Αυγουστίνος Καντιώτης



H OΡΘΟΔΟΞΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ Ο ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΣ· ΧΡΙΣΤΙΑΝΕ, ΚΡΑΤΑ ΚΑΛΑ ΤΟΝ ΘΗΣΑΥΡΟ ΣΟΥ (β΄)

date Απρ 16th, 2015 | filed Filed under: ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης
π. Αυγουστίνου Καντιώτου

H OΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (β΄)

OΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜ.ΕΙΠΑΜΕ, ἀγαπητοί μου, χθὲς ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶνε ἡ ἀρχαιότερη ἀπὸ ὅλους.
2. Ἀλλὰ εἶνε καὶ ἡ πληρέστερη ἀπ᾽ ὅλες τὶς λεγόμενες ἐκκλησίες, ἡ μόνη πλήρης Ἐκ­κλησία. Ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπαρτίζουν τὸ γνήσιο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δὲν τῆς λείπει τίπο­τε. Ὅ,τι ἔχουν οἱ ἄλλοι, τό ᾽χουμε κ᾽ ἐ­μεῖς, καὶ μάλιστα καθαρώτερο καὶ ἁγνότερο, γιατὶ εἶνε ἀπὸ τὴν πηγή. Τὸ Εὐαγγέλιο π.χ. ἔ­χουν ἐ­­κεῖ­νοι, τὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἐμεῖς. Μήπως γράφει περισσότερα τὸ δικό τους, ποὺ δὲν τὰ γράφει τὸ δικό μας; Τὰ ἴδια «γράμματα» ἔχουμε.
Καὶ ὄχι μόνο δὲ μᾶς λείπει τίποτε, ἀλλ᾽ ἐπὶ πλέον ἐμεῖς ἔχουμε κ᾽ ἐκεῖνα ποὺ αὐτοὶ δὲν ἔχουν. Αὐτοὶ τὰ ἔχασαν, εἶνε φτωχότεροι. Ἔ­χασαν πολλά, κι ἄφησαν ν᾽ ἀνακατευτῇ μὲ τὸ χρυσάφι σκουριά. Ἡ Ὀρ­θοδοξία εἶνε χρυσάφι καθαρό, θησαυρὸς ἀκέραιος. Δὲν τοῦ λείπει τίποτε ἀπ᾽ ὅ,τι παρέδωσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Θὰ φέρω μερικὰ παραδείγματα.
⃝ Ἐμεῖς ἔχουμε τὶς εἰκόνες· αὐτοὶ δὲν ἔχουν. Κι ὅταν τοὺς ρωτᾷς Γιατί δὲν ἔχετε, σοῦ ἀπαν­τοῦν· Δὲ γινόμαστε εἰδωλολάτρες, δὲν προσ­κυ­νᾶμε εἴδωλα· μόνο τὸ Θεὸ προσκυνᾶμε… Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἔχουμε νὰ τοὺς ποῦμε τὰ ἑξῆς. Κάνετε λάθος. Οἱ ὀρθόδοξοι δὲν λατρεύουμε τὶς εἰ­κόνες. Οἱ εἰκόνες εἶνε τὰ βιβλία τοῦ λαοῦ. Ἐ­κεῖνος ποὺ δὲν ξέρει γράμματα, ἢ ξέρει μὲν ἀλ­λὰ λησμονεῖ, βλέπει τὴν εἰκόνα καὶ διδάσκε­ται. Ἄλλωσ­τε ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦ­με θέλουμε νὰ τὸ βλέπουμε· κι ἂν εἶνε μακριὰ ἢ πέ­θανε, τοῦ κάνουμε μιὰ φωτογραφία, τὴν κορνιζώνουμε, τὴν κρεμᾶμε στὸ γραφεῖο ἢ στὸ σπίτι, καὶ χαιρόμαστε νὰ τὸ βλέπουμε. Ἐὰν λοιπὸν στολίζουμε σπίτια καὶ γραφεῖα μὲ εἰκό­νες, πο­λὺ περισσότερο τοὺς ναούς. Στοὺς προτεστάν­τες, ποὺ σὰν νέοι εἰκονομάχοι ἀ­πο­στρέφον­ται τὶς εἰκόνες, λέμε· Ξεκρεμάστε σεῖς ἀπὸ τὰ σπί­τια σας τὶς εἰκόνες τῶν γονέων σας, καὶ τότε κ᾽ ἐμεῖς θὰ ξεκρεμάσουμε ἀ­πὸ τὴν ἐκκλησία μας τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Οἱ εἰ­κόνες στόλιζαν πάν­τα καὶ θὰ στολίζουν τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν τὶς λατρεύουμε· τοὺς ἀποδίδουμε τι­μητικὴ προσκύνησι. Ἀσπα­ζόμεθα ὄχι τὰ ξύλα καὶ τὰ χρώματα ἀλλὰ τὰ ἱ­ερὰ πρόσωπα ποὺ εἰ­κονίζουν· ἂν ζοῦσαν ἀ­νάμεσά μας, θὰ πέφτα­με στὰ πόδια τους καὶ θὰ τὰ φιλούσαμε. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ ἀ­σπάζεται τὴ φωτογραφία τοῦ ἀγαπημένου συγγενοῦς του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς φιλοῦμε τὶς εἰ­κόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων.
⃝ Ἔχουμε λοιπὸν εἰκόνες, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ Ὀρ­θόδοξος Ἐκκλησία εἶνε πληρέστερη ἀπὸ τὴ δική τους «ἐκκλησία», ποὺ εἶνε γυμνή. Ἔχου­με ἐπίσης ἑπτὰ μυστήρια, ποὺ ἔχουν ἱδρυθῆ ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους. Εἶνε οἱ ἑπτὰ κολῶνες, στὶς ὁ­ποῖες στηρίζεται τὸ οἰκοδόμη­μα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ πρώτη εἶνε τὸ βάπτι­σμα. Ἡ δευτέρα τὸ χρῖσμα ἢ ἅγιο μύρο. Ἡ τρίτη ἡ θεία κοινωνία. Ἡ τετάρτη ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολό­γησις. Ἡ πέμπτη ὁ γάμος. Ἡ ἕκτη ἡ ἱερωσύνη. Καὶ ἡ ἑβδόμη τὸ εὐχέλαιο. Οἱ προ­τεστάν­τες τελοῦν μόνο ἕνα βάπτισμα καὶ μιὰ κοινωνία, ἀλλ᾽ ὄχι ὅπως τὰ τελοῦσε ἡ πρώτη Ἐκ­κλη­σία. Ἄλλα μυστήρια δὲν ἀναγνωρίζουν. Ἐξ­ομολόγησι δὲν ἔχουν. Ποῦ ἐξομολογοῦν­ται; Ἱερωσύνη δὲν ἔχουν. Ποῦ εἶνε οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς τους; Δὲν μᾶς χρειάζονται, λένε. Ναί, ἀλλὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων ὑπῆρ­χαν ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι. Ἐπίσκο­ποι δὲν ἦταν ὁ Τίτος καὶ ὁ Τιμόθεος, στοὺς ὁποίους γράφει ὁ Παῦλος; Πρεσβύτεροι δὲν ἦταν ἐκεῖ­νοι ποὺ κάλεσε ὁ Παῦλος στὴ Μίλητο καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες του συμ­βουλές; Γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἐπισκόπους εἶπε ὁ Χριστός· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁ­μαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς» (Ἰω. 20,22). Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἀντιπρόσωποί του ἐπὶ τῆς γῆς. Ἔχουν λάβει εἰδικὴ χάρι νὰ διδάσκουν, νὰ λειτουργοῦν καὶ νὰ κυβερνοῦν τὶς ψυχές. Εἶνε ἄγγελοι Κυρίου παντοκράτορος. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας ἅγιος εἶπε· Ἂν δῶ στὸ δρόμο ἕνα παπᾶ καὶ ἕναν ἄγγελο, θὰ προσκυνήσω πρῶτα τὸν παπᾶ καὶ μετὰ τὸν ἄγγελο· διότι ὁ ἄγγελος δὲν ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες, ἐνῷ ὁ παπᾶς τὴν ἔχει.
⃝ Στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἔχουμε ἀκόμη ὕμνους, ποὺ οἱ προτεστάντες δὲν ἔχουν. Αὐτοὶ ἔχουν μερικὰ τραγουδάκια, ποὺ ψάλλουν ὅλοι μαζί, ἀλλ᾽ αὐτὰ δὲν συγκρίνονται μὲ τὴν ποίησι τῆς ὑμνολογίας μας (τροπάρια, ἀπολυτίκια καὶ ἄλλους ὕμνους). Καμμιά θρησκεία δὲν ἔχει τοὺς ὕμνους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶνε μοναδικοί. Ποῦ ἀλλοῦ μπορεῖ ν᾽ ἀκούσῃ καν­εὶς τὸ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται», ἢ τὸ «Σήμε­ρον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου», ἢ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια», ἢ τὸ «Δεῦτε πάντα τὰ ἔθνη, γνῶτε τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τὴν δύνα­μιν», ἢ τὰ Ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ» καὶ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», ἢ τὸ «Ἄξιόν ἐ­στι» ἢ τὸ «Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός»; Τέτοιους ὕμνους ἔχει μόνο ἡ Ἐκκλησία μας· εἶνε μοναδικὰ κειμήλια ποὺ τὴν στολίζουν.
Αὐτὰ δὲν μπορεῖ κανείς ἀπὸ τοὺς ξένους σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονες νὰ τὰ δημιουρ­γήσῃ. Οὔτε εἰκόνες, οὔτε μυστήρια, οὔτε ἐκ­κλησιαστικοὺς ὕμνους ἔχει ἡ λατρεία τῶν προτεσταν­τῶν· ἡ αἴθουσά τους μοιάζει μᾶλ­λον μὲ σχολεῖο.
3. Εἴδαμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ἀρχικὴ καὶ ἡ πλήρης Ἐκκλησία. Εἶνε, ἀκόμη, ἡ πιὸ ἔν­δοξη. Ποιός ῥήτορας ἢ συγγραφέας ἢ ποιη­τὴς θὰ μπορέσῃ νὰ περιγράψῃ τὴ δόξα της; Δικές της εἶνε οἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Νίκαια, Κων­σταντινούπολις, Ἔφεσος εἶνε πόλεις τῆς Ἀνα­τολῆς, στὶς ὁποῖες συγκροτήθηκαν οἱ Σύνοδοι αὐτὲς καὶ καθώρισαν μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος δό­γμα­τα καὶ κανόνες, τί νὰ πιστεύ­ουμε καὶ πῶς νὰ ζοῦμε. Σ᾽ αὐτὴν ἀνήκουν οἱ μάρτυρες. Τὰ χώματά της εἶνε βαμμένα μὲ τὸ αἷμα ἑκατομμυρίων μαρτύρων. Οἱ ἅγιοί της τι­μῶνται σὲ κάθε τόπο· ὁ ἅγιος Δημήτριος στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ ἅγιος Σπυρίδων στὴν Κύπρο, ὁ ἅγιος Πολύκαρπος στὴ Σμύρνη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν Κωνσταντινούπο­λι, ὁ ἅγιος Βασίλειος στὴν Καισάρεια… Ὁ κατάλογος τῶν ἁγίων της εἶνε ἀτελείωτος.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ Ἐκκλησία τῶν ἡρώων καὶ τῶν μαρτύρων. Αὐτὴ πάλεψε ἐναντίον τυράννων καὶ αὐτοκρατόρων. Αὐτὴ νίκησε τοὺς αἱρετικούς, παλαιοτέρους καὶ νεωτέρους. Αὐ­τὴ ἀγωνίστηκε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ, γιὰ νὰ διαδοθῇ καὶ ἐπικρατήσῃ τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε δοξασμένη καὶ ζηλευτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκ­κλησία· τὸ ἀναγνωρίζουν καὶ οἱ ἐχθροί της.
Ἀλλὰ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει κ᾽ ἕνα ἄλλο ἰδιαίτερο θέλγητρο, ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς κάνει νὰ τὴν ἀ­γαποῦμε καὶ γι᾽ αὐτό. Ὅπως παραδέχονται ὅ­λοι οἱ ἱστορικοί, αὐτὴ ἔσωσε τὴν Ἑλληνικὴ φυλή. Χω­ρὶς Ὀρθοδοξία Ἑλληνικὸ γένος δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χε σήμερα. Αὐτὴ σὰν γλυκειὰ μάνα παρηγοροῦ­σε τοὺς Ἕλληνες 400 ὁλόκληρα χρόνια μέσ᾽ στὸ μαῦρο σκοτάδι τῆς δουλείας τῶν Τούρκων. Αὐ­τὴ ἵδρυσε τὰ κρυφὰ σχολειά, ὅ­που σεβάσμιοι ῥασοφόροι δίδασκαν τὰ σκλαβόπουλα «γράμματα – σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα». Αὐ­τὴ διέθετε τὰ μοναστήρια της ὡς ἄσυλα τῶν κα­ταδιωκομένων. Αὐτὴ ἔσωσε κείμενα, γλῶσσα, ἱστορία, μνημεῖα, ἤθη καὶ ἔ­θιμα, ὅλα τὰ τιμαλ­φῆ μας. Γι᾽ αὐτὸ ὠνομάστηκε κιβωτὸς τοῦ γένους. Ὅπως ἡ κιβωτὸς τοῦ παλαιοῦ κόσμου ἔ­σωσε τὸ Νῶε καὶ τὴν οἰκογένειά του ἀπ᾽ τὸν κα­τακλυσμό, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ νέα κιβωτός, σῴζει τὴν Ἑλλάδα ἀπ᾽ τὸν ἀφανισμό. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας ποιητής μας, ὁ Κρυστάλλης, ἔγραψε· «Θρη­­σκεία! γλυκειὰ μάνα», σὺ χύνεις «βαθειά μας, στὴν ψυχή, γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».

* * *

Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας. Ἀρχαία, ἀφοῦ ἄρχισε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκο­στῆς καὶ συνεχίζει. Πλήρης, δὲν τῆς λείπει τίποτε. Δὲν μπορεῖς νὰ πῇς· Φεύγω, γιατὶ βρῆ­κα κάπου ἀλλοῦ κάτι ποὺ αὐτὴ δὲν ἔχει. Προσ­­φέρει ὅλα ὅσα ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν σωτηρία μας. Καὶ ἔνδοξη ὅσο καμμιά ἄλλη θρησκεία.
Αὐτὴν κληρονόμησε ἡ πατρίδα μας. Τὸ σπουδαιότερο ποὺ μᾶς ἄφησαν οἱ πατέρες μας δὲν εἶνε τὰ χωράφια, τὰ σπίτια, τὰ χρήματα· εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος πίστις. Αὐτὴ εἶνε ὁ θησαυρὸς ὁ ἀνεκτίμητος. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὸ θησαυρὸ αὐτόν.
«Κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβει τὸν στέφα­νόν σου» (Ἀπ. 3,11). Κλεῖσε τ᾽ αὐτιά σου στοὺς ἐ­χθρούς. Μεῖνε πιστὸς στὴν Ἐκκλησία ποὺ βαπτίσθηκες· προτίμησε θάνατο μᾶλλον παρὰ νὰ χάσῃς τὴν Ὀρθόδοξο ὁμολογία. Λέγε σ᾽ ἀνθρώ­­πους καὶ δαίμονες· Ὀρθόδοξος γεννήθηκα – Ὀρθόδοξος θὰ πεθάνω. Ἔχω ῥίξει τὴν ἄγ­κυρά μου ἐδῶ καὶ κανένα κῦμα δὲν μὲ παρασύρει ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅσο γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴ μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ εὐ­χηθοῦμε, καὶ αὐτοί, καὶ ὅλοι οἱ ἄλ­λοι ποὺ βρίσκονται μακριά, νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ εὐδοκήσῃ ὥστε νὰ παύσουν αἱρέσεις καὶ σχίσματα, νὰ ἑνωθοῦν ὅλοι στὴν Ὀρ­θοδοξία, νὰ γίνῃ ὁ κόσμος «μία ποίμνη εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16), πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίο
υ Πνεύματος· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Νέου Μυλοτόπου – Γιαννιτσῶν, 5-4-1942 Μ. Σάββατον)

  • ✓ Εἶνε ἡ παλαιότερη, μέχρι στιγμῆς, γραπτῶς σῳζομένη ὁμιλία του.
    ✓ Ἡ ὁμιλία, ἐνῷ ἔχει σαφῶς ἀντιαιρετικὸ περιεχόμενο, δὲν εἶνε ἐπιθετική· εἶνε μᾶλλον ἀμυντική. Γιὰ νὰ κατανοηθῇ σωστά, πρέπει νὰ ληφθοῦν ὑπ᾽ ὄψιν οἱ συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἔγινε, καὶ συγκεκριμένα· α΄) ὅτι γίνεται σὲ χωριὸ ποὺ ὑπῆρχαν εὐαγγελικοὶ καὶ β΄) ὅτι ἐκφωνεῖται τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς. Ὁ μαχητικὸς ἱεροκῆρυξ ἐδῶ εἶνε ἤπιος· προσέχει νὰ μὴ διχάσῃ σκλαβωμένους Ἕλληνες. Ὁπλίζει ὅμως τοὺς ὀρθοδόξους, ποὺ φαίνεται ὅτι κινδύνευαν μὲ διαρροὲς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ὥστε ἔχοντας καλὴ γνῶσι τῆς πίστεώς τους νὰ μείνουν σταθεροὶ στὴν Ἐκκλησία.
    ✓ Ὅπου τὸ ὄνομα Ἐκκλησία ἀποδίδεται ―καταχρηστικῶς― σὲ ἑτερόδοξη κοινότητα, ἐκεῖ γράφεται μὲ μικρὸ τὸ ἀρχικὸ γράμμα καὶ τίθεται ἐντὸς εἰσαγωγικῶν.
    ✓ Τὸ κείμενο αὐτὸ μπορεῖ ν᾽ ἀποτελέσῃ ὑπόδειγμα χειρισμοῦ ἑνὸς δυσκόλου θέματος σὲ ἐμπερίστατη περίοδο. Εἶνε καὶ μία ἀπάντησι σὲ ὅσους, ἐπικαλούμενοι σκληρὲς ἐθνικὲς καὶ πολιτικὲς συνθῆκες, δικαιολογοῦν καὶ ἀμνηστεύουν ἐκκλησιαστικὲς παραχωρήσεις καὶ συμβιβασμοὺς στὰ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.