O ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
(ἀνέκδοτα ἀπὸ τὴ ζωή του)
«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36)
Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ἑορτάζει ἕναν ἀστέρα, ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀστέρας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἑορτάζει τὸν ἅγιο Ἀντώνιο. Για τὸν Μεγά Ἀντώνιο θὰ μιλήσουμε σήμερα. Θα ποῦμε μερικὲς μόνο λεπτομερείας ἀπὸ τὴν ζωή του, ποὺ εἶνε πολὺ διδακτικὲς καὶ γιὰ τὴν σύγχρονον ἀκόμη ἐποχή μας.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος γεννήθηκε τὸν τρίτο αἰῶνα μετὰ Χριστόν, τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, στὴ μεγάλη αὐτὴ πόλιν τοῦ ἑλληνισμοῦ, ποὺ ἔχτισε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν πλούσια. Νωρὶς ὅμως ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα, καὶ κληρόμησε μία σημαντικὴ περιουσία. Δὲν ἐμιμήθη τὸ παράδειγμα νέων οἱ ὁποῖοι, ὅταν κληρονομήσουν μεγάλην περιουσίαν, εἶνε σπάταλοι καὶ ἄσωτοι, ἀλλὰ αὐτὸς ἦταν τακτικὸς στὴν ἐκκλησία.
Δὲν ἔμαθε ὅμως γράμματα, γιατί τὰ σχολεῖα ἦταν εἰδωλολατρικὰ καὶ κινδύνευε νὰ μολυνθῇ ἀπὸ τὸ μίασμα τῆς πλάνης. Ἔμεινε ἀγράμματος, ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; Ὅ,τι ἄκουγε στὴν ἐκκλησία, τὸ τύπωνε βαθειὰ στὸ νοῦ του. Ἔτσι, θυμόταν ὅλα τὰ ἀναγνώσματα τῆς λατρείας καὶ γνώριζε, αὐτὸς ὁ ἀγράμματος, τὴν ἁγία Γραφὴ ἀπ᾽ ἔξω.
Ο Μ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΕΦΗΡΜΩΣΕ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΑΝ ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΖΑΜΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΗΤΑΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ!
Πήγαινε στὴν ἐκκλησία, μὲ τὸ αἴσθημα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Μιὰ Κυριακὴ ἄκουσε στὸ εὐαγγέλιο νὰ λέῃ ὁ Χριστὸς στὸν πλούσιο ἐκεῖνο νέο ποὺ ζητοῦσε τὴν τελειότητα· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοτα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ. 19,21). Νὰ πουλήσῃ δηλαδὴ τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ δώσῃ στοὺς φτωχούς. Ἀκούγεται καὶ σήμερα τὸ «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα»· ποιός τὸ ἐφαρμόζει; Ἡ πατρίδα μας ὡς σύνολο εἶνε φτωχή, ἀλλὰ εἶνε γεγονὸς ὅτι ἔχει μερικοὺς ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους πλουσίους. Μερικὲς οἰκογένειες κολυμποῦν στὸ χρῆμα καὶ πήχτωσαν τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβια τους. Ἀπ᾽ αὐτοὺς ποιός ἀκούει τὰ λόγια αὐτά; Ὄχι ὅλα, ὄχι τὰ μισά, ὄχι τὸ ἕνα τέταρτο· οὔτε τὸ ἕνα χιλιοστὸ δὲν δίνουν, τὰ θέλουν ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἐνῷ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ἔφτασε στὸ ὕψος τῆς εὐαγγελικῆς τελειότητος, τα ἔδωσε ὅλα γιὰ τὸν πλησίον!
Κ᾿ ἐμεῖς τὸ ἔχουμε ἀκούσει αὐτὸ πολλὲς φορές, ἀλλὰ δὲ᾿ μᾶς κάνει τόση ἐντύπωσι. Ἐκεῖνος τ᾿ ἄκουσε γιὰ πρώτη φορά, καὶ δὲ᾿ χρειάστηκε νὰ τὸ ξανακούσῃ. Ἀμέσως εἶπε· «Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι γιὰ μένα». Καὶ μόλις βγῆκε ἀπὸ τὸν ναόν, εἶχε πάρει τὴν ἡρωϊκὴ ἀπόφασι καὶ προχώρησε· πούλησε ὅλα ὅσα κληρονόμησε, τριακόσια ἐκλεκτὰ χωράφια, ἔδωσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς, κι ἀφοῦ φρόντισε γιὰ τὴν ὀρφανὴ μικρὴ ἀδελφή του ἀνεχώρησε καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ ἔζησε πολλὰ χρόνια, ὀγδονταπέντε καὶ πλέον. Ποιός μπορεῖ νὰ μιμηθῇ τὸ σκληρὸ ἀγῶνα του ἐκεῖ ἐναντίον τῶν δαιμόνων;
ΠΟΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΔΙΑΒΑΖΕ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ;
Στὴν Ἀλεξάνδρεια ὑπῆρχαν σοφοί, ποὺ διάβαζαν βιβλία πολλά. Αὐτοὶ ἄκουσαν τὴ φήμη του κι ἀποροῦσαν, πῶς ἕνας ἀγράμματος κατώρθωσε νὰ φτάσῃ σὲ τέτοια ἐπίπεδα. Πῆγαν λοιπὸν καὶ τὸν βρῆκαν στὴν ἔρημο. Τὸν ρωτᾶνε πειρακτικά· ―Διαβάζεις κανένα βιβλίο; ―Ἔχω ἕνα βιβλίο, ἀπήντησε, ποὺ ἐσεῖς δὲν τὸ ξέρετε. ―Ἐμεῖς στὴν Ἀλεξάνδρεια, τοῦ εἶπαν, ἔχουμε τὴν πιὸ σπουδαία βιβλιοθήκη τοῦ κόσμου, μὲ πλῆθος βιβλία. Ἐσὺ ἀγράμματος, καὶ ἐδῶ στὴν ἔρημο, τί βιβλίο ἔχεις; ―Τὸ βιβλίο ποὺ ἔχω καὶ διαβάζω ἔχει ἀμέτρητες σελίδες· χίλια χρόνια νὰ ζήσῃ κανείς, οὔτε τὴν ἀρχή του δὲν μαθαίνει. ―Μὰ μᾶς κοροϊδεύεις; Ποιό εἶνε ἐπὶ τέλους τὸ βιβλίο σου; Τότε ἐκεῖνος ἔδειξε τὰ δέντρα, τὰ φυτά, τὰ ζῷα, τὴ θάλασσα, τὰ ποτάμια, τὶς λίμνες, ὅ,τι ὡραῖο ἔχει ἡ γῆ· ἔδειξε καὶ τὸν ἀπέραντο οὐρανό, μὲ τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα. Αὐτὸ εἶνε, εἶπε, τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ εἶνε μπροστά μας. Εἶνε ὁ ἥλιος ποὺ μᾶς φωτίζει, μᾶς θερμαίνει, μᾶς ζωογονεῖ· τὸ πρῶτο βιβλίο τοῦ Θεοῦ.
Καὶ πράγματι μέχρι σήμερον ἡ ἐπιστήμη δὲν ἔχει πεῖ τὴν τελευταία λέξι διὰ τὸν ἥλιο. Πῶς καίει; Μιὰ ΔΕΗ στέλνει λίγο φῶς τὸ ὁποῖο πληρώνουμε. Ὁ ἥλιος δωρεάν! Ἑκατομμύρια, δισεκατομμύρια κιλοβάτ, ποὺ λένε οἱ ἐπιστήμονες ὅτι ὅλες οἱ ΔΕΗ τοῦ πλανήτου μας δὲν φτάνουν νὰ φωτίσουν τὴ γῆ οὔτε μιὰ ἡμέρα. Κύριε, δόξα σοι. «Μέγας εἶσαι, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου».
―Βιβλίον λοιπόν, λέγει, ὁ Μ. Ἀντώνιος εἶνε ὁ ἥλιος ποὺ μᾶς φωτίζει. «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…». Βιβλίο εἶνε ἡ σελήνη ποὺ στέλνει τὸ μελιχρό της φῶς, τὸ τόσο κατανυκτικό της φῶς, τὴ νύκτα. Βιβλίο εἶνε ἡ γῆ, ὁ πλανήτης τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε. Βιβλίον εἶνε ἡ θάλασσα, ἡ ἀπέραντος ἡ μεγάλη. Βιβλίον εἶνε οἱ ποταμοὶ καὶ οἱ θάλασσες. Βιβλίον εἶνε τὰ δένδρα, τὰ καρποφόρα δένδρα. Βιβλία εἶνε τὰ πουλιὰ ποὺ κελαϊδοῦνε μέσα στὰ πυκνὰ τὰ δάση. Βιβλίο εἶνε τὰ πάντα, ὅλα αὐτά, ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα.
Καὶ ἰσχύει αὐτὸ μέχρι σήμερον. Βιβλίον εἶνε ἡ φύσις. Λέγει κάποιος σοφός, ὁ ὁποῖος πολλὰ χρόνια μελετοῦσε τὴ μέλισσα καὶ ἔγραψε βιβλίον σπουδαῖον περὶ μελίσσης, μεταφρασμένο σὲ πολλὲς γλῶσσες· καὶ τί λέει; Τὸ μελετοῦσα· τὸ μόνο ποὺ μελετοῦσα, λέει. Ἀλλὰ καὶ ἐθαύμαζα, καὶ θαυμάζω καὶ ἀπορῶ μέχρι σήμερον, πῶς ἡ μέλισσα ῥουφάει τὴν γῦρι, ῥουφάει τὸν ἀνθό, τὸ χόρτο, καὶ τὸ κάνει μέλι. Πῶς; Μπρός ἀπαντῆστε! Θαυμάζουν μερικοὶ καὶ ἀποροῦν καὶ λένε· Μὰ πῶς εἶνε δυνατὸν τὸ ψωμὶ νὰ γίνῃ σῶμα Χριστοῦ; καὶ πῶς εἶνε δυνατὸν τὸ κρασὶ νὰ γίνῃ αἷμα Χριστοῦ; Μεταβολή γίνεται! Ἀλλὰ ὁ κόσμος εἶνε μεταστοιχείωσις, ὅπως λένε οἱ ἐπιστήμονες, εἶνε μιὰ σειρὰ μεταστοιχειώσεων. Ἐγὼ σᾶς ἐρωτῶ· Πῶς ἡ μέλισσα κατορθώνει καὶ τὸ κάνει τὸ χόρτο μέλι, γλυκύτατον μέλι; Πῶς ἀκόμα ἕνας μικρὸς σωληνίσκος, κοῖλος σωληνίσκος, εἶνε γεμᾶτος μέσα δηλητήριον (τὸ κεντρὶ τῆς μελίσσης); Ποὺ τὸ σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος· ὅταν κεντήσῃ ἡ μέλισσα, πεθαίνει. Δὲ᾿ ζῇ ἡ μέλισσα. Δίδαγμα, ὅτι κ᾿ ἐμεῖς τὸ κακὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνωμεν. Μέλισσα! Πῶς ἡ μέλισσα ἔμαθε, τὸ ἀκόμα σπουδαιότερον, σὲ ποιά σχολὴ ἢ πανεπιστήμιο ἐφοίτησε, ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ γεωμετρικὰ σχήματα νὰ ἐκλέξῃ τὸ ἑξάγωνον; διότι ἑξάγωνον κάνει μέσα στὴν κηρήθρα. Σοφία Θεοῦ. Μέσα στὴν κυψέλη εἶνε ἡ σοφία.
―Αὐτὰ εἶνε τὰ βίβλια, λέει ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ποὺ διαβάζω καὶ μελετῶ. Καὶ θαυμάζω καὶ λέγω καὶ ἐγώ· «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. 76,14-15).
Καὶ εἶχε δίκαιον, ὅτι πράγματι καὶ ἕνα λουλούδι ἀκόμα κ᾽ ἕνα μυρμήγκι καὶ μία μέλισσα κ᾽ ἕνα μόριον τῆς ὕλης, διδάσκει ὅτι ὑπάρχει Θεός. Τὸ βιβλίον αὐτὸ σήμερον εἶνε ἀμελέτητο. Ὅπως εἶπα καὶ ἄλλοτε, εἶνε ἀπορίας ἄξιο πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Διότι καὶ τὸ μικρότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ὁμιλεῖ διὰ τὸν Θεόν.
Τά ᾿χασαν αὐτοὶ καὶ ἔφυγαν ντροπιασμένοι.
ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ἡ φήμη τοῦ ἁγίου εἶχε φθάσει στὰ πέρατα τῆς γῆς· ἔφθασε καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι, μέχρι τὰ ἀνάκτορα ὅπου ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Τότε ὁ βασιλεὺς ἔγραψε μία ἐπιστολὴ στὸν ἅγιο ἀσκητὴ καὶ τὴν ἔστειλε στὸ ἀσκητήριό του, ἐκεῖ στὴν ἔρημο, μὲ βασιλικὸ ταχυδρόμο. Οἱ μοναχοὶ θαύμαζαν γιὰ τὴν τιμὴ πρὸς τὸν πνευματικό τους πατέρα, καὶ ἀνυπομονοῦσαν νὰ μάθουν τί λέει τὸ γράμμα. Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὅμως δὲν ἔδωσε σημασία· δὲν ἄνοιξε τὴν ἐπιστολή, ὅπως θὰ κάναμε ἐμεῖς.
Κάλεσε τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς εἶπε· Θαυμάζετε, διότι ἕνας αὐτοκράτορας μᾶς ἔστειλε ἐπιστολή; Ἐγὼ δὲν θαυμάζω αὐτό, θαυμάζω κάτι ἄλλο· ὅτι «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15), ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὅλοι μαζὶ οἱ ἄρχοντες τῆς γῆς εἶνε ἕνα πελώριο μηδενικό, μᾶς ἔστειλε γράμμα. Ποιό γράμμα; Τὴν ἁγία Γραφή. Ἔχουμε τὸ ἐνδιαφέρον νὰ διαβάζουμε την ἀγία Γραφή; Αὐτό εἶνε τὸ γράμμα τοῦ Θεοῦ. Σοῦ γράφει γράμμα ὁ Θεός. Καὶ ὅπως διαβάζεις μὲ ἐνδιαφέρον ὅ,τι σοῦ γράφουν τ᾽ ἀγαπημένα σου πρόσωπα, ἔτσι καὶ μὲ πολὺ μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον νὰ διαβάζῃς τὴν ἁγία Γραφή.
Ὡς στρατιωτικὸς ἱερεύς, πῆγα κάποτε σὲ ἕνα προκεχωρημένο φυλάκιο καὶ ἐκεῖ εἶδα ἀπὸ πίσω ―δὲ᾿ μὲ εἶχε ἀντιληφθῆ― ἕνα στρατιώτη ποὺ κάτι ἐδιάβαζε καὶ ἔκλαιγε· ἔκλαιγε! Τὸν ἐπλησίασα. Εἶχε λάβει γράμμα ἀπὸ τὴ μητέρα του, τὸ διάβαζε καὶ ἔκλαιγε. Ὅπως λοιπὸν αὐτὸς ὁ στρατιώτης, καὶ ὅπως ὅλοι ἡμεῖς, ὅταν λάβωμεν γράμμα ἀπὸ ἕνα πρόσωπο ἀγαπημένο, τὸ διαβάζομε καὶ τὸ ξαναδιαβάζουμε, κατὰ παρόμοιον τρόπον οἱ Χριστιανοί, λέγει ὁ Μέγας Ἀντώνιος, πρέπει νὰ διαβάζουμε τὴν ἁγίαν Γραφὴν καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε τὴν ἁγία Γραφή.
ΔΕΝ ΕΜΕΝΕ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
⃝ Ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Δὲν ἔμενε ὅμως στὴν ἔρημο πάντοτε. Ὅταν ἐπληροφορεῖτο ὅτι κάτω στὸν κόσμο γίνονται ταραχές, ὅτι λύκοι ἄγριοι, αἱρετικοί, κατασπαράζουν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, κατέβαινε καὶ ἐμφανιζόταν στὴν πόλι. Καὶ ἡ ζωντανὴ παρουσία, τὸ παράδειγμα καὶ τὰ λόγια του ἔλαμπαν σὰν ἥλιος. Ἀναφέρεται, ὅτι τὶς λίγες μέρες ποὺ ἔμενε στὴν Ἀλεξάνδρεια πίστευαν τόσοι ὅσοι δὲν πίστευαν ὅλο τὸν ἄλλο χρόνο μὲ τὰ κηρύγματα τῶν κηρύκων καὶ τῶν θεολόγων.
ΓΙΑΤΙ ΟΝΟΜΑΣΘΗΚΕ ΜΕΓΑΣ;
⃝Εἶχε φτάσει σὲ τέτοιο ὕψος ἀρετῆς, ὥστε ὁ μέγας Σισώης τὸν θαύμαζε καὶ ἔλεγε· Ἂν εἶχα ἕνα λογισμὸ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἔχει ὁ Ἀντώνιος, θὰ γινόμουν ὅλος πῦρ. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀντώνιος. Καὶ ἔφθασε σὲ ἡλικία 105 ἐτῶν. Πάλευε ἐπὶ 80 χρόνια καὶ νίκησε· νίκησε τὴ σάρκα μὲ τὴ νηστεία, τὸν διάβολο μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, καὶ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο μὲ τὴν ὅλη του πνευματικότητα. Γι᾽ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἱστορία ὠνομάστηκε μέγας.
Μέγας ὠνομάστηκε βέβαια καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών. Ἀλλὰ ἄλλο τὸ κατὰ κόσμον μεγαλεῖο καὶ ἄλλο τὸ κατὰ Θεόν. Μέγας ὁ Ἀλέξανδρος, διότι ἔφθασε μέχρι τὸ Γάγγη ποταμὸ καὶ ἵδρυσε τὴ μεγάλη ἐκείνη ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία. Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος, ἐνῷ νίκησε τοὺς ἄλλους, νικήθηκε φοβερὰ – ἀπὸ ποιόν; Ἀπ᾽ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ ἕνα πάθος. Λογομάχησε, καὶ πάνω στὸ θυμό του σκότωσε τὸν καλύτερό του φίλο, τὸν Κλεῖτο, ποὺ τοῦ εἶχε σώσει τὴ ζωὴ στὴ μάχη τοῦ Γρανικοῦ.
Ἂν μὲ ρωτήσετε, ποιός εἶνε ὁ χειρότερος ἐχθρός μας, θὰ σᾶς πῶ· ὁ ἑαυτός μας μὲ τὰ πάθη του. Δὲν ὑπάρχει χειρότερος. Αὐτὸς μᾶς κάνει τόσο κακὸ ὅσον κανείς ἄλλος. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν, ὅτι ἡ μεγαλυτέρα νίκη εἶνε τὸ «νικᾶν ἑαυτόν», νὰ νικάῃ κανεὶς τὸν ἑαυτό του.
Ο ΠΟΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
⃝ Ἀλλὰ ἡ ἁγιότης δὲν εὐδοκιμεῖ μόνο στὰ μοναστήρια· εὐδοκιμεῖ παντοῦ. Αὐτὸ μᾶς λέει ἕνα ἄλλο περιστατικό ἀπὸ τη ζωή τοῦ ἁγίου. Ὁ διάβολος πείραξε τὸν Μέγα Ἀντώνιο μὲ μία σκέψι ὑπερηφανείας.
―Ἀντώνιε, τοῦ εἶπε, τώρα πιὰ ἐσὺ δὲν εἶσαι ἄνθρωπος, εἶσαι ἄγγελος· δὲν ὑπάρχει ἄλλος πιὸ ἅγιος ἀπὸ σένα… Ἔδιωξε τὴν κακὴ σκέψι ὁ ἅγιος καὶ ἄκουσε μιὰ ἄλλη, θεία φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ· Ὄχι, Ἀντώνιε, μὴν τὸ πιστεύεις αὐτό· δὲν εἶσαι σὺ ὁ ἁγιώτερος, εἶνε κάποιος ἄλλος.
―Θέ᾿ς νὰ τὸν δῇς;
―Ναί, ἀπαντᾷ. Ἀλλὰ πῶς;
―Νὰ πᾷς, λέει, κάτω στὴν Ἀλεξάνδρεια (στὴ μεγάλη πόλι ποὺ ἦταν τρόπον τινὰ τὸ Παρίσι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, μιὰ πόλις Σόδομα καὶ Γόμορρα, διεφθαρμένη πόλις), καὶ ἐκεῖ θὰ βρῇς τὸν μεγαλύτερον ἅγιο.
Πάει λοιπὸν στὴν Ἀλεξάνδρεια. Περνάει ἀπὸ ἐδῶ, περνάει ἀπὸ ᾿κεῖ, περνάει ἀπὸ δρόμους, ἀπὸ πλατεῖες, ἀπὸ καταστήματα, ἀπὸ σχολεῖα, ἀπὸ ἀκαδημίας, ἀπὸ βιβλιοθήκας. Καὶ νά, φθάνει μπροστὰ σ᾿ ἕνα ὑπόγειο. «Σ᾿ αὐτὸ τὸ ὑπόγειο μέσα», τοῦ εἶπε ἄγγελος Κυρίου, «κατοικεῖ ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου». Προχώρησε, κατέβηκε κάτω καὶ τὸν εἶδε τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἦταν – τί ἦταν; Ἕνας τσαγκάρης.
―Ἐσύ, τὸν ἐρωτᾷ, τί κάνεις ἐδῶ πέρα; Πῶς περνᾷς τὶς ἡμέρες σου;
―Ἐγώ, λέει ἐκεῖνος, σηκώνομαι τὸ πρωῒ καὶ κάνω τὸ σταυρό μου. Μαζεύω τὴν οἰκογένειά μου, τὴ γυναῖκα μου, τὰ παιδιά μου, καὶ προσευχόμεθα μαζί. Διαβάζουμε τὴν ἁγία Γραφή. Καὶ μετὰ ἔρχομαι ἐδῶ στὸ τσαγκαράδικο καὶ δουλεύω, λέει. Καὶ τὰ μισὰ ποὺ κερδίζω τὰ δίνω στοὺς φτωχούς.
―Δὲν κάνεις τίποτ᾿ ἄλλο;
―Τίποτ᾿ ἄλλο, λέει.
Καὶ θαύμασε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὅτι τοιοῦτος ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἅγιος ὁ ἐπὶ τῆς γῆς.
Μπορεῖ νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος ἢ στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ κολαστῇς, ἐὰν δὲν προσέχῃς· καὶ μπορεῖ νὰ μείνῃς μέσ᾽ στὴν κοινωνία, νὰ ἀσκήσῃς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ ἁγιάσῃς.
Συνεπῶς μὴ προφασίζεσαι. Μπορεῖ νὰ ἔχῃς καὶ γυναῖκα καὶ παιδιὰ καὶ ἐπάγγελμα καὶ θέσι στὸ δημόσιο· μπορεῖ νὰ εἶσαι ἐργάτης ἢ ἀξιωματικὸς ἢ στρατιώτης· ὅπου καὶ νά ᾽σαι, ἀρκεῖ νὰ πιστεύῃς στὸ Θεό. Δὲν εἶνε ὁ τόπος ποὺ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο· ὁ τρόπος τὸν ἁγιάζει, καὶ ὀφείλουμε νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἁγιότητα.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΑΤΙΑ
Στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου στὴν Ἀλεξάνδρεια ζοῦσε ἕνας τυφλός· τυφλὸς ὅμως ὁ ὁποῖος ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω τὴν ἁγία Γραφή. καὶ Λεγόταν Δίδυμος. Τὸν συνήντησε λοιπὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ τοῦ λέει·
«Σὲ μακαρίζω Δίδυμε. Διότι μπορεῖ νὰ μὴν ἔχῃς σωματικὰ μάτια, ποὺ εἶνε κι αὐτὰ ἕνα θαῦμα, ἀλλ᾿ ἔχεις κάτι ἄλλο. Ὁ Σωκράτης ἐθαύμαζε καὶ ἔλεγε, ὅτι πείθεται ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ἀπὸ ἕνα μάτι. Τὸ μάτι εἶνε ἡ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Καὶ ὅπως δὲ᾿ μπορεῖς νὰ πῇς, ὅτι μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ εἶνε δημιούργημα τύχης, ―ποιός τολμάει νὰ τὸ πῇ αὐτό; τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή―, ὅπως λοιπὸν ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ εἶνε δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καὶ τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου εἶνε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Σὺ λοιπόν, λέει, δὲν ἔχεις μάτια σωματικά. Ἀλλὰ τὰ μάτια τὰ σωματικὰ τά ᾿χουν καὶ οἱ κατσαρίδες, τά ᾿χουν καὶ τὰ κουνούπια, τά᾿ χει καὶ ὁ λύκος, τά ᾿χει καὶ ἡ ἀλεποῦ, τά ᾿χει καὶ ὁ ἀετός, τά ᾿χει καὶ τὸ λιοντάρι, τά ᾿χουν ὅλοι αὐτὰ τὰ μάτια, λέει. Ἐσὺ ἔχεις ἄλλα μάτια, ποὺ βλέπεις τὸν οὐρανόν, βλέπεις τὸ Θεό. “Μακάροι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται” (Ματθ. 5,8). Σὲ μακαρίζω, λέει. Εἶνε σπάνια τέτοια μάτια».
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶνε τυφλοί. Μέσ᾿ στοὺς χίλιους πόσοι βλέπουν; Εἶδες τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Δέκα ἔκανε καλὰ ὁ Χριστός. Τίποτα! πήγανε στὸ σπιτάκι τους, στὴ γυναῖκα τους, στὰ παιδιά τους. Ἕνα εὐχαριστῶ δὲν εἴπανε. Καὶ σήμερα ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία εἶνε ὅτι δὲ᾿ λένε εὐχαριστῶ. Τὰ παιδιὰ τὰ σπουδάζεις, τ᾿ ἀναδεικνύεις, τά …, τά …, τά …, ἕνα εὐχαριστῶ δὲ᾿ σοῦ λένε. Μοῦ ᾿λεγε μιὰ μάνα ἀπὸ μακριά· «Ἄχ», λέει, «πόσο δυστυχὴς εἶμαι! Τὸ πᾶν», λέει, «ἔκανα. Δούλευα, ξενοδούλευα· τὰ παιδιὰ μὲ ἀφήκανε…». Τώρα εἶνε μέσα σ᾿ ἕνα γηροκομεῖο ἐγκατελειμμένη. Καὶ αὐτὴ ἡ μοναξιὰ εἶνε ὁ θάνατος τῶν γερόντων. Ἕνα εὐχαριστῶ δὲ᾿ λένε οἱ ἄνθρωποι. Ἀχάριστοι· τίποτα! Τοὺς διακρίνει ἀχαριστία, ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, ὅτι στοὺς ἐσχάτους χρόνους οἱ ἄνθρωποι θὰ εἶνε «ἀχάριστοι» (Β΄ Τιμ. 3,2). Μὴν περιμένεις τότε εὐχαριστῶ ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.
Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΦΑΡΜΑΚΟ ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΤΟΣ
Αὐτὰ εἶνε μερικὰ περιστατικά, ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίο. Αν θέλετε περισσότερα διαβάστε τὸν βίον του ἁγίου γιὰ νὰ θαυμάσετε. Ἔδρασε δὲ ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῶν ἀρειανῶν, τῶν ἀπίστων, καὶ τοὺς ἐπολεμοῦσε. Κυρίως ὅμως πολέμησε τὸν σατανᾶ στὴν ἔρημο. Καὶ ἔφτασε, παρακαλῶ, νὰ περάσῃ τὰ 100 χρόνια. Τί ἔτρωγε; Ἦτο νηστευτής, φοβερὸς νηστευτής. Ἐνήστευε, ἐνήστευε! Ἔτρωγε ἐλάχιστα καὶ ἔπινε ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ Νείλου ποταμοῦ. Καὶ ἔζησε, παρακαλῶ, πόσο; Ἔλα ἐσὺ μὲ τὰ μπιφτέκια σου, ἔλα ἐσὺ μὲ τὰ μπιφτέκια σου νὰ ζήσῃς τόσα χρόνια ποὺ ἔζησε ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ἔζησε 105 χρόνια!
Τὸν ἐπλησίασαν οἱ μαθηταί του καὶ τὸν γνώρισαν ἀπὸ κοντά. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὁ ἀββᾶς Σισώης, εἶπε· Ἂν εἶχα ἕνα λογισμὸ τοῦ Ἀντωνίου, «ἐγινόμην ὅλος πῦρ» (9· ΕΠΕ Φιλοκαλία 1,664). Θαυμάζω, λέει, τὸν Μέγαν Ἀντώνιον. Γιατί τὸν θαυμάζεις; Διότι, λέει, σκέπτεται τὸ Θεό· ἐνῷ ἐμεῖς τὸ Θεὸ δὲν τὸν σκεπτόμεθα, αὐτὸς τὸν σκέπτεται. Σηκώνεται τὰ μεσάνυχτα, κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἀναπέμπει δοξολογίες καὶ ὕμνους πρὸς τὸν ὑπεράγαθον Θεόν. Δός μου, λέει, Θεέ μου, ἕνα λογισμὸν ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἔχει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καὶ θὰ γίνω «ὅλος πῦρ». Διότι ἡ σκέψις εἶνε μεγάλο πρᾶγμα· ἀπὸ ᾿κεῖ ἀρχίζει τὸ κακόν, ἀλλ᾿ ἀπὸ ᾿κεῖ ἀρχίζει καὶ ἡ ἀρετή. Ἀπὸ ᾿κεῖ ἀρχίζουν αἱ ἁμαρτίαι, ἀλλ᾿ ἀπὸ ᾿κεῖ ἀρχίζουν καὶ τὰ Ἰμαλαΐα τῆς ἁγιότητος. Μὲ τὴν σκέψιν ὁ ἄνθρωπος ἐξαχρειοῦται, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν σκέψιν ἐξαϋλοῦται. Ὅπως μοῦ ᾿λεγε ὁ Μπαλογιάννης, ὁ καθηγητὴς ποὺ ὡμίλησε ἐδῶ πέρα, θαυμάσιος ἄνθρωπος, πιστὸς ἄνθρωπος, εὐκολώτερον μετρᾷς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, παρὰ νὰ μετρήσῃς τοὺς νευρῶνας, ἔτσι λέγονται, μικρὰ – μικρὰ σὰν τοὺς κόκκους εἶνε γεμᾶτος ὁ ἐγκέφαλος. Καὶ κάθε νευρώνας ἔχει μιὰ ὡρισμένην ἀποστολήν. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ὁ ἀββᾶς Σισώης ἐθαύμαζε τὸν Μέγαν Ἀντώνιον καὶ ἔλεγε, Δός μου, Θεέ μου, ἕνα λογισμὸν ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἔχει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καὶ θὰ γίνω «ὅλος πῦρ».
Καὶ ἔφτασε λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἀντώνιος στὰ βαθειά του γεράματα καὶ ἔγινε 105 ἐτῶν, ὅπως εἴπαμε. Σήμερα ἡ κοινωνία μας ἀποθνῄσκει, ἀποσυντίθεται. Διότι σήμερα πρόγραμμα ἔχουν τὸ «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). Ἀποθνῄσκομεν. Εἶνε ἐποχὴ τῆς καταναλώσεως. Εἶνε ἀποδεδειγμένο δέ, ὅτι ἡ νηστεία εἶνε φάρμακον, φάρμακον μακροβιότητος. Οἱ δὲ ἱατροί, ἐπιστήμονες μεγάλης ὁλκῆς, ἔχουν ἀποδείξει, ὅτι πολλὲς ἀσθένειες ποὺ λυμαίνονται τὴν ἀνθρωπότητα προέρχονται ἀπὸ τὴν κατάχρησι, ἀπὸ τὴν ἀσωτία, ἀπὸ τὴν κραιπάλην καὶ τὴν μέθην καὶ τὸν ἀλκοολισμὸν καὶ τὰ ναρκωτικά. Αὐτὰ συντέμνουν τὴν ζωήν. Πρὸ ἡμερῶν διάβαζα, ὅτι κάτω στὴν Κρήτη πέθανε ἕνας 125 χρονῶν! Νηστευτὴς ἤτανε· νήστευε ἐκεῖ πέρα στὰ βουνά, πάνω ψηλὰ στὸν Ψηλορείτη· ἐκεῖ ζοῦσε καὶ ἔφτασε τὰ 125 χρόνια. Λοιπὸν ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ἡ μακροβιότης.
Καὶ τώρα ἐμεῖς τί θὰ κάνουμε;
Μιὰ φορὰ ἤκουσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ τὸ ἐφήρμοσε. Ἐμεῖς τὰ ἀκοῦμε τὰ ἀκοῦμε τὰ ἀκοῦμε, καὶ δὲν τὰ πιστεύουμε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Λέγει ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς συμπληρώνοντας τὸν ἅγιον Ἀντώνιον· «Λέει ὁ Χριστός· “Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντά καὶ δὸς πτωχοῖς” (Ματθ. 19,21)…».
Ποιός τὸ κάνει σήμερα; Πήγαινε κάτω στὴν Ἀθήνα, νὰ πάρῃς τὸν τηλεβόα, νὰ πάρῃς τὸ ῥαδιόφωνο, ἐκεῖ πέρα τὴν τηλεόρασι, καὶ νὰ λὲς «Πώλησον…». Σοῦ ἀπαντοῦν· Ἡ Ἑλλὰς ἐπτώχυνε, μόλις καὶ μετὰ βίας στεκόμεθα, εἴμεθα στὰ πρόθυρα μιᾶς χρεωκοπίας, ποὺ θὰ καταντήσῃ τὸ χιλιάρικο πλατανόφυλλο· τὸ εἴδαμε αὐτὸ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες τῆς γερμανικῆς κατοχῆς λοιπόν… Καὶ ἔχει ἡ Ἑλλὰς τοὺς πλουσιωτέρους· μεταξὺ τῶν εἴκοσι – τριάντα ἀνθρώπων, ποὺ εἶνε πλουσιώτεροι στὸν κόσμο, οἱ περισσότεροι εἶνε Ἕλληνες. Ἀνεχώρησαν πάμπτωχοι ἀπὸ ἐδῶ. Ὁ Ὠνάσης ἔφυγε ἀπὸ Θεσσαλονίκη μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν λεμβούχων καὶ πῆγε στὴν Ἀμερικὴ ἐκεῖ πέρα καὶ ἔφτειαξε τεράστια περιουσία. Καὶ μόνον αὐτοὶ νὰ δώσουν («Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα…»), ἡ Ἑλλὰς θὰ ξοφλήσῃ τὰ χρέη της. Τίποτα! Δὲν τὰ πιστεύουν αὐτὰ τὰ πράγματα πλέον οἱ ἄνθρωποι.
Λοιπὸν λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Σοῦ λέγει νὰ πωλήσῃς τὰ ὑπάρχοντά σου “καὶ δὸς πτωχοῖς”, καὶ δὲν τὸ κάνεις. Ἔ, τότε ἀφοῦ δὲν τὸ κάνεις αὐτό, κάνε τὸ ἄλλο· μοίρασε τὰ μισά, δῶσε τὰ μισά. Οὔτε αὐτὸ τὸ κάνεις. Τότε νὰ δώσῃς τὸ ἓν δέκατο. Τίποτα!». Γίνεται ἔρανος· καὶ δὲν τὰ δίνουν οἱ ἄνθρωποι, τὰ σπαταλοῦμε ἀλλοῦ.
Δυνάμεθα λοιπὸν ἡμεῖς νὰ ζήσωμεν καὶ νὰ ἐφαρμόσωμεν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ μας, τὰ αἰώνια. Τὸ εἶπα, τὸ ἐπαναλαμβάνω, δὲν θὰ παύσω ἕως ὅτου εἶνε ἡ ἀναπνοή μου ―παρ᾿ ὅλη τὴν ἀτέλεια καὶ ἁμαρτωλότητά μου― νὰ λέγω καὶ νὰ τονίζω, καὶ γραπτῶς καὶ προφορκῶς, ὅτι· Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ εὐαγγέλια ἄλλα· οὔτε ἀπὸ τὸ Νίτσε, οὔτε ἀπὸ τὸ Λένιν, οὔτε ἀπὸ τὸ Μάρξ, οὔτε ἀπὸ οἱονδήποτε ἄλλον. Φτάνει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἀρκεῖ νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε.Ἐὰν δὲ τὸ ἐφαρμόσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ πτωχοί, ὁ πλανήτης μας θὰ μποροῦσε νὰ θρέψῃ τετραπλάσιο πληθυσμό. Ἐνῷ τώρα πεθαίνουν, πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα κάτω στὴν Σομαλία καὶ σὲ ἄλλα μέρη.
Ἂς ζήσωμεν λοιπὸν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Καὶ ἂς παρακαλέσωμεν τὸν Μέγαν Ἀντώνιον νὰ μᾶς ἀξιώνῃ νὰ ἑορτάζωμεν τὴν ἁγία του ἑορτή.
Ἂν θέλῃ ὁ Θεός, αὔριο πάλι ἐδῶ στὴν ἐκκλησία θὰ εἴμεθα. Ἑορτάζει ἕνας μαθητής του (=τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου). Καὶ ποιός ἦτο ὁ μαθητής του; Ἦταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Μέγα ἀνάστημα. Αὔριο, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, θὰ ὁμιλήσωμεν περὶ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Θέλω νὰ σᾶς δῶ ὅπως πάντοτε ἐδῶ πέρα.
Ταῦτα.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Σύνθεση δύο ομιλιών του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, Κυριακὴ στις 17.1.1982 & 17-1-1993.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.