Αυγουστίνος Καντιώτης



ΓIATI YΠΑΡΧΟΥΝ ΑΠΙΣΤΟΙ; ΜΟΝΟ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΝΕΙ ΠΙΣΤΟΣ ΣΤΙΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ

date Σεπ 23rd, 2014 | filed Filed under: ΕΡΜΗΝΕΙΑ Β´ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΠΙΣΤΟΙ;

Απαντά ο αγωνιστής ιεράρχης της Φλώρινας π. Αυγουστίνος Καντιώτης, σε ηχητικό μήνυμα 15 λεπτών
πόσπασμα ερμηνεία Αγίας Γραφής, στην (Β΄ Θεσ. 3,2), στον κύκλο ανδρών στη Φλώρινα)

«…Δὲν εἶνε λοιπὸν ἡ πίστι ζήτημα γνώσεως. Μπορεῖ ἕνας ν᾿ ἀκούσῃ χίλια κηρύγματα καὶ νὰ μὴν καταλάβῃ γρῦ· κινέζικα καὶ γιαπωνέζικα νὰ τοῦ φαίνωνται. Κι ὁ ἄλλος ν᾿ ἀκούσῃ ἕνα λόγο καὶ νὰ σωθῇ. Χρειάζεται φωτισμός.
«Οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις». Λίγοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν. Οἱ ἄλλοι δὲν πιστεύουν. Ὄχι γιατὶ ἡ πίστι μας δὲν ἔχει ἐπιχειρήματα ―ἔχει τὰ μεγαλύτερα ἐπιχειρήματα―, ἀλλὰ διότι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν διάθεσι, δὲν θέλουν νὰ πιστεύσουν. Γι᾿ αὐτὸ παραμένουν στὸ σκοτάδι.

_____

_____

Προνόμιο εἶνε νὰ πιστεύῃ κανεὶς στὸ Χριστό, εἶνε πολὺ μεγάλη δωρεά, εἶνε χάρις Θεοῦ.
Τώρα, σὲ ποιούς βρίσκεται ἡ πίστι; Ποῦ βλαστάνει; Ὅπως τὸ λουλούδι δὲ᾿ φυτρώνει ὅπου νά ᾿νε, ἀλλὰ θέλει καλὸ χῶμα – καστανόχωμα καὶ νερὸ γιὰ νὰ βλαστήσῃ καὶ ν᾿ ἀναπτυχθῇ, καὶ φυτρώνει καὶ ἀνθίζει μέσα στὴ γλάστρα καὶ ὄχι στὸν πατημένο δρόμο, ἔτσι καὶ ἡ πίστι ἀνθίζει στὴ γλάστρα ποὺ ἔχει μέσα χῶμα. Ἡ δὲ γλάστρα αὐτὴ λέγεται ταπείνωσις. Ὅπου εἶνε ἡ ταπείνωσις, ἐκεῖ εἶνε καὶ ἡ πίστι.
Πῶς νὰ πιστέψῃ ἐκεῖνο τὸ παλιόπαιδο, ποὺ πῆγε στὸ γυμνάσιο καί, ἐνῷ δὲν ξέρει ποῦ πᾶν᾿ τὰ τέσσερα, νομίζει ὅτι τὰ ξέρει ὅλα; Πῶς νὰ πιστέψῃ ὁ ἄλλος, ὁ ἀνόητος, ποὺ εἶνε φαντασμένος καὶ νομίζει ὅτι, ἐπειδὴ πῆγε στὴν παιδαγωγικὴ ἀκαδημία(*) ἢ σὲ ἄλλες σχολές, εἶνε πάνσοφος, ἐνῷ εἶνε τελείως ἀγράμματος καὶ οὔτε τὴν ὑπογραφή του δὲν ἔμαθε νὰ βάζῃ;
Ὅπου ὑπάρχει ὑπερηφάνεια, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει πίστι. Ὅπου ὑπάρχει ταπείνωσι, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ πίστι.
«Λάλει Κύριε, καὶ ὁ δοῦλος σου ἀκούει» (βλ. Α΄ Βασ. 3,9-10). Ὅπως τὸ παιδάκι ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν πατέρα του, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς πρέπει νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν πατέρα μας, τὸ Θεό.

Μoνο o Χριστoς μενει πιστος στις υποσχεσεις του

στίχ. 3. «πιστὸς δέ ἐστιν ὁ Κύριος».

Ὅλοι μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπατοῦν, ἕνας δὲν μᾶς ἀπατᾷ ποτέ, ὁ Θεός. Ὅ,τι ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός, θὰ μᾶς τὸ δώσῃ. Δὲν εἶνε σὰν κάτι τράπεζες ποὺ χρεωκοποῦν.
Τώρα τί θὰ γίνῃ μὲ τὶς καταθέσεις, δὲν θέλω νὰ μιλήσω. Καταθέτουν στὶς τράπεζες τὰ χρήματά τους οἱ ἄνθρωποι καὶ κάθονται ἥσυχοι. Μέχρι στιγμῆς κρατιέται ἡ πίστις στὶς τράπεζες, καὶ εἶνε καλὸ αὐτό. Ἔτσι ἔχουν μαζέψει τὰ ταμιευτήρια χρήματα πολλά, μὲ τὰ ὁποῖα γίνονται τὰ ἔργα, γέφυρες δρόμοι κ.ἄ..
Ἐκεῖ στὰ Γρεβενά, θυμᾶμαι, ἦταν κάποιος φοβερὸς τσιγγούνης καὶ δὲν ἔδινε καμμιά ἐλεημοσύνη. Τοῦ εἶχα πεῖ μιὰ φορά· ―Κατάθεσε κ᾿ ἐσὺ μιὰ φορὰ στὴν τράπεζα τοῦ Θεοῦ· «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν» (Παρ. 19,17). ―Ἄσε με, μωρέ, λέει, ἐγὼ ξέρω τί κάνω· ξέρω ποῦ βάζω τὰ χρήματά μου. Μετὰ ἔγινε ἕνα κράχ, χρεωκόπησε τὸ κράτος, καὶ οἱ τριακόσες χιλιάδες ποὺ εἶχε στὴν τράπεζα δὲν εἶχαν ἀξία οὔτε γιὰ τριακόσα πλατανόφυλλα.
Τίποτε δὲ᾿ μένει σταθερὸ καὶ ἀκλόνητο. Καὶ οἱ μεγαλύτερες τράπεζες χρεωκοποῦν. Ὅλα πέφτουν, ὅλα εἶνε ματαιότης καὶ μιὰ ψευτιά. Μέσα στὴν Ἀθήνα πρὸ 60 ἐτῶν, ὅταν ἔγινε ἡ Ῥωσικὴ ἐπανάστασι, περπατοῦσαν διωγμένοι πλουσιώτατοι Ῥῶσοι, ἔκπτωτοι πρίγκιπες, ποὺ εἶχαν τὰ ρούβλια καὶ τά ᾿διναν μὲ τὴν ὀκᾶ γιὰ νὰ πάρουν τσιγάρα. Τὸ ρούβλι ἦταν τότε ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα νομίσματα τῆς ἐποχῆς. Ἀλλὰ ξέπεσε μὲ τὶς ἐπαναστάσεις.
Λοιπὸν ὅλα μᾶς ἀπατοῦν, ἕνας δὲ᾿ μᾶς ἀπατᾷ, ὁ Χριστός. Πρέπει νὰ ἔχουμε πίστι. Ὅλοι ἐὰν σ᾿ ἐγκαταλείψουν, ὁ Χριστὸς δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψῃ. Τὸ εἶπε ὁ ίδιος· Πιστεύεις σ᾿ ἐμένα, μ᾿ ἀκολουθᾷς, ἐκτελεῖς τὸ θέλημά μου; δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψω, δὲ᾿ θὰ σὲ ἀφήσω, θὰ σ᾿ ἔχω κάτω ἀπὸ τὴν προστασία μου (βλ. Γέν. 28,15· Δευτ. 31,6· Γ΄ Βασ. 6,13· Α΄ Παρ. 28,20· Ἰουδίθ 7,30).

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.