Κοιμησις Θεοτοκου· «Μαρθα Μαρθα…»
Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν
Ομιλια Μητροπολιτου Φλωρινης
π. Αυγουστινου Καντιώτου
«Μαρθα Μαρθα…»
«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία»(Λουκ. 10,41)
ΤΟ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα εὐαγγέλια. Σ᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος δίνει ἀπάντησι σ᾿ ἕνα ἐρώτημα, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους ἀνεξαιρέτως. Τὸ ἐρώτημα εἶνε· Ὑπάρχει μόνο ὕλη, ἢ ὑπάρχει καὶ πνεῦμα; Καὶ ἂν ὑπάρχῃ καὶ πνεῦμα, τότε ποιό ἀπὸ τὰ δύο εἶνε ἀνώτερο καὶ ποιό θὰ προτιμοῦμε, τὴν ὕλη ἢ τὸ πνεῦμα; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δίνει ἀπάντησι τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀλλὰ θὰ σᾶς παρακαλέσω, νὰ δώσετε προσοχή.
* * *
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς πῆγε στὴ Βηθανία σ᾿ ἕνα φτωχόσπιτο, ὅπου κατοικοῦσαν τρία πρόσωπα· ὁ Λάζαρος, ποὺ ἀργότερα θὰ τὸν ἀναστήσῃ ὁ Κύριος, ἡ Μάρθα ἡ ἀδελφή του, καὶ ἡ ἄλλη ἀδελφή του ἡ Μαρία. Ἡ χαρά, ποὺ ἐδοκίμασαν ἦταν ἀπερίγραπτη. Καὶ ἡ μὲν Μάρθα νόμισε, ὅτι θὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Κύριο ἐὰν ἑτοιμάσῃ ἕνα καλὸ τραπέζι. Γι᾿ αὐτὸ ἄφησε τὸ Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν κουζῖνα.
Ἡ Μαρία ὅμως, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε ὁ Χριστὸς μέσα στὸ σπίτι μέχρις ὅτου βγῆκε, δὲν ἀπομακρύνθηκε καθόλου ἀπὸ τὴ συντροφιά του. Σὰν σφουγγάρι ῥουφοῦσε ὅλα τὰ λόγια του, ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἄλλα στὸν κόσμο· ὅπως παρηγορεῖ ὁ Χριστὸς δὲν σὲ παρηγορεῖ κανένας. Μόνο τὰ δικά του λόγια δίνουν φτεροῦγες καὶ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο ψηλά, πολὺ ψηλά, γιὰ νὰ αἰσθανθῇ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι.
Ἡ Μάρθα κάποια στιγμὴ κουράστηκε μέσα στὴν κουζῖνα. Βγαίνει, ὅπως ἦταν ἀνασκουμπωμένη, καὶ λέει· «Κύριε, δὲ᾿ μὲ λυπᾶστε; Ἡ ἀδελφή μου μ᾿ ἄφησε μόνη. Δὲν τῆς λές, νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὸ κάθισμα καὶ νά ᾿ρθῃ μέσα στὴν κουζῖνα νὰ μὲ βοηθήσῃ;». Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλο ἀγάπη καὶ ξέρει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ζύγισε τὴ Μάρθα, ζύγισε τὴ Μαρία, καὶ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Εἶνε σὰν νὰ ἔλεγε· Μάρθα, στὸ φτωχικό σου δὲν ἦρθα γιὰ φαΐ. Ὅπως ἡ ἀδελφή σου ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐσὺ νὰ ἔρθῃς ἐδῶ ν᾿ ἀκούσῃς. Ὅσο γιὰ τὸ φαγητό, μετὰ τὴ διδασκαλία κάτι θὰ βρεθῇ νὰ φᾶμε. Ἐδῶ ἦρθα νὰ δώσω τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ Μαρία «τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο» (Λουκ. 10,41-42)· διάλεξε τὸ καλύτερο, διάλεξε ὄχι τὴν ὕλη ἀλλὰ τὸ πνεῦμα.
* * *
Νομίζω, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ εἶνε ἡ φωτογραφία ὅλων μας. Καὶ σήμερα βρίσκουμε ἀνάλογα παραδείγματα.
Ἀπ᾿ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδι τί σκέπτονται οἱ ἄνθρωποι σήμερα; Ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν «ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι» τὴν οἰκουμένην ὅλην, αὐτὰ σκέπτονται; Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν πέσει στὴν ὕλη. Ὅλοι, μὲ διαφόρους τρόπους, κυνηγοῦν τὸ χρῆμα. Πῶς τὰ ἑκατὸ νὰ τὰ κάνουν διακόσα, τὰ διακόσα νὰ τὰ κάνουν τετρακόσα… Συνεχῶς τρέχουν λαχανιασμένοι, σὰν τὸ σκύλο ποὺ τρέχει μὲ τὴ γλῶσσα του ἔξω.
Λένε γιὰ κάποιον ἀρχαῖο βασιλέα, ὅτι δὲν κοίταζε ἄλλο παρὰ μόνο πῶς νὰ θησαυρίσῃ. Παρακαλοῦσε τοὺς θεοὺς νὰ τοῦ κάνουν τὴ χάρι, ὅ,τι πιάνει νὰ γίνεται χρυσάφι. Καὶ οἱ θεοί, λέει, ἄκουσαν τὴν προσευχή του· καὶ ἔπιανε πέτρες γινότανε μάλαμα, ἔπιανε ξύλα γινότανε μάλαμα, ἔπιανε ζῷα γινότανε χρυσᾶ μοσχάρια, ἔπιανε λουλούδια γινότανε κι αὐτὰ χρυσᾶ. Κάθισε στὸ τραπέζι νὰ φάῃ, ἔγιναν καὶ τὰ πιάτα καὶ τὸ φαῒ χρυσᾶ. Τέλος ἄγγιξε καὶ τὴν κόρη του καὶ ἔγινε κι αὐτὴ χρυσὸ ἄγαλμα. Τότε κατάλαβε, ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλα πράγματα ἀνώτερα ἀπὸ τὸ χρυσάφι. Ὑπάρχουν τὰ λουλούδια ποὺ μυρίζουν, τὰ ἀηδόνια ποὺ κελαϊδοῦν, ἡ γυναίκα ποὺ ἀγαπάει, τὰ παιδιὰ μὲ τὴ στοργὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους. Ὑπάρχουν ἰδέες ἀθάνατες. Κατάλαβε, ὅτι τὸ χρυσάφι δὲν εἶνε θεός. Καὶ ἐν τέλει οἱ θεοὶ τὸν σπλαχνίστηκαν καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴν προηγουμένη κατάστασι.
Ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι λάτρεις τοῦ μπεζαχτᾶ, τῶν χρημάτων, τῶν δολλαρίων. Θεὸ ἔχουν ὄχι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν – ψέματα λένε· θεὸ ἔχουν τὸν χρυσό. Ἔπεσαν μὲ τὰ μοῦτρα ἄλλοι στὸ χρῆμα καὶ ἄλλοι στὴν σάρκα, στὸ βοῦρκο, ὅπως τὰ ἀκάθαρτα ζῷα. Ἔχουν σύνθημα· «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Α΄ Κορ. 15,32)· γλέντι, χορός, διασκέδασι, θέατρα, κινηματογράφος, πάρτυ, κρουαζιέρες κ.λπ.. Καὶ ἡ νεότης μας; Ὤ ἡ νεότης μας! Τί τραγούδια ψάλλει; Μιὰ νεότης, ποὺ πῆρε κάποτε τὶς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῆς Πίνδου καὶ τὶς ἕνωσε μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τώρα ποῦ ἔπεσε; Στὰ τυχερὰ παιχνίδια καὶ στὸν τεντυμποϊσμό. Θεός τους ἡ μπάλλα, τὸ ποδόσφαιρο. Ἂν τεντώσῃς τὸ αὐτί σου, θ᾿ ἀκούσῃς ἄλλος νὰ μιλάῃ γιὰ ἔρωτες, ἄλλος νὰ μιλάῃ γιὰ οἰνοποσίες, ἄλλος γιὰ χαρτοπαίγνια… ῎ Αχ, ἀδελφοί μου, ὁ κόσμος ἔφυγε πλέον ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περπατάει στὰ σοκάκια τοῦ διαβόλου. Σ᾿ ἕνα τέτοιο κόσμο, λοιπόν, ποὺ εἶνε ἀπορροφημένος μόνο ἀπὸ τὶς ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις καὶ ἀπὸ τὸ ἄτιμο χρῆμα, ἀκούγεται σήμερα ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ λέει· «Μάρθα Μάρθα», κόσμε κόσμε, «μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».
Ὁ κόσμος σήμερα εἶνε δραστήριος στὸ νὰ φτειάχνῃ ῥόδες, βίδες, δορυφόρους, ὑλικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα· ἀλλὰ γιὰ τὰ πνευματικά, γιὰ τὴν καλυτέρευσι τοῦ ἠθικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ του βίου, εἶνε ἀδρανὴς σὰν τὴ χελώνα. Ἀδιαφορεῖ. Ἔχει χρόνια νὰ πατήσῃ στὴν ἐκκλησία. Στὴν ἐκκλησία θὰ ᾿ρθῇ πιὰ νεκρός. Καὶ ἂν πῇς, Χριστιανέ μου, γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ ἐκτελέσῃς τὰ θρησκευτικά σου καθήκοντα; ἀμέσως στερεότυπος ἡ ἀπάντησις· «Δὲν ἔχω καιρό». Ἀπὸ τὶς εἰκοσιτέσσερις ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου, σὺ μάνα, σὺ παιδί, δὲν μπορεῖς νὰ κόψῃς δέκα λεπτὰ γιὰ νὰ δοξάσῃς τὸ Δημιουργό σου; Σὺ κοπέλλα μου, ποὺ τρῶς ὧρες ὁλόκληρες μπροστὰ στὸν καθρέφτη γιὰ νὰ θαυμάζῃς τὸ ε δωλό σου τὸ φθαρτό, γιὰ νὰ περιποιῆσαι τὰ μαλλιά σου, τὰ νύχια σου, τὸ κορμί σου ποὺ θὰ σαπίσῃ μέσα στὴ μαύρη γῆ, δὲν σοῦ περισσεύουν δέκα λεπτά, ν᾿ ἀνοίξῃς τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ διαβάσῃς τὰς Γραφάς, τοὺς βίους τῶν ἁγίων; Κ᾿ ἐσὺ ὁ ἄλλος;… ῎ Εχουμε καιρὸ νὰ ἀγρυπνοῦμε γιὰ διασκεδάσεις μέσ᾿ στὰ «μαντριὰ» τοῦ διαβόλου. Μὰ στὴν ἐκκλησία σβήσανε τὰ ἅγια, οἱ κανδῆλες, τὰ πάντα. Δὲν ὑπάρχουν πλέον ἱερὲς ἀγρυπνίες…
«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».
Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Κάποιο ἀνέκδοτο λέει τὸ ἑξῆς. Μιὰ μέρα σ᾿ ἕνα ὑπερωκεάνιο ταξίδευαν περίπου χίλιοι ἐπιβάτες. Ἦτο γαλήνη. Ἀλλὰ ἡ θάλασσα εἶνε ἄστατη. Σὲ λίγο τὰ κύματα σηκώθηκαν τόσο, ὥστε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα τὸ πλοῖο κινδύνευε νὰ καταποντισθῇ. Ὁ πλοίαρχος βλέποντας τὸν κίνδυνο διατάζει τὰ πάρουν ὅλοι τὰ σωσίβια καὶ νὰ κατεβοῦν στὶς βάρκες. Ὅλοι κατέβηκαν. Ἕνας μόνο δὲν ἐννοοῦσε ν᾿ ἀφήσῃ τὸ καράβι. Αὐτὸς τὴν ὥρα ἐκείνη πῆγε κι ἄνοιξε τὴ βαλίτσα καὶ μετροῦσε τὶς λίρες του. Καὶ μόνο αὐτό; Καθὼς τὸ πλοῖο ἔμεινε ἐγκαταλελειμμένο καὶ οἱ ἄνθρωποι ζητώντας νὰ σώσουν τὴ ζωή τους εἶχαν ἀφήσει πολύτιμα πράγματα, αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ μαζέψῃ κι ἄλλα. Σὰν τὸ κοράκι, ποὺ πέφτει στὸ ψοφίμι καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ τ᾿ ἀφήσῃ, ἔτσι κι αὐτὸς ἦταν ῥιγμένος στὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον. Τοῦ φωνάζουν· κανένα ἐνδιαφέρον αὐτός. Ὥσπου στὸ τέλος τὸ πλοῖο μὲ μιὰ ἀπότομη κλίσι βυθίζεται καὶ παίρνει κι αὐτὸν στὸ βυθὸ μαζὶ μὲ τὰ χρήματα καὶ μὲ ὅλα του τὰ πολύτιμα!
Καταλάβατε; Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ζωή μας. Θάλασσα εἶνε καὶ ταξιδεύουμε ὅλοι. Τελικῶς κανένας δὲν θὰ μείνῃ μέσα στὸ πλοῖο. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἔρχεται τὸ τέλος. Κόσμε, βγῆτε ἔξω, κατεβῆτε στὴν σωτήριο λέμβο. Καὶ ποιά εἶνε ἡ σωτήριος λέμβος; Εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶνε ἡ πίστις, εἶνε ἡ μετάνοια. Ὅσο ἔχουμε ἀκόμη καιρό, ἀδελφοί μου, ἂς σπεύσουμε. Πέρασαν τὰ χρονάκια τῆς ζωῆς μας. Σὲ πολλοὺς τὰ χιόνια κάθησαν στὰ μαλλιά. Περνᾷ ὁ κόσμος οὗτος. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Μηδέν τὰ πλούτη, μηδέν ἡ νεότης, μηδέν τὰ κάλλη… Ἕνα μένει, ἕνας μόνο ἀξίζει νὰ λατρεύεται, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὴ δίψα, ποὺ εἶχε ἡ Μαρία γιὰ τὸ Χριστό, νὰ ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς.
Τὸν Χριστὸ νὰ ἀγαπήσουμε, καὶ αὐτὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ταύρου [Νέων Σφαγείων\ Ἀθηνῶν, 15-8-1960· [ἐδημοσιεύθη καὶ στὸ περιοδικὸ «Σταυρός», τ. 42/Αὔγουστος 1964, σελ. 113 κ.ἑ. μεταγλωττισμένη στὴν καθαρεύουσα καὶ ἐλαφρῶς διασκευασμένη\)
στὸ ἀρχεῖο τοῦ π. Ἀμβροσίου βρέθηκε: 12ς81 15-8-1960 Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ν. Σφαγείων – Ἀθηνῶν πρ. εἰς τὸ «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνός δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41)
ἡ παροῦσα μορφὴ εἶνε ὅπως ἀπεμαγνητοφωνήθη ἀπὸ τὴν Ἀνδρονίκη Καπλάνογλου καὶ διωρθώθη ὑπ᾿ ἐμοῦ (Λαυρεντίου):
«ΜΑΡΘΑ ΜΑΡΘΑ,…»
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί! Σήμερον, ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, εἰς ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας ποὺ ἑορτάζεται ἡ ἔνδοξος ἑορτὴ τῆς Θεομήτορος, τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου, σήμερον λέγω εἰς ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιον ποὺ ἀκούσατε, τὸ εὐαγγέλιον ποὺ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα εὐαγγέλια ὅλου τοῦ ἔτους.
Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο δίνει ὁ Κύριος μίαν ἀπάντησιν. Μᾶς ἀπαντᾷ τὸ εὐαγγέλιον σήμερον εἰς ἕνα φλέγον ἐρώτημα· ἕνα ἐρώτημα, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους ἀνεξαιρέτως· ἕνα ἐρώτημα, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον στύβουν τὰ μυαλά τους οἱ μεγάλοι τοῦ κόσμου, μὰ δὲν μποροῦν νὰ βροῦν τὴν λύσιν, ἢ μᾶλλον δίνουν κακὴ λύσι καὶ ἀπὸ τὴν λύσι ἐπέρχεται ἡ κακοδαιμονία τοῦ κόσμου. Τὸ ἐρώτημα εἶνε· Ὑπάρχει μόνον ὕλη; Δηλαδή, ὑπάρχει μόνον ὁρατὸς κόσμος; Ὑπάρχουν μόνον ὑλικὰ πράγματα, ποὺ ἠμποροῦμεν νὰ τὰ πιάσωμεν, νὰ τὰ ψηλαφήσωμεν, νὰ τὰ ζυγίσωμεν, νὰ τὰ βάλωμεν εἰς τὰ ἐργαστήριά μας, εἰς τὰ χημεῖα μας καὶ νὰ τὰ ἀναλύσωμεν; Μόνον ὕλη ὑπάρχει; Ἢ ἐκτὸς τῆς ὕλης ὑπάρχει καὶ κάτι ἀνώτερον, ποὺ δὲν ζυγίζεται στὶς ζυγαριὲς τοῦ κόσμου, καὶ αὐτὸ τὸ ἀνώτερον ὀνομάζεται πνεῦμα; Καὶ ἂν ὑπάρχῃ καὶ πνεῦμα, τότε ποῖον ἀπὸ τὰ δύο εἶνε ἀνώτερο καὶ ποῖον θὰ προτιμοῦμε, τὴν ὕλη ἢ τὸ πνεῦμα; Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα δίνει ἀπάντησι τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀλλὰ θὰ σᾶς παρακαλέσω, νὰ δώσετε προσοχὴ τώρα ποὺ θὰ ἀκούσωμεν τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου καὶ νὰ προχωρήσωμεν εἰς τὴν πνευματικὴν ὠφέλειαν.
* * *
Λέγει τὸ εὐαγγέλιον, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπῆγε εἰς ἕνα χωριὸ τῆς Βηθανίας καὶ ὅτι ἐπεσκέφθη ἕνα πτωχὸ σπίτι, ἕνα φτωχόσπιτο. Στὸ σπίτι αὐτὸ κατοικούσανε τρία πρόσωπα. Τὸ ἕνα ἤτανε ὁ Λάζαρος, ποὺ ἀργότερα θὰ τὸν ἀναστήσῃ ὁ Κύριος. Τὰ ἄλλα πρόσωπα· τὸ δεύτερον ἦταν ἡ Μάρθα ἡ ἀδελφή του, καὶ τὸ τρίτον ἦτο πάλιν ἡ ἀδελφή του ἡ Μαρία. Τρία πρόσωπα, Λάζαρος Μάρθα καὶ Μαρία, ἀποτελοῦσαν μία εὐλογημένη οἰκογένεια, ἕνα σπίτι καλό, εὐτυχισμένο, ποὺ εἶχε τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ.
Στὸ σπίτι αὐτὸ τὸ φτωχικὸ ἐμπῆκε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ χαρά, ποὺ ἐδοκίμασαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ, ὁ Λάζαρος ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία, ἦταν ἀπερίγραπτος. Καὶ ἡ μὲν Μάρθα ἐνόμισε ὅτι θὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Κύριον ἐάν, τὴν ὥραν αὐτὴν ποὺ ἐπεσκέφθη ὁ Χριστὸς τὸ σπίτι, προσπαθοῦσε νὰ ἑτοιμάσῃ ἕνα καλὸ τραπέζι. Δι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἄφησε τὸν Χριστὸν καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν κουζῖνα καὶ ἄρχισε νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὸ δεῖπνο, διὰ τὸ τραπέζι ποὺ θὰ τοῦ ἔκανε.
Ἡ Μαρία ὅμως, ἀπὸ τὴν ὥραν ποὺ ἐμπῆκε ὁ Χριστὸς μέσα εἰς τὸ σπίτι μέχρις ὅτου βγῆκε, καθ᾿ ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα δὲν ἀπομακρύνθηκε καθόλου ἀπὸ τὴν συντροφιὰ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως τὸ σφουγγάρι ὅταν τὸ βάλῃς στὸ νερὸ ῥουφᾷ ὅλο τὸ νερό, ἔτσι σὰν σφουγγάρι ἡ Μαρία ῥοφοῦσε ὅλα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ· τὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ δὲν ὑπάρχουν στὸν κόσμο ἄλλα λόγια· [ὅπως παρηγορεῖ ὁ Χριστὸς\ δὲν σὲ παρηγορεῖ κανένας. Μπορεῖ νά ᾿σαι πλούσιος καὶ νά ᾿χῃς τοῦ κόσμου τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ τὰ χρήματά σου δὲν σοῦ κάνουν τίποτε. Τὸ πολὺ – πολὺ ν᾿ ἀγοράσῃς ἕνα μεταξωτὸ μαντήλι νὰ σφογγίσῃς τὰ δάκρυά σου. Ἀλλὰ τὰ δάκρυα, ε τε πέφτουν κάτω στὴ γῆ ε τε τὰ σφογγίζεις μὲ μεταξωτὸ μαντήλι, δάκρυα εἶνε. Μόνο τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας παρηγοροῦν τὶς ἀνθρώπινες ψυχές. Μόνο τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας ῥίπτουν βάλσαμο παρηγοριᾶς μέσα στὸν πονεμένον ἄνθρωπο. Μόνον τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας δίνουν φτεροῦγες, ἀέρινες φτεροῦγες, καὶ πετοῦν τὸν ἄνθρωπο ψηλά, πολὺ ψηλά, διὰ νὰ αἰσθανθῇ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν.
Λοιπὸν ἡ Μαρία ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ῥοφοῦσε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Μὰ ἡ Μάρθα σὲ μιὰ στιγμὴ κουράστηκε μέσα στὴν κουζῖνα καὶ βγαίνει ὅπως ἦταν ἀνασκουμπωμένη, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἑτοιμάσῃ πλούσιο τραπέζι στὸ Χριστό, καὶ λέγει· «Κύριε, δὲν μὲ λυπᾶστε; Ἡ ἀδελφή μου μ᾿ ἄφησε μόνη. Δὲν τῆς λές, νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὸ κάθισμα καὶ νά ᾿ρθῃ μέσα στὴν κουζῖνα νὰ μὲ βοηθήσῃ;». Καὶ τότε ὁ Χριστός, ὁ Χριστὸς ποὺ εἶνε ὅλο ἀγάπη, ὁ Χριστὸς ποὺ ξέρει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ὁ Χριστὸς πού ᾿νε μπροστά του ὅλα τὰ ἀνθρώπινα, τότε ὁ Χριστός, ποὺ μὲ τὸ μάτι του καὶ μὲ τὴν καρδιά του ζυγίζει τὸν καθένα, ἐζύγισε τὴ Μάρθα, ἐζύγισε τὴ Μαρία, καὶ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Εἶνε σὰν νὰ ἔλεγε· Ἐδῶ στὸ φτωχικό σου σπίτι, Μάρθα, δὲν ἦρθα διὰ νὰ φάγω. Καὶ ὅπως ἡ ἀδελφή σου ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐσὺ νὰ ἔρθῃς ἐδῶ ν᾿ ἀκούσῃς. Ὅσον ἀφορᾷ τὸ φαγητόν, μετὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, κάτι θὰ βρεθῇ νὰ φᾶμε, εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἱκανοποιήσωμε τὴν πεῖνα τὴν ἀνθρώπινη. Τώρα εἶνε ἡ ὥρα τῆς ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου. Τώρα εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ τραφῇ μὲ τὸ μάννα τὸ οὐράνιο, ποὺ τρέφει τὶς ἀνθρώπινες καρδιές. Γιατὶ δὲν τρέφεται μόνο μὲ ψωμὶ ὁ ἄνθρωπος· «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Δευτ. 8,3· Ματθ. 4,4). Πάνω ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ ψωμιοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἀνάγκην τῶν ἰδεῶν. Ὁ ἄνθρωπος τρέφεται μὲ ἰδέες. Καὶ μπορεῖ νά ᾿σαι φτωχαδάκι καὶ νά ᾿χῃς μέσα σου ἰδέες. Καὶ αὐτὲς οἱ ἰδέες νὰ τρέφουν τὴν ψυχήν σου. Καὶ μπορεῖ νά ᾿σαι πλούσιος καὶ νά ᾿χῃς τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, μὰ νὰ μὴ ἔχῃς ἰδέες, αἰσθήματα, ἐπιθυμίες, πόθους φλογερούς, καὶ νὰ μὴ εἶσαι ἀπολύτως τίποτε καὶ νά ᾿σαι πάντα κενὸς καὶ ἄδειος. Λοιπόν, στὸ σπίτι σου ἦλθα νὰ δώσω τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά… Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο…» (10,41-42). Αὐτὴ ἐδιάλεξε τὸ καλύτερον. Ἡ μὲν Μάρθα διάλεξε τὴν ὕλην, ἡ δὲ Μαρία διάλεξε τὸ πνεῦμα. Ἐδιάλεξε τὴν «ἀγαθὴν μερίδα», ἡ δὲ ἀγαθὴ μερὶς εἶνε δι᾿ ὀλίγων λέξεων τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἠκούσαμεν, ποὺ διαβάζεται ὅπως ε παμε εἰς ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, ἀπ ᾿ αὐτὸ τὸ εὐαγγέλιο τί διδασκόμεθα; Νομίζω, ὅτι τὸ εὐαγγέλιο τὸ σημερινὸ εἶνε ἡ φωτογραφία ὅλων μας. Νομίζω, ὅτι καὶ εἰς τὴν σημερινὴν κοινωνίαν μας βρίσκομεν ἀνάλογα παραδείγματα, ποὺ ταιριάζουν πολὺ μὲ τὸ περιεχόμενον τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
Ἀγαπητοί μου, ῥίψατε μιὰ ματιὰ μέσα στὴν κοινωνία τὴν σημερινή, βάλετε τ᾿ αὐτί σας νὰ ἀκούσητε τί λέγουν οἱ ἄνθρωποι. Ἴδετε τί κάνουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἐλᾶτε κατόπιν νὰ συζητήσωμεν. Ποῦ εἶνε οἱ ἄνθρωποι σήμερον; Ἀπὸ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδι τί σκέπτονται; Ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους καὶ τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν «ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι» τὴν οἰκουμένην ὅλην; Αὐτὰ σκέπτονται; Ἂν ἀνοίξωμεν τὰ κρανία τῶν ἀνθρώπων, ἂν ἔχωμε μυστικὰ κλειδιὰ καὶ μποῦμε μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, τί δὲν θὰ δοῦμε μέσα στὶς καρδιές! Τί εἶνε οἱ ἰδέες των, τί εἶνε οἱ ἐπιθυμίες των; Ποῖα εἶνε τὰ χρυσᾶ των ὄνειρα; Ποῖος ὁ λογισμός των; Οἱ ἄνθρωποι σήμερον εἶνε καθαρῶς ὑλικοί. Εἶνε μιὰ ἐποχὴ τῆς ὕλης, εἶνε μιὰ ἐποχὴ τῶν ὑλικῶν ἐνδιαφερόντων, ἀσχέτως ἐὰν ὁ ἄλφα ἀνήκῃ εἰς τὴν ἀριστερὰν παράταξιν ἢ ὁ βῆτα ἀνήκει εἰς τὴν δεξιὰν παράταξιν. Δὲν ἐξετάζω τὸν ἄνθρωπον άπὸ κομματικῆς πλευρᾶς. Μακριά ἀπὸ τὸν ἄμβωνα καὶ μακριά ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὰ κόμματα. Γιὰ ᾿μένα παραπάνω εἶνε ὁ Θεὸς καὶ ἡ αἰωνιότης. Τὰ κόμματα σβήνουν, καὶ θὰ σβήσουν ὅλα, καὶ νέα κόμματα καὶ νέα πρόσωπα καὶ νέες ἀρχὲς καὶ νέα συστήματα [θὰ ἔρθουν\. Ἀλλὰ ἐξετάζω τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ ὕψος αὐτοῦ, εἰς τὴν οὐσίαν αὐτοῦ· ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ εἶνε ἡ θρησκεία, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι σήμερον ἔχουν πέσει μέσα στὴν ὕλη. Τί κυνηγᾶνε; Ὅλοι τους, μὲ διαφόρους τρόπους, τὸ χρῆμα. Πῶς τὰ ἑκατὸ νὰ τὰ κάνουν διακόσα. Πῶς τὰ διακόσα νὰ τὰ κάνουν τετρακόσα. Συνεχῶς [τρέχουν\. Λαχανιάσανε. Σὰν τὸ σκύλο ποὺ τρέχει κ᾿ ἔχει βγάλει τὴ γλῶσσα του ἔξω λαχανιασμένος, κατὰ παρόμοιον τρόπον βλέπεις τοὺς ἀνθρώπους σήμερον λαχανιασμένους. Λένε [τὸ ἑξῆς\ γιὰ κάποιον ἀρχαῖον βασιλέα, ποὺ δὲν κοίταζε οὔτε τὸν λαόν του τὸν πεινασμένο οὔτε κανένα ἄλλο, ἀλλὰ ἐκοίταζε μόνον τὸν ἑαυτόν του, ἐκοίταζε μόνον τὸ παλάτι του, καὶ μιὰ δίψα εἶχε μέσα του· νὰ θησαυρίσῃ αὐτός. Παρακαλοῦσε τοὺς θεοὺς καὶ ἔλεγε, νὰ τοῦ δώσουν μιὰ χάρι· ὅ,τι πιάσῃ, νὰ γίνεται χρυσάφι. Καὶ οἱ θεοί, λέγει, ἤκουσαν τὴν προσευχήν του· καὶ ἔπιανε πέτρες καὶ γινότανε μάλαμα, ἔπιανε ξύλα γινότανε μάλαμα, ἔπιανε χορτάρια, γινότανε μάλαμα, ἔπιανε πουλιὰ γινότανε χρυσᾶ πουλιά, ἔπιανε ζῷα γινότανε χρυσᾶ μοσχάρια, ἔπιανε λουλούδια γινότανε καὶ αὐτὰ χρυσᾶ. Ἐκάθισε στὸ τραπέζι νὰ φάῃ, ἔγιναν καὶ τὰ πιάτα καὶ τὸ φαῒ χρυσᾶ. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦτο· ἄγγιξε καὶ τὴν κόρην του καὶ ἐγένετο καὶ αὐτὴ χρυσοῦν ἄγαλμα. Ὅταν ἔγιναν ὅλα χρυσάφι, τότε μπῆκε στὴ μεγάλη ἀπελπισία. Τότε κατάλαβε, ὅτι παραπέρα ἀπὸ τὸ χρυσάφι ὑπάρχουν καὶ ἄλλα πράγματα ἀνώτερα ἀπὸ τὸ χρυσάφι. Ὑπάρχουν τὰ λουλούδια ποὺ μυρίζουν, ὑπάρχουν τὰ ἀηδόνια ποὺ κελαΐδοῦν, ὑπάρχει ἡ γυναίκα ποὺ ἀγαπάει, ὑπάρχουν παιδιὰ μὲ στοργὴν καὶ ἐνδιαφέρον. Ὑπάρχουν ἰδέες ἀθάνατες. Τότε κατάλαβε ὁ δυστυχής, ὅτι τὸ χρυσάφι δὲν εἶνε ὁ Θεός. Καὶ οἱ θεοὶ τὸν εὐσπλαγχνίσθηκαν καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴν θέσιν του.
Τέτοια δίψα γιὰ τὸ Χριστὸ πρέπει νἀ ἔχουμε. Ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι μπεζαχτᾶδες, ἔγιναν μπίζνες, ἔγιναν ἄνθρωποι τῶν χρημάτων, τῶν δολλαρίων. Ἔχουν Θεὸν ὄχι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ―ψέματα λένε―, ἀλλὰ ἔχουν θεὸν τὸν χρυσόν, ὁ ὁποῖος ἔγινε τὸ νδαλμα, ἔγινε ὁ μαμωνᾶς, «ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου» (Β΄ Κορ. 4,4). Ἔπεσαν οἱ ἄνθρωποι ἄλλοι μὲν στὸ χρῆμα, καὶ ἄλλοι ἔπεσαν μὲ τὰ μοῦτρα [εἰς τὴν σάρκα\. Ὅπως τὰ ἀκάθαρτα τὰ ζῷα ποὺ ἔχουν πέσει μέσα στὸ βοῦρκο καὶ τσαλαπατοῦν τὸ βοῦρκο, ἔτσι ἀκριβῶς κι [αὐτοὶ\ ἔχουν πέσει μέσα στὸ βοῦρκο καὶ τσαλαπατοῦν τὸ βοῦρκο· ἔτσι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ μερὶς τοῦ κόσμου πέσανε εἰς τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις καὶ ἔχουν [σύνθημα\ ταμπέλλα· «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Α΄ Κορ. 15,32)· γλέντι, χορός, διασκέδασις, θέατρα, κινηματογράφος, πάρτυ, κρουαζιέρες καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐπιδιώκει ἡ ἄφρων αὐτὴ γενεά μας. Καὶ ἡ νεότης μας; Ὤ ἡ νεότης μας, ὤ ἡ νεότης ἡ Ἑλληνική! Νεότης τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, νεότης τῆς Καισαρείας, νεότης τοῦ Πόντου, Ἑλληνικὴ νεότης, ποῦ εἶνε ἡ νεότης; Τί τραγούδια ἔχει; τί θούρια ψάλλει; ῎ Επεσε ἡ νεότης ἀπὸ τὰ ἄστρα. Μιὰ νεότης ποὺ ἔκανε θαύματα. Μιὰ νεότης ποὺ πῆρε τὶς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῆς Πίνδου καὶ τὶς ἥνωσε μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Μιὰ τέτοια νεότης ποῦ ἔπεσε; Ἔπεσε μέσα στὰ τυχερὰ παιχνίδια, στὰ χαρτιά, στὸν τεντυμποϊσμό. Θεὸς σήμερον τῆς νεότητος ποιός εἶνε; Τὴν Κυριακὴ πρωῒ τρέχουν στὰ γήπεδα, καὶ θεός τους ἔγινε ἡ μπάλλα καὶ τὸ ποδόσφαιρο. Αὐτὴ λοιπὸν εἶνε σήμερον ἡ νεότης. Ἂν τεντώσῃς τὸ αὐτί σου, θ᾿ ἀκούσῃς ἄλλος νὰ μιλάῃ γιὰ τὴν γυναῖκα, ἄλλος νὰ μιλάῃ γιὰ ἔρωτα, ἄλλος νὰ μιλάῃ γιὰ οἰνοποσίες, γιὰ χαρτοπαίγνια… Καὶ αὐτὴν τὴν ἅγια ὥρα, ἀδελφοί μου, ποὺ εὑρισκόμεθα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, χιλιάδες Ἕλληνες δὲν εὑρίσκονται [ἐδῶ, ἀλλὰ εὑρίσκονται\ κοντὰ στὰ ἀκρογιάλια, σὰν τὰ ζῷα, σὰν τὰ κτήνη, ἀρσενικοὶ καὶ θηλυκοὶ κολυμποῦν μέσα στὰ κύματα. Ἐμαγαρίσαμε τὰ κύματά μας, ἐμαγαρίσαμε τὸν ἀέρα μας, ἐμαγαρίσαμε τὰ βουνά μας. Καὶ εἶμαι κατάπικρος καὶ λυπημένος. Καὶ λέγω, ἀδέρφια μου· δὲν θὰ μείνουν αὐτὰ ἀτιμώτητα. Τέτοια ἅγια ἡμέρα στὴ Μικρὰ Ἀσία ὅλοι τους ἦταν ἐδῶ στὴν ἐκκλησία καὶ ἐπροσηύχοντο στὸν Θεόν. Καὶ τέτοια ἁμαρτήματα, ποὺ γίνονται, χίλιες φορές, χίλιες φορές, χίλιες φορές, νά ᾿τανε ἐργάσιμη ἡμέρα ἡ σημερινή, νά ᾿τανε στὰ ἐργοστάσιά τους καὶ στὰ γραφεῖα τους, νὰ ἐργαζότανε καὶ νὰ ἔσταζε ὁ τίμιος ἱδρώτας. Ὦ Θεέ μου, ὦ Παναγία Δέσποινα, τί ἀτιμίες, τί μοιχεῖες, τί ἐγκλήματα θὰ γίνουν σήμερα στὴν Ἑλλάδα, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα! Ἀλλὰ τέτοιο μασονικὸν καὶ ἄθεον κράτος, τοιαῦτα ἐγκλήματα καὶ τοιαύτας ἀκολασίας καὶ διαφθορὰς ἐπιτρέπει νὰ γίνωνται ἐπάνω στὴ φλούδα αὐτὴ τῆς γῆς. Ἄχ, ἀδελφοί μου! Ἰδού λοιπὸν ὅτι ὁ κόσμος ἔφυγε πλέον ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περπατάει στὰ σοκάκια, μέσα στοὺς δρόμους καὶ τὰ μοναπάτια τοῦ διαβόλου. Καὶ σ᾿ ἕνα τέτοιο κόσμο, ποὺ εἶνε ἀπορροφημένος μόνον ἀπὸ τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις καὶ ἀπὸ τὸ ἄτιμον χρῆμα, σ᾿ ἕναν τέτοιο κόσμο ἀκούεται σήμερον ἡ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ λέγει· «Μάρθα Μάρθα», κόσμε κόσμε, «μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».
Ἔτσι ὁ κόσμος σήμερα εἶνε δραστήριος. Εἶνε μιὰ ἐποχὴ δραστηρία, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Πιὸ δραστηρία ἐποχὴ δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν σημερινή. Δραστηρία ἐποχὴ νὰ φτειάχνῃ ῥόδες, δραστηρία ἐποχὴ νὰ φτειάχνῃ βίδες, δραστηρία ἐποχὴ νὰ φτειάχνῃ σπούτνικ καὶ δορυφόρους καὶ νὰ πετᾷ στὴ σελήνη. Δραστηρία δραστηριωτάτη στὰ ὑλικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα, ἀλλὰ προκειμένου διὰ τὰ πνευματικά, προκειμένου διὰ τὴν καλυτέρευσιν τοῦ ἠθικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ μας βίου, ὁ ἄνθρωπος ἔχει καταπέσει πολύ. Εἶνε σὰν τὴν χελώνα. Εἶνε ἀδρανής. [Γι᾿ αὐτὰ ἀδιαφορεῖ. Ἔχει χρόνια ποὺ\ δὲν πάτησε στὴν ἐκκλησία. Στὴν ἐκκλησία θὰ ᾿ρθῇ πιὰ νεκρός. Πέρασαν δέκα χρόνια, ε κοσι χρόνια, τριάντα χρόνια, πλησιάζει τὸ πόδι του μέσα στὸν τάφο, στὴν ἐκκλησία δὲν ἔρχεται. Ἂν μοῦ πῇς, Πήγαινε νὰ τὸν φέρῃς, ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ· Προτιμῶ νὰ πάω στὸ νεκροταφεῖο καὶ νὰ φωνάξω «Ἐν ὀνόματι τοῦ Ναζωραίου σήκω ἐπάνω, νεκρέ!». Μπορῶ νὰ ἐλπίζω, ὅτι μὲ τὸν Χριστὸν θὰ ἀναστήσω ἕνα νεκρὸν ἀπὸ τὸ τάφο, ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ θὰ τὸν φέρω ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, παρὰ νὰ φέρω ἕνα τέτοιον. Γιατὶ εἶνε νεκρός, ἄταφος νεκρός. Ἐγέμισαν τὰ Σφαγεῖα καὶ ἡ κοινωνία μας ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ μέσα τους πεθάνανε τὰ ἰδανικά, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ὅ,τι εὐγενὲς καὶ ἱερὸν εἶχε ἡ Ἑλληνικὴ φυλή. Λοιπόν; εἶνε ἀδρανεῖς, νεκροί.
«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά…». Καὶ ἅμα τοὺς πλησιάσῃς καὶ τοὺς πῇς, Χριστιανέ μου Καλέ, γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ ἐκτελέσῃς τὰ θρησκευτικά σου καθήκοντα; ἀμέσως στερεότυπος ἡ ἀπάντησις· ἡ ἀπάντησις, ποὺ δίνουν μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἐγγράμματοι καὶ ἀγράμματοι, χωρικοὶ καὶ ἄνθρωποι τῶν πόλεων. Μία εἶνε ἡ ἀπάντησις, ὅταν θέλῃς νὰ τοὺς ὑπενθυμίσῃς, ὅτι ὕστερα ἀπὸ τὰ ἐπαγγελματικά τους, τὰ οἰκογενειακά τους καὶ ἀτομικά τους συμφέροντα, ὑπάρχει αἰωνιότης, ὑπάρχει Θεός, ὑπάρχει ζωὴ αἰώνιος· ὅταν τοὺς ὑπενθυμίσῃς τὸ καθῆκον αὐτό, μία καὶ στερεότυπος εἶνε ἡ ἀπάντησις. Ποία; Ἀκοῦστε την, τοῦ διαβόλου εἶνε. Τί λέγει; «Δὲν ἔχομεν καιρό…». Γιά νὰ δῶ, ποιός εἶσαι σὺ ποὺ λέγεις ὅτι δὲν ἔχεις καιρό; Καιρὸ ἔχομεν γιὰ περιπάτους, καιρὸ ἔχομεν γιὰ μπάνια, καιρὸ ἔχουμε γιὰ θέατρα, καιρὸ ἔχουμε γιὰ κινηματογράφους, καιρὸ ἔχουμε γιὰ διασκεδάσιες, καιρὸ ἔχουμε γιὰ χαρτοπαίγνια, καιρὸ ἔχουμε γιὰ ὅλου τοῦ κόσμου τὰ πράγματα. Εἰκοσιτέσσερις ὧρες κτυπᾷ τὸ ρολό᾿ι. Ὤ αὐτὲς οἱ ὧρες, ὤ αὐτὰ τὰ λεπτά, ποὺ ζυγίζουν αἰῶνες! Ἀπὸ τὶς εἰκοσιτέσσερις ὧρες δὲν μπορεῖς, ἄνθρωπε, νὰ κόψῃς δέκα λεπτὰ καὶ πρωῒ – πρωῒ νὰ γονατίσῃς στὸ Θεὸ καὶ [νὰ τὸν ὑμνήσῃς\ σὰν τὰ πουλιά, ποὺ μόλις ξυπνοῦνε ψάλλουν\; Ῥίξε μιὰ ματιὰ στὰ πουλιὰ ποὺ εἶνε στὰ κλαδιά. Ὅταν ὁ κορυδαλλὸς καὶ ὅταν τὰ [ἄλλα\ πουλιὰ ξυπνοῦνε, δὲν τρέχουνε ἀμέσως στὶς δουλειές των, νὰ βροῦνε σπόρο νὰ φᾶνε, ἀλλὰ ἐπάνω στὰ κλαδάκια κελαηδᾶνε, ψάλλουνε τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ. Δόξα σοι, ὁ Θεός, ποὺ μᾶς ξημέρωσες. Δέκα λεπτὰ λοιπὸν δὲν μπορεῖς νὰ κόψῃς γιὰ νὰ δοξάσῃς τὸ Δημιουργό; Δέκα λεπτὰ δὲν μπορεῖς, σὺ μάνα, σὺ παιδί; Σὺ κοπέλλα, δὲν μπορεῖς, ποὺ τρώγεις ὧρες ὁλόκληρες μπροστὰ στὸν καθρέπτη καὶ θαυμάζεις τὸ ε δωλόν σου τὸ φθαρτό, ποὺ σκώληξ θὰ γίνῃ μέσα στὴ μαύρη γῆ; Δὲν σοῦ περισσεύουν λοιπὸν ἀπὸ τὶς εἰκοσιτέσσερις ὧρες δέκα λεπτά, ποὺ τόσα λεπτὰ ξοδεύεις διὰ νὰ περιποιῆσαι τὰ νύχια σου καὶ τὰ δάκτυλά σου τὸ κορμί σου, ποὺ θὰ σαπίσῃ μέσα στὴ μαύρη γῆ, δὲν σοῦ περισσεύουν λοιπόν, κοπέλλα μου, δέκα λεπτὰ ν᾿ ἀνοίξῃς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ διαβάσῃς τὰς Γραφάς, τὸν βίον τῶν ἁγίων; Καὶ σὺ ὁ ἄλλος…
Καὶ ὅλη ἡ ἑβδομάδα γιὰ πάρτε νὰ μετρήσετε, πάρτε νὰ μετρήσετε. Κάθε μέρα ἔχει εἰκοσιτέσσερις ὧρες καὶ ὅλη ἡ ἑβδομάδα ἑκατὸν ἑξήντα ὀκτὼ ὧρες. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, σον ἑκατὸν ἑξήντα ὀκτὼ ὧρες. Ἀδέλφια μου, θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεός, θὰ μᾶς δικάσουν τὰ ἄστρα. Καὶ αὐτὰ τὰ βράχια ποὺ πατοῦμε θὰ γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε. «Δὲν ἔχουμε καιρό…». Δὲν μπορεῖς, ἀπὸ τὶς ἑκατὸν ἑξήντα ὀκτὼ ὧρες, νὰ σταθῇς μία ὥρα στὴν ἐκκλησία; Μία ὥρα βαστάει ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…». Δὲν μπορεῖς λοιπὸν μία ὥρα νὰ σταθῇς ὄρθιος ἐδῶ μέσα στὴν ἐκκλησία, νὰ πάρῃς ἄρωμα, νὰ πάρῃς φτεροῦγες, ν᾿ ἀνεβῇς στὰ ἄστρα, νὰ δοξάσῃς τὸν Θεόν; Ἔχομεν καιρὸ γιὰ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου, καὶ γιὰ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχομεν καιρό. Καὶ κάθε βράδι μέσ ᾿ στὰ μαντριὰ τοῦ διαβόλου [γίνονται τὰ ἀνήκουστα\. Ἂν ε χαμε φιλότιμο, ἂν ἤμεθα Ἕλληνες, ἂν πιστεύαμε στὸ Θεό, θὰ ἔπρεπε νὰ τὰ κάψωμεν μὲ πετρέλαιον τὰ μαντριὰ τοῦ διαβόλου, τοὺς κινηματογράφους, ποὺ θὰ βγοῦν τὰ κορίτσια σας πόρνες καὶ τὰ παιδιά σας ἐγκληματίες καὶ λῃσταί. Μέσ᾿ στὰ μαντριὰ τοῦ διαβόλου μέχρι τὶς 2 ἡ ὥρα παίζουν τὰ πιὸ αἰσχρὰ ἔργα. Ἔχουμε καιρὸ νὰ ἀγρυπνοῦμε μέσ᾿ στὰ μαντριὰ τοῦ διαβόλου. Μὰ ἐδῶ στὴν ἐκκλησία ἐσβήσανε τὰ ἅγια καὶ οἱ κανδῆλες, τὰ πάντα. Δὲν ὑπάρχουν πλέον ἱερὲς ἀγρυπνίες τοῦ Θεοῦ μας.
«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Εἰς τὸ τέλος τοῦ λόγου εὑρισκόμενος, διὰ νὰ σᾶς παραστήσω ζωηρότερον τὴν τραγικότητα τῆς στιγμῆς, τὴν τραγικότητα τῆς θέσεώς μας, σᾶς ἀναφέρω κάποιον ἀνέκδοτον. Μιὰ μέρα μπῆκαν σ᾿ ἕνα καράβι, σ᾿ ἕνα ὑπερωκεάνιο, νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Εὐρώπη καὶ νὰ πᾶνε κάτω στὸ Σικάγο. Μέσα στὸ καράβι μουσική, τραγούδια, χοροί, τὰ πάντα. Καὶ μέσα στὸ καράβι ἤτανε περίπου χίλια ἄτομα ἐπιβάται· Ἰταλοί, Πορτογάλλοι, Φράγκοι, Ἱσπανοί, Γερμανοί, Ἄγγλοι, Ἕλληνες. Μπουνάτσα, γαλήνη… Ἀλλὰ ἡ θάλασσα εἶνε ἄστατος. Σὲ λίγο στὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανὸ τὰ κύματα σηκώθηκαν ψηλά. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα τὸ πλοῖο κινδυνεύει νὰ καταποντισθῇ. Ὁ πλοίαρχος ἄγρυπνος ἐπάνω στὴ γέφυρα, βλέπων τὸν κίνδυνον νὰ καταποντισθῇ τὸ πλοῖον, διατάσσει νὰ κατεβάσουν κάτω ὅλες τὶς βάρκες, κάτω στὴ θάλασσα, καὶ νὰ πέσουν πρῶτα τὰ παιδιά, οἱ γυναῖκες καὶ μετὰ οἱ ἄντρες, νὰ μποῦνε στὶς βάρκες καὶ τὰ πάρουν τὰ σωσίβια. Ὅλοι τους μὲ τάξι καὶ ῥυθμὸν κατέβηκαν μέσα στὶς βάρκες. Ἕνας μόνον δὲν ἐννοοῦσε νὰ ἀφήσῃ τὸ καράβι. Τοῦ φωνάζουν, τοῦ φωνάζουν δυνατώτερα, μὰ δὲν ἔβγαινε. Κουφὸς ἤτανε; Δὲν ἤτανε κουφός. Αὐτὸς ἐπῆγε καὶ ἄνοιξε τὴ βαλίτσα του καὶ μετροῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη τὶς λίρες. Καὶ ὄχι μόνο προσπαθοῦσε νὰ μετρήσῃ, ἀλλὰ ἔκανε καὶ κάτι ἄλλο. Ὅταν τὸ πλοῖο ἔμεινε ἔρημο και ἐγκαταλελειμμένο καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀφήσει δακτυλίδια, χρυσάφια, πολύτιμα πράγματα, καὶ ζητοῦσαν μόνο τὴν ψυχούλα τους νὰ σώσουν μέσ᾿ στὶς βαρκοῦλες ―ξέρουν οἱ πρόσφυγες πῶς φύγανε ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια―, ἐνῷ λοιπὸν ὁ κόσμος ἦταν μέσ ᾿ στὶς βάρκες, αὐτὸς [ἔμενε ἀκόμα μέσα στὸ πλοῖο\, καὶ μετροῦσε, χάϊδευε τὴν ὥρα ἐκείνη τὰ χρήματα, τὶς λίρες, καὶ προσπαθοῦσε νὰ μαζέψῃ κι ἄλλα. Νόμιζε, ὅτι μποροῦσε τὴν τελευταία στιγμὴ μ᾿ ἕνα σάλτο νὰ πηδήσῃ μέσ᾿ στὶς βάρκες. Τοῦ φώναζαν· τίποτε αὐτός. Ἤτανε πάνω στὰ χρήματα, σὰν τὸ κοράκι ποὺ πέφτει πάνω στὸ ψοφίμι καὶ δὲν ἐννοεῖ ν᾿ ἀφήσῃ τὸ ψοφίμι. Ἔτσι κι αὐτὸς [ἦταν\ ῥιγμένος πάνω στὸ χρυσίον καὶ ἀργύριον καὶ στὰ πολύτιμα πράγματα. Τοῦ φωνάζουν· κανένα ἐνδιαφέρον αὐτός. Ἐπὶ τέλους τὸ πλοῖον μὲ μιὰ ἀπότομη κλίσι καταβυθίζεται πρὸς τὰ κάτω καὶ παίρνει κι αὐτὸν μαζὶ μὲ τὰ χρήματα καὶ μὲ ὅλα του τὰ πολύτιμα!
Ἔτσι εἶνε, ἀγαπητοί μου, καὶ ἡ ζωή μας. Καταλάβατε; Θάλασσα εἶνε ἡ ζωή μας. Ταξιδεύομεν. Μέσα στὸ πλοῖο ε μεθα ὅλοι. Δὲν θὰ μείνῃ κανένας μέσα στὸ πλοῖο. Κόσμε, ἐβγᾶτε ἔξω. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα κατεβῆτε κάτω στὴν σωτήριον λέμβον. Ποία εἶνε ἡ σωτήριος λέμβος; Εἶνε ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία, εἶνε ἡ μετάνοια, εἶνε ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο ἔχομεν καιρὸ ἀκόμη, ἀδελφοί μου. Προσέξτε τώρα σὲ λίγο, τί θὰ πῇ ὁ ἱερεύς. Τὸ προσέξατε. Πέρασαν τὰ χρονάκια τῆς ζωῆς μας· ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει στὶς πλάτες του δέκα χρόνια, ε κοσι χρόνια, τριάντα χρόνια, πενήντα χρόνια… Τὰ χιόνια μέσα στὰ μαλλιά μας. Περνᾷ ὁ κόσμος οὗτος. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,…) Μηδὲν τὰ πλούτη, μηδὲν ἡ νεότης, μηδὲν τὰ κάλλη, μηδὲν τὰ πάντα· ἕνα μόνον εἶνε, εἷς μόνον ὑπάρχει, ἕνας μόνον ἀξίζει, ἕνας πρέπει νὰ λατρεύεται. Ἕνα ν᾿ ἀγαπᾶτε, δι᾿ ἕνα νὰ θυσιάζεσθε, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε. Αὐτὸν νὰ ἀγαπήσωμεν καὶ διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ταύρου Ἀθήνα 15-8-1960· ἐδημοσιεύθη καὶ στὸ περιοδικὸ «Σταυρός», τ. 42/Αὔγουστος 1964, σελ. 113 κ.ἑ.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.