Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ
Η Κ. Διαθήκη για την στάση μας απέναντι στους αιρετικούς
Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ
κατά την Κ. ΔΙΑΘΗΚΗ και ΑΠ. ΠΑΥΛΟ
Προσφορὰ εἰλικρινοῦς ἀγάπης (ποικιλοτρόπως λοιδορουμένης)
στοὺς ἀμετανόητους Οἰκουμενιστές
καὶ τοὺς συμπορευόμενους Ἐπισκόπους καὶ ποιμένες!
Παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ εἰδικὴ μελέτη, διὰ τῆς ὁποίας παρουσιάζεται μέρος τῆς διδασκαλίας τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ἀνάγκης τῆς ἀπομάκρυνσης τῶν πιστῶν, ὅταν κηρύττεται αἵρεση, μάλιστα αἵρεση, ὄχι κεκρυμμένη καὶ ἀδιευκρίνιστη, ἀλλὰ ἀποδεδειγμένη ἀπὸ πολλοὺς συγχρόνους ποιμένες καὶ θεολόγους, ἰδιαίτερα μάλιστα ἀπὸ Ἅγιο, τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς. Πέρα ἀπὸ τὰ ἁγιογραφικὰ κείμενα, ἀξίζει νὰ δεῖ κανεὶς τὴν ἑρμηνεία στὸν ἀπ. Παῦλο, τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, διὰ τῆς ὁποίας δίδεται ἁγιογραφικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ ἀπάντηση στὸ θέμα, ἂν πρὶν κάποια Σύνοδος καταδικάσει τὴν αἵρεση, πρέπει νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ γεγονός, πώς, παρόλο ποὺ ἔχουν καταγγελθεῖ οἱ κακοδοξίες τῶν ἡγετῶν τῆς αἱρέσεως (Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων καὶ ἀκαδημαϊκῶν μετα-πατερικῶν θεολόγων, καὶ συνεχίζουν νὰ ἀναλύονται καὶ νὰ καταδεικνύονται συνεχῶς καὶ ἄλλες κρυφὲς πτυχές τῆς αἱρέσεως), εἶναι τόσο πολὺ ταυτισμένοι μὲ τὴν αἵρεση οἱ Οἰκουμενιστές, καὶ τόσο σίγουροι ὅτι οἱ ἀντιδράσεις τῶν πιστῶν εἶναι μηδαμινὲς καὶ ἀδύναμες γιὰ νὰ τοὺς ἐμποδίσουν στὴν πραγματοποίηση τοῦ τελικοῦ τους σκοποῦ (τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῶν θρησκειῶν, ποὺ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐπιτύχουν), ὥστε δὲν αἰσθάνονται κὰν τὴν ἀνάγκη νὰ ἀντικρούσουν τὶς κατηγορίες ἐπὶ αἱρέσει μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα.
«…Ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Ἀπ. Παύλου ἰσχύει διά τούς κηρύσσοντας αἵρεσι «καί δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόφασις Συνόδου παρά μόνο πρός κατοχύρωσι τῶν Ὀρθοδόξων». Δέν χρειάζεται ἀπόφασι Συνόδου, προκειμένου νά ἀποτειχισθῆ κάποιος πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο∙ αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει μεταβληθῆ διά τῆς αἱρέσεως σέ λύκο καί ὅτι δέν θά τόν μεταβάλη σέ λύκο ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου. Τέλος πάντων, πρέπει κάθε Ὀρθόδοξος νά διασφαλίση τήν ὀρθόδοξο πορεία του μόνος του, ἐφ’ ὅσον δὲν τὸ κάνουν αὐτὸ οἱ Ποιμένες, καί μάλιστα ἀπομακρυνόμενος ἀπό ἕνα τέτοιο Ἐπίσκοπο.
Ἕνα ἁπλό παράδειγμα, διά νά γίνη ἴσως κατανοητό αὐτό, τό ὁποῖο εἶναι ὀφθαλμοφανές. Ὅταν κάποιος διαπιστώση ὅτι ὁ ἰατρός τόν ὁποῖο ἐπισκέπτεται εἶναι ἀπατεώνας καί κομπογιαννίτης, θά συνεχίση νά τόν ἐπισκέπτεται μέχρι νά τόν καταδικάση ἐπισήμως ἡ ἁρμοδία ὑπηρεσία ἤ θά σταματήση κάθε ἐπικοινωνία μαζί του προασπιζόμενος ἔτσι τήν ὑγεία του; Κάθε λογικός ἄνθρωπος πιστεύω ὅτι θά ἀπεμακρύνετο πάραυτα ἀπό αὐτόν τόν δῆθεν γιατρό. (Καποιοι, ὅμως) πατέρες, διδάσκουν ὅτι μέχρι τήν τελική καταδίκη του ὀφείλομε νά τόν ἔχωμε ὡς ἰατρό μας καί ἁπλῶς νά διαμαρτυρώμεθα πρός τίς ἁρμόδιες ὑπηρεσίες δι’ αὐτήν τήν κατάστασι. Καὶ ὅτι δέν θά ἔχη καμμία ἐπίπτωσι στήν ὑγεία μας ἡ συνεργασία μας μέ αὐτόν τόν ἰατρό καί, βεβαίως, ὅτι δέν εἴμεθα ἐμεῖς ἁρμόδιοι νά τόν κρίνωμε, ἀλλά προφανῶς εἴμεθα ἁρμόδιοι νά ὑποστοῦμε τίς συνέπειες στήν ὑγεία μας.
Γι’ αὐτές τίς συνέπειες ἀπό ἕνα τέτοιο Ἐπίσκοπο, προκειμένου μάλιστα γιά τήν πνευματική μας ὑγεία καί τή σωτηρία μας δέν ἀσχολοῦνται καθόλου. Οἱ Ἅγιοι ὅμως, ἐπειδή πρωτίστως δι’ αὐτό ἐνδιαφέρονται, διδάσκουν παντοῦ καί πάντοτε τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τόν ὁποῖο μάλιστα ἀποκαλοῦν λύκο καί φαρμακερό φίδι, διά νά ὑποδηλώσουν τόν κίνδυνο πού ἐνέχει κάθε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί του. Αὐτή ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων εἶναι, θά λέγαμε, ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία τῶν δύο αὐτῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων, τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν.
(Καποιοι, ὅμως) πατέρες, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἀντιστρατεύονται στόν Ἀπόστολο Παῦλο καί κατ’ ἐπέκτασιν στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, διότι, τήν ὀρθόδοξο πορεία καί τήν ἀσφάλεια διά τήν σωτηρία τοῦ κάθε πιστοῦ, τήν ἐναποθέτουν ἀποκλειστικῶς καί μόνον στή Σύνοδο, τήν στιγμή μάλιστα πού πολλοί Σύνοδοι ἐπεκύρωσαν τίς αἱρέσεις καί κατεδίκασαν τούς Ὀρθοδόξους ὁμολογητές. Στήν σύγχρονη δέ πραγματικότητα ὁμολογεῖται ἀπὸ πολλούς, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἐπί ἑκατό χρόνια δέν ἔχει καταδικασθῆ Συνοδικῶς, ἀλλά οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι βαδίζουν ἀνεξέλεγκτοι ἐπί τά χείρω «πλανῶντες καί πλανώμενοι».
Εἰς τό χωρίον λοιπόν (Γαλατ. 1,8) ἀναφέρει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τά ἑξῆς ἑρμηνευτικά: «Ἀλλὰ κἂν ἐγώ, ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω. Ὅρα σύνεσιν ἀποστολικήν. Ἵνα γὰρ μή τις λέγῃ, ὅτι κενοδοξίας ἕνεκεν τὰ ἴδια συγκροτεῖ δόγματα, καὶ ἑαυτὸν ἀνεθεμάτισεν… Καὶ οὐκ εἶπεν, Ἐὰν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἢ ἀνατρέπωσι τὸ πᾶν, ἀλλά, Κἂν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα, κἂν τὸ τυχὸν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν» (ΕΠΕ 20,200).
Ἐδῶ ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Ἀπ. Παύλου ἰσχύει σέ κάθε ἕναν ὁ ὁποῖος ἀλλοιώνει καί στό ἐλάχιστο τό εὐαγγελικό καί ἀποστολικό κήρυγμα. Δι’ αὐτό συμπεραίνει ὅτι στόν ἀναθεματισμό περιέβαλε καί τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους καί ἀκόμη τούς πρώτους τῶν ἀγγέλων. «Μὴ γάρ μοι Ἰάκωβον εἴπῃς, φησί, καὶ Ἰωάννην· κἂν γὰρ τῶν πρώτων ἀγγέλων ᾖ τις τῶν ἐξ οὐρανοῦ διαφθείρων τὸ κήρυγμα, ἀνάθεμα ἔστω».
Ποία Σύνοδος ἄραγε, θά εἶχε τό δικαίωμα καί τό ἀξίωμα νά καταδικάση τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους καί τούς πρώτους τῶν Ἀγγέλων; Ἐδῶ ἀκόμη ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ ἀναθεματισμός κατ’ οὐσίαν δέν προέρχεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἤ ἀπό τήν Σύνοδο, ὅπως ἐσεῖς ἰσχυρίζεσθε, ἀλλά ἀπό τήν ἴδια τήν φύσι τῆς αἱρέσεως. Ἐπειδή δηλαδή καί ἡ αἵρεσις προσβάλλει τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τό ἁγιογραφικό χωρίο (Ἰωαν. 14,6) εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, δι’ αὐτό ὁ αἱρετικός εἶναι ἀναθεματισμένος ἐκ τῆς ἰδίας τῆς αἱρέσεώς του, ὡς κηρύσσων δηλαδή ἄλλον Χριστόν καί ἄλλον Εὐαγγέλιο. Ἡ Σύνοδος δηλαδή ἐπεκύρωσε αὐτό, τό ὁποῖο ἤδη ὑφίσταται. Ἄν ἡ Σύνοδος δέν τό κάνει αὐτό, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι καί αὐτή αἱρετική, ὡς ὑποθάλπουσα καί ἀναγνωρίζουσα τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς.
Εἶναι ἐπίσης σημαντικό, καί πρέπει νά τονισθῆ, αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρει ἑρμηνευτικά ὁ ἅγιος: «Καὶ οὐκ εἶπεν, Ἐὰν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἢ ἀνατρέπωσι τὸ πᾶν, ἀλλά, Κἂν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα, κἂν τὸ τυχὸν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν».
Νομίζω, πατέρες, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός, διά νά ὀνομασθῆ εὐστόχως ἀπό ἐσᾶς καί ἀπό ἄλλους πολλούς «παναίρεσι», δέν ἀλλοιώνει κάτι «μικρόν ἤ τό τυχόν» ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα, ἀλλά ἀνατρέπει τό πᾶν.
Στή συνέχεια ὁ ἅγιος ἑρμηνεύοντας τόν ἑπόμενο στίχο (Γαλατ. 1,9) διδάσκει ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι ἀξιοπιστώτερη ἀπό ὅλους καί ὅλα, διότι ἐγράφη ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό καί μᾶς ἀπεστάλη διά μέσου τῶν Ἀποστόλων. Παραδόξως (κάποιοι ἀντι-Οἰκουμενιστές) ἀναφέρουν ὅτι «δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἁγία Γραφή νά ἀκυρώνει τήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι τά δύο αὐτά μεγέθη, Γραφή καί Παράδοση, ὡς ἰσόκυρα, ἀλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους, ὥστε νά ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο». Αὐτά προφανῶς εἶναι λάθος καί ἀπορῶ πῶς τά ἰσχυρίζονται, διότι ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι πλήρης καί δέν ἀλληλοσυμπληρώνεται ἀπό τήν «Κανονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας», ἀλλά ἁπλῶς ἐκφράζεται καὶ ἑρμηνεύεται δι’ αὐτῆς.
Αὐτό σημαίνει πώς ὅ,τι δέν συμφωνεῖ μέ τήν ἁγ. Γραφή δέν εἶναι Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι φυσικά τό ἀντίθετο, δηλαδή ὅ,τι δέν συμφωνεῖ μέ τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἁγ. Γραφή. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι ἡ βάσις ἀπό τήν ὁποία ἐδημιουργήθη ἡ ἱερά Παράδοσις, καί ἡ ἱερά Παράδοσις καί ἡ «Κανονική Παράδοσις» τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζουν τήν ἁγία Γραφή, τήν ἀκολουθοῦν πιστά καί τήν ἑρμηνεύουν ἀλάνθαστα, ποτέ ὅμως δέν συμπληρώνουν, διότι τότε αὐτή θά ἦτο ἐλλιπής. Τό γεγονός δέ ὅτι αὐτά ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο καί εἶναι ἰσόκυρα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν πιστότητα τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως στήν ἁγ. Γραφή.
Ἐδῶ ἐπίσης, ὁ ἅγιος ἐπικυρώνει τήν μοναδικότητα τῆς ἁγ. Γραφῆς καί καθορίζει τήν θέσι της, ὅταν γράφει «αἱ δὲ Γραφαὶ πᾶσαι οὐ παρὰ δούλων, ἀλλὰ παρὰ τοῦ τῶν ὅλων Θεοῦ Δεσπότου γραφεῖσαι ἐπέμφθησαν». Μολονότι δηλαδή ὁ Χριστός ἐν τῇ πράξει δέν ἔγραψε τίποτε, ὅμως κατ’ οὐσίαν ὅ,τι γράφει ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι λόγια καί γράμματα δικά Του.
Συνεχίζοντας ὁ ἅγιος καί ἑρμηνεύοντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διὰ τοῦτό φησιν· Ἐάν τις ὑμᾶς εὐαγγελίσηται παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν. Καὶ οὐκ εἶπεν, Ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα, συνετῶς σφόδρα καὶ ἀνεπαχθῶς. Τί γὰρ ἔδει λοιπὸν ὀνομάτων μνησθῆναι τὸν τοσαύτῃ χρησάμενον ὑπερβολῇ, ὡς καὶ ἅπαντας, καὶ τοὺς ἄνω καὶ τοὺς κάτω, περιλαβεῖν; Διὰ μὲν γὰρ τοῦ τοὺς εὐαγγελιστὰς καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίσαι, πᾶν ἀξίωμα περιέγραψε· διὰ δὲ τοῦ ἑαυτόν, πᾶσαν οἰκειότητα καὶ γνησιότητα. Μὴ γάρ μοι εἴπῃς, ὅτι Οἱ συναπόστολοί σου καὶ ἑταῖροι ταῦτα λέγουσιν· οὐδὲ γὰρ ἐμαυτοῦ φείδομαι τοιαῦτα κηρύττοντος. Ταῦτα δὲ οὐχ ὡς καταγινώσκων τῶν ἀποστόλων φησίν, οὐδὲ ὡς παραβαινόντων τὸ κήρυγμα, ἄπαγε· Εἴτε γὰρ ἡμεῖς, εἴτε ἐκεῖνοι, φησίν, οὕτω κηρύσσομεν· ἀλλὰ δεῖξαι βουλόμενος, ὅτι ἀξίωμα προσώπων οὐ προσίεται, ὅταν περὶ ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ» (ΕΠΕ 20,202).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι ὁ Ἀπ. Παῦλος εἰς τόν ἀναθεματισμό του συμπεριέλαβε ἅπαντας τούς κηρύσσοντας κάτι ἀντίθετο ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα. «Καὶ οὐκ εἶπεν, Ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα, συνετῶς σφόδρα καὶ ἀνεπαχθῶς. Τί γὰρ ἔδει λοιπὸν ὀνομάτων μνησθῆναι τὸν τοσαύτῃ χρησάμενον ὑπερβολῇ, ὡς καὶ ἅπαντας, καὶ τοὺς ἄνω καὶ τοὺς κάτω, περιλαβεῖν;»
Ἐπίσης διδάσκει τήν διαφορά τῶν θεμάτων τῆς πίστεως ἀπό ὅλα τά ἄλλα παραπτώματα τοῦ Ἐπισκόπου, τά ὁποῖα κάποιοι ἐξισώνουν· «ἀλλὰ δεῖξαι βουλόμενος, ὅτι ἀξίωμα προσώπων οὐ προσίεται, ὅταν περὶ ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ».
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν «ὅταν περί ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ», ὁ Θεός «ἀξίωμα προσώπων οὐ προσίεται», πῶς κάποιοι θέτουν γιά τά θέματα τῆς πίστεως τό ἀξίωμα τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία μάλιστα, πολλάκις ἔσφαλε καί ἐδικαίωσε τήν αἵρεσι καί κατεδίκασε τήν Ὀρθοδοξία;
(Τρικανηνᾶ Εὐθυμίου, ἱερομονάχου, «Ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν ἁγ. Πατέρων γιὰ τὸ ὑποχρεωτικὸ τοῦ ιε΄ κανόνος τῆς πρωτοδευτέρας συνόδου περὶ διακοπῆς μνημονεύσεως ἐπισκόπου κηρύσσοντος ἐπ’ ἐκκλησιας αἵρεσι» καὶ «Ἡ Ἀπάντηση στὴν κριτικὴ μελέτη τῆς Ἱ. Μητρ. Πειραιῶς».
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.