ΓΙΑΤΡΟΣ ΑΓΙΟΣ (Καισαριος – 9 Μαρτιου)
ΓΙΑΤΡΟΣ ΑΓΙΟΣ
(Καισάριος – 9 Μαρτίου)
AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, ζοῦμε σέ μιά ἐποχή πού θά μποροῦσε κανείς μέ δάκρυα στά μάτια νά θρηνήση τή σημερινή ἠθική καί θρησκευτική κατάστασι καί νά πῆ τά προφητικά ἐκεῖνα λόγια: «Σῶσον μέ, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος, ὅτι ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπό τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων».
Ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἐκεῖνος πού πιστεύει καί φοβᾶται τόν Θεό καί ἐκτελεῖ ὅλα τά θρησκευτικά του καθήκοντα καί εἶνε συνεπής στή ζωή του, εἶνε σήμερα κάτι σπάνιο. Πιό εὔκολο εἶνε νά βρῆς διαμάντια, παρά νά συναντήσης εὐσεβῆ ἄνθρωπο. Ψευτιά, κατεργαριά, πονηριά καί δολιότης, κλεψιά, ἀδικία, ἀτιμία, πορνεία, μοιχεία, ἐκμετάλλευσις, ψευδορκία, βλασφημία τῶν θείων καί ὅ,τι ἄλλο κακό κυριαρχεῖ σήμέρα στόν κόσμο.
Μέσα σ’ ἕνα τέτοιο κόσμο, πού χάνονται τά ἴχνη τῆς ἀρετῆς, τῆς καλωσύνης καί τῆς εὐσέβειας, ἄν ζοῦσε ἕνας Διογένης, θά ἄναβε λυχνάρι καταμεσήμερο καί θά ἔψαχνε νά βρῆ μέσα στά πλήθη, στίς πολυάνθρωπες πόλεις, ἄνθρωπο.
Μία αἰτία, ἡ κυριώτερη μποροῦμε νά ποῦμε αἰτία, γιά τήν ὁποία ὅσο περνοῦν οἱ μέρες καί τά χρόνια λιγοστεύει ἡ ἀρετή καί σπανίζει ἡ εὐσέβεια, εἶνε ἡ ἔλλειψις ἀγωγῆς, χριστιανικῆς ἀγωγῆς. Τά παιδιά δέν ἀνατρέφονται πιά μέσα σέ εὐσεβές οἰκογενειακό περιβάλλον, ἀλλά μέσα σ’ ἕνα ἐλεεινό περιβάλλον, πού δημιουργοῦν οἱ αἰσχρές καί ἐγκληματικές ραδιοφωνικές καί τηλεοπτικές ἐκπομπές. Ραδιόφωνο καί τηλεόρασις ἔχουν γίνει οἱ «δάσκαλοι» καί «παιδαγωγοί» τῆς ἀνθρωπότητος καί προπαντός τῆς νέας γενιᾶς.
Τί πηγή εὐλογίας γιά τόν κόσμο εἶνε μιά χριστιανική οἰκογένεια! Αὐτό, ἐκτός τῶν ἄλλων παραδειγμάτων, ἀποδεικνύει μιά οἰκογένεια τῆς ἀρχαίας ἐνδόξου Ἐκκλησίας τοῦ τετάρτου αἰῶνος. Εἶνε ἡ πατρική οἰκογένεια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ. Ὁ ἀρχηγός τῆς οἰκογενείας ὠνομαζόταν καί αὐτός Γρηγόριος. Ἄνθρωπος εὐσεβής καί ἐνάρετος, πού, ἄν καί ἦταν ἔγγαμος, ὁ εὐσεβής λαός τόν διάλεξε γιά ἐπίσκοπο καί πολλά χρόνια ὁ λαμπρός αὐτός οἰκογενειάρχης ποίμαινε τό ποίμνιό του, παρέχοντας παράδειγμα ἀρετῆς τή δική του οἰκογένεια. Μητέρα καί σύζυγος ἦταν μιά ἁγία γυναίκα, ἡ Νόννα. Θεῖος δέ αὐτῆς, πού εἶχε σχέσεις μέ τήν οἰκογένεια αὐτή, ἦταν ἕνας λαμπρός χριστιανός τῶν καιρῶν ἐκείνων, ὁἈμφιλόχιος, πατέρας τοῦ γνωστοῦ ἁγίου Ἀμφιλοχίου. Ὅλη ἡ οἰκογένεια εὐωδίαζε εὐσέβεια. Μόλις ἔμπαινε κανείς στό εὐλογημένο αὐτό σπίτι αἰσθανόταν ὅτι μπαίνει σέ Ἐκκλησία Θεοῦ. Παιδιά δέ τῆς οἰκογενείας αὐτῆς, πού ἀνατρέφονταν μέσα σέ ἕνα τέτοιο χριστιανικό περιβάλλον, ἦταν τρία. Τό ἕνα ὁ Γρηγόριος, τό δεύτερο ὁ Καισάριος, τό τρίτο ἡ Γοργονία. Καί τά τρία αὐτά παιδιά ἁγίασαν καί δόξασαν τήν Ἐκκλησία καί τιμῶνται.
Στήν ὁμιλία αὐτή, σύμφωνα μέ τό σκοπό πού ἔχει τό βιβλίο τοῦτο, δέν θά μιλήσουμε γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο, οὔτε γιά τήν Γοργονία, ἀλλά γιά τόν Καισάριο. Διότι αὐτός ἔμεινε λαϊκός καί μέ τήν καλή του προαίρεσι καί τή χάρι τοῦ Θεοῦ κατώρθωσε νά νικήση τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ἀναδειχθῆ ἅγιος. Τό ἐπάγγελμά του ἦταν γιατρός.
Ὁ Καίσαριος ὅταν ἦταν μικρός ἔμαθε τά πρῶτα γράμματα στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Ἀλλ’ ἐπειδή εἶχε κλίσι στά γράμματα, ὅπως καί ὁἀδελφός του, δέν ἀρκέσθηκε στά λίγα γράμματα, ἀλλά φρόντισε νά μορφωθῆ ὅσο τό δυνατόν περισσότερο. Γιά τό σκοπό αὐτό πῆγε στήν Καισάρεια, κατόπιν δέ στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου καί σπούδασε μαθηματικά, ἀστρονομία, φιλοσοφία καί ρητορική, ἀλλά προπαντός σπούδασε τήν ἰατρική ἐπιστήμη. Κατόπιν δέ ἦρθε καί στήν Ἀθήνα, ὅπου σπούδαζε καί ὁ ἀδελφός του Γρηγόριος.
Ὅταν ὁ Καισάριος βρισκόταν στήν Ἀλεξάνδρεια ζοῦσαν καί διέπρεπαν ἐκεῖ ἄνδρες λαμπροί, πού δόξασαν τήν Ἐκκλησία. Αὐτοί ἦταν, ἀνάμεσα στούς ἄλλους, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ἥρωας τῆςὈρθοδοξίας, καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ ἥρωας τῆςἐρήμου. Μ’ αὐτούς γνωρίστηκε ὁ νεαρός Καισάριος. Κι ὅπως ἡ μέλισσα πετώντας ἀπό λουλούδι σέ λουλούδι μαζεύει τή γύρι καί κάνει τό γλυκύτατο μέλι, ἔτσι κι ὁ Καισάριος ἀπό τήν ἐπίσκεψι καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀνθρώπων συνέλεξε τό γλυκύ μέλι τῆς γνώσεως καί τῆς σοφίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια ὁ Καισάριος πῆγε στήν Κωνσταντινούπολι κι ἐκεῖ ὁ βασιλιᾶς Κωνστάντιος, πού τόν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα γιά τή σοφία του καί τήν ἰατρική του ἐπιστήμη, τόν προσέλαβε ὡς γιατρό τῶν ἀνακτόρων.
Μετά τό θάνατο τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίου (361) βασιλιᾶς ἔγινε ὁ περιβόητος Ἰουλιανός. Αὐτός, ἐπειδή ἀρνήθηκε τό Χριστιανισμό καί ὑποστήριξε μέ φανατισμό τήν εἰδωλολατρία, ὠνομάστηκε παραβάτης καί δέν εἶχε καλό τέλος. Ὅταν ὁ Ιουλιανός ἀνέλαβε τήν ἐξουσία, ἔδιωξε ἀπό τά ἀνάκτορα ὅλους τούς χριστιανούς ἀξιωματικούς καί ὑπαλλήλους, ἀλλά – περίεργο πράγμα – κράτησε κοντά του τόν Καισάριο, καί μάλιστα τόν προήγαγε καί τόν ἔκανε ἀρχίατρο καί τοῦ ἀνέθεσε τή διοίκησι τοῦ δημοσίου ταμείου.
Ἀλλά οἱ τιμές αὐτές, πού ἔδωσε ἕνας παραβάτης βασιλιᾶς στόν Καισάριο, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, προκάλεσαν σέ πολλούς, πού δέν ἤξεραν τόν ἀδαμάντινο χαρακτῆρα τοῦ Καισαρίου, σκανδαλισμό. Πῶς ἕνας χριστιανός παραμένει στήν ὑπηρεσία ἑνός βασιλιᾶ πού καταδιώκει τούς χριστιανούς; Κι αὐτή ἀκόμη ἡ καλή του οἰκογένεια λυπήθηκε γιά τά σχόλια πού ἀκούγονταν εἰς βάρος τοῦ Καισαρίου. Ὁ ἀδελφός του μάλιστα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, τοῦ ἔστειλε ἐπιστολή καί μέ λόγια πολύ συγκινητικά τόν συμβουλεύει νά μήν ἐπηρεασθῆ ἀπό τίς τιμές καί τά μεγαλεῖα ἑνός ἀπίστου βασιλιᾶ, ἀπό τά πλούτη καί τούς θησαυρούς, ἀλλά νά μείνη πιστός στό Χριστό, ὥστε ὅλοι μας – ἔλεγε -, καί πρό παντός ὁ γέροντας πατέρας μας, νά μή ντρέπεται γιά τό παιδί του, ἀλλά νά καυχιέται ἐν Κυρίῳ, καί τά στόματα τῶν διαβολέων καί συκοφαντῶν νά κλείσουν διαπαντός.
Ὁ Ἰουλιανός ἀπό σκοποῦ τόν τιμοῦσε τόν Καισάριο. Καί μιά μέρα τοῦ μίλησε καθαρά καί τοῦ εἶπε,ὅτι καιρός εἶνε ν’ ἀρνηθῆ τό Χριστό καί νά γίνη εἰδωλολάτρης, καί ὅτι ἄν ὑπακούση θά τόν ἀνεβάση σέ ἀκόμη μεγαλύτερα ἀξιώματα. Ἀλλά ὁ Καισάριος, πού εἶχε βαθειά τήν πίστι ριζωμένη μέσα του ἀπό τήν παιδική ἡλικία, δέν δέχτηκε τίς προτάσεις του. Προτίμησε νά τά χάση ὅλα παρά νά χάση τήν πίστι του. Ἔφυγε, λοιπόν, ἀπό τά ἀνάκτορα καί ἦρθε στήν πατρίδα του τήν Ἀριανζό καί ἔμενε μαζί μέ τό γέροντα πατέρα του καί ἔκανε τό γιατρό καί πρόσφερε τίς ὑπηρεσίες του στούς φτωχούς καί ἀπόρους τῆς ἐπαρχίας. Δέν ἔμεινε ὅμως πολύ καιρό στήν πατρίδα του. Ὕστερα ἀπό τό θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ ζητήθηκε σάν γιατρός ἀπό τόν βασιλιᾶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἰοβιανό καί σάν γιατρός τῶν ἀνακτόρων ἐξυπηρετοῦσε πολύ καί τίς φτωχές οἰκογένειες τῆς πόλεως. Δέν πέρασε πολύς καιρός καί ἀπό τούς κόπους, τίς θυσίες καί τήν ἀσκητική ζωή πού ζοῦσε ἀρρώστησε καί, νέος ἀκόμα, πέθανε. Ἡ διαθήκη του ἦταν σύντομη: «ὅλα ὅσα ἔχω, νά δοθοῦν στούς φτωχούς». Τόν ἔκλαψε λαός πολύς. Ὁ ἀδελφός του Γρηγόριος ἐξεφώνησε μπροστά στούς γονεῖς του περίφημο ἐπικήδειο λόγο.
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, ἕνας ἐπιστήμονας γιατρός, πού, παρ’ ὅλο τό ἄπιστο καί διεφθαρμένο περιβάλλον τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτου ὅπου ζοῦσε, διατήρησε ἀκέραια τήν εὐσέβειά του, μιά εὐσέβεια πού εἶχε τίς ρίζες της μέσα στό λαμπρό περιβάλλον τοῦ σπιτιοῦ του.
Μακάρι καί στή σύγχρονη νεοειδωλολατρική ἐποχή μας νά ὑπάρξουν εὐσεβεῖς οἰκογένειες, ἀπ’ τίς ὁποῖες θά προέλθουν εὐσεβεῖς ἐπιστήμονες, μιμηταί τοῦ ἁγίου Καισαρίου.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.