Αυγουστίνος Καντιώτης



ΑΥΤΟΜΕΜΨΙΑ

date Μαρ 15th, 2014 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Μ. Τεσσαρακοστὴ
Μέγας Κανὼν

ΑΥΤΟΜΕΜΨΙΑ

Π. ΑυγουστινοςΑΠΟΨΕ, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ψάλλεται ὁ Μέγας Κανών, ἕνα ὑπέροχο ποίημα ποὺ ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης.
Τί ἦταν ὁ ἅγιος Ἀνδρέας; Ἦταν παιδὶ μιᾶς εὐσεβοῦς οἰκογενείας. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀνέθρεψαν μὲ πίστι, εὐλάβεια καὶ δάκρυα. Δεκατεσσάρων ἐτῶν βγῆκε στὴν ἔρημο σὰν τὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστή. Ἐκεῖ ἐμόνασε, ἔζησε ζωὴν αὐστηρᾶς ἀσκήσεως μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Κατόπιν ἔγινε ὑποδιάκονος, διάκονος, πρεσβύτερος. Τέλος ἀξιώθηκε νὰ γίνῃ καὶ ἐπίσκοπος, ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ἔλαβε μέρος σὲ τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς συνόδους, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν.
Δικό του ἔργο εἶνε ὁ Μέγας Κανών. Καὶ ἐνῷ πέρασαν ἀπὸ τότε 1400 περίπου χρόνια, τὸ ποίημα αὐτὸ μένει ἀθάνατο. Εἶνε μιὰ συλλογή, μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ 250 ἄνθη – τροπάρια. Πόθος τοῦ ποιητοῦ εἶνε νὰ σπάσῃ τὸν πάγο τῆς ἀδιαφορίας ποὺ ἔχουμε· δὲν καίει κάτι μέσα μας γιὰ τὸ Χριστό. Θέλει λοιπὸν νὰ λύσῃ αὐτὴ τὴν ψυχρότητα, νὰ σπάσῃ τὴ λίθινη καρδιά, νὰ τὴν κάνῃ λεπτὴ εὐγενῆ καὶ εὐαίσθητη, ὥστε νὰ συναισθάνεται καὶ νὰ κλαίῃ καὶ γιὰ ἕναν ἁμαρτωλὸ λογισμό. Σκοπὸς τοῦ ποιήματος εἶνε νὰ μᾶς φέρῃ σὲ κατάνυξι, νὰ μᾶς κάνῃ «πνεῦμα συντετριμμένον», «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50,19).
Ἂν εἶχα δύναμι κι ἂν εχατε ὄρεξι, θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε 250 κηρύγματα, ἕνα γιὰ κάθε τροπάριο. Ἐδῶ ἀκροθιγῶς θὰ δοῦμε τὴν κεντρικὴ ἰδέα τοῦ ποιήματος.

* * *

Ὁ Μέγας Κανὼν συνιστᾷ κάτι ποὺ ἐκφράζεται μὲ μιὰ λέξι σπάνια ―πρώτη φορὰ θὰ τὴν ἀκοῦτε―· δὲν ὑπάρχει καὶ στὰ λεξικά. Εἶνε ἡ λέξις αὐτομεμψία. Σὰν ἔννοια τὴν ἀναφέρει καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Τί θὰ πῇ αὐτομεμψία; Μὲ ἁπλᾶ λόγια σημαίνει τὸ ἑξῆς.
Ὁ ἐγωϊστὴς ἄνθρωπος, ὁ ἀλαζὼν καὶ ὑπερήφανος, κάνει τὸν ἑαυτό του είδωλο. Αὐτοείδωλον τὸ λέει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἐδῶ· «Αὐτείδωλον ἐγενόμην…» (δ΄ ᾠδή, 26ο τροπ.). Ἔχουμε στήσει ψηλὰ στὴν καρδιά μας τὸ ἐγώ μας. Τὸ ἐπαινοῦμε μόνοι μας, καὶ εὐχαριστούμεθα νὰ μᾶς ἐπαινοῦν καὶ οἱ ἄλλοι. Κι ἅμα κάποιος, ἢ ἡ μάνα ἢ ὁ πατέρας ἢ ὁ ἱεροκήρυκας, μᾶς κάνουν κάποια παρατήρησι, τότε γινόμεθα θηρία. Τὸ ἐγὼ εἶνε τὸ είδωλο, ὁ θεός μας.
Ἐνῷ λοιπὸν ὁ ἐγωϊστὴς καὶ ὑπερήφανος ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ κατηγορεῖ τοὺς ἄλλους, ὅπως ὁ φαρισαῖος, ἀντιθέτως ὁ ταπεινὸς δὲν κατηγορεῖ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ κατηγορεῖ – ποιόν; Τὸν ἑαυτό του. Μέμφεται ἑαυτόν – αὐτὸ θὰ πῇ αὐτομεμψία. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του, ὅπως ὁ τελώνης, ἕναν ἁμαρτωλὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Αὐτομεμψία, λοιπόν, εἶνε ἡ κατηγορία τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Πῶς κατορθώνεται αὐτὸ τὸ δύσκολο πρᾶγμα; Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας χρησιμοποιεῖ ἕνα καθρέφτη. Ποιός εἶνε ὁ καθρέφτης αὐτός; Ἡ ἁγία Γραφή. Ἐκεῖ, μέσα στὶς σελίδες της, καθρεφτίζεται· διαπιστώνει τὶς ἀτέλειές του καὶ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του. Μελετοῦσε τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἔβλεπε διάφορα πρόσωπα, ποὺ εἶχαν διαπράξει ἁμαρτήματα. Καὶ τί ἔκανε, τοὺς κατηγοροῦσε; Ὄχι· ἀλλὰ τί; Προσέξτε καὶ θὰ καταλάβετε.
Θά ᾿χετε ἀκούσει πολλὲς φορὲς νὰ κατηγοροῦν κάποιοι τοὺς πρωτοπλάστους. ―Ἄχ, λένε, τί μᾶς ἔκαναν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα! Αὐτοὶ φταῖνε, αὐτοὶ εἶνε ἡ αἰτία ὅλης τῆς ἀθλιότητός μας… Ἐκφράζονται σκληρά. Ἡ Εὔα, ἡ πρώτη γυναίκα, πόσα δὲν ἔχει ἀκούσει! Τί λέει ὅμως ἐδῶ τώρα ὁ Μέγας Κανών; Ἐγὼ εἶμαι ἡ Εὔα! Αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἡ Εὔα, ποὺ ἑλκύσθηκε ἀπὸ τὸν ἀπηγορευμένο καρπὸ καὶ ἄκουσε τὴ συμβουλὴ τοῦ σατανᾶ, αὐτὸ κάνω κ᾿ ἐγώ· ἔχω μέσα μου μιὰ Εὔα, Εὔα ὄχι αἰσθητὴ ἀλλὰ νοητή, ποὺ μὲ σπρώχνει στὸ κακό (α΄ ᾠδή, 5ο τροπ.).
Τί ἔκανε καὶ ὁ Ἀδάμ; Παρέβη τὴν θεία ἐντολὴ καὶ τότε αἰσθάνθηκε γυμνός. Ἀλλὰ τὸ διο κάνω κ᾿ ἐγώ· ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀδάμ (α΄ ᾠδή, 3ο τροπ.). Αὐτὸ πού ἔκανε ἐκεῖνος, τὸ κάνω κ᾿ ἐγὼ καθημερινῶς. Ἔχω μέσα μου τὸν Ἀδάμ, τὸ «ἀδαμιαῖον πλέγμα» ποὺ λένε ἔτσι ψυχολογικά.
Παρακάτω ἀναφέρει ἄλλο παράδειγμα. Ὁ Κάϊν, λέει,σκότωσε τὸν ἀδελφό του καὶ ἔγινε φονιᾶς. Κ᾿ ἐγὼ φονιᾶς εἶμαι (α΄ ᾠδή, 7ο τροπ.). Εἶμαι Κάϊν. Κι ἂν δὲ᾿ σκότωσα μὲ τὸ χέρι, σκότωσα ὅμως μὲ τὴν προαίρεσί μου. Ὅταν μισῶ τὸν ἄλλο, δὲν κάνω τίποτ᾿ ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ τὸν σκοτώνω. Διότι «πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί» (Α΄ Ἰωάν. 3,15).
Ἔπειτα θυμᾶται τὸν Ἠσαῦ. Αὐτός, λαίμαργος καὶ γαστρίμαργος, δοῦλος τῆς κοιλιᾶς, ὅπως ἦταν πεινασμένος, ἐπώλησε γιὰ ἕνα πιάτο φαῒ τὰ πρωτοτόκιά του, τὰ μεγάλα προνόμια ποὺ εἶχαν οἱ πρωτότοκοι (αὐτοὶ κληρονομοῦσαν τὴν εὐλογία τοῦ πατέρα τους). Ἀλλὰ κ᾿ ἐγώ, λέει ὁ ποιητὴς τοῦ Μεγάλου Κανόνος, εἶμαι Ἠσαῦ· διότι παραδίδω κάθε στιγμὴ στὸν ἐχθρό μου διάβολο «τὰ τοῦ πρώτου κάλλους πρωτοτόκια» (δ΄ ᾠδή, 11ο τροπ.)..
Ἐν συνεχείᾳ θυμᾶται τὸ Δαυῒδ, ποὺ μοίχευσε καὶ φόνευσε, ἀλλὰ ἔδειξε μετάνοια. Ἐγώ, λέει, εἶμαι Δαυΐδ. Διότι κάνω τὰ δια καὶ χειρότερα· πορνεύω καὶ σκοτώνω, ἂν ὄχι σωματικῶς, τοὐλάχιστον ψυχικῶς· δὲν δείχνω ὅμως καὶ τὴν ἀνάλογη μετάνοια (ζ΄ ᾠδή, 4ο-5ο τροπ.).
Αὐτὰ εἶνε τέσσερα – πέντε παραδείγματα ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ περιέχει ὁ Μέγας Κανών. Ἐγὼ εἶμαι ἡ Εὔα, ἐγὼ ὁ Ἀδάμ, ἐγὼ ὁ Κάιν, ἐγὼ ὁ Ἠσαῦ, ἐγὼ ὁ Δαυΐδ, ἐγὼ εἶμαι ὁ μεγάλος ἁμαρτωλός. Ἔτσι σκεπτόταν ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, γι᾿ αὐτὸ λέει· «Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ δὲν τὴν ἔκανα, Θεέ μου» (βλ. δ΄ ᾠδή, 4ο τροπ.), καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος πιὸ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ μένα. Ἁμάρτησα μὲ τὸ σῶμα, ἁμάρτησα μὲ τὴν ψυχή, ἁμάρτησα μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ διάνοιά μου. Ζητῶ τὸ ἔλεός σου (βλ. δ΄ ᾠδή, 17ο τροπ.).
Καταλάβατε τώρα τί θὰ πῇ αὐτομεμψία; Καὶ αὐτὰ δὲν εἶνε λόγια· τὰ συναισθάνετο βαθειὰ αὐτὸς ποὺ ἀπὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν πῆγε στὴν ἔρημο καὶ πότιζε τὴ γῆ μὲ τὰ δάκρυά του.

* * *

Ἐλᾶτε τώρα καὶ ῥίξτε μιὰ ματιὰ σ᾿ ἐμᾶς. Ἂν κοιταχτοῦμε στὸν πνευματικὸ καθρέφτη, θὰ δοῦμε ὅτι εμεθα ἐγωϊσταὶ καὶ ὑπερήφανοι. Καθένας μας κ᾿ ἕνα αὐτοείδωλο. Λιβανίζουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ εὐχαριστούμεθα νὰ μᾶς λιβανίζουν. Πόρρω ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν αὐτομεμψία.
Θέλετε ἀπόδειξι; Ὅταν ὁ ἱεροκήρυκας ἐλέγχῃ καὶ στηλιτεύῃ, στὸ τέλος λένε· «Καλὰ τοὺς τὰ εἶπε». Δὲ᾿ λένε «Καλὰ μᾶς τὰ εἶπε», βγάζουν τὸν ἑαυτό τους ἔξω. Ποῦ νὰ γίνῃ ὁ ἔλεγχος καὶ ἐπωνύμως! θὰ μισήσουν τὸν ἱεροκήρυκα θανασίμως, ἀντὶ νὰ τοῦ ποῦν· Σ᾿ εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ὑπέδειξες τ᾿ ἁμαρτήματά μας.
Ποῦ αὐτομεμψία; Σπάνιο φαινόμενο. Ἀπὸ τὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἀναφέρω δύο. Στὸ στρατὸ ποὺ ὑπηρέτησα γνώρισα ἕναν ὑπέροχο ἀξιωματικὸ πολὺ μορφωμένο. Ἦταν ἐπιεικὴς στοὺς ἄλλους καὶ αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του. Τόσο αὐστηρός, ποὺ ἅμα ἔφταιγε – τί ἔκανε· τιμωροῦσε τὸν ἑαυτό του! Ἂν καὶ δὲν ἦταν θρησκευτικὸς ἄνθρωπος, εἶχε αὐτομεμψία. Κι ἄλλο ἕνα παράδειγμα. Πρὶν πολλὰ χρόνια εἶχα πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Καθὼς περπατοῦσα στὸν ἅγιο αὐτὸ τόπο, ἄκουσα φωνὲς καὶ ὑβρεολόγιο· «Κτῆνος! ζῷον! παλιάνθρωπε!…». Μοῦ φάνηκε σὰ᾿ νὰ μαλώνουν δυό. Κ᾿ ἐδῶ καυγᾶδες; λέω. Σκανδαλίστηκα. Πλησιάζω, σκύβω· τί νὰ δῶ; Ἦταν ἕνας καλόγερος μόνος του, καὶ σκυμμένος κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό του… Πώ πω πω! Γι᾿ αὐτὸ ἁγιάσανε αὐτοί…
Ἐμεῖς δὲν κάνουμε τίποτ᾿ ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ πετροβολοῦμε τοὺς ἄλλους. Ἀκόμα καὶ στὴν ἐξομολόγησι. Γι᾿ αὐτὸ ἐγὼ δὲν ἐξομολογῶ. Ἔρχεται ἡ ἄλλη καὶ γελάει, δικαιολογεῖται, ῥίχνει τὸ φταίξιμο στοὺς ἄλλους· δὲν κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό της. Ἡ ἐξομολόγησις εἶνε αὐτομεμψία. Ἔχεις αὐτομεμψία; πήγαινε νὰ ἐξομολογηθῇς· δὲν ἔχεις αὐτομεμψία; τί πηγαίνεις; θὰ κολαστῇς. Δὲν ὑπάρχει «γνῶθι σαυτόν».
Ὁ Μέγας Κανὼν μᾶς διδάσκει τὸ σπουδαῖο μάθημα τῆς αὐτομεμψίας· μόνοι μας νὰ ἐλέγχουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ τὸν καθίζουμε στὸ ἑδώλιο, νὰ τὸν κατηγοροῦμε, νὰ τὸν τιμωροῦμε. Μᾶς ὁπλίζει μὲ τὸ σπουδαῖο ὅπλο τῆς αὐτομεμψίας, γιὰ νὰ νικήσουμε τὸν ἐγωϊσμό, τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν ἀλαζονεία, τὸ ὑψηλὸ φρόνημα, ὥστε νὰ γίνουμε ταπεινοὶ τελῶνες καὶ νὰ λέμε «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Τότε θὰ ἐφαρμόσουμε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11,12). Τότε θὰ ἔχουμε τὸ φρόνημα ποὺ εἶχε ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ θὰ λέμε· «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Εθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ὁ ὁποῖος μᾶς δίδαξε τὰ μεγάλα αὐτὰ μαθήματα, ν᾿ ἀποκτήσουμε τὸ ὅπλο, τὸ ἀπαραίτητο ὅπλο, τὴν αὐτομεμψία.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, Τετάρτη βράδυ τῆς Ε΄ ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν σὲ ἀγρυπνία 27>28-3-1985)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.