνων’, πού ἀναπτύχθηκε μεταξύ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν καί παπικῶν. Σύμφωνα μ΄ αὐτήν, Ὀρθοδοξία καί παπισμός εἶναι οἱ δύο πνεύμονες, μέ τούς ὁποίους ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία. Γιά νά ἀρχίσει τάχα νά ἀναπνέει ὀρθά καί πάλι, θά πρέπει οἱ δύο πνεύμονες νά συγχρονίσουν τήν ἀναπνοή τους.
Βασική θέση τοῦ Οἰκουμενισμού εἶναι ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ συμπροσευχή μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν ἤ ἀλλοθρήσκων καί ὅτι ἀπαγορεύεται μόνο ἡ συλλειτουργία μεταξύ τους.
Σκοπός τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν εἶναι νά ἀδειάσει τούς ἱερούς Ναούς ἀπό πιστούς˙ ἀντίθετα τούς θέλει ἀσφυκτικά γεμάτους, μόνο πού αὐτοί οἱ «πιστοί» θά ἔχουν ἀλλοιωμένη καί οἰκουμενιστική πίστη καί διδασκαλία.
Στίς μεθόδους, πού χρησιμοποεῖ ὁ Οἰκουμενισμός γιά τήν προσέγγιση τῶν χριστιανῶν, περιλαμβάνεται ὁ δογματικός μινιμαλισμός καί ὁ δογματικός μαξιμαλισμός. Ὅσον ἀφορᾶ στόν δογματικό μινιμαλισμό, πρόκειται γιά μία προσπάθεια νά συρρικνωθοῦν τά δόγματα στά πιό ἀναγκαῖα, σέ ἕνα ‘μίνιμουμ’ (=ἐλάχιστο), προκειμένου νά ὑπερπηδηθοῦν οἱ δογματικές διαφορές μεταξύ τῶν «ὁμολογιῶν» καί νά ἐπέλθει ἡ «ἕνωση τῶν χριστιανῶν». Τό ἀποτέλεσμα, ὅμως, εἶναι ἡ παραθεώρηση τοῦ δόγματος, ὁ ὑποβιβασμός καί ἡ ἐλαχιστοποίηση τῆς σημασίας του. Ὅσον ἀφορᾶ στόν δογματικό μαξιμαλισμό, ἐννοεῖται ἡ προσπάθεια μερικῶν νά προσθέτουν νέες λέξεις καί ὅρους στό δόγμα, γιά νά ἑρμηνεύεται δῆθεν καλύτερα ἡ πίστη ἤ νά ἐπιδιώκεται μιά νέα εὐρύτερη ἑρμηνεία8.
Γνήσιο τέκνο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι καί ἡ ἐσχάτως ἀναφυεῖσα μεταπατερική ἤ νεοπατερική ἤ συναφειακή αἵρεση.
Ἡ μεταπατερική ἤ νεοπατερική αἵρεση κάνει λόγο γιά τήν ὑπέρβαση, τό ξεπέρασμα, τήν περιθωριοποίηση τοῦ συνόλου τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν ἀντικατάστασή τους ἀπό τούς σημερινούς, συγχρόνους δῆθεν «νέους πατέρες», τούς μεταπατερικούς οἰκουμενιστές. Στόχος αὐτῆς τῆς πατρομαχίας εἶναι ἡ προλείανση τῆς ὁδοῦ πρός τήν ψευδοένωση μέ τούς αἱρετικούς καί τούς ἑτεροδόξους, ἐφόσον πλέον μεταίρονται τά ὅρια, «ἅ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἔθεντο» μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης, Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ὅπως ἐπιτυχῶς ἀποδείχθηκε στό μεγάλο ἐπιστημονικό καί θεολογικό συνέδριο, πού διοργάνωσε πέρισυ τόν Φεβρουάριο τοῦ 2012 ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας μέ θέμα : «Μεταπατερική αἵρεση καί πατερική θεολογία».
Ἡ συναφειακή αἵρεση ἀφορᾶ στήν Ἱεραποστολή καί στόν Εὐαγγελισμό καί νοεῖται ὡς ἡ ἀποφυγή τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν νά ἐμφανισθοῦν, ἐνώπιον τῶν μή χριστιανῶν, ὡς διχασμένες λόγω τῶν δογματικῶν διαφορῶν τους. Γι’αὐτό καί καλοῦνται νά δείξουν ἑνότητα, θέτοντας σέ προτεραιότητα θέματα κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί καταπιέσεως τῶν κοινωνικῶν τάξεων. Αὐτό, ὅμως, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ἡ ἱεραποστολή καί τό κήρυγμα νά στραφοῦν στή διατύπωση τρόπων ἀποκαταστάσεως τῶν κοινωνικῶν ἀδικιῶν καί ὄχι στή μετάδοση τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου9.
Κανείς δέν ἀγνοεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπό τή φύση της εἶναι ἀνοιχτή στό διάλογο. Ὁ Θεός πάντοτε διαλέγεται μέ τόν ἄνθρωπο καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀρνήθηκαν ποτέ τή διαλεκτική ἐπικοινωνία τους μέ τόν κόσμο. Οἱ Ἅγιοι, ἔχοντας αὐτοσυνειδησία τῆς κοινωνίας τους μέ τό Θεό, προσπαθοῦσαν μέ τό διάλογο νά μεταδώσουν τήν ἐμπειρία τῆς ἀληθείας, πού βίωναν. Γι΄ αὐτούς ἡ ἀλήθεια δέν ἦταν ἀντικείμενο ἔρευνας. Δέν τήν ἀναζητοῦσαν, δέν τήν διαπραγματεύονταν, ἁπλά τήν πρόσφεραν. Ἄν ὁ διάλογος δέν ὁδηγοῦσε τούς ἑτερόδοξους στήν ἀπόρριψη τῆς πλάνης τους καί στήν ἀποδοχή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δέν τόν συνέχιζαν.
Οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοί διάλογοι, πού γίνονται μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ, Μονοφυσιτισμοῦ, Ἰσλαμισμοῦ καί Ἰουδαϊσμοῦ, διαφέρουν ριζικά ἀπό τούς διαλόγους τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μέ βάση τίς ἀρχές τῆς διευρυμένης Ἐκκλησίας καί τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Γι΄ αὐτό εἶναι ἄκαρποι. Ἀπόδειξη ὅτι στά ἑκατό σχεδόν χρόνια της διεξαγωγῆς τους δέν ἔχουν προσφέρει τίποτε τό ἀξιόλογο στήν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀντίθετα μάλιστα, κατάφεραν νά διχάσουν τούς Ὀρθοδόξους! «Δέν ὑφίσταται μεγαλυτέρα ἐπιτυχία τοῦ δολίου δράκοντος καί αἰσχίστου ἐχθροῦ τῆς ἀληθείας καί τῆς σωτηρίας καί ἀρχαίου πτερνιστοῦ δαίμονος ἀπό τίς ἀνωτέρω τραγικές ἐκδηλώσεις τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ πού μέ τό πρόσχημα τῆς δῆθεν εἰρήνης ἀπομειώνει καί εὐτελίζει πλήρως τήν ἀλήθεια τῆς διά Χριστοῦ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου ἀποκαλύψεως. Μεγαλειωδῶς, ὁ θεῖος Παῦλος «προφητεύει» καί στηλιτεύει τό ὄνειδος καί τό κανονικό ἔγκλημα τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, πού ἀποτελεῖ τήν ἐσχάτη πλάνη καί τόν αἴσχιστο πρόδρομο τοῦἈντιχρίστου. Δικαιώνονται ἑπομένως πλήρως, ὅσοι διαμαρτύρονται, ἀντιτίθενται καί ὑπέγραψαν καί ὑπογράφουν τήν κατά τοῦ θεηλάτου καί εἰδεχθοῦς καί ἐγκληματικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς δαιμονικῆς αὐτῆς παναιρέσεως, ὁμολογίαν»10.
Τά κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν σημερινῶν διαλόγων εἶναι τά ἑξῆς :
Α.Ἡ ἔλλειψη ὀρθοδόξου ὁμολογίας.
Β. Ἡ ἔλλειψη εἰλικρίνειας τῶν ἑτεροδόξων.
Γ. Ὁὑπερτονισμός τῆς ἀγάπηςκαί ὑποτονισμός τῆς ἀληθείας.
Δ. Ἡ πρακτική τοῦ νά μή συζητοῦνται αὐτά, πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά, πού ἑνώνουν.
Ε. Ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων.
ΣΤ. Ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας.
Ζ. Ὁ διάλογος ἐπί ἴσοις ὄροις.
Η. Ἡ ὑπογραφή κοινῶν ἀντορθοδόξων κειμένων.
Θ.Οἱσυμπροσευχές. Οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, μέ τήν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν τους κριτηρίων, εἶναι πολύ φυσικό νά συμμετέχουν χωρίς ἀναστολές σέ κοινές μέ τούς ἑτερόδοξους λατρευτικές ἐκδηλώσεις καί συμπροσευχές, πού πραγματοποιοῦνται συχνά στά πλαίσια τῶν διαχριστιανικῶν συναντήσεων. Γνωρίζουν ὅτι μέ τόν οἰκουμενιστικό αὐτό συμπνευματισμό δημιουργεῖται τό κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα, πού ἀπαιτεῖται γιά τήν προώθηση τῆς ἑνωτικῆς προσπάθειας. Οἱ ἱεροί Κανόνες, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαγορεύουν αὐστηρά τίς συμπροσευχές μέ τούς ἑτερόδοξους. Γιατί οἱ ἑτερόδοξοι δέν ἔχουν τήν ἴδια πίστη μ’ ἐμᾶς. Πιστεύουν σ’ ἕναν διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Ὑπενθυμίζεται ὅτι ὁ 45ος κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει ὅτι : «Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον ἀφοριζέσθω, εἰ δε ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τι, καθαιρείσθω». Τί μᾶς λέει ὁ κανών αὐτός; «Ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος συμπροσευχηθεῖ μόνο, ἀλλά ὄχι καί συλλειτουργήσει μέ αἱρετικούς, ἄς ἀφορίζεται. Ἐάν, ὅμως, ἐπέτρεψε νά ἐνεργήσουν ὁ,τιδήποτε ὡς κληρικοί, νά καθαιρεῖται». Ἡ συμπροσευχή, λοιπόν, ἀπαγορεύεται, ἐπειδή δηλώνει συμμετοχή στήν πίστη τοῦ συμπροσευχομένου καί δίνει σ’ αὐτόν τήν ψευδαίσθηση ὅτι δέν βρίσκεται στήν πλάνη, ὀπότε δέν χρειάζεται νά ἐπιστρέψει στήν ἀλήθεια. «Ἡἀπροκάλυπτος πασίδηλος καί αὐταπόδεικτος καταπάτησις τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τοῦ ΧριστοῦἘκκλησίας ἀποτελεῖ διά τούς ἀνωτέρω οἰκουμενιστάς ὄνειδος καί πτῶσιν, πού μόνον τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δύναται νά ἀποπλύνη διότι μετ’ ἐπιγνώσεως ἀπεμπολοῦν καί περιφρονοῦν τόν λόγον τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας καί Σωτῆρος τοῦ κόσμου «ὁ μή τιμῶν τόν Υἱόν, οὐ τιμᾶ τόν Πατέρα τόν πέμψαντα αὐτόν»11 »12.
Ι. Ἡ Μυστηριακή Διακοινωνία. Ἄν οἱ ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, πολύ περισσότερο ἀποκλείουν τή συμμετοχή μας στά λεγόμενα ἀνυπόστατα «Μυστήριά» τους. Ἡ άντίληψη τῆς μυστηριακῆς διακοινωνίας γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους εἶναι παράλογη καί ἀπαράδεκτη. Ἡ Ἐκκλησία μας ποτέ δέν θεώρησε τή Θεία Εὐχαριστία ὡς μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητας, ἀλλά πάντοτε ὡς σφραγίδα καί ἐπιστέγασμά της. Ἄλλωστε, τό κοινό Ποτήριο προϋποθέτει κοινή πίστη.
Ἄλλο μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀποτελεῖ ἡ διαχριστιανική συνεργασία σέ πρακτικούς τομεῖς ἤ ἀλλιῶς ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός. Οἱ οἰκουμενιστές διατείνονται ὅτι τά ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ἠθικά, περιβαλλοντικά, βιοηθικά κ. ἄ.) ὀφείλουν νά μᾶς ἑνώνουν.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καί δείχνει πάντα μεγάλη εὐαισθησία σ΄ ὅλα τά ἀνθρώπινα προβλήματα, ὡστόσο ἡ ἀπό κοινοῦ μέ τούς αἱρετικούς ἀντιμετώπισή τους παρουσιάζει πολλά μειονεκτήματα.
Τά τελευταία χρόνια ἡ οἰκουμενιστική πολιτική ἀσκεῖται καί μέ τίς ἀνταλλαγές ἐπισήμων ἐπισκέψεων μεταξύ τῶν Ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖες πραγματοποιοῦνται ἀπό ὑψηλόβαθμους, κυρίως, κληρικούς13.
Σήμερα δυστυχῶς δέν ἐφαρμόζονται οἱ Ἱεροί Κανόνες. Ἡ στάση αὐτή δεν συνάδει μέ τήν Ἐκκλησία, ἡὁποία εἶναι θεσμός Θεοΐδρυτος καί δημοκρατικός. Ἡ στάση αὐτή ἀποδεικνύει ὅτι δέν σεβόμεθα τούς Ἱ. Κανόνες καί τις παρακαταθήκες τῶν Ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων, οἱὁποῖοι πολέμησαν τίς αἱρέσεις τραγικώτατο δέ παράδειγμα πρός ἀποφυγήν ἀπορρίψεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός πού κατήντησε παγκόσμιο ἐξαίσιο πτῶμα μέ τίς ἐγκληματικές συμπεριφορές τῶν «λειτουργῶν» του.
Ἡ παραπάνω στάση τῶν οἰκουμενιστῶν καί τά ἀνοίγματά τους στίς οἰκουμενιστικές δραστηριότητες εἶναι ἀπό πάσης πλευρᾶς καταδικαστέα, διότι α) ἀμφισβητοῦν ἔμπρακτα τήν ὀρθοδοξοπατερική μας παράδοση καί Πίστη, β) σπέρνουν τήν ἀμφιβολία στίς καρδιές τοῦ ποιμνίου καί κλονίζουν πολλούς, ὁδηγώντας σέ διαίρεση καί σχίσμα καί γ) παρασύρουν ἕνα μέρος τοῦ ποιμνίου στήν πλάνη καί μέ αὐτήν στόν πνευματικό ὄλεθρο. Οἱ κινούμενοι σ’ αὐτήν τήν οἰκουμενιστική ἀνευθυνότητα, ὅποια θέση καί ἄν κατέχουν στόν Ἐκκλησιαστικό Ὀργανισμό, ἀντιτάσσονται στήν παράδοση τῶν Ἅγίων μας καί συνεπῶς βρίσκονται σέ ἀντίθεση μαζί τους.
Γι’ αὐτό ἡ στάση τους πρέπει νά καταδικάζεται καί νά ἀπορρίπτεται ἀπό τό σύνολο τῶν Ἱεραρχῶν καί τόν πιστό Λαό14, ὁ ὁποῖος εἶναι αὐτός πού κρατᾶ, πού σώζει τήν πίστη, σύμφωνα μέ τήν διακήρυξη τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τό 1848: «Παρ΄ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῶ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»15.
Μετά θερμῶν πατρικῶν εὐχῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
- 1 ΓΕΡΩΝ ΠΑÏΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Λόγοι, τ. Β΄, ἔκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης1999, σ. 176.
- 2 ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
- 3 ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ Οἰκουμενισμός χωρίς μάσκα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀθήνα 1988, σσ. 23, 25.
- 4 ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, 5η ὁμιλία στόν προφήτη Δανιήλ τῆς 15-11-1981. Σχ. βλ. Χριστιανική Σπίθα (Μάιος 2011) 1.
- 5Ὀρθόδοξος Τύπος 20-5-1970.
- 6Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς2004, σσ. 5-6.
- 7 ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, «Ὁ Συγκρητισμός», Ὀρθόδοξος Τύπος(23-7-2004) 1-2.
- 8Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σ. 8.
- 9 ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΛΥΦΑΔΑΣ ΠΑΥΛΟΣ, « «Συναφειακές», «Μεταπατερικές» καί ἄλλες θεολογικές ἀναζητήσεις σέ συνέδριο τῆς θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βόλου», Θεοδρομία ΙΒ4 (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) 496.
- 10 ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἀνακοίνωση γιά διαθρησκειακές στό Μόναχο 28-9-2011, http://www.impantokra toros.gr/peiraios-seraphim-oikoumenismos-monacho.el.aspx.
- 11Ἰω. 5, 23.
- 12 ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἀνακοίνωση γιά διαθρησκειακές στό Μόναχο 28-9-2011, http://www.impantokra toros.gr/peiraios-seraphim-oikoumenismos-monacho.el.aspx.
- 13Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ. 11-18.
- 14 ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος 2009,
σσ. 25-26.
15 ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. ΙΙ, Graz–Austria 1968,
σ. 920 [1000].
_
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.