«AKOMA TΡΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΙΝΕΥΪ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΣΕΤΑΙ» (Ἰωνᾶ 3,4).
Το συντομωτερο κηρυγμα που εφερε σε μετανοια
ολόκληρη πόλη και εσώθη απο βέβαια καταστροφή
Από το Δ΄Τεῦχος «ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ»του Μητροπολίτου Φλωρινης Αυγουστίνου
Ο ΙΩΝΑΣ παρήκουσε στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ πάῃ καὶ νὰ κηρύξῃ στὴ μεγάλι πόλι τῆς Νινευῒ καὶ ἔκανε τὴν ἀπόπειρα νὰ δραπετεύσῃ. Ἀλλὰ ἡ θάλασσα μὲ τὴν τρικυμία τὸν ἐμπόδισε καὶ ἕνα μεγάλο κῆτος τὸν ἐπανέφερε στὴν ἀρχική του ἀποστολή. Καὶ τότε ὁ Ἰωνᾶς, διδαγμένος καὶ μετανοημένος, παίρνει πάλι τὴ διαταγὴ ἀπὸ τὸ Θεό.
Βάδισε χιλιόμετρα καὶ ἔφτασε στὴ Νινευΐ. Ἕνας αὐτός, ὁλομόναχος, ἀλλὰ ἔχοντας τὸ Θεὸ μαζί του, ἄρχισε τὸ κήρυγμα. Ἦταν τὸ πιὸ μικρὸ κήρυγμα, ποὺ ἔκανε προφήτης. Εἶπε λίγα λόγια, ποὺ κράτησαν ὄχι μιὰ ὥρα, ὄχι μισὴ ὥρα, ὄχι λίγα λεπτά, ἀλλὰ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα.
«Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευῒ καταστραφήσεται» (Ἰωνᾶ 3,4). Τρεῖς ἡμέρες διωρία καὶ θὰ καταστραφῇ ἡ Νινευΐ.
Τί ἔκαναν οἱ κάτοικοι τῆς Νινευΐ, ὅταν ἄκουσαν αὐτὸ τὰ λόγια; Ἔκλεισαν τὰ αὐτιά τους; Ὄχι. Τὰ ἄνοιξαν. Ἄνοιξαν καὶ τὶς καρδιές τους, καὶ πίστεψαν στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίστεψαν οἱ μικροί, ἐπίστεψαν οἱ μεγάλοι, ἐπίστεψαν οἱ γυναῖκες, ἐπίστεψαν οἱ ἄνδρες, ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἐπίστεψαν. Καὶ αὐτὸς ἀκόμα ὁ βασιλιᾶς ἄκουσε στὰ ἀνάκτορα, ὅτι ἔφτασε ἕνας προφήτης ποὺ λέει ὅτι θὰ καταστραφῇ ἡ πόλις, καὶ διέταξε γενικὸ πένθος, πάνδημο πένθος. Διέταξε, ὁλόκληρη ἡ Νινευῒ νὰ νηστεύσῃ τρεῖς ἡμέρες.
Ὄχι μόνο ὁ βασιλεὺς νήστευσε καὶ πέταξε τὴν κορώνα καὶ τὰ χρυσᾶ του καὶ ἔβγαλε τὴν ἁλουργίδα του καὶ φόρεσε σακκὶ καὶ πάνω στὸ κεφάλι του ἔβαλε στάχτη καὶ ἔκλαιγε καὶ ἀναστέναζε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀθῷα νήπια ἀκόμα διέταξε κι αὐτὰ νὰ μὴ βυζάξουν τρεῖς ἡμέρες, καὶ τὰ ζῷα ἀκόμα νὰ μὴ βοσκήσουνε.
Καὶ ἀκουγόταν ἕνας θρῆνος παντοῦ στὴ Νινευΐ. Τὰ πρόβατα, τὰ βόδια, τὰ γαϊδουράκια, ὅλα ἐφώναζαν. Ξέρετε πολὺ καλὰ ὅσοι εἶσθε ἀπὸ χωριά, ὅτι τὰ ζῷα, ὅταν τ᾿ ἀφήσῃς νηστικά, ἀρχίζουν νὰ φωνάζουν ὅλα μαζὶ καὶ δημιουργοῦν ἕνα θόρυβο μεγάλο.
Ἐθρήνει στὴ Νινευῒ ὁλόκληρος ἡ φύσις. Κάθε πλάσμα, ἄνθρωποι καὶ ζῷα, ἐζήτει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ποῖο ἦτο;
Ἡ πόλις σῴζεται, ὁ Ἰωνᾶς λυπᾶται!
Ἐσώθη ἡ πόλις. Δὲν ἔγινε ἡ καταστροφή.
Πῶς ἐσώθη; Ἂν ἐπιτρέπεται ἡ φράσις, μετενόησε ὁ Θεός. Δὲν ἁρμόζει αὐτὴ ἡ φράσις στὸν Θεό. Ἀλλὰ τὸ λέγει ἡ Γραφή· «Καὶ μετενόησεν ὁ Θεός…» (Ἰωνᾶ 3,10). Δηλαδή, ἀνεκάλεσε τὴν ἀπόφασί του ὁ Θεὸς καὶ ἡ Νινευῒ δὲν κατεστράφηκε.
Ἄλλαξε τώρα τὸ κλίμα. Ὅλοι ἦταν χαρούμενοι. Τὰ ἀνάκτορα εἶχαν χαρά, οἱ ἄρχοντες χαρά, οἱ γυναῖκες χαρά, τὰ παιδιὰ χαρά· ὅλος ὁ κόσμος ἐχαίρετο.
Ἕνας μόνον ἐλυπεῖτο. Ποιός, Θεέ μου; Ὁ Ἰωνᾶς ὁ προφήτης! Πῆγε νὰ σκάσῃ καὶ νὰ πλαντάξῃ ἀπὸ τὴ θλῖψι. Ἄκου ἐκεῖ τί εἶνε ὁ ἐγωϊσμὸς τοῦ ἀνθρώπου! Δηλαδὴ αὐτὸς ἤθελε νὰ καταστραφῇ ἡ Νινευΐ, γιὰ νὰ βγῇ αὐτὸς ἀληθινὸς προφήτης. Ποῦ καταντάει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ ἐγωϊσμό! Ἂς κατεστρέφετο μία ὁλόκληρος πόλις, γιὰ νὰ βγῇ αὐτὸς ἀληθινός.
Καὶ κάτι ἄλλο ἐγωϊστικὸ ἔκανε. Αὐτὸς δὲν ἤξερε, δὲν τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Θεός, μὲ ποιό τρόπο θὰ καταστραφῇ ἡ Νινευΐ. Ἐνόμιζε, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὴν καταστρέψῃ μὲ σεισμό. Καὶ γιὰ νὰ εἶνε σίγουρος καὶ νὰ μὴν κινδυνεύῃ ὁ διος, τί ἔκανε· δὲν πῆγε νὰ καθήσῃ μέσα στὴν πόλι, ἀλλὰ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, σ᾿ ἕνα τσαντίρι. Ἔτσι αἰσθανόταν ἀσφαλής.
Ὅπως ὅταν ἔγινε στὸ Βόλο ὁ σεισμός, οἱ μόνοι ποὺ ἦταν ἀσφαλεῖς ἦταν οἱ γύφτοι. Γιατί; Ἦταν στὰ τσαντίρια, ἔξω ἀπὸ τὸ Βόλο καὶ βλέπανε τοὺς ἀνθρώπους νὰ βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι καὶ νὰ τρέχουν καὶ ρωτοῦσαν· Τί πάθανε αὐτοί, τρελλαθήκανε; Σεισμὸς ἔγινε, τοὺς ἀπαντοῦσαν. Δὲ᾿ νιώσαμε τίποτα ἐμεῖς, λέγανε. Οἱ πιὸ ἀσφαλεῖς στὸ σεισμὸ εἶνε οἱ γύφτοι μὲ τὰ τσαντίρια τους.
Βγῆκε, λοιπόν, ὁ Ἰωνᾶς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, ἔφτειαξε τσαντίρι καὶ μπῆκε κάτω ἀπ᾿ αὐτό, γιὰ νὰ ἔχῃ ἀσφάλεια. Καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ περίμενε νὰ δῇ τὴν καταστροφὴ τῆς Νινευΐ.
Πέρασε μιὰ μέρα, πέρασαν δυὸ μέρες, πέρασαν τρεῖς μέρες, καὶ τίποτα δὲν ἔγινε. Τότε πικράθηκε ὁ Ἰωνᾶς καὶ παραπονέθηκε. Τόσο πολὺ πικράθηκε, ὥστε παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν πάρῃ· προτιμοῦσε νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ ζῇ.
Ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν διδάξῃ, διέταξε καὶ φύτρωσε μιὰ μεγάλη κολοκυθιά, ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ φυτρώνουν στὴ Μεσοποταμία. Ἡ κολοκυθιὰ ἔγινε σὰν δέντρο καὶ μὲ τὰ πλατειὰ φύλλα της τοῦ ἔκανε σκιὰ καὶ τὸν ἐδρόσιζε μέσα στὸν καυστικὸ ἥλιο· διότι εἶχε μεγάλη ζέστη, ἦταν καλοκαίρι, Ἰούνιος μήνας, κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε τὶς πέτρες. Χάρηκε τότε ἀφάνταστα ὁ Ἰωνᾶς γιὰ τὴν κολοκυθιά. Τότε ὁ Θεὸς διατάζει ἕνα σκουλήκι νὰ χτυπήσῃ τὸ φυτό, καὶ ἐξηράνθη ἡ κολοκυθιά. Ὅταν βγῆκε ὁ ἥλιος τὸ φυτὸ δὲν εἶχε πιὰ φύλλα νὰ τὸν προστατεύῃ καὶ ἡ θέρμη ἔπεσε ἀφόρητος στὸ κεφάλι τοῦ Ἰωνᾶ. Κι αὐτὸς λιποψύχησε καὶ εἶπε·
―Καλύτερα νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ζῶ.
Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε·
―Τόσο πολὺ λυπήθηκες γιὰ τὴν κολοκυθιά;
―Λυπήθηκα πολύ, μέχρι θανάτου, ἀπαντᾷ ὁ Ἰωνᾶς.
―Ἐσὺ λυπήθηκες διότι κατεστράφη ἕνα ἄψυχο φυτό, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ διος καθόλου δὲν κοπίασες. Ἐγὼ δὲν ἔπρεπε νὰ λυπηθῶ μιὰ ὁλόκληρη πόλι μὲ τόσες χιλιάδες ζωές, ἀνθρώπων καὶ ζῴων;
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἱστορία τῆς Νινευΐ, ἡ ὁποία διδάσκει πόσο ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ καὶ περιμένει τὴ μετάνοια τῶν ἀνθρώπων, καὶ πόσο φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν πλασμάτων του.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.