H δροσια του oδοιπoρου στην ερημο
Β΄ Στάσις τῶν Χαιρετισμῶν
Του Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου
H δροσια του oδοιπoρου στην ερημο
«Χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης» (Ἀκάθ. ὕμν. Λ4β΄)
ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Θεὸς μᾶς ἀξίωσε νὰ συγκεντρωθοῦμε καὶ ν’ ἀκούσουμε τὴν δευτέρα στάσι τοῦ Ἀκαθίστου.
Τί εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ποὺ σὰν μαγνήτης ἕλκει τοὺς Χριστιανοὺς στοὺς ἱεροὺς ναούς; Ὅταν κάποιος πάῃ σ’ ἕνα κῆπο, κόβει λουλούδια, φτειάχνει ἕνα μπουκέτο καὶ τὸ προσφέρει σ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾷ καὶ ἐκτιμᾷ. Κῆπος καὶ «παράδεισος ἔμψυχος», ὅπως ψάλλει ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία μας (ε΄ ᾠδ. καν.), εἶνε οἱ χάριτες τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου· ἡ ἁγνότης, ἡ ταπείνωσι, ἡ ὑπακοή, ὅλες οἱ ἀρετές της. Μέσα στὸν κῆπο αὐτὸν περιπατεῖ ἡ ἁγία Τριάς, οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, οἱ ἅγιοι μάρτυρες· περιπατεῖ κι ὁ ἐμπνευσμένος ἀνώνυμος ποιητής μας καὶ σχηματίζει τὴν ποιητικὴ ἀνθοδέσμη ποὺ ὀνομάζεται Ἀκάθιστος ὕμνος. Ἐπαναλαμβάνει καὶ ἀναπτύσσει τὸν ἀθάνατο χαιρετισμό, ποὺ ἔφερε στὴν Παρθένο ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ· τὸ «χαῖρε» ἐκεῖνο, ποὺ διέλυσε τὸ σκότος καὶ τὴν ἀχλὺ τοῦ ψεύδους, τῆς πλάνης καὶ τῆς λύπης, κ’ ἔκανε νὰ λάμψῃ στὸν κόσμο ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίασις.
Τὸ «χαῖρε» αὐτὸ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε κ’ ἐμεῖς λέγοντας τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο. Ὅλοι οἱ σημερινοὶ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες καὶ θεολόγοι νὰ μαζευτοῦμε, δὲν μποροῦμε νὰ φτειάσουμε ἕνα τέτοιο τραγούδι, ποὺ ἐνεπνεύσθη τὸ Βυζάντιο μὲ τὴ θρησκευτικὴ πνοὴ καὶ τὴν πίστι ποὺ εἶχε. Ἂν μετρήσετε τὰ «χαῖρε» μόνο τῶν 24 οἴκων, εἶνε 144. 144 λουλούδια σχηματίζουν τὴν ὡραία αὐτὴ ἀνθοδέσμη, ποὺ προσφέρει στὴν Παναγία ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τὸ στόμα τοῦ ἀνωνύμου ποιητοῦ. Καθένα ἀπὸ τὰ «χαῖρε» αὐτὰ ἔχει θεολογία, φιλοσοφία, μυσταγωγία, ὕψος. Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλα; Οὔτε ἐγὼ ἔχω δύναμι, οὔτε σεῖς προθυμία. Θὰ ἔπρεπε νὰ κάνουμε 144 κηρύγματα γιὰ ὅλο τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο.
Ἀπὸ τὰ 144 ἐγκώμια, ποὺ περιλαμβάνει, θὰ σᾶς παρουσιάσω ἕνα μόνο, ἐκεῖνο ποὺ λέει· Χαῖρε, Παναγία· «χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης» (Λ4β΄).
* * *
Τὸ ἐγκώμιο αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει μιὰ παλιὰ ἱστορία. Ἀνοῖξτε, παρακαλῶ ἀπόψε στὸ σπίτι τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ διαβάστε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου τὸ 13ο κεφάλαιο. Θὰ συναντήσετε ἐκεῖ ἕνα περιστατικό.
Εἶνε γνωστὸ ὅτι, ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὁ Θεὸς ἐξέλεξε ἕνα, τὸ Ἰσραήλ, καὶ τὸ εἶχε ὡς λαὸ περιούσιο. Τὸ προστάτευε μὲ ἀγγέλους καὶ θαύματα ἐξαίσια. Ἐν τούτοις, ὅπως ἐμεῖς 400 χρόνια ἤμασταν σκλαβωμένοι στοὺς Τούρκους, ἔτσι καὶ οἱ Ἰσραηλῖτες 400 χρόνια ἦταν σκλαβωμένοι στοὺς φαραώ, ποὺ τοὺς τυραννοῦσαν καὶ τοὺς ἔβαζαν νὰ κάνουν πλίνθους γιὰ νὰ χτιστοῦν οἱ πυραμίδες τῆς Αἰγύπτου. Τέλος τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Θεοῦ ἁπλώθηκε πάνω τους, τοὺς ἐλευθέρωσε διὰ τοῦ Μωϋσέως, κ’ ἔτσι οἱ Ἰσραηλῖτες ἔφυγαν διὰ μέσου τῆς ἐρήμου γιὰ νὰ φθάσουν στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας τὴν «ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα» (Ἔξ. 3,8 κ.ἀ.). Στὴν ἔρημο ὅμως περιπλανήθηκαν 40 χρόνια καὶ συνάντησαν μεγάλα ἐμπόδια.
Στὴν ἔρημο δὲν ὑπῆρχε νερό. Μόνο στρατιῶτες τῆς Μικρασιατικῆς ἐκστρατείας, ποὺ πέρασαν τὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο τοῦ Σαγγαρίου, μποροῦν νὰ καταλάβουν τί ὑπέφερε τότε τόσος λαός. Σταλαγματιά νερό. Καὶ ὁ Μωϋσῆς λαμβάνει διαταγή ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι «Θεὸς ὅπου βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις» (ἑσπ. Εὐαγγ.)―, μὲ τὸ ῥαβδί του χτυπᾷ τὸ βράχο, καὶ ἀπ’ τὰ σπλάχνα τοῦ βράχου βγῆκε νερὸ γάργαρο, δροσερό, καὶ ἤπιαν ὅλοι, καὶ δόξασαν τὸ Θεό (βλ. Ἔξ. 17,6).
Στὴν ἔρημο δὲν ὑπῆρχε ψωμί. Καὶ ὅμως ὁ οὐρανὸς ἔβρεξε μάννα γλυκύτατο καὶ τοὺς ἔθρεψε (βλ. ἔ.ἀ. κεφ. 16ο). Ποιούς; ἐκείνους ποὺ ἔπειτα πότισαν τὸ Χριστὸ μὲ ὄξος καὶ χολή…
Στὴν ἔρημο δὲν ὑπῆρχε φῶς καὶ ὁδηγός. Καὶ ὅμως τὴ νύχτα ὁ Κύριος κρέμασε πολυέλεο μπροστά τους, ἕνα στῦλο πύρινο, μιὰ κολώνα φωτεινή, ποὺ προπορευόταν κι αὐτοὶ ἀκολουθοῦσαν, οἱ ἀχάριστοι (βλ. ἔ.ἀ. 13,21-22 κ.ἑ.).
Στὴν ἔρημο, ἰδίως τὸν Ἰούλιο – Αὔγουστο, ὁ ἥλιος καίει, λειώνει τὴν ἄμμο· κι ὅταν κάποιος βαδίζῃ μὲ γυμνὰ πόδια, τὰ πέλματά του βγάζουν φουσκάλες. Πῶς αὐτοὶ ἄντεξαν; Ὁ καλὸς Θεὸς ἔστελνε τὴν ἡμέρα πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τους ἕνα σύννεφο, νὰ τοὺς σκεπάζῃ σὰν μιὰ μεγάλη ὀμπρέλλα μὲ τὴ δροσιά του, καὶ ἔτσι βάδιζαν πρὸς τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Τὴ νεφέλη λοιπόν, ποὺ σκέπαζε τὰ κεφάλια τῶν ἀχαρίστων Ἰουδαίων ὅταν διάβαιναν τὴν ἔρημο, τὸ ἐξαίσιο αὐτὸ γεγονὸς τῆς ἀγάπης καὶ στοργῆς καὶ προστασίας τοῦ οὐρανίου Πατρὸς στοὺς υἱοὺς τοῦ Ἰσραήλ, θυμᾶται ἐδῶ ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου καὶ λέει· ἐὰν οἱ Ἑβραῖοι πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τους εἶχαν ἐκείνη τὴ νεφέλη, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἔχουμε κάποια ἄλλη ἀνώτερη νεφέλη, ποὺ μᾶς σκεπάζει, μᾶς δροσίζει, μᾶς ζωογονεῖ καὶ μᾶς παρηγορεῖ· καὶ ἡ νεφέλη, ἡ σκέπη αὐτή, εἶνε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος· «χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης».
* * *
Στὸν κόσμο αὐτόν, ἀδελφοί μου, ὁ ἄνθρωπος, ὅ,τι καὶ νά ’νε, καὶ ἐπιστήμων καὶ μορφωμένος καὶ πλούσιος, ὅ,τι κι ἂν ἔχῃ, καὶ ὅλου τοῦ κόσμου τ’ ἀγαθά, ὁ κάθε ἄνθρωπος στὴ γῆ αὐτὴ εἶνε ὁδοιπόρος. Ὁδοιπόρος «ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ» (Ψαλμ. 62,2). Βαδίζουμε μέσα σὲ μία ἔρημο.
Ἔρημος, ὤ Θεέ μου, αὐτὲς οἱ πολιτεῖες! Μπορεῖ νά ’σαι στὸ βουναλάκι, μαζὶ μὲ τοὺς τσοπαναραίους, καὶ νὰ εἶσαι εὐτυχής· καὶ μπορεῖ νὰ κατοικῇς μέσα σὲ μιὰ Ἀθήνα, μὲ τόσα ἑκατομμύρια, καὶ νὰ νιώθῃς ἔρημος. Σαχάρα ἔγιναν οἱ πόλεις, γιατὶ στέρεψε ἡ ἀγάπη. Ὁ ἕνας δὲν ξέρει τὸν ἄλλο, τὸ διπλανό του. Ζοῦμε καὶ βαδίζουμε ἄγνωστοι μεταξὺ ἀγνώστων, ἀναζητώντας ἕνα λόγο ἀγάπης καὶ φιλίας. Κατοικοῦμε σὲ πολυάνθρωπες πόλεις, καὶ εἴμεθα τόσο μακριὰ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο ὅσο ὁ Βόρειος ἀπὸ τὸ Νότιο πόλο. Διαβαίνουμε μιὰ ἔρημο ἄνυδρη, ἀδρόσιστη, γεμάτη πόνο καὶ στεναγμό. Καὶ ὅπως στὴν ἔρημο ὁ ἥλιος καίει τὴν ἄμμο, ἔτσι ἐδῶ μᾶς καῖνε θλιβερὰ ἐπεισόδια καὶ γεγονότα, προσωπικὰ καὶ οἰκογενειακά, ἀσθένειες, ἀδικίες, ἐκμεταλλεύσεις, γογγυσμοί, ποικίλα ἄλλα πλήγματα.
Κι ὅπως ὁ ὁδοιπόρος στὴν ἔρημο ζητάει νὰ βρῇ δροσιά, ἔτσι κ’ ἐμεῖς στὸν κόσμο αὐτὸ ζητοῦμε κάποια σκιά, κάποια παρηγοριά. Ποῦ θὰ τὴ βροῦμε; στὰ πλούτη, στὶς διασκεδάσεις, στὶς ἐπιστῆμες, στὴν τεχνολογία; Ὁ «αἰὼν» αὐτός, ὁ κόσμος μας, μὲ ὅλα τὰ πλούτη καὶ τὰ ἐπιτεύγματά του, δὲν δροσίζει τὴν ψυχή. Μᾶς ἀπατᾷ ―«ἀπατεῶνα» τὸν λέει ὁ ὑμνῳδός («τοῦ ἀπατεῶνος αἰῶνος» Ἀκάθ. ὕμν. Μ οἶκ.)―, μᾶς ξεγελᾷ· δίνει τὴ χαρὰ μὲ τὸ σταγονόμετρο, καὶ τὴ θλῖψι μὲ τὸν κρουνό.
Ὦ ἀδελφοί μου, παρηγοριὰ θέλετε; Ἐλᾶτε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία, στὴν ἀγκάλη τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. «Χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». Ἡ θρησκεία μας δὲν εἶνε μῦθος. Ἂν εἶνε παραμύθι καὶ ψέμα, μπρός νὰ τὴ γκρεμίσουμε! Ἀλλ’ ὄχι. Μιὰ θρησκεία ποὺ χαρίζει τέτοια παρηγοριά, ποὺ ἐμπνέει τέτοια τραγούδια, τέτοια ποιήματα, τέτοιους ἐνθουσιασμούς, τέτοιους ἡρωϊσμούς, τέτοια μαρτύρια, τέτοιους ἄθλους, θὰ μείνῃ ἀθάνατη. Καὶ μόνο τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας εἶνε παρηγοριὰ στὸν κόσμο. «Παναγία μου», λέει τὸ ὀρφανό, ἡ χήρα, ὁ ναυαγός, ὁ ἄρρωστος, ὁ φυλακισμένος, κάθε πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
«Παναγία μου» φώναξαν ὄχι ἕνα ἀλλὰ τριακόσες χιλιάδες στόματα, τὸ ἄνθος τῆς Ἑλλάδος, δίνοντας τὴ μάχη γιὰ τὴν ἐλευθερία στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας. Καὶ ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια― τὰ φανταράκια καὶ οἱ ἀξιωματικοί μας, ἐπάνω στὶς κορυφογραμμές, ἔβλεπαν τὴ Μεγαλόχαρη ν’ ἁπλώνῃ τὴ σκέπη της καὶ νὰ προστατεύῃ τὰ παιδιά της· «χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης».
* * *
Ἀλλ’ ἔχει ἕνα παράπονο, ἀδελφοί μου, ἡ Παναγία. Τριακόσες χιλιάδες παιδιά, ποὺ σώθηκαν ἀπὸ αὐτήν, ἔπρεπε νὰ γίνουν ἅγιοι καὶ κήρυκες τῆς προστασίας της. Καὶ ὅμως, ἂν γυρίσουμε παντοῦ στὴν πατρίδα μας, θ’ ἀκούσουμε νὰ βλασφημῆται ἡ Παναγία. Τὰ 144 «χαῖρε» πνίγονται ἀπὸ χιλιάδες βλασφημίες! Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν συμβαίνει αὐτὸ παρὰ μόνο στὴν Ἑλλάδα, ποὺ εἶδε τόσα θαύματα. Εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἀνάξιος νὰ σᾶς ὁμιλῶ. Ἀλλὰ φοβοῦμαι ὅτι, ἐὰν ἡ Ἑλλὰς δὲν παύσῃ νὰ βλασφημῇ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, καμμιὰ νύχτα δὲ θὰ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθου. Τότε θὰ φωνάζουμε κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια «Παναγία μου», ἀλλὰ θὰ εἶνε πλέον ἀργά.
Ἂς μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, ἂς σβήσουμε τὴ βλασφημία. Καὶ τότε ὅλοι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας ἂς τῆς ποῦμε· Παναγία, σκέπη τῆς Ἑλλάδος καὶ ὅλης τῆς γῆς· «χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Προφήτου Δανιὴλ Βοτανικοῦ – Ἀθηνῶν, 11-3-1960)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.