«XΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» 1954 (ΘΑ ΠΕΣΗ)
Συντάκτης Αρχιμ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ
ΘΑ ΠΕΣΗ
Σύγχρονος εἰδωλολατρία
Ἐκήρυττε, ἀγαπητοί μας ἀναγνῶσται, ἐκήρυττε σφοδρῶς κατὰ τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας τῶν ἡμερῶν του ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἐκήρυττε κατὰ τῶν χορῶν, κατὰ τῶν ἱπποδρομιῶν, κατὰ τῶν αἰσχρῶν θεαμάτων. Ἀλλὰ ταύτα δὲν διεκόπτοντο. Ἐξηκολούθουν τὸ φθοροποιόν των ἔργον. Ὁ κόσμος συνέρρεε καὶ πάλιν εἰς τὰ ἱπποδρόμια καὶ τὰ θέατρα. Καὶ μέχρι τοῦ ναοῦ, ἔνθα ἐτελεῖτο ἡ ἱερὰ λειτουργία καὶ ἐγένετο τὸ κήρυγμα, ἔφθανον αἱ φωναὶ καὶ οἱ ἀλαλαγμοὶ τοῦ πλήθους ἐπιστρέφοντος ἀπὸ τὰς θεατρικὰς παραστάσεις καὶ τὰς ἐπιδείξεις τῶν ἵππων. «Τὶ κηρύττεις; Τὶ ματαιοπονεῖς; τοῦ ἐφώναζον οἱ πολλοί. Ἡ ἀνθρωπότης δὲν διορθώνεται». Ἀλλὰ ὁ Ἱ. Χρυσόστομος δὲν ἧτο ἀπὸ τοὺς χαρακτῆρες ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κάμπτονται εὐκόλως. Δὲν ἐπηρεάζετο ἀπὸ τὰς ἐπικρίσεις τῶν ψυχρῶν, τῶν ἀδιαφόρων, τῶν ἀπαισιοδόξων. Δὲν ἀπεγοητεύετο ἀπὸ τὰ δυσμενῆ σχόλια καὶ τὰ πενιχρᾶ τυχὸν ἀποτελέσματα τῶν ἱερῶν προσπαθειῶν του, ἀλλὰ μὲ ζῆλον ἀπαραμείωτον συνέχιζε τὰ πύρινα κηρύγματά του. «Ἀναμένοντες, ἀγαπητοί, τὴν διʼ ἑνὸς καὶ μόνον κηρύγματος ἀναμόρφωσιν τῆς ὅλης κοινωνίας, ἀποδεικνύεσθε ὅτι ἔχετε ἐσφαλμένην ἰδέαν περὶ τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἐπεκτάσεως τοῦ κακοῦ ἐν τῶ κόσμω, ἀπαντα ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος ὁ ἀθάνατος ρήτωρ τῆς Χριστιανοσύνης». Καὶ συνεχίζων τὴν ἱερὰν διδασκαλίαν του ἔλεγεν, ὅτι τὸ κακὸν ὁμοιάζει μὲ δένδρον ἄκαρπον, τὸ ὁποῖον ὅμως ἐπρόλαβε καὶ ἔρριψε ρίζας βαθείας. Τὸ δένδρον αὐτὸ δὲν πίπτει μὲ μίαν καὶ μόνον «τσεκουριὰν», μὲ ἕνα καὶ μόνον κτύπημα τοῦ ξυλοκόπου. Ὁ πέλεκυς πρέπει νὰ ὑψωθῆ κατʼ ἐπανάληψιν κατʼ αὐτοῦ καὶ τότε τὸ δένδρον θὰ πέση. Οὕτω καὶ τὸ κακόν. Διὰ νὰ συντριβῆ ἡ βασιλεῖα τοῦ Σατανᾶ δὲν ἀρκεῖ μίαν καὶ μόνον φορὰν νὰ κηρύξωμεν καὶ κατόπιν νὰ ἐφησυχάσωμεν νομίζοντες, ὅτι ἡ πλάνη ἐξηλείφθη, τὸ κακὸν ἐξοντώθη, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀρετὴ ἐθριάβευσαν. Ὄχι! Ἀλλὰ χρειάζεται συνεχές, ἀδιάλειπτον, σφοδρόν νʼ ἀκούεται τὸ κατὰ τοῦ ἠθικοῦ κακοῦ κήρυγμα. Διότι τὸ κήρυγμα, τὸ Ἀποστολικὸν κήρυγμα, εἶνε ὡς τὸ φλέγον πῦρ, ὡς ὁ πέλεκυς περὶ τοῦ ὁποίου ἐν τῶ 23ω καφαλαίω ὁμιλεῖ ὁ Προφήτης Ἰερεμίας λέγων: «Τὶ τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον; οὕτως οἱ λόγοι μου, λέγει ὁ Κύριος. Οὐκ ἰδοὺ οἱ λόγοι μου, ὥσπερ πῦρ φλέγον, λέγει Κύριος καὶ ὡς πέλυξ κόπτων πέτραν;».
* * *
Συμφώνως μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου δένδρον ξηρόν, ἄκαρπον εἶνε καὶ τὰ αἰσχρὰ κινηματογραφικὰ καλλιστεῖα τῶν ἡμερῶν μας. Δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν φωτεινὸν Οὐρανόν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν σκοτεινὸν Ἄδην. Δὲν τὸ ἐφύτευσαν ἄγγελοι, ἀλλὰ δαίμονες. Χεῖρες σαρκολατρῶν, χεῖρες Ἑβραίων καὶ μασόνων, χεῖρες ἀποστατῶν τῆς πίστεως καὶ τῆς ἠθικῆς, ὀργάνων τοῦ Ἑωσφόρου, νέων σταυρωτῶν τοῦ Ναζωραίου, αὐταὶ τὸ ἐφύτευσαν. Αἱ ρίζαι του ἀπλώνονται εἰς τὰ βορβορώδη ὑποστρώματα τῆς κοινωνίας τοῦ Χόλλυγουντ. Ποτίζεται δὲ καὶ τρέφεται ἀπὸ τὴν μωροφιλοδοξίαν μυριάδων γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι ἐλκύονται καὶ ἀπορροφῶνται ὑπʼ αὐτοῦ, καὶ ἐν τῶ σημεῖω τούτω τὰ καλλιστεῖα ὁμοιάζουν μὲ τὸ ἄγριον ἐκεῖνο δένδρον τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, περὶ τοῦ ὁποίου λέγεται, ὅτι οἱ κλάδοι του περιτυλίσσουν τὰ θύματα καὶ ἀπομυζοῦν τὸ αἷμα καὶ καταβροχθίζουν τὰς σάρκας τῶν ἐντόμων καὶ ζώων καὶ ἐπιφέρουν τὸν θάνατον καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀκόμη, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦντες τὰς καταστρεπτικὰς ἰδιότητες τοῦ δένδρου θὰ ἐζήτουν τὴν ἀνάπαυσιν κάτω ἀπὸ τὴν σκιάν του. Τοιοῦτον σαρκοβόρον δένδρον εἶνε καὶ τὰ αἰσχρὰ κινηματογραφικὰ καλλιστεῖα. Τρέφονται μὲ τὰς σάρκας δυστυχισμένων γυναικῶν. Δυστυχῶς τὸ σαρκοβόρον καὶ θανατηφόρον τοῦτο δένδρον μετεφυτεύθη καὶ εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος. Ἀνάξιοι Ἕλληνες ἕνεκεν αἰσχροῦ κέρδους ἐδέχθησαν νὰ γίνουν αἱ διαφημισταί του καὶ τὸ δένδρον τοῦτο τοῦ θανάτου νὰ τὸ παρουσιάζουν ὡς δένδρον μὲ εὐχύμους καὶ γλυκεῖς καρπούς. Καὶ αἱ νεώτεραι ἄφρονες Εὖαι αἱ ὑποψήφιοι μὶς πίπτουν θύματα τῆς ἀπάτης ὡς ἡ προμήτωρ Εὔα, δελεασθεῖσα ἀπὸ τὰς προτάσεις τοῦ Ὄφεως (Γεν. 3, 1-7).
Ἐναντίον τοῦ δένδρου τούτου ὑψῶθη ὁ πέλεκυς, ὁ αὐστηρὸς ἔλεγχος τοῦ κηρύγματος. Οἱ φίλοι ἀναγνῶσται γνωρίζουν, ὁτι ἡ «Σπίθα» μὲ συνεχῆ ἀρθρογραφίαν ἐκαυτηρίασε τᾶ καλλιστεῖα. Γνωρίζουν ὅτι καὶ ἰδιαίτερος Σύλλογος, ὁ «Μέγας Ἀθανάσιος» συνεστήθη διὰ τὸν σκοπὸν τῆς καταπολεμήσεως τοιούτων αἰσχρῶν θεαμάτων. Γνωρίζουν ἀκόμη τὰς προσπαθείας, τοὺς ἀγῶνας τῶν μελῶν τοῦ Συλλόγου τούτου, ἐκ τῶν ὁποίων οὐκ ὀλίγοι διὰ τὴν σφοδρότητα τῆς διαμαρτυρίας των ἐνεκλείθησαν εἰς τὰ ἀστυνομικὰ κρατητήρια καὶ ὠδηγήθησαν εἰς τὰς αἰθούσας τῶν δικαστηρίων.
Ἀλλʼ οἱ αἰωνίος συνετοὶ καὶ φρόνιμοι, οἱ μηδὲν πρὸς κατάπαυσιν τοῦ κακοῦ πράττοντες, ἀλλὰ ἐκ τῆς μακαρίας κλίνης των κρίνοντες καὶ κατακρίνοντες τὰς ἐνεργείας τῶν ἄλλων, αὐτοὶ θὰ μᾶς εἴπουν: «Ἐκηρύξατε. Ἐγράψατε. Διεμαρτυρήθητε ἐντόνως πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν. Τὶ κατωρθώσατε; Τὰ καλλιστεῖα τὰ ὁποῖα διωργάνωσεν ἀπογευματινὴ ἐφημερὶς τῶν Ἀθηνῶν ἔγιναν καὶ πάλιν μετὰ πάσης ἐπισημότητος. Δὲν ματαιοπονεῖτε λοιπόν; Δὲν δέρετε ἀέρα;».
Πρὸς τοὺς ἐπικριτάς μας ἀπαντῶντες λέγομεν: Κύριοι! Ἡμεῖς κατερχόμενοι εἰς τὸν κατὰ τῶν Καλλιστεῖων ἀγῶνα δὲν ὑποτιμήσαμεν ποσῶς τὴν δύναμιν, τὴν ἔκτασιν, τὸ βάθος τοῦ κακοῦ. Εἴμεθα ἐν γνώσει τῶν ἐμποδίων, τῶν ὁποίων μέγιστον εἶνε ἡ ἐκ μέρους ψευδαδέλφων καὶ ὡρισμένων θρησκευτικῶν κύκλων κατοσυκοφάντησις τοῦ ἱεροκήρυκος, τὸν ὁποῖον θέλουν νὰ παρουσιάσουν ὡς ἐκτὸς τοῦ χριστιανισμοῦ ζῶντα καὶ κινούμενον αὐτοί, οἱ ὁποῖοι πάντοτε, βλέπετε, ζοῦν καὶ κινοῦνται ἐντὸς τοῦ χριστιανισμοῦ! Ἀλλʼ ἡμεῖς δὲν ἀπεθαρρύνθημεν. Δὲν θεωροῦμεν ὅτι τὸ κακὸν εἶνε ἀκατάβλητον. Πιστεύομεν εἰς Ἐκεῖνον. Ὅστις εἴπεν˙ «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον συνάπεως, ἐρεῖτε τῶ ὄρει τούτω, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ καὶ μεταβήσεται καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν» (Ματθ. 17, 20). Καὶ μὲ τὴν πίστιν αὐτὴν ἡγείραμεν τὸν πέλεκυν καὶ ἠρχίσαμεν νὰ κτυπῶμεν τὸ σαπρὸν τῶν καλλιστείων δένδρον. Τὶς ἀμερόληπτος κριτής, ὅστις ἐξ ἀρχῆς παρηκολούθησε τὸν ἀγῶνα τοῦτον, δύναται νʼ ἀρνηθῆ ὅτι τὸ κακὸν τοῦτο δὲν ἐδέχθη πλήγματα πολλὰ καὶ σκληρά; Ἐν πρώτοις, ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀρθρογραφίας τῆς «Σπίθας» καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Συλλόγου ζωηρὰ συζήτησις προεκλήθη καθʼ ἅπασαν τὴν χώραν μας. Ζηλωταὶ ἱερεῖς καὶ ἱεροκήρυκες τῶν ἐπαρχιῶν ὕψωσαν τὴν φωνήν των. Ὁ λαός, ὁ εὐσεβὴς λαός διεφωτίσθη, ἀντελήφθη τὸν κίνδυνον, ἐγκατέλειψε τὴν χειμέρειον νάρκην καὶ ἐξηγέρθη διαμαρτυρόμενος. Δυσμενὴς ἀτμόσφαιρα ἤρχισε νὰ δημιουργῆται κατὰ τῶν καλλιστείων. Τὰ καλλιστεῖα ποὺ ἐγένοντο ἄλλοτε εἰς τὰς ἐπαρχιακὰς πόλεις ἐσταμάτησαν. Ἐφέτος οὐδεμία πόλις ἐξέλεξε «μίς». Ἔμεινε μόνον ἡ πρωτεύουσα ὡς τὸ τελευταῖον ὀχυρόν. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ αἱ νεάνιδες, αἱ ὁποῖαι ἐλάμβανον μέρος, ἀντιλαμβανόμεναι τὴν κατʼ αὐτῶν δυσφορίαν καὶ ἀγανάκτησιν τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ, δὲν ἐτόλμων πλέον νὰ ἐμφανισθοῦν μὲ τὰ ὀνοματεπώνυμά των, ἀλλὰ μὲ ποικίλα ψευδώνυμα ὅπως Γκρέτα, Γκύ, Ἄμνερις, Λένα, Βερόνικα, Φρύνη, Ντόρις, Λιάνα, Ντόζια, Ρίκα, Ντέπη, Τριφύλι… Μόνον τὸ ψευδώνυμον Ἀγκάθι ἔλειπεν! Δυστυχισμένα κορίτσια! Προδώσατε τὴν πίστιν σας, ἀπηρνήθητε τὰ χριστιανικὰ ὀνόματα διὰ μίαν μάταιαν δόξαν. Οἱ δὲ διοργανωταὶ τῶν ἐφετεινῶν καλλιστεῖων δὲν ἐτόλμων νὰ προαναγγείλουν, ὅπως ἄλλοτε, τὸν τόπον καὶ τὸν χρόνον τῶν προκριματικῶν δοκιμῶν καὶ ἐξετάσεων διὰ τὴν ἀνάδειξιν τῶν ἐπικρατεστέρων Καλλονῶν, ἀλλὰ μὲ φόβον πολὺν συνεκεντρώνοντο εἰς μέρη ἄγνωστα εἰς τὸ κοινόν, καὶ τὴν ἐπομένην ἀνήγγειλον τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐρευνῶν, τῶν νυκτερινῶν των ἐξετάσεων. Ἀκόμη δὲν ἐτόλμων νὰ κάμουν τὴν τελευταίαν τελετήν των εἰς τὰς αἰθούσας κεντρικῶν ξενοδοχείων τῶν Ἀθηνῶν, διότι ἐγνώριζον τὶ θὰ συνέβαινε, ἀλλὰ χάριν ἀσφαλείας ἐξῆλθον τῆς πρωτευούσης καὶ ἐζήτησαν ἄσυλον εἰς καμπαρὲ προαστείου κειμένου εἰς ἀπόστασιν 11 χιλιομέτρων, ἀπόστασιν, τὴν ὀποίαν δὲν ἧτο δυνατὸν ἐν νυκτεριναῖς ὥραις νὰ βαδίση πεζῆ ὁ πτωχὸς καὶ ἐργατικὸς λαὸς τῆς πρωτευούσης, ὁ στερούμενος ἰδιαιτέρων αὐτοκινήτων…
Καὶ ἐρωτῶμεν˙ Εἶνε μικρὰ τʼ ἀποτελέσματα ταῦτα τοῦ ἀγῶνος; Ἀλλʼ ἐκεῖνο ὅπερ ἐναργέστατα δεικνύει, ὅτι τὰ καλλιστεῖα ἔχασαν τὴν αἴγλην (!) καὶ καταρρέουν οἰκτρῶς, εἶνε οἱ ἀριθμοί. Τὸ πρῶτον ἔτος τῶν καλλιστεῖων, κατὰ τὸ ὁποίον ούδεὶς κατʼ αὐτῶν ἀγὼν εἶχεν ἀναληφθῆ, αἱ νεάνιδες, αἱ ὁποῖαι ἐξ ὅλης τῆς Ἑλλάδος ἔσπευσαν καὶ ἐδήλωσαν συμμετοχήν, ὡς ἀνέγραψεν Ἀθηναϊκὴ ἐφημερίς, ἀνῆλθον εἰς τὸν ἀριθμὸν 1369. Τὸ δεύτερον ἔτος, ὅτε ἤρχισεν ἔντονος ὁ ἀγών, αἱ ὑποψήφιαικατῆλθον εἰς τὸ 1/3. Ἐφέτος, τὸ τρίτον ἔτος, αἱ ὑποψήφιαι δὲν ἧσαν περισσότεραι ἀπὸ τὰς 6 δωδεκάδας. Καὶ ἐρωτῶμεν ἤδη: Πῶς ἐπῆλθεν ἡ πτώσις αὐτὴ τῶν ἀριθμῶν; Ἐὰν ἔλλειπε πᾶσα ἀντίδρασις ἐσιωπούσαμεν καὶ ἀφήνομεν ἀκαταδίωκτον τὸ κακόν, νὰ εἶσθε βέβαιοι, ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν ὑποψηφίων μὶς καὶ στὰρ ὄχι μόνον δὲν θὰ ἠλαττοῦτο, ἀλλὰ καὶ θὰ ηὐξάνετο κατʼ ἔτος καὶ ἡ ζωοπανήγυρις αὕτη θὰ ἐπλουτίζετο μὲ ποικιλίαν ζωντανῶν καὶ ὄχι μόνον ἡ πρωτεύουσα, ἀλλὰ καὶ ὅλαι αἱ ἐπαρχιακαὶ πόλεις καὶ ὄχι μόνον αἱ ἐπαρχιακαὶ πόλεις, ἀλλὰ καὶ τὸ μικρότερον χωρίον τῆς Πατρίδος παρουσία τοῦ προέδρου, τοῦ διδασκάλου καὶ τοῦ ἱερέως θὰ ἐξέλεγε τὴν μὶς τοῦ χωρίου…
Περιωρίσθη λοιπὸν ἐνετοπίσθη τὸ κακόν. Καὶ τὸ κακὸν τοῦτο τῶν καλλιστεῖων θὰ ἐξηλείφετο τελείως, ἐὰν τὸ Κράτος ἀπεφάσιζε νὰ θέση τέρμα εἰς τὴν ἀσχήμιαν αὐτήν.
* * *
Δυστυχῶς ἡ Κυβέρνησις παρὰ τὴν ὑπόσχεσιν, τὴν ὁποίαν ἔδωκεν εἰς Συνοδικὴν ἐπιτροπὴν ἀρχιερέων, ὅτι θὰ καταργήση τὰ Καλλιστεῖα, οὐδὲν ἔπραξεν. Ἡ δὲ ἐπίσημος Ἐκκλησία δὲν ἠθέλησε νὰ ὀρθώση τὸ ἀνάστημά της καὶ νὰ ἀξιώση τὴν παῦσιν τοῦ κακοῦ, φθάνουσα μέχρι ἀφορισμοῦ καὶ ἀναθέματος τῶν ὑπαιτῖων τοῦ κοινωνικοῦ τοῦτου σκανδάλου. Καὶ οὕτω τὰ Καλλιστεῖα ὡρίσθησαν νὰ γίνουν τὴν νύκτα τῆς 26 Ἰουνίου.
Ὁ Σύλλογος «Μ. Ἀθανάσιος» ἄν καὶ ἔβλεπε, καὶ ἐκ πολλῶν ἐνδείξεων καὶ ἀποδείξεων ἀκόμη ἐπείθετο πλέον, ὅτι τὰ καλλιστεῖα εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν προστασίαν ἰσχυροτάτων παραγόντων, ἀνωνύμων κινημ. ἐταιριῶν τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἐν τούτοις ἀπεφάσισεν, ἵνα καὶ πάλιν κατέλθη εἰς τὸν ἀγῶνα. Πρὸς τοῦτου διὰ πινακίδων καὶ φεϋ-βολὰν ἀνήγγειλε τὴν ἀπόφασίν του ταύτην. Ἰδοὺ τὶ εἰς πινακίδας ἔγραψε:
ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Εἰς τὸ Ἵδρυμα Συλλόγου τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (Μενάνδρου 4) τὸ Σάββατον 26 Ἰουνίου θὰ γίνη ΑΓΡΥΠΝΙΑ.
Ἡ ἀγρυπνία θὰ ἀρχίση εἰς τὰς 9 τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου καὶ θὰ τελειῶση τὰς πρωϊνὰς ὥρας τῆς Κυριακῆς. Κατὰ τὸ μεσονύκτιον θὰ ὁμιλήση ὁ ἱεροκήρυξ ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Ἀγρυπνία εἶνε μέσον θρησκευτικῆς καὶ ἠθικῆς καθάρσεως, μέσον ἀνατάσεως ψυχῶν. Εἶνε παράδοσις τῶν Πατέρων. Εἶνε ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μας˙ «Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε». Ἡ ἀγρυπνία αὕτη γίνεται ἐπʼ εὐκαιρία τῆς Νηστείας τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων. Γίνεται ἀκόμη ὡς μία Εἰρηνικὴ διαμαρτυρία τοῦ Χριστιανικοῦ λαοῦ τῆς Πρωτευούσης κατὰ τῆς αἰσχρᾶς ἐπιδείξεως-βραβεύσεως γυμνῶν σαρκῶν Ἑλληνίδων, ἥτις θὰ γίνη τὴν ἰδίαν νύκτα εἰς τὰ περιβόητα Καλλιστεῖα, τὰ ὁποῖα παρὰ τὰς ἀναφοράς, τὰ ψηφίσματα, τὰ τηλ.)τα, τὰ συλλαλητήρια τοῦ λαοῦ τῆς Πρωτευούσης καὶ ἐπαρχιῶν δυστυχῶς ἡ Κυβέρνησίς μας δὲν ἠθέλησε νὰ καταργήση. Ἄλλαι Κυβερνήσεις λαῶν ἔχαρακτήρισαν τὰ Καλλιστεῖα . ὡς δημόσιον σκάνδαλον, ὡς ἐπίσημον οἶκον σωματεμπορίας καὶ τὰ κατήργησαν πρὸ πολλοῦ. Χθὲς ἀκόμη μία χώρα τοῦ Βορρᾶ, ἡ Νορβηγία, ἔδωκε τὸ ὡραῖο παράδειγμα. 400.000 Νορβηγίδες ὕψωσαν λάβαρον καὶ ἠξίωσαν τὴν κάθαρσιν τῆς χώρας των ἀπὸ τὴν ἐπιδημίαν ταύτην τῆς αἰσχρότητος.
Καὶ ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες καὶ αἱ Ἑλληνίδες; Ἀλλοίμονον! Ἀξία θρήνων πολλῶν ἡ θρησκευτικὴ καὶ ἠθικὴ κατάστασίς μας. Ἀδελφοί! Καταρρέομεν. Τὸ Χόλλυγουντ κυριαρχεῖ, ἀνώνυμοι ἑταιρεῖαι ἐμπορίας λευκῆς σαρκὸς διατάσσουν τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἡ ΕΛΛΑΣ, ἡ ἔνδοξος Πατρίς μας, ὑπὲρ ἧς τὰ πάντα ὑπέστημεν, δὲν ἔχει τὴν φορὰν αὐτὴν τὴν δύναμιν νὰ εἴπη ἕνα ΟΧΙ εἰς τοὺς πράκτορας τῶν αἰσχρῶν κινηματογραφικῶν ἐπιχειρήσεων τοῦ Ἐξωτερικοῦ. Διʼ αὐτὸ κλαίομεν καὶ πενθοῦμεν καὶ ἀγωνιῶμεν. Διʼ αὐτὸ καὶ γίνεται ἡ ΑΓΡΥΠΝΙΑ.
Κατὰ τὴν ὁρισθεῖσαν ὥραν πλήθος λαοῦ συνέρρευσεν. Ἡ αἴθουσα τοῦ Συλλόγου ἐντὸς ὀλίγου ἧτο κατάμεστος. Δωδεκὰς κληρικῶν παρευρίσκετο. Περὶ τὸ μεσονύκτιον ὁ γράφων τὰς γραμμὰς ταύτας ὡμίλησε περὶ τῆς σημασίας, τὴν ὁποίαν ἔχει ἐν τῆ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία ἡ ἀγρυπνία καὶ τέλος προέτρεψε τὸν λαὸν εἰς ἀγῶνα. Οὐδένα, εἴπομεν, ἀπειλοῦμεν. Ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ μείνωμε ἀδρανεῖς. Ἡ γλῶσσα μας θὰ διαμαρτυρηθῆ, θὰ φωνάξη αἶσχος καὶ ἡ φωνή μας, φωνὴ ἐλέγχου, ἀλλὰ καὶ πόνου διὰ τὸν ἐξευτελισμὸν τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας, πρέπει νʼ ἀκουσθῆ ἕως Καλαμακίου. Καὶ ταῦτα εἴποντες ἐξήλθομεν τῆς αἰθούσης συνοδευόμενοι ὑπὸ κλήρου καὶ λαοῦ. Προσεπαθήσαμεν νὰ εὕρωμεν αὐτοκίνητον, ἱνα τ]ταχύτερον μεταβῶμεν εἰς Καλαμάκι καὶ εἰς τὴν συγκέντρωσιν ἐκείνην τῶν κυρίων καὶ κυριῶν καὶ δεσποινίδων ἀναγνώσωμεν καὶ ἀναπτύξωμεν τὴν κατὰ τῶν καλλιστείων ἐγκύκλιον τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Ἴσως τὴν τελευταίαν στιγμὴν τινὲς νὰ μετενόουν… Ἀλλὰ ἐστᾶθη ἀδύνατον νὰ εὕρωμεν μέσον μεταφορικόν. Ἰσχυρὰ δύναμις μυστικῆς Ἀστυνομίας μᾶς παρηκολούθει. Πᾶν αὐτοκίνητον, εἰς τὸ ὁποῖον εἰσερχόμεθα διὰ νὰ ἐκκινήσωμεν, ἔσπευσεν ἡ Ἀστυνομία καὶ διέτασσε νὰ μὴ κινηθῆ. Οἱ σωφὲρ φοβούμενοι τὰς συνεπείας ὑπήκουον εἰς τὰ ἀστυνομικὰ ὄργανα καὶ ὄχι εἰς ἠμᾶς οἱ ὁποῖοι τοῖς ἐτονίζομεν ὅτι οὐδὲν εἴχον νὰ φοβηθοῦν, διότι ἡ διαταγὴ ἧτο παράνομος, ἀντισυνταγματική. Δυστυχῶς οὐδὲν αὐτοκίνητον ἠδυνήθημεν νὰ κινήσωμεν. Τὰ καθήλωνεν ὅλα ἐπὶ τῆς ἀσφάλτου ἡ αὐστηρὰ διαταγὴ τῆς Ἀστυνομίας. Ὄχι! Αὐτοκίνητα εἰς τοὺς ἱερεῖς, ἀλλὰ εἰς ποίους καὶ ποίας; Ἀλλοίμονον! Τὴν ἰδίαν ὥραν, καθʼ ἥν ἡμεῖς, ἠμποδιζόμεθα, ἑκατοντάδες αὐτοκινήτων πολυτελεστάτων ἐκύλιον τοὺς τροχούς των καὶ μετέφερον τὰ εὐγενῆ φορτία, τοὺς κυρίους μὲ τὰ σμόκιν καὶ τὰς κυρίας μὲ τὰς ἐξώμους ἐνδυμασίας εἰς τὸ καμπαρὲ τοῦ Καλαμακίου, ἵνα προσφέρουν ἐκεῖ σπονδὴν εἰς τὸ εἴδωλον, τὸ γυμνὸν σῶμα, τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀαφροδίτης. Ἡμεῖς ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ ἐμποδισθῶμεν. Καὶ ἡμποδίσθημεν. Ἄχ! Πόσον ἐπεθύμησα τὴν ὥραν ἐκείνην νὰ εἴχον εἰς τὴν διάθεσίν μας μίαν ἀπὸ τὰς ἀποστραπτούσας ἐκείνας ἀρχιερατικὰς λιμουζίνας, αἱ ὁποῖαι συχνὰ σταθμεύουν εἰς τὴν ὁδὸ Φιλοθέης! Μὲ μίαν καὶ μόνον ἐξ αὐτῶν θὰ κατηρχόμεθα ἀστραπιαίως εἰς Καλαμάκι καὶ θὰ ἐπροφθάνομεν νὰ ἐλέγομεν 5 λόγια εἰς τὴν συγκέντρωσιν ἐκείνην. Οὐδεὶς θὰ ἠδύνατο νὰ μᾶς ἀνακόψη τὸν δρόμον. Ἀρχιερεῖς! Ὁποίαν δύναμιν ἔχετε καὶ δὲν θέλετε νὰ τὴν χρησιμοποιήσητε! Ἕνας ἀρχιερεὺς ἐμφανιζόμενος ἐν μέσω τῆς Ἀρζεντίνας, ὁποῖος φόβος τῶν δαιμόνων! Τὸ εἴδωλο θὰ συνετρίβετο. Ἀδυνατοῦντες νὰ μεταβῶμεν εἰς τὸν τόπον, ἔνθα ἐτελεῖτο ἡ εἰδωλολατρικὴ τελετή, ἡ λατρεία τῆς σαρκός, ἡ στέψις τῆς ἀναιδείας, ἀπεφασίσαμεν μετὰ τῶν ἄλλων κληρικῶν νὰ σχηματίσωμεν ἱερὰν λιτανεῖαν. Τὶ τὸ παράδοξον; «Ἐν παντὶ τόπω τῆς δεσποτείας αὐτοῦ εὐλόγει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον» δὲν λέγει τὸ Ψαλτήριον; Τὶ τὸ παράδοξον; Ἱερὰς λιτανείας, διὰ μέσου ὁδῶν καὶ πλατειῶν τῶν πόλεων διερχομένας, δὲν διενήργουν οἱ Ἱεροὶ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἐξαγνισμὸν δημοσίων ἁμαρτημάτων, πρὸς καταπολέμησιν εἰδωλολατρικῶν τελετῶν καὶ ἐπιδείξεων; Τούτους καὶ ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι καὶ μιμούμενοι ἐστάθημεν μετὰ τοῦ λαοῦ ἐν τῆ πλατεῖα τῆς Ὁμονοίας. Ἐφορέσαμεν ἐπιτραχήλιον. Ὑψώσαμεν τὸν Τίμιον Σταυρὸν καὶ οἱ διάκονοι ἐν μέσω κατανυκτικῆς ἀτμοσφαίρας τῆς νυκτὸς ἤρχισαν τὰς πρὸς τὸν Κύριον δεήσεις. Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν… Σειρὰ δεήσεων! Μεταξὺ τῶν δεήσεων ἀνεπέμφθη καὶ αὕτη:
«Ὑπὲρ καθάρσεως τῆς Ἑλληνικῆς Νεότητος
ἐκ τοῦ ἄγους τῶν γκαγκστερικῶν ταινιῶν
καὶ τῶν μιασμάτων τοῦ Χόλλυγουντ,
τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν».
Διότι χειρότερον λοιμοῦ, χολέρας, εἶνε ἡ ἐκ τούτων ψυχικὴ ἐπιδημία ἡ φθείρουσα τὰς ζωτικὰς δυνἀμεις τοῦ ἔθνους. Ἡ λιτανεία προχώρησε. Λαὸς καὶ κλῆρος, οἱ δύο μάρτυρες τῆς Ἱ. Ἀποκαλύψεως. Ποιμένες καὶ ποίμνιον ἡνωμένοι εἰς ἕν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Ἀλλʼ ἐνῶ ἐπροχωρούσαμεν συνέβη κάτι τὸ ἀπροσδόκητον, τὸ φοβερόν. Ἀστυνομικὰ ὄργανα ἐπέπεσον αἰφνιδίως κατὰ τῆς λιτανείας. Καὶ ὅπως οἱ λῦκοι δὲν τολμοῦν νὰ πλησιάσουν τὸ μέρος, ὅπου εἶνε οἱ ποιμένες, ἀλλὰ πλησιάζουν τὰ ἄκρα τῆς ποίμνης καὶ ἀπʼ ἐκεῖ ἁρπάζουν τʼ ἀπομεμακρυσμένα πρόβατα καὶ φεύγουν δρομαῖοι, οὕτω καὶ τὰ ἀστυνοιμκὰ ὄργανα, ἐν στολῆ πολιτικῆ, δὲν ἐτόλμων νὰ πλησιάσουν τὴν πρώτην γραμμήν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρισκόμεθα οἱ κληρικοί, ἀλλʼ ἐπλησίαζον τὰ ἄκρα τῆς λιτανείας καὶ ἐπετίθεντο κατὰ μεμονωμένον ἀδρῶν καὶ γυναικῶν καὶ διʼ ἀπειλῶν καὶ διὰ γρόνθων καὶ λακτισμάτων προσεπάθουν νὰ διεσκορπίσουν τὴν ποίμνην, νὰ διαλύσουν τὴν λιτανείαν ὡς παράνομων. Ἡ λιτανεία μας ἧτο παράνομος, ἡ παρὰ τὸ Καλαμάκι ὅμως κοσμικὴ συγκέντρωσις, τοῦτʼ αὐτὸ πομπὴ καὶ λιτανεία τοῦ Διαβόλου, ἧτο… νόμιμος καὶ διετέλει ὑπὸ τὴν προστασίαν ἰσχυροτάτης ἀστυνομ. δυνάμεως, ἀνδρῶν λιμενικοῦ σώματος καὶ τάγματος Χωροφυλακῆς. Παρὼν καὶ ὁ Πρεσβευτὴς τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν. Ἀλλὰ παρὼν καὶ ὁ ἀξιότιμος Πρόεδρος τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων.* Ἀλλὰ παρόντες καὶ αὐλικὰ πρόσωπα καὶ κύριοι καὶ κυρίαι τῆς ἀριστοκρατίας τῶν Ἀθηνῶν.
Ἀλλʼ ἐνῶ ἡ ἐν Καλαμακίω ἀριστοκρατικὴ συγκέντρωσις ἀπελάμβανε τὸ θέαμα τοῦ γυμνοῦ καὶ ἐχειροκρότει τὰς καλλονάς, ἕνα λεωφορεῖον πλῆρες ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν μελῶν τοῦ Μ. Ἀθανασίου διέλαθε τὴν προσοχὴν τῆς ἀστυνομίας, ἔφθασε πρὸ τῆς «Ἀρζεντίνας» ἐσταμάτησε καὶ ἄπαντες οἱ ἐν τῶ λεοφωρείω ἧραν φωνὴν μεγάλην: «Αἶσχος! Σωματεμπορία! Αἶσχος».
Ὑπερβολικὴ σᾶς φαίνεται ἡ φωνὴ αὕτη τῆς ἀποδοκιμασίας τοῦ λαοῦ; Ἀλλὰ σκεφθῆτε ἐπʼ ὀλίγον. Ἐὰν δὲν ἐξετίθεντο γυμνὰ τὰ κορμιὰ τῶν 11 δυστυχισμένων Ἑλληνίδων, ποῖος παρακαλῶ θὰ μετέβαινεν ἐκεῖ; Τὸ γυμνὸν καὶ μόνον αὐτὸ ἠλέκτριζε τοὺς κυρίους τῆς κοσμικῆς συγκεντρώσεως. Διὰ νὰ ἀπολαύσουν τὸ αἰσχρὸν θέαμα ἐπλήρωσαν εἰσητήριον 300 δραχμῶν, καὶ μετὰ τῶν λοιπῶν ἐξόδων τὸ ποσὸν ἀνῆλθε εἰς 700 δραχμάς, ὅσας λαμβάνει μηνιαίως πτωχὴ χήρα ἐργάτρια τοῦ Περιστερίου καὶ τῆς Νέας Ἰωνίας. Ποῖος κάμνει τώρα τοὺς ἀναρχικούς, τοὺς κλέπτας καὶ τοὺς ληστὰς τῶν πόλεων; Αὐτὰ τὰ αἰσχρὰ τὰ σκανδαλιστικὰ θεάματα, διὰ τὰ ὁποῖα ἡ ἄρχουσα οἰκονομικῶς τάξις δαπανᾶ διʼ ὀλίγας ὥρας ἡδονῆς ἑκατομμύρια. Ἐν καιρῶ δυστυχίας τοῦ λαοῦ μας, ἐν καιρῶ νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καθʼ ἥν ἀπαγορεέυεται ἡ κρεωφαγία, αὐτοὶ οἱ κύριοι ἔφαγαν μὲ τοὺς ὀφθαλμούς των κρέατα γυναικῶν. Διʼ αὐτὰ μετέβησαν. Καὶ διʼ αὐτὸ ἔξωθι τοῦ καμπαρὲ ἡ Ἀγορανομία θὰ ἔπρεπε νὰ κρεμάση τὴν ἐξὴς πινακίδα:
«Ἐδώ πωλεῖται κρέας Ἑλληνίδων ἀντὶ 1000 δραχμῶν ἠ ὀκᾶ». Καὶ ἀληθῶς! Ἐὰν ἐζυγίζοντο τὰ κρέατα τῶν 11 ὑποψηφίων καὶ ὁ ἀριθμός, ὅστις θὰ ἐδείκνυε τὸ συνολικὸ βάρος των, ἐγένετο ὁ διαιρέτης τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ παριστῶντος τὸ σύνολον τῶν ἐξόδων τῆς αἰσχρᾶς παραστάσεως, θὰ ἐβλέπετε ὅτι ἡ τιμὴ ἑκάστης ὀκάδος γυναικείας σαρκὸς θὰ ἧτο ἀκόμη ἀκριβοτέρα τῶν 1000. Καὶ ἐρωτῶμεν: Ποῖοι τὰ εἰσέπραξαν; Καὶ οἱ εἰσπράξαντες τὰ αἰσχρὰ κέρδη δὲν πρέπει νὰ καλοῦνται σωματέμποροι;
Ἐμπορία τῆς σαρκὸς ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, ἰδοὺ τὶ εἶνε τὰ περίφημα κινηματογραφικὰ καλλιστεῖα. Διʼ αὐτὸ καὶ οἱ εἰς τὸ καμπαρὲ χρεμετίζοντες καὶ φωνάζοντες: Εὖγε εἰς τὰς καλλονάς, εὖγε εἰς τὰς ἀναιδεστάτας κόρας ῆσαν οἱ ἐκλεκτοὶ προστατευόμενοι, οἱ δὲ τολμῶντες νὰ φωνάξουν˙ αἶσχος διὰ τὴν Ἑλλάδα ἡ σωματεμπορία αὕτη, εὑρίσκοντο ἀμέσως ὑπὸ τὰ λακτίσματα καὶ τοὺς γρόνθους τῶν γενναίων ὑπερασπιστῶν τοῦ καμπαρέ, ὅπερ μετεβλήθη εἰς φρούριον Ντιὲν-Μπιὲν-Φοῦ. Οὐδέποτε ὡς Ἕλληνες ἐφανταζόμεθα ὅτι θὰ ἔλθη ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ἀστυνομία τῆς Πατρίδος, ἡ κατὰ τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς Νόμους ἄγρυπνος φύλαξ τῆς οἰκογενειακῆς τιμῆς καὶ ἀξιοπρεπείας τοῦ ἔθνους, θὰ ἐξηυτελίζετο μέχρι τοιούτου σημείου, ὥστε νὰ φυλάττη τὰ γυμνὰ κρέατα τῶν δαμάλεων καὶ ἀγελάδων Βασάν, τὰ ὁποῖα ἐξέθεσαν εἰς κοινὴν θέαν οἱ κινηματογραφικαὶ ἑταιρεῖαι Οὐνίβερσαλ καὶ ἡ ἑταιρία μαγιῶ Καταλίνα. Ἀστυνομία τῆς ἐνδόξου πατρίδος μας ποῦ κατήντησες; Ποῦ σὲ κατήντησαν; Νὰ γίνης ὑπηρέτης τοιούτων ἑταιρειῶν.
Ὁ ἀξιότιμος κ. Ὑφυπουργὸς τῆς Δημ. Τάξεως, ὅστις ἔχει καὶ τὴν εὐθύνην τοῦ ἐξευτελισμοῦ τοῦ Ἀστυνομικοῦ Σώματος πανστρατιᾶ ἐκστρατεύσαντος εἰς Καλαμάκι ἄς ἀναγνώση τὸ καυστικώτερον σχόλιον τῆς Ἀθηναϊκῆς ἐφημερίδος «Ἐστίας» ὅπερ ἐδημοσιεύθη εἰς τὸ φύλλον τῆς 29 Ἰουνίου.
Τὴν ἰδίαν νύκτα τῶν θλιβερῶν ἐπεισοδίων ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔλαβον μέρος εἰς τὴν ἀγρυπνίαν καὶ λιτανείαν, ἀπεστάλη εἰς τὴν Κυβέρνησιν τὸ ἐξῆς τηλεγράφημα:
«Ὡ κληρικοὶ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καταγγέλομεν ὑμῖν πρωτοφανὲς σκάνδαλον. Ἀστυνομία πρωτευούσης ἀντισυνταγματικῶς ἐνεργοῦσα διὰ βαναύσου συμπεριφορὰς πρὸς τὸ ράσον κατέστησεν ἀδύνατον τὴν κίνησην ἡμῶν διατάσσουσα ἅπαντα τὰ αὐτοκίνητα, ὅπως μὴ δεχθοῦν ἡμᾶς μεταβαίνοντας πρὸς ἐκτέλεσιν ἱεροῦ πρὸς τὴν πατρίδα καθήκοντος διαλύσεως φωλεῶν ἀποσυνθέσεως τοῦ Ἔθνους. Διωγμὸς ἱερέων ὡς κυνῶνἐν μέσαις Ἀθήναις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀπόλυτον ἐλευθερίαν κινήσεως καὶ σκανδαλωδεστάτην προστασίαν διοργανωτῶν αἰσχρῶν καλλιστείων, καταδικασθέντων ὑπὸ ἀδιαφθόρου συνειδήσεως τοῦ Ἔθνους καὶ ὑπὸ τῆς φωνῆς τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ἀνεξίτηλον στῖγμα διὰ τὸν πολιτισμὸν τῆς Πατρίδος καὶ ἐξοργιστικὴν πρόκλησιν τῶν ἱερῶν αἰσθημάτων τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὅστις διʼ ἀνατριχιαστικῶν βλασφημιῶν καὶ διὰ λακτισμάτων ἀπεμακρύνετο βιαίως ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς ποιμένας».
Ἐπιτροπὴ Κληρικῶν
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, Παῦλος Νικηταρὰς, Χρυσόστομος Μουστάκας, Εὐστάθιος Μεταλληνός, Δημήτριος Παπαντώνης, Ἱεροδιάκονος Δωρόθεος Γαρνέλης καὶ Διονύσιος Πετράκης.
Ἀγαπητοί! Ὡς εἴδετε τὰ καλλιστεῖα ἐδέχθησαν πολλὰ καὶ σκληρὰ πλήγματα. Θὰ δεχθοῦν ἀκόμη περισσότερα καὶ σφοδρότερα. Καὶ τὸ δένδρον τούτο τὸ σαπρὸν θὰ πέση.
Ναί! Θὰ πέση! Παρʼ ὅλας τὰς εἰρωνείας, τοὺς χλευασμούς, τοὺς μυκτηρισμούς, τὰς δεινὰς δυσφημίσεις καὶ συκοφαντίας, τὰς ὁποίας ἐξαπέλυσαν καθʼ ἡμῶν οἱ ὀπαδοὶ καὶ οἱ πράκτορες οἰκονομικῶν καὶ δημοσιογραφικῶν καὶ θρησκευτικῶν συγκροτημάτων τῆς χώρας μας, ἡμεῖς ἔχομεν πείσει τὴν ψυχήν μας νὰ μὴ παύσωμεν, ἀλλὰ νὰ συνεχίσωμεν τὴν μάχην κατὰ τῶν αἰσχρῶν Καλλιστεῖων, τοῦ Καρναβάλου καὶ πᾶσης ἄλλης εἰδωλολατρικῆς ἐκδηλώσεως τῶν ἡμερῶν μας.
Καὶ ἡ μάχη αὐτὴ θὰ εἶνε ΜΑΧΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ. Μᾶς ἐνισχύει εἰς τὴν ἀπόφασίν μας ταύτην ἡ ἠθικὴ συμπαράστασις χιλιάδων πατριωτῶν Ἑλλήνων πρωτευούσης καὶ ἐπαρχιῶν, οἱ ὁποῖοι καὶ διʼ ἐπιστολῶν καὶ τηλεγραφημάτων καὶ δημοσιευμάτων εἰς τοπικὰς ἐφημερίδας καὶ διὰ ψηφισμάτων Συλλόγων ὡς τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἑταιρείας Θεολόγων εὑρισκόμενης ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Διευθυντοῦ τῆς «Ἐνορίας» ἐγκρίτου θεολόγου κ. Ἀνδρ. Κεραμιδά, ἐκεδήλωσαν τὴν θλίψιν, τὴν ἀγανάκτησίν των κατὰ τῶν συκοφαντῶν, οἱ ὁποῖοι διʼ ὅσων εἰς τὴν πρωτεύουσαν καὶ τὰς ἐπαρχίας διασπείρουν, μοναδικὸν σκοπὸν ἔχουν ἕνα καὶ μόνον˙ νὰ θέσουν φίμωτρον καὶ χειροπέδας, νὰ δεσμεύσουν γλῶσσαν καὶ γραφίδα καὶ νὰ ἐξαναγκάσουν ἡμᾶς εἰς ἐγκατάλειψιν τοῦ ἀγῶνος. Ἀλλὰ ζῆ Κύριος Παντοκράτωρ. Πόσον ἀπατῶνται! Ἡμεῖς εἴμεθα ἀποφασισμένοι νὰ σηκώσωμεν καὶ τὸν Σταυρὸν αὐτόν, νὰ ἴδωμεν δηλαδή, τὸ ὄνομα σας διαβαλλόμενον ὡς πονηρόν, νὰ χλευασθῶμεν, νὰ ἀτιμασθῶμεν δημοσία, νὰ φορέσωμεν τὴν κοκκίνην χλαμύδα τοῦ Ἰησοῦ, παρὰ φοβούμενοι τὴν ἀπώλειαν τῆς τιμῆς τοῦ ὀνόματός μας νὰ ὑποστείλωμεν τὴν σημαίαν τοῦ ἀγῶνος.
… Μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὰς πρεσβείας τῆς Πανάγνου Μητρὸς αεἰπαρθένου Μαρίας, τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς ἀμωμήτου πίστεως καὶ ἰδίως τοῦ Μ. Ἀθανασίου τοῦ προστάτου τοῦ ὁμωνύμου Συλλόγου, μίαν ἡμέραν αἱ συκοφαντίαι θὰ διαλυθοῦν, ὁ ἥλιος θὰ λάμψη, ἡ ἀλήθεια θὰ ἐπικρατήση, ἡ Ἑλλὰς θὰ παύση νὰ σατανοκρατῆται, ὡς ἐν Καλαμακίω τὴν νύκτα τῆς 26 Ἰουνίου 1954, καὶ ἐκουσίως ὑποτασσόμενη εἰς τὸν ΒΑΣΙΛΕΑ ΧΡΙΣΤΟΝ θὰ ὑμνῆ, Τοῦτον ὡς ΣΩΤΗΡΑ εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.
*Καὶ ἐνῶ ὁ Πρόεδρος τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων κ. Ροδόπουλος δὲν ἠσχύνθη΄νὰ λάβη μέρος εἰς τὴν αἰσχρὰν τελετὴν τῶν καλλιστείων, εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς Βουλῆς τῆς Ἰταλίας ὁ βουλευτῆς κ. Καρολέο εἶχε τὸ θάρρος νὰ ὁμιλήση ἐπὶ ὥραν κατὰ τῶν καλλιστείων καὶ νὰ ζητἠση ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν τὴν κατάρσιν αὐτῶν. Εἰς τὴν πρότασίν του ὁ Ἰταλὸς βουλευτὴς ἐτόνισε ὅτι «οἱ ἐν λόγω διαγωνισμοὶ ἀποτελοῦν ἐπιδείξεις ματαιότητος καὶ ἀνοησίας, αἱ ὁποῖαι προσβάλλουν τὰ δημόσια ἤθη, παρασύρουν τὴν νεότητα ἀπὸ τοὺς ὑγιεῖς κανόνας τῆς ζωῆς μὲ τὴν λάμψιν τοῦ εὐκόλου κέρδους καὶ τῆς θορυβώδους διαφημίσεως καὶ αὐξάνουν τὴν κατάπτωσιν, ἡ ὁποία παρατηρεῖται ἀπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ κινηματογράφου καὶ τὴν τυμπανοκρουσίαν τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς τῶν κινηματογραφικῶν ἀστέρων. Τέλος ὁ κ. Καρολέο ἐτόνισε ὅτι αἱ ἐπιδείξεις αὐταὶ προσβάλλουν τὴν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἔθνους καὶ τὴν αὐστηρὰν πατροπαράδοτον ἀτμόσφαιραν τῆς χώρας». Ταῦτα ἐλέχθησαν παρρησία εἰς τὴν Βουλὴν τῶν Ἰταλῶν. Εἰς δὲ τὴν Βουλὴν τῶν Ἑλλήνων]δὲν θὰ εὑρεθῆ ἐπὶ τέλους ἕνας βουλευτὴς ἐξ ἐκείνων οἱ ὀποῖοι λέγουν καὶ καυχῶνται ὅτι ἔχουν σχέσεις μὲ χριστιανικὰς κινήσεις τῆς Πατρίδος, διὰ νὰ ὑποβάλη παρομοίαν πρότασιν; Ἤ μήπως φοβοῦνται τὴν συνοφρύωσιν τοῦ Διός, φίλου καὶ προστάτου τῶν Καλλιστείων; Ὁ νοῶν νοείτω.
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ», ΕΤΟΣ Ι΄ ΚΟΖΑΝΗ – ΙΟΥΛΙΟΣ 1954, αριθμος φύλλου 160
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.