«ΤI NA KANΩ;…»
Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35)
17 Νοεμβρίου 2013
Oμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΤI NA KANΩ;…»
«Τί ποιήσω;» (Λουκ. 12,17)
Δὲν θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ βρίσκωμαι σήμερα ἐδῶ. Ἐπιθυμοῦσα νὰ βρίσκωμαι πάνω στὰ ψηλὰ βουνά, ἐκεῖ στὰ μικρὰ ἐγκαταλελειμμένα χωριά μας, γιὰ νὰ κηρύξω στοὺς χωρικούς μας. Ἀλλ᾽ ἐφ᾿ ὅσον βρίσκομαι ἐδῶ, θὰ παρακαλέσω νὰ δώσετε προσοχὴ στὰ λίγα λόγια ποὺ θὰ πῇ ἡ ἀδέξιος γλῶσσα μου.
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Περιέχει δυὸ ἐρωτήματα· τὸ ἕνα τὸ θέτει ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἄλλο –τὸ καὶ σπουδαιότερο– τὸ θέτει ὁ Θεός. Σήμερα θ᾽ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ ἄνθρωπος. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἕνα ἐρώτημα γεμᾶτο ἄγχος· «Τί ποιήσω;», τί νὰ κάνω; (Λουκ. 12,17).
Μὰ ποιός τὸ λέει αὐτὸ τὸ «Τί νὰ κάνω;»; Μήπως τὸ λέει κανένας ζητιάνος, ποὺ δὲν ἔχει ψωμάκι νὰ φάῃ, ῥουχαλάκι νὰ σκεπαστῇ καὶ καλυβούλα νὰ καθίσῃ; μήπως τὸ φωνάζει κανένας ἄνεργος νέος, ποὺ χτυπάει πόρτες, δὲ βρίσκει πουθενὰ κατανόησι, κι ἀναγκάζεται νὰ φύγῃ μακριά, στὴν Αὐστραλία καὶ στὴν Ἀμερικὴ γιὰ νὰ ζήσῃ; μήπως τὸ λέει κανένα ὀρφανό, ποὺ γυρίζει παντέρημο στοὺς δρόμους; μήπως τὸ λέει καμμιὰ χήρα μὲ ἕξι – ἑφτὰ παιδιά; μήπως τὸ λέει κανένας οἰκογενειάρχης ποὺ ἔχει σήμερα νὰ λύσῃ μύρια προβλήματα; μήπως τὸ λέει κανένας ἄρρωστος ποὺ βογγάει πάνω στὸ κρεβάτι καὶ δὲν ὑπάρχει γι᾿ αὐτὸν φάρμακο καὶ γιατρειά; «Τί νὰ κάνω;». Παρὰ τὴν κατάστασί τους δὲν τὸ λέει κάποιος ἀπὸ αὐτούς. Τὸ λέει – ποιός; ἐκεῖνος ποὺ καὶ ὑγεία ἔχει, καὶ λεπτὰ ἔχει, καὶ σπίτια ἔχει, καὶ περιουσία ἔχει· ὁ πλούσιος.
Ὁ πλούσιος λέει «Τί ποιήσω;». Καὶ τὸ λέει μάλιστα σὲ μιὰ περίοδο ποὺ ἀπ᾽ τὴν καρδιά του ἔπρεπε νὰ βγαίνουν μύρια «εὐχαριστῶ». Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο, εἶχε στὰ χωράφια του μία ἐξαιρετικὴ εὐλογία· οἱ ἐλιὲς λύγιζαν ἀπὸ τὸν καρπό, τ᾽ ἀμπέλια ἦταν κατάφορτα, τὰ στάχυα πεδιάδα πράσινη.
«Τί νὰ κάνω;» λέει, οἱ ἀποθῆκες μου δὲ χωρᾶνε τὴ σοδειά. Μὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες ποὺ εἶχε, ὑπῆρχαν κι ἄλλες· ἀποθῆκες ποὺ δὲν τὶς χτίζουν μηχανικοὶ ἐργολάβοι καὶ χτίστες, ποὺ δὲν τὶς γκρεμίζει ὁ σεισμός, ποὺ δὲν τὶς διαλύει ὁ χρόνος, ἀποθῆκες ἀσφαλισμένες ἑκατὸ τοῖς ἑκατό· ἀποθῆκες τοῦ Χριστοῦ. Ποιές εἶν᾽ αὐτές; Ἦταν τότε, καὶ θὰ εἶνε πάντα, τὰ στομάχια τῶν πεινασμένων· κάθε στομάχι εἶνε μιὰ μικρὴ ἀποθήκη. Ἂν λοιπὸν αὐτὸς μοίραζε σὲ κάθε πεινασμένο ἀπὸ λίγο ἀλεύρι, λίγο λάδι, μερικὰ ἄλλα ἀγαθά, τότε διπλάσια καὶ τριπλάσια θὰ χωροῦσαν στὶς τόσες «ἀποθῆκες» τῶν φτωχῶν.
Ὁ πλεονέκτης ὅμως καὶ φιλάργυρος δὲν δίνει οὔτε μπουκιὰ στὸν πεινασμένο, οὔτε ἕνα κουρέλι στὸν γυμνό, οὔτε λαδάκι γιὰ τὸ καντήλι τοῦ Χριστοῦ· οὔτε στὸν ἄγγελό του νερό. Τίποτα, λέει· ὅλα στὶς ἀποθῆκες του. Μὰ αὐτὲς δὲν χωροῦν, κι αὐτὸς πέφτει σὲ συλλογή· «Τί νὰ κάνω;». Λὲς καὶ εἶχε μπροστά του ἕνα δύσκολο πρόβλημα καὶ –Ἀρχιμήδης τοῦ μαμωνᾶ αὐτός– προσπαθεῖ νὰ βρῇ τὴ λύσι.
«Τί νὰ κάνω;». Σὰ νὰ τὸν βλέπω· περνάει ἡ ὥρα, σημαίνουν μεσάνυχτα, κ᾽ ἐνῷ ὁ φτωχὸς κουρασμένος πέφτει καὶ κοιμᾶται καὶ ἄγγελοι φρουροῦν πάνω του –τί εὐλογημένος!–, αὐτὸς δὲν ἡσυχάζει. «Τί νὰ κάνω;…». Ἐπὶ τέλους, ὕστερα ἀπὸ πολλὴ σκέψι καὶ διαλογισμοὺς βρίσκει «λύσι». Νά τί θὰ κάνω· μόλις ξημερώσῃ, θὰ καλέσω μηχανικό, θὰ γκρεμίσω τὶς παλιὲς ἀποθῆκες, θὰ βάλω ἐργολάβους καὶ ἐργάτες, θὰ μαζέψω ὑλικά, θὰ χτίσω ἀποθῆκες μεγαλύτερες, θὰ συνάξω ἐκεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά μου, καὶ μετὰ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου· Ψυχή, ἔχεις ἄφθονα ἀγαθὰ ποὺ φτάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια· ξάπλωσε, φάε, πιές, γλέντα τὴ ζωή σου….
Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ «θά…», ποὺ εἶπε, κανένα δὲν πραγματοποιήθηκε. Γιατί; Γιατὶ προτοῦ νὰ ξημερώσῃ, ἦρθε κάποιος ἀνεπιθύμητος ἐπισκέπτης, πολὺ ἀγροῖκος, καὶ τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα. Ἦταν ὁ χάρος. Αὐτὸς τὸν πῆρε ξαφνικὰ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὸ σπίτι του. Κι ὁ Θεὸς τώρα τὸν ρωτάει· «Ἄφρον, …ἃ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (ἔ.ἀ. 12,20).
* * *
Ἂς ἐπιμείνουμε, ἀδελφοί μου, στὸ ἐρώτημα «Τί ποιήσω;…». Αὐτὴ ἡ ἀγωνία δὲν ἦταν μόνο τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς, εἶνε καὶ ἡ ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας.
Ποιῶν ἀνθρώπων; Ὄχι ἐκείνων ποὺ πιστεύουν, ἀλλ᾽ αὐτῶν ποὺ ἔχουν ξερριζώσει ἀπ᾽ τὴν καρδιά τους τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Φιλάργυροι καὶ πλεονέκτες πλούσιοι, νομίζουν πὼς τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου ὅλα εἶνε μόνο γι᾽ αὐτούς· καὶ θαρρεῖς πὼς ἔχουν ὑπογράψει συμβόλαιο μὲ τὸ χάρο ὅτι θὰ ζήσουν χίλια χρόνια. Αὐτοὶ λοιπὸν ἔχουν τὴν ἀγωνία καὶ ρωτοῦν.
«Τί νὰ κάνω;»; Μοῦ περισσεύουν χρήματα. Νὰ τὰ κάνω χαρτονομίσματα; ἀλλὰ κινδυνεύουν νὰ γίνουν κοτζαμάνεια χαρτονομίσματα, θ᾽ ἀξίζουν ὅσο καὶ τὰ πλατανόφυλλα ποὺ πέφτουν τὸ φθινόπωρο ἀπὸ τὰ δέντρα. Νὰ τὰ κάνω λίρες; ἀλλὰ μπορεῖ νὰ πέσῃ ἡ τιμή τους. Ν᾽ ἀγοράσω οἰκόπεδα; Νὰ χτίσω πολυκατοικίες; Ν᾽ ἀγοράσω πλοῖα, νὰ γίνω ἐφοπλιστής; Πῶς νὰ τὰ ἀσφαλίσω, ποῦ νὰ τὰ βάλω; Στὸ σπίτι μπορεῖ νὰ κλαποῦν. «Τί ποιήσω;», τί νὰ κάνω; Νὰ τὰ κλείσω σὲ χρηματοκιβώτια τῆς τραπέζης; Ἐδῶ κινδυνεύουν. Νὰ βρῶ τράπεζες στὸ ἐξωτερικό; νὰ τὰ στείλω στὴν Ἑλβετία, στὴν Ἀμερική; «Τί νὰ κάνω;…», ἀγωνία μεγάλη. Ὤ αἰώνιο Εὐαγγέλιο! Χιλιάδες χρόνια νὰ περάσουν, τὰ λόγια του λὲς καὶ λέχθηκαν τώρα, λὲς καὶ περιγράφει τὸ σήμερα, δίνει τὸ ψυχογράφημα ἑνὸς συγχρόνου πλουσίου.
Ἔλα ἐδῶ λοιπόν, ἐσὺ ὁ πλούσιος, ποὺ τὴ νύχτα ἀνοίγεις τὰ χρηματοκιβώτια καὶ μετρᾷς τὶς λίρες. Ρωτᾷς «τί νὰ κάνῃς;»; Ἔλα νὰ σοῦ πῶ, ἔλα νὰ σοῦ λύσω ἀμέσως τὸ πρόβλημα.
⃝ Σοῦ περισσεύει κάτι; Μπὲς στὴν ἐκκλησιά, ρώτησε τὸν ἐφημέριο τί ἀνάγκες ἔχει ὁ ναός. Δὲν εἶνε σωστό, στὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ μας νὰ εἶνε ὅλα τὰ ἔπιπλα τὶς τελευταίας μάρκας, καὶ τὸ «σαλόνι» τοῦ Θεοῦ νὰ εἶνε γυμνό. Εἶνε τιμὴ καὶ δόξα ὅτι στὴν Ὀρθοδοξία τοὺς ὡραίους ναούς μας κατὰ κανόνα δὲν τοὺς χτίζουν οἱ πλούσιοι· τοὺς χτίζουν τὰ «ταλληράκια» τοῦ φτωχοῦ καὶ ἐργατικοῦ λαοῦ μας.
⃝ «Τί νὰ κάνω;»; Ἐσὺ ποὺ ἔχεις χρήματα πλεονάζοντα, ἄντε στὸ δάσκαλο τοῦ χωριοῦ ἢ τῆς συνοικίας σου καὶ πές· Δάσκαλε, ἐδῶ εἶνε φτωχὰ τὰ παιδιά, σοῦ δίνω δέκα, εἴκοσι, τριάντα χιλιάδες, νὰ βελτιώσῃς τὸ σχολεῖο.
⃝ «Τί νὰ κάνω;»; Ἔρχονται Χριστούγεννα, θὰ κάνῃς προμήθειες καὶ ψώνια. Μὴν ἑορτάσῃς χωρὶς νὰ βρῇς στὴ γειτονιὰ τὸν ἄπορο, τὸν ἀσθενῆ, τὸ γέρο, τὸ ὀρφανό, τὴ χήρα, τὸν ἀνάπηρο ποὺ ἄφησε τὰ πόδια του στὴν Ἀλβανία γιὰ σένα, γιὰ νὰ κυματίζῃ ἐλεύθερα ἡ σημαία στὴν Ἀκρόπολι!
Τὸ «τί ποιήσω;» ὅμως δὲν τὸ λένε μόνο οἱ πλούσιοι ἄνθρωποι· τὸ λένε καὶ τὰ συγκροτήματα, τὰ μεγάλα τρὰστ (trust) τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Εὐρώπης, τὰ πλούσια πανίσχυρα κράτη, ποὺ τὰ ἐργοστάσιά τους δουλεύουν μέρα – νύχτα. Τὰ βιομηχανικά τους προϊόντα πλεονάζουν καὶ διερωτῶνται· Τί νὰ τὰ κάνουμε; «τί ποιήσωμεν;». Μποροῦσαν νὰ τὰ σκορπίσουν στὰ τέσσερα σημεῖα τῆς ὑφηλίου, νὰ γίνουν εὐεργέτες τῶν ὑποαναπτύκτων· ἐν τούτοις τὰ κρατοῦν καὶ ὑψώνουν φραγμούς, τὰ λεγόμενα τελωνειακὰ τείχη, κ᾽ ἔτσι τὰ ἀγαθὰ δὲν διαπορθμεύονται καὶ δὲν διανέμονται σὲ φτωχοὺς λαούς.
Γιά φανταστῆτε ἡ καρδιὰ ποὺ κινεῖ τὸ αἷμα νὰ τὸ μαζέψῃ, νὰ τὸ κρατάῃ καὶ νὰ λέῃ στὰ ἄλλα μέλη· «Δὲν σᾶς δίνω αἷμα! θὰ τὸ κρατήσω ὅλο ἐγώ». Ξέρετε τί θὰ πάθῃ; ρωτῆστε ἕνα γιατρό· συμφόρησι! Ἔτσι καὶ τὸ χρῆμα· εἶνε σὰν τὸ αἷμα. Ἅμα μαζευτῇ σὲ λίγους, θὰ πάθουν συμφόρησι, συμφορά.
* * *
Ὦ ἀδέρφια μου, μεγάλη ἀσθένεια ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ πλεονεξία! Ἄχ νὰ κατέβαινε ἄγγελος ἀπὸ τὰ οὐράνια κι ὅπως ὁ χωρικὸς ξερριζώνει ἀπ᾽ τὸ χωράφι τὶς ἀγριάδες καὶ τ᾽ ἀγκάθια, νὰ ξερριζώσῃ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ὅλων μας τὸν φοβερὸ αὐτὸν κάκτο! Ἡ γῆ θὰ γινόταν παράδεισος, ἐνῷ τώρα μᾶς δέρνει τὸ κακό.
Κάποτε μᾶς ρώτησε ἕνας σοφὸς καθηγητής· Ὑπάρχουν δύο, ὁ ὑπερήφανος καὶ ὁ φιλάργυρος· ποιός ἀπὸ τοὺς δύο θεραπεύεται εὐκολώτερα;… Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ποιό φάρμακο θεραπεύει τὴ φιλαργυρία; Ἕνα φάρμακο. Ποιό; Ἄνοιξε τ᾿ αὐτιά σου, καθάρισέ τα ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία· καὶ μετά, ὅπως τὰ τεντώνεις στοὺς διαφόρους σταθμοὺς γιὰ ν᾿ ἀκοῦς τὶς ψευτιὲς τοῦ κόσμου, τέντωσε τὰ αὐτιά σου ὥστε ν᾿ ἀκοῦς καλὰ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ ἰατρεῖο, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε τὰ αἰώνια φάρμακα. Ὅποιος λοιπὸν εἶνε πιασμένος –καὶ ποιός δὲν εἶνε!– στὰ δίχτυα τῆς ἀράχνης αὐτῆς ποὺ λέγεται φιλαργυρία, τοῦ συνιστῶ νὰ πάρῃ ἕνα φάρμακο. Τὸ δίνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐμεῖς τότε χασμουριόμαστε. Σᾶς τὸ δίνω κ᾽ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ παρακαλῶ νὰ τὸ μελετήσετε. Εἶνε ἐκείνη ἡ ὡραία προτροπὴ ποὺ ἀκοῦμε· «…ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Απομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ἱ. ναὸ Αγίου Θεράποντος Ζωγράφου – Ἀθηνῶν 20-11-1966)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.