ΑΛΗΘΙΝΗ ΚΑΙ ΨΕΥΤΙΚΗ ΧΑΡΑ
ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΥ
__________
_______
ΤΡΙΩΔΙΟ
ΑΛΗΘΙΝΗ ΚΑΙ ΨΕΥΤΙΚΗ ΧΑΡΑ
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Λεγόμαστε, ἀγαπητοί μου, Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι. Ὁ μεγάλος αὐτὸς τίτλος ἐπιβεβαιώνεται ἆραγε ἀπὸ τὴ ζωή μας, ἢ μένει μόνο ἕνας τύπος γραμμένος στὴν ταυτότητα;
Ἐνῷ ὁ Θεὸς μᾶς θέλει ἀγγέλους, τὰ ἔργα μας μαρτυροῦν ὅτι οὔτε Χριστιανοὶ οὔτε κἂν ἄνθρωποι λογικοὶ εἴμαστε. Κατεβήκαμε ἀκόμη πιὸ κάτω· σ᾽ ἐμᾶς ἁρμόζει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Δαυΐδ, «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Γίναμε σὰν τὰ ζῷα καὶ χειρότερα. Αὐτὸ δείχνουν τὰ ὅσα λέγονται καὶ γίνονται, ἰδίως τὶς ἡμέρες αὐτές.
Οἱ πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Τριῳδίου εἶνε περίοδος προκαθάρσεως, ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· «Δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 6,20). Μὲ τὸ κορμί σου καὶ μὲ τὴν ψυχή σου νὰ δοξάσῃς τὸ Θεό. Ἐμεῖς μ᾽ αὐτὰ ποὺ κάνουμε τὸν δοξάζουμε; Ἐνῷ οἱ ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἔχουν ὁρισθῆ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ἀπὸ τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς Συνόδους, νὰ εἶνε ἡμέρες καθαριότητος, τώρα ὁ διάβολος μὲ τὸ φτυάρι κοπρίζει τὴ ζωή μας. Οἱ μέρες αὐτὲς κατήντησαν μέρες ἀκαθαρσίας.
Ἀλλ᾽ ἀκούω ἀντίρρησι· ―Τί θέλεις; νὰ μᾶς κάνῃς καλογέρους, νὰ κρατᾶμε κομποσχοίνια καὶ νὰ λέμε γονατιστοὶ ὅλη νύχτα «Πάτερ ἡμῶν»; Ἄφησέ μας, Χριστιανέ μου· ἄσε τὸν κόσμο στὰ βάσανά του, ἄσ᾽ τον λίγο νὰ ξεσκάσῃ. Ἐμεῖς θέλουμε χαρά… Τί ν᾽ ἀπαντήσουμε;
* * *
Μᾶς παρεξηγεῖτε, κύριοι. Δὲν εἴμαστε ἐναντίον τῆς χαρᾶς. Ἡ θρησκεία μας εἶνε θρησκεία χαρᾶς. Ὁ ἄγγελος στοὺς ποιμένες τὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως εἶπε· «Ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ» (Λουκ. 2,10). Σᾶς φέρνω ἀπ᾽ τὰ οὐράνια χαρὰ μεγάλη. Καὶ ἡ λέξις εὐαγγέλιον τί θὰ πῇ· «εὐχάριστο μήνυμα». Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καὶ φυλακισμένοι ἀκόμη στοὺς Φιλίππους, «ὑμνοῦσαν τὸ Θεό, καὶ τοὺς ἄκουγαν οἱ κρατούμενοι» (Πράξ. 16,25). Κι ὅταν ὁ Νέρων ἔκλεισε τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὰ μπουντρούμια τῆς ῾Ρώμης κ᾽ ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἐκτελέσουν, ἔγραφε· «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Γεμᾶτος χαρὰ ἦταν.
Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐθυμία εἶνε θεῖο στοιχεῖο τῆς ζωῆς, δῶρο Θεοῦ. Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε γιὰ τὴ χαρὰ εἶνε ὅτι, ὅταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ποῦ τὸν ἔβαλε; στὸν παράδεισο.
Ἁμάρτησε βέβαια ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐξωρίσθηκε ἐδῶ στὴ γῆ, κι ἀπὸ τότε δοκιμάζει θλίψεις καὶ πόνους. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ἡ χαρὰ δὲν ἔλειψε ἐντελῶς. Ἐὰν ὑπῆρχε ἕνα χαρόμετρο καὶ μετροῦσε τὴ χαρά, πρὸ τῆς ἁμαρτίας θὰ ἔδειχνε στὸν παράδεισο τὸ βαθμὸ 1000. Μετὰ τὴν ἁμαρτία τὸ χαρόμετρο ἔπεσε· πῆγε 900, 800, 500, 400, …50. Ἔμεινε πάντως ἕνα ποσοστὸ χαρᾶς στὸν κόσμο. Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἔμενε.
Ὅσο οἱ ἐπιστῆμες προχωροῦν, ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτὴ ἡ γῆ εἶνε ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο. Θὰ φτάσουν στὰ ἄστρα, θὰ πᾶνε στὸν Ἄρη, δὲ θὰ βροῦνε ἄνθρωπο. Ἐδῶ εἶνε ἡ κατοικία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸν ἀέρα καὶ τὸ νερό, μὲ τὰ δέντρα καὶ τὰ φυτά, μὲ τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιά, μὲ τὰ πολύτιμα μέταλλα καὶ ὀρυκτά. Εἶνε ἕνας μικρὸς παράδεισος. Ἄνθρωπε ἀχάριστε, δὲν χάθηκε τελείως ὁ παράδεισος, μέσ᾽ στὸν παράδεισο τῶν ἀστέρων εἶσαι. Ἡ σελήνη εἶνε σὰν τόπος ἐξορίας. Ἐδῶ στὴ γῆ ὑπάρχουν χαρές, πολλὲς χαρές. Νὰ μετρήσω; Ὁρίστε.
⃝ Πρώτη χαρὰ ἡ φύσις. Τώρα ποὺ ἀνθίζουν οἱ ἀμυγδαλιές, τὴν ἄνοιξι ποὺ ἔρχονται τὰ χελιδόνια, μὴ μαντρίζεστε στὰ μαντριὰ τοῦ διαβόλου. Πάρε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου καὶ βγὲς ἔξω· ἀνέβα σὲ κορυφές, δὲς τὶς λίμνες καὶ τὰ ποτάμια. Ὅπου γυρίσῃς, ἂν ἔχῃς εὐαισθησία, θὰ γονατίσῃς καὶ θὰ πῇς· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24). Ἡ φύσις εἶνε μιὰ ἀστείρευτη πηγὴ χαρᾶς.
⃝ Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλη χαρὰ ἀνώτερη. Εἶνε ἡ διανόησις. Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἐπιστήμονα; ἄλλοι γλεντοῦν, διασκεδάζουν· αὐτὸς κάθεται νύχτα, πέρα ἀπ᾽ τὰ μεσάνυχτα, ἐργάζεται καὶ μοχθεῖ νὰ λύσῃ κάποιο πρόβλημα. Στύβει τὸ μυαλό του. Κι ὅταν τὶς πρωινὲς ὧρες βρίσκῃ τὴ λύσι, τί χαρὰ δοκιμάζει! Πετιέται ἔξω σὰν τὸν Ἀρχιμήδη ποὺ φώναζε «Εὕρηκα, εὕρηκα!». Ὅ,τι ἐφευρέσεις ἔγιναν, εἶνε ἀποτέλεσμα κόπου τῆς διανοίας. Ἡ χαρὰ τῆς διανοήσεως εἶνε μία ἀπὸ τὶς εὐγενέστερες χαρές.
⃝ Ἄλλη χαρὰ προσφέρει ἡ μελέτη. Παίρνεις στὰ χέρια σου καὶ διαβάζεις ἕνα βιβλίο. Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀγγλίας ζοῦσε ἕνας ἐργάτης ἀνθρακωρυχείου καὶ τοῦ χάρισαν ἕνα βιβλίο. Λέει ἡ γυναίκα του τὸ βράδυ· ―Πᾶμε νὰ κοιμηθοῦμε; ―Ὄχι, λέει αὐτός, θὰ διαβάσω. Κάθησε λοιπὸν καὶ διάβαζε διάβαζε. Ὅσο προχωροῦσε, τόσο χαιρόταν, εὐχαριστιόταν. Ὅταν κατὰ τὰ ξημερώματα τελείωσε τὸ βιβλίο, βγῆκε ἔξω ἐνθουσιασμένος, πῆγε στὸ καμπαναριὸ τοῦ χωριοῦ καὶ χτυποῦσε τὴν καμπάνα. Μαζεύτηκαν ὅλοι. ―Τί συμβαίνει; ―Μεγάλη χαρὰ αἰσθάνθηκα ἀπόψε!… Ἤθελε νὰ κάνῃ ὅλο τὸ χωριὸ νὰ χαρῇ· εἶχε διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο!
⃝ Χαρὰ λοιπὸν ἡ φύσις, ἡ διανόησις καὶ ἡ λύσις προβλημάτων, ἡ μελέτη καὶ μάλιστα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄλλη πηγὴ χαρᾶς εἶνε ἡ φιλία καὶ ἡ οἰκογένεια. Ὅποιος βρῆκε πιστὸ φίλο, βρῆκε θησαυρό. Κι ὅποιος βρῆκε τίμια γυκαῖκα, ποὺ αὐτὴ τὸν ἀγαπάει κι αὐτὸς τὴ σέβεται καὶ γέννησαν παιδιὰ ὑπάκουα, ζῇ σὲ μία «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησίαν» (῾Ρωμ. 16,5. Α΄ Κορ. 16,19), σὲ ἕνα μικρὸ παράδεισο. Ὑπάρχουν σήμερα τέτοιοι παράδεισοι; Ὑπάρχουν. Πῆγα στὸ Ἀμύνταιο καὶ βρῆκα 6 – 7 φτωχοὺς ὁδοκαθαριστάς. Τοὺς πλησίασα καὶ κουβέντιασα. Οἱ ἀπαντήσεις τους μοῦ θύμισαν τὸ Ντοστογιέφσκυ, ποὺ λέει ὅτι αὐτοὶ οἱ μικροὶ καὶ ταπεινοὶ τῆς γῆς εἶνε πιὸ σοφοὶ καὶ εὐγενεῖς ἀπ᾽ ὅλους. ―Πάτερ, μοῦ εἶπε ὁ ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, ἐγὼ ἔχω χαρά. ―Ποιά χαρά; τοῦ λέω. ―Ὅταν τὸ βράδυ γυρίζω στὸ σπίτι καὶ βλέπω τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μου. ―Πόσα παιδιὰ ἔχετε; ―Ἑφτά· αὐτὰ εἶνε ἡ χαρά μου.
⃝ Θέλεις μιὰ χαρὰ ἀκόμη πιὸ μεγάλη; Δὲν εἶνε ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ φυσιολατρία, ὁ τουρισμός, ποὺ γιὰ πολλοὺς ἔγιναν μόδα. Βαθειὰ πηγὴ χαρᾶς εἶνε τὸ ἀγαθὸ συνειδός, ἡ καθαρὴ συνείδησις. Κάνεις τὸ καλό; ἀκοῦς χειροκροτήματα. Ὄχι σὰν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦνε στὶς πλατεῖες οἱ πολιτικοί, ἀλλὰ χειροκροτήματα ἀγγέλων. Πορεύεσαι κατὰ συνείδησιν; θὰ νιώθῃς ἀγαλλίασι.
⃝ Μεγάλη χαρὰ χαρίζει ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία. Ὅταν χτυπάῃ ἡ καμπάνα καὶ πᾷς στὴν ἐκκλησία καὶ μπαίνῃς μέσα κι ἀκοῦς ἐκεῖνα τὰ «τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ἐκεῖνες τὶς ὡραῖες εὐχές, τὸ εὐαγγέλιο καὶ τὸν ἀπόστολο, λές· «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3). Κι ὅταν στὸ δωμάτιό σου γονατίζῃς καὶ κάνῃς μιὰ προσευχή, νιώθεις χαρὰ ὑπερφυσική, χαρὰ θεία.
⃝ Θέλεις ἄλλη χαρά; Δεῖξε ἔμπρακτη ἀγάπη. Κάποιος ρώτησε πειρακτικὰ ἕναν ἱεροκήρυκα· ―Μπορεῖτε νὰ μοῦ δείξετε τὸν παράδεισο; ―Πήγαινε στὴν τάδε ὁδό, τάδε νούμερο, στὸ ὑπόγειο· ἐκεῖ μένει μιὰ φτωχὴ οἰκογένεια μὲ ἄρρωστο τὸ ἕνα παιδί· στεροῦνται τὰ πάντα. Πάρε ἕνα καλάθι, πήγαινε στὴν ἀγορά, γέμισέ το τρόφιμα, πέρασε ἀπ᾽ τὸ φαρμακεῖο πάρε φάρμακα, πέρασε ἀπ᾽ τὸ ἐμπορικὸ πάρε μερικὰ ροῦχα, πήγαινέ τους τα, καὶ τότε θὰ δῇς τὸν παράδεισο. Πῆγε λοιπόν, καὶ μετὰ εἶπε· ―Αἰσθάνθηκα πράγματι χαρά. Νά ὁ παράδεισος. Κάνε ἐλεημοσύνη, κάνε τὸ καλό, καὶ θὰ νιώσῃς μέσα σου τὴ χαρὰ τοῦ παραδείσου.
⃝ Θέλεις κι ἄλλη χαρά; Μεγάλη χαρά, ποὺ λίγοι τὴ γεύθηκαν, εἶνε ἡ μετάνοια. Ἀμφιβάλλω μέσα σὲ χίλιους ἀνθρώπους ἂν τὴν ἔχουν δοκιμάσει δέκα. Πρέπει νὰ φοβηθοῦμε κ᾽ ἐσεῖς κ᾽ ἐγὼ καὶ ὅλοι μας. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, στὰ ἑκατὸν δέκα χρόνια ποὺ εἶχε φθάσει, εἶπε στοὺς μαθητάς του· Παιδιά μου, παρακαλέστε τὸ Θεὸ νὰ μοῦ δώσῃ μετάνοια. Μακάρι ἕνας ἄγγελος νὰ ἔρθῃ νὰ στάξῃ καὶ στὴ δική μας καρδιὰ μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὴ μετάνοια τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, νὰ πᾶμε στὸν πνευματικό μας πατέρα, ποὺ εἰκονίζει τὸν οὐράνιο Πατέρα, νὰ γονατίσουμε καὶ νὰ ποῦμε «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18). Τὴν ὥρα ποὺ βγαίνεις ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήριο, κιθάρες παίζουν στὰ οὐράνια· «χαρὰ γίνεται» «ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,10,7). Κι ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, Ὅταν ἐξωμολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου.
* * *
Νά λοιπόν, ἀγαπητοί μου, χαρὲς πνευματικές. Καὶ αὐτὲς εἶνε μικρὲς μπροστὰ σὲ μία ἄλλη. Ἡ μεγάλη χαρὰ θὰ εἶνε, ὅταν παρέλθῃ αὐτὸς ὁ κόσμος καὶ ἔλθῃ ὁ Κύριος νὰ κρίνῃ ζῶντας καὶ νεκρούς, τότε ν᾽ ἀκούσουμε κ᾽ ἐμεῖς τὴ φωνὴ ἐκείνη· «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ… εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. 25,21). Ἐδῶ δοκιμάζουμε μόνο μερικὲς σταγόνες χαρᾶς, ἐκεῖ θὰ εἶνε ἡ χαρὰ ἡ μεγάλη καὶ ἡ ἀναφαίρετη ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριός μας.
Ποιός εἶπε, λοιπόν, ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἔχει χαρά; «Καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾽ ὑμῶν», εἶπε ὁ Χριστός (Ἰω. 16,22).
ΨΕΥΤΙΚΗ ΧΑΡΑ
Τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Τριῳδίου, ἀγαπητοί μου, οἱ ἄνθρωποι ἐπινοοῦν τρόπους νὰ χαροῦν. Αὐτὸ ὅμως ποὺ δοκιμάζουν δὲν εἶνε ἀληθινὴ χαρά· εἶνε κάτι ψεύτικο, ἕνα κίβδηλο νόμισμα, ποὺ κακῶς λέγεται χαρά. Ἂν ἀφαιρέσῃ κανεὶς τὴ μάσκα, πίσω ἀπ᾽ αὐτὴν ἀποκαλύπτεται κάτι ποὺ σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο, κάτι σὰν τὸ μέλι ποὺ καλύπτει θανατηφόρο φαρμάκι. Ὁ σατανᾶς φτειάχνει τέτοια «γλυκύσματα», πολὺ εὐχάριστα στὸ λαρύγγι, καὶ τὰ προσφέρει, ἀλλὰ μέσα ἔχει κρύψει τὸ δηλητήριο. Εἶνε χαρὰ δηλητηριώδης. Μακριά ἀπ᾽ αὐτήν!
* * *
⃝Σᾶς ἐρωτῶ. Εἶνε χαρὰ τὸ μεθύσι; Πᾶνε στὶς ταβέρνες καὶ πίνουν χωρὶς μέτρο, ἔρχονται στὸ κέφι, νιώθουν εὐφορία. Καὶ μετά;… Ἕνα βράδυ ἐπέστρεφα ἀπὸ μακριὰ κ᾽ εἶχα ἀργήσει, ἦταν 1 μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Καθὼς περνοῦσα μέσα ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας μου, βλέπω τέσσερις νὰ σηκώνουν ἕναν. Φοβήθηκα· νεκρὸς θά ᾽νε, σκέφθηκα. Σταματῶ, κατεβαίνω, καὶ τί νὰ δῶ; Τοὺς ἀκολουθοῦσε μιὰ νέα γυναίκα. ―Τί συνέβη; ρωτῶ· πέθανε; ―Ἄχ, δέσποτα, μακάρι νά ᾽ταν πεθαμένος· μεθυσμένος εἶνε! Ὅταν ἔρχεται στὸ σπίτι, κάνει τὰ πάντα γυαλιὰ – καρφιά· κι ὅταν ξυπνάει τὴν ἄλλη μέρα ζαλισμένος, δὲν ἔχει ὄρεξι γιὰ δουλειά.
⃝ Συνεχίζουμε. Εἶνε χαρὰ αὐτὸ ποὺ νιώθουν οἱ ναρκομανεῖς, ὅσοι παίρνουν τὰ ναρκωτικά; Γέμισε ὁ τόπος ἀπ᾽ αὐτούς. Καὶ ἡ κατάληξι γνωστή· ὅποιος μπῇ σ᾽ αὐτὸ τὸ δρόμο σπανίως γλυτώνει, κατὰ κανόνα καταστρέφεται.
⃝ Κάτι ἄλλο· οἱ χοροὶ ποὺ χορεύουν σήμερα. Δὲ μυρίζουν θυμάρι, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ χόρευαν τὰ παλληκάρια τοῦ Κολοκοτρώνη στὰ ψηλὰ βουνά· εἶνε χοροὶ ἀγρίων, χοροὶ καγκουρώ, μὲ ἐξαλλοσύνες καὶ μὲ ἀπρεπῆ συμπλέγματα. Πλῆθος ἁμαρτήματα διαπράττονται στοὺς χοροὺς αὐτούς. Καὶ ἂν δῆτε τὴν ἑπομένη ἡμέρα αὐτοὺς ποὺ χόρευαν, βαριοῦνται νὰ μιλήσουν. Ὅποιος εἶνε παρατηρητικός, ἕνας ψυχολόγος ἢ γιατρός, μπορεῖ νὰ δῇ ὅτι ὁ διάβολος βάζει ἐπάνω τους μιὰ σφραγῖδα· γύρω – γύρω στὰ μάτια τους σχηματίζεται ὁ κύκλος τῆς Ἀφροδίτης, ἡ χαύνωσις, ἡ ἀποκτήνωσις. Εἶνε χαρὰ αὐτή; Κάποιος σοφὸς εἶπε· Ἂν γιὰ κάθε ἁμάρτημα ποὺ γίνεται στοὺς χοροὺς ἔπεφτε κ᾽ ἕνα ἄστρο, δὲν ξέρω πόσα ἀστέρια θ᾽ ἀπέμεναν στὸ στερέωμα.
⃝ Ἄλλη ἀπατηλὴ ἀπόλαυσι ἡ γαστριμαργία καὶ πρὸ παντὸς ἡ κρεοφαγία. Ταβέρνες καὶ ψητοπωλεῖα λειτουργοῦν κάθε μέρα, καὶ τὴ μεγάλη Σαρακοστή. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει στὸ χασάπη· Ἦρθε ἡ τεσσαρακοστή; κρέμασε τὸ μαχαίρι σου. Ἔτσι γινόταν καὶ στὸ χωριό μου· τὴν Τυρινὴ κρεμοῦσαν τὸ μαχαίρι οἱ χασάπηδες, καὶ τὸ ξεκρεμοῦσαν τὸ Μέγα Σάββατο. Ἁγιασμένες ἐποχὲς ἐκεῖνες. Τώρα γίναμε τόσο κρεοφάγοι ποὺ τὰ ντόπια κρέατα δὲ μᾶς φτάνουν καὶ εἰσάγουμε ἀπὸ ἀλλοῦ (Βουλγαρία, Σερβία). Ἄθεα κράτη ἐφαρμόζουν νηστεία γιὰ λόγους ἐθνικῆς οἰκονομίας, κ᾽ ἐμεῖς; Θὰ πῶ κάτι καὶ μὴ μὲ παρεξηγήσετε – δὲν ἀνήκω σὲ κόμματα ἢ συστήματα· μόνο ἐπὶ Μεταξᾶ διέταξε τὸ κράτος, Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ νὰ μὴν ἐπιτρέπεται τὸ κρέας στὰ ἑστιατόρια. Δὲ νήστευε ὁ λαὸς καὶ ἦρθε τιμωρία· μᾶς τιμώρησε ὁ Θεός, καὶ τότε δὲν εἴχαμε τὸ κρέας ὄχι πιὰ κάθε μέρα ἀλλὰ οὔτε τὸ Πάσχα· τὴ Λαμπρὴ δὲν ὑπῆρχε κρέας. Εὐτυχία θεωροῦσαν ἂν εὕρισκαν πέντε φασόλια ἢ πέντε ῥεβύθια νὰ φᾶνε. Καὶ ἔρχεται πάλι μεγάλη τιμωρία σ᾽ αὐτὸ τὸ ἔθνος, διότι φύγαμε πολὺ ἀπὸ τὸ Θεό. Μὴ θεωρήσετε χαρὰ τὴν τρυφή· εἶνε λάθος.
⃝ Θὰ ἐπιμείνω τώρα στὸ «φροῦτο» ποὺ μᾶς ἦρθε ἀπ᾽ τὴ Δύσι, τὰ πάρτυ. Ἐκεῖ ἀγόρια καὶ κορίτσια, ὀργιάζουν κυριολεκτικὰ χωρὶς φραγμό. Γίναμε Σόδομα καὶ Γόμορρα. Ἀλλὰ εἶνε γνωστὸ τὸ βιβλίο «Μυστικὰ πρωτόκολλα τῶν σοφῶν τῆς Σιών»· ἐκεῖ ἀποκαλύπτεται μὲ ποιά μέσα ἡ μασονία σχεδίασε νὰ διαλύσῃ τὴ χριστιανικὴ κοινωνία. Μεταξὺ τῶν ἄλλων λέει· Θὰ διαφθείρουμε τὴ νεολαία μὲ ἀνήθικες διασκεδάσεις. Καὶ πράγματι τὴ διαφθείρουν. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ μᾶς φοβίζουν αὐτὲς οἱ «χαρές»;
⃝ Συμπερίληψις καὶ ἀποκορύφωμα ὅλων πλέον τῶν κακῶν σημειώνεται τὶς μέρες αὐτὲς μὲ τὸ καρναβάλι. Τὴν ἄλλη Κυριακή, τῶν Ἀπόκρεων, ἡ κατάστασι θὰ εἶνε φρικώδης. Μὴ ζυγίζεις αὐτὰ ποὺ γίνονται μὲ κριτήρια τοῦ κόσμου· ζύγισέ τα μὲ τὴ ζυγαριὰ τοῦ Εὐαγγελίου. Στὸν καρνάβαλο ὑπολόγισε τὶς μεταμφιέσεις, τὰ ἀνώνυμα πειράγματα κάτω ἀπὸ τὴ μάσκα, τὶς ἀπρέπειες, τὴ μέθη, τὴν κρεοφαγία καὶ τὸ ἄμετρο φαγοπότι, τὰ αἰσχρὰ λόγια καὶ τραγούδια· βάλε τὰ αἰσχρὰ βλέμματα, τὰ ἀγγίγματα, τὰ ἀγκαλιάσματα, τὰ φιλήματα· ἀναλογίσου τὶς ἀσέλγειες, τὶς πορνεῖες καὶ τὶς μοιχεῖες, ὅσα γίνονται φανερὰ καὶ ὅσα γίνονται κρυφά, τὰ ὁποῖα «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Ἐφ. 5,12). Ἄλλοτε γι᾽ αὐτὰ ὁ ἄντρας θά ᾽παιρνε πιστόλι νὰ σκοτώσῃ τὴ γυναῖκα του ἢ τὸ λιγώτερο θὰ τῆς ἔδινε διαζύγιο. Λόγια καὶ ἐνέργειες, ποὺ ἔξω καταλογίζονται ὡς παράβασις καὶ ἁμαρτία, ἐκεῖ μέσα ἀμνηστεύονται. Ἁγνότης καὶ παρθενία, προσωπικὴ ἀξιοπρέπεια, οἰκογενειακὴ τιμή, ὅλα καταλύονται. Τὶς μέρες αὐτὲς ὀργιάζει ὁ σατανᾶς. Καὶ ἐρωτῶ· εἶνε αἰτία χαρᾶς αὐτά; Καὶ νά ᾽ταν μόνο αὐτά;
Κέντρο καὶ πρότυπο τῶν καρναβάλων ὅλου τοῦ κόσμου θεωρεῖται τὸ καρναβάλι τοῦ Ρίον Ἰανέιρο στὴ Βραζιλία. Γιά ἀκοῦστε τὸν ἀπολογισμὸ μιᾶς χρονιᾶς ἀπὸ τὸ δελτίο τῆς ἀστυνομίας· 5 δολοφονίες, 7 θάνατοι ἀπὸ ἀσφυξία, 22 αὐτοκτονίες, 17 ἀγνοούμενοι, 223 θάνατοι ἀπὸ διάφορες ἀσωτίες, 246 κλήσεις στὸ σταθμὸ πρώτων βοηθειῶν, 103 κλήσεις στὴν πυροσβεστικὴ ὑπηρεσία. Τέτοια πράγματα, θὰ μοῦ πῆτε, δὲν γίνονται ἐδῶ. Ναί, ἀλλ᾽ ἐὰν ἐξακολουθήσῃ ἡ σατανικὴ ἐξέλιξις, ἐκεῖ θὰ φθάσουμε, θὰ γίνουμε Βραζιλία καὶ Δανία.
Ἀπόδειξις τὸ καρναβάλι τῶν Πατρῶν. Θὰ ξέρετε, ὅτι πῆγα ἐκεῖ καὶ ἀγωνίστηκα, καὶ τὸ ὄνομα «Καντιώτης» ἀκούεται γι᾽ αὐτὸ μὲ εἰρωνεία. Ἀλλ᾽ ἐγώ, γνωρίζοντας ἀπὸ ἔγκυρες πηγὲς τὴ σημασία τοῦ ἀγῶνος ἐκείνου, θεωρῶ τιμή μου νὰ μὲ βρίζουν. Ὅταν ἀρχίσαμε τὸν ἀγῶνα ἐκεῖ τὴ δεκαετία τοῦ ᾽50, εἶδα ἀστυνομικοὺς καὶ εἰσαγγελεῖς. Ὁ ἀστυνομικὸς ποὺ μὲ συνέλαβε, μοῦ λέει· ―Ἔχεις ἀπόλυτο δίκιο, πάτερ. Ἐγὼ ἔχω κάνει ἀναφορὰ καὶ αἴτησι στὴν κυβέρνησι. Διάβασε. Δὲ λὲς τίποτα ἐσύ, ἐγὼ τὰ ξέρω τὰ αἴσχη ἐδῶ… Ἕνας δικαστικός, εἰσαγγελεύς, μοῦ λέει στ᾽ αὐτί· ―Κ᾽ ἐμεῖς κάναμε αἴτησι· αὐξάνονται τὰ ἐγκλήματα τὶς ἡμέρες τοῦ καρναβάλου… Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἦρθε στὸ φῶς ἕνα τρομερὸ ντοκουμέντο, τὸ ὁποῖο καὶ δημοσίευσα. Παιδίατρος καὶ ἐπὶ δώδεκα χρόνια διευθυντὴς στὸ βρεφοκομεῖο Πατρῶν μὲ βεβαίωσε ὑπευθύνως καὶ ἐνυπογράφως, ὅτι τρεῖς μῆνες μετὰ τὸν καρνάβαλο οἱ γυναικολογικὲς κλινικὲς γεμίζουν ἀπὸ γυναῖκες ποὺ κάνουν ἐκτρώσεις· καὶ ἐννέα μῆνες μετὰ τὸν καρνάβαλο στὸ βρεφοκομεῖο τῆς πόλεως δὲν ἔχουν ποῦ νὰ βάλουν τὰ ἐξώγαμα βρέφη (βλ. «Σπίθα» 202/Φεβρ. 1958). Τί μοῦ λέτε λοιπόν; Σάπισε ἡ κοινωνία, ἔγινε Σόδομα καὶ Γόμορρα. Εἶπα στὴν Ἱερὰ Σύνοδο· Σβῆστε τὴ φωτιὰ στὴν Πάτρα· ἐὰν δὲ τὴν σβήσετε, θὰ ξαπλώσῃ. Καὶ ξάπλωσε ἤδη μὲ ὀλέθριες ἐπιπτώσεις, ἀκόμα καὶ στὴν ἐθνικὴ οἰκονομία, σὲ περίοδο μάλιστα τόσης δυστυχίας.
Ὅλα αὐτά, ποὺ ἐξέθεσα, φαντάζουν στὴν ἀρχὴ σὰν χαρά. Ἡ συνέχεια ὅμως καὶ ἡ κατάληξις ἀποδεικνύουν, ὅτι αὐτὰ δὲν εἶνε ἡ ἀληθινὴ χαρά· εἶνε χαρὰ ψεύτικη. Τέτοιες «χαρὲς» δὲν εἶνε χαρά, εἶνε θάνατος. «Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (῾Ρωμ. 6,23).
* * *
Τελείωσα, ἀγαπητοί μου. Αὐτὰ ἦταν ἡ θεωρία. Θέλετε τώρα νὰ προχωρήσουμε στὴν ἐφαρμογή. Θὰ σᾶς δώσω νὰ σηκώσετε δυὸ «πετραδάκια»· τὸ κάνετε; Δὲν εἶνε δύσκολο.
Τὸ πρῶτο «πετραδάκι». Τὴν ἄλλη Κυριακή, ποὺ τὸ καρναβάλι θὰ εἶνε στὸ ἀποκορύφωμα, ἂν πιστεύετε στὸ Χριστό, βάζω πετραχήλι καὶ σᾶς δένω· κανείς καὶ καμμιά νὰ μὴν πάῃ στὸν καρνάβαλο. Γονεῖς, μὴν ἐπιτρέψετε στὰ σπίτια σας πάρτυ καὶ χοροὺς μεταμφιεσμένων. Κι αὐτὸ εἶνε τὸ λιγώτερο. Τί ἄλλο ἀπαιτῶ ἀπὸ σᾶς· δώδεκα ἦταν οἱ ἀπόστολοι καὶ φώτισαν τὸν κόσμο· κ᾽ ἐσεῖς νὰ διαφωτίσετε τοὺς γύρω σας. Μὴ περιορίζεστε στὸν ἑαυτό σας. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, ἐφ᾽ ὅσον συμφωνοῦμε, νὰ κάνουμε διαφώτισι καὶ νὰ προβάλουμε ἰσχυρὴ ἀντίστασι σὰν γενναῖοι μαχηταὶ τῆς πίστεως. Σύμφωνοι; Πήρατε τὸ πρῶτο «πετραδάκι».
Τώρα τὸ ἄλλο, τὸ ἐλαφρότερο. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὄχι ἐγώ· Στὸ σπίτι σου θά ᾽χῃς τρία πράγματα· εἰκονοστάσι μὲ καντήλι, θυμιατὸ μὲ λιβάνι γιὰ νὰ θυμιάζῃ ἡ γυναίκα σου, καὶ Εὐαγγέλιο ποὺ θὰ τὸ μελετᾶτε ὅλοι. Αὐτὰ εἶνε ὅπλα ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Θά ᾽χῃς ὅμως καὶ κάτι ἄλλο, λέει ὁ Χρυσόστομος. Τί; ἕνα μικρὸ κουτάκι, ἕνα κουμπαρᾶ, κ᾽ ἐκεῖ θὰ ῥίχνῃς κάθε φορὰ τὸν ὀβολό σου γιὰ ἐλεημοσύνη. Ἐὰν δὲν κάνῃς ἐλεημοσύνη, δὲν πιάνει ἡ προσευχή. Εἴμαστε σύμφωνοι; Λοιπὸν εὔχομαι τὸ πετραδάκι αὐτὸ νὰ γίνῃ διαμάντι· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου, έγινε στην Αθήνα, την Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου, στις 44 22-2-1970 ἑσπέρας)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.