Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΣΕΒΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ, ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΓΑΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΟΣΦΙΛΗ ΠΡΟΣΩΠΑ, ΔΕΙΛΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΔΡΙΑ

date Ιούλ 6th, 2014 | filed Filed under: ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ- «ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ»

Ἐγκύκλιος ὑπ᾽ ἀριθμ. 111/15.7.1970 (Μέρος α´)

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΣΕΒΑΣΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΖΩΗ

«οὐ φονεύσεις» (8η ἐντολή)

επισκ. Αυγ.…Η αὐτοκτονία στην οποία καταφεύγουν μερικοί δὲν εἶνε μικρὰ παράβασις και ἀσήμαντος ἁμαρτία. Εἶνε το μεγαλύτερο ἔγκλημα και τρομερὰ παράβασις τοῦ ἠθικοῦ νόμου, τῆς ἐντολῆς τοῦ  Δεκαλόγου ποὺ ἀπαγορεύει τὸν  φόνον.
«Οὐ φονεύσεις», είπε ὁ Θεός (Ἔξ. 20,15. Δευτ. 5,17). Ναί! Δὲν ἐπιτρέπεται ν᾿ ἀφαιρέσῃ κάποιος τὴν ζωὴν τοῦ ἄλλου, πολὺ περισσότερον τὴν ἰδικήν του ζωή. Η ζωή δεν είναι δημιούργημα ανθρώπινο…
Ἡ ζωὴ εἶνε ἀπὸ τὰ μυστηριωδέστερα καὶ  μεγαλοπρεπέστερα φαινόμενα, ποὺ  ἀποδεικνύουν τὴν ὕπαρξιν Δημιουργοῦ, πανσόφου καὶ παντοδυνάμου Θεοῦ. ᾿Ιδίως ἡ  δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ αἴσθησιν, νοῦν, συνείδησιν καὶ ἐλευθερίαν, μὲ ψυχὴν ποὺ διαρκῶς  φέρεται πρὸς τὰ ἄνω, εἶνε μέγιστον θαῦμα ποὺ διαλαλεῖ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἄνθρωπον κανείς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ καταστρέψῃ. Ἡ ζωή του  εὑρίσκεται στά χέρια Ἐκείνου, ὁ  ὁποῖος κρατεῖ τὰς κλεῖς τῆς ζωῆς  καὶ τοῦ θανάτου. Ἀσεβεῖ λοιπὸν  πρὸς τὸν Θεὸν κάθ’ ἕνας που ὑψώνει  το χέρι του γιὰ νὰ φονεύσῃ ἢ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του ἢ κάποιον ἄλλον.
Ἀλλ ᾽ὄχι μόνον περιφρόνησιν καὶ ἀσέβια πρὸς τὸν Θεὸν ἐκδηλώνει ὁ αὐτοκτονών, ἀλλὰ καὶ ἔλλειψιν ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, πρὸς ὅλα τὰ προσφιλῆ του πρόσωπα. Ὤ, πόσον δοκιμάζονται καὶ θλίβονται οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς τοῦ αὐτοκτονοῦντος! Ἐὰν αὐτὸς ποὺ ἐπιχειρεῖ ν᾽αὐτοκτονήσῃ ἐσκέπτετο πρὸς στιγμήν τὰ δάκρυα ποὺ θὰ χύσουν ἡ σύζυγος καὶ τὰ παιδιά, οἱ γονεῖς, οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς, δὲν θ᾽αὐτοκτονοῦσε. Πρέπει νὰ ἔχῃ ἐκριζώσῃ ἀπὸ τὰ στήθη του κάποιος κάθε ἴχνος ἀγάπης καὶ συμπάθειας πρὸς τοὺς συνανθρώπους του γιὰ αὐτοκτονἠσῃ… Κανένας λογικὸς ἄνθρωπος δὲν επαινεί τὴν πράξη τοῦ αὐτοκτονοῦντος. Ἐὰν αὐτὸς, πρὶν αὐτοκτονήσῃ  ἐρωτοῦσε ἄλλους ἐὰν εῖναι λογικὸν καὶ πρέπον νὰ θέσῃ τέρμα εἰς τὴν ζωήν του, μύρια στόματα θὰ τὸν ἐφώναζον Ὄχι! καὶ θὰ τὸν ἀπέτρεπαν ἀπὸ τὴν βδελυρᾶ αὐτὴ πράξη.
Ἐν σχέσει πρὸς τὸν Θεὸν ἀσέβεια, ἐν σχέσει πρὸς τὸν πλησίον ἀσπλαγχνία, ἐν σχέσει δὲ πρὸς τὸν ἑαυτόν του ὄχι ἡρωισμό, ὅπως κάποιοι κακῶς λένε, ἀλλὰ δειλία καὶ ἀνανδρία εἶνε ἡ αὐτοκτονία. ῾Υπάρχουν στὸν κόσμο αὐτὸ  περιπέτειες καὶ θλίψεις. Ἐὰν ὁ  πάσχων ῥίψῃ ἕνα βλέμμα εἰς τὴν  κοινωνίαν, θὰ δῃ ὅτι πολλοὶ  συνάνθρωποί του ὑποφέρουν  περισσότερον ἀπ᾽αὐτόν, καὶ ὅμως δὲν  αὐτοκτονοῦν· εἰς τὴν καρδίαν των ζῇ ἡ ἐλπίδα καὶ εἰς τὰ χείλη των ἔχουν  τὸ «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου…

Κάπου εἶχα διαβάσει ὅτι κάποιος κύριος, ποὺ κατείχε μεγάλη κοινωνικὴ θέση ἐξ αἰτίας ὄχι καὶ τόσον σοβαροῦ οἰκογενειακοῦ ἐπεισοδίου, ἀπογοητεύθηκε τόσο πολύ ἀπὸ τὴν ζωή, ὥστε ἀποφάσισε ν᾽αὐτοκτονήσῃ. Βγῆκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν πόλι καὶ ἐπροχώρησε εἰς ἕνα κοντινό δάσος. Ἐκάθησε κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο, πῆρε τὸ περίστροφο, τὸ ἐστήριξε εἰς τὸν κρόταφόν του καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ πατήσῃ τὴν σκανδάλη. Ἀλλ᾽αἴφνης ἕνα στιβαρὸ χέρι ἄρπαξε τὸ ὅπλο ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ τὸν ἀφώπλισε. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἄρπαξε τὸ ὅπλο ἀπὸ τὸ χέρι του ἄνοιξε συζήτηση  μὲ τὸν ὑποψήφιο  αὐτόχειρα καὶ ἄκουσε τὴν ἱστορία του, ἔμαθε τὸν λόγο, για τὸν ὁποῖον ἤθελε ν᾽αὐτοκτονήσῃ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀπορῶ, κύριε, πῶς κατέληξες εἰς τὴν ἀπόφασιν αὐτὴν τῆς αὐτοκτονίας. Ἐγὼ δὲν ἔχω τὴν δικὴν σου θέσι καὶ τις δικές σου ἀπολαβές. Πάσχω καὶ ὑποφέρω οικονομικά. Εἰκοσι χρόνια ἔρχομαι ἐδῶ στὸ δάσος γιὰ νὰ μαζέψω κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τοῦ ἔτους μανιτάρια, γιὰ νὰ τὰ πουλήσω καὶ νὰ ζήσω τὴν γυναίκα μου καὶ τὰ παιδιά μου. Παρ᾽ὅλη ὅμως τὴν δυστυχία μου οὐδέποτε ἐσκέφθηκα νὰ θέσω τέρμα τὴν ζωήν μου…»

Ἔλλειψιν  θάρρους καὶ ἀνδρείας γιὰ τὴν ζωὴν  φανερώνει ὁ ἐπιχειρῶν ν᾿  αὐτοκτονήσῃ. Γι᾽αύτὸ καὶ ὁ  Ἀριστοτέλης λέγει· «Τὸ  ἀποθνῄσκειν φεύγοντα πενίαν ἢ  ἔρωτα ἤ τι λυπηρὸν οὐκ ἀνδρείου  ἀλλὰ μᾶλλον δειλοῦ· μαλακία γὰρ  τὸ φεύγειν τὰ ἐπίπονα. Φαῦλοι  βροτῶν γὰρ οὐ πονεῖν δυνάμενοι  θανεῖν ἐρῶσιν» (=τὸ νὰ πεθαίνῃ κάποιος γιατὶ πιέζεται ἀπὸ φτώχεια ἢ ἀπὸ ἔρωτα ἢ ἀπὸ κάτι λυπηρὸ δὲν εἶνε γνώρισμα ἀνδρείου ἀλλὰ μᾶλλον δειλοῦ· τὸ ν᾽ ἀποφεύγῃ κανεὶς ὅ,τι ἀπαιτεῖ κόπο εἶνε ἀνανδρία· ὅσοι δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς θνητοὺς εἶνε φαῦλοι, ἐπειδὴ δὲν ἀντέχουν νὰ κοπιάζουν προτιμοῦν νὰ πεθάνουν).

(H Ἐγκύκλιος ὅλη περιέχεται στο βιβλίο του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου «ΠΡΟΣ  ΤΟ ΧΡΙΣΤΕΠΩΝΥΜΟΝ ΠΛΗΡΩΜΑ» σσ. 322-329, ἔκδοση 1973).

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

 

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.