H OΡΘΟΔΟΞΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ Ο ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΣ· ΧΡΙΣΤΙΑΝΕ, ΚΡΑΤΑ ΚΑΛΑ ΤΟΝ ΘΗΣΑΥΡΟ ΣΟΥ (β΄)
Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης
π. Αυγουστίνου Καντιώτου
H OΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (β΄)
ΕΙΠΑΜΕ, ἀγαπητοί μου, χθὲς ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶνε ἡ ἀρχαιότερη ἀπὸ ὅλους.
2. Ἀλλὰ εἶνε καὶ ἡ πληρέστερη ἀπ᾽ ὅλες τὶς λεγόμενες ἐκκλησίες, ἡ μόνη πλήρης Ἐκκλησία. Ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπαρτίζουν τὸ γνήσιο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δὲν τῆς λείπει τίποτε. Ὅ,τι ἔχουν οἱ ἄλλοι, τό ᾽χουμε κ᾽ ἐμεῖς, καὶ μάλιστα καθαρώτερο καὶ ἁγνότερο, γιατὶ εἶνε ἀπὸ τὴν πηγή. Τὸ Εὐαγγέλιο π.χ. ἔχουν ἐκεῖνοι, τὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἐμεῖς. Μήπως γράφει περισσότερα τὸ δικό τους, ποὺ δὲν τὰ γράφει τὸ δικό μας; Τὰ ἴδια «γράμματα» ἔχουμε.
Καὶ ὄχι μόνο δὲ μᾶς λείπει τίποτε, ἀλλ᾽ ἐπὶ πλέον ἐμεῖς ἔχουμε κ᾽ ἐκεῖνα ποὺ αὐτοὶ δὲν ἔχουν. Αὐτοὶ τὰ ἔχασαν, εἶνε φτωχότεροι. Ἔχασαν πολλά, κι ἄφησαν ν᾽ ἀνακατευτῇ μὲ τὸ χρυσάφι σκουριά. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε χρυσάφι καθαρό, θησαυρὸς ἀκέραιος. Δὲν τοῦ λείπει τίποτε ἀπ᾽ ὅ,τι παρέδωσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Θὰ φέρω μερικὰ παραδείγματα.
⃝ Ἐμεῖς ἔχουμε τὶς εἰκόνες· αὐτοὶ δὲν ἔχουν. Κι ὅταν τοὺς ρωτᾷς Γιατί δὲν ἔχετε, σοῦ ἀπαντοῦν· Δὲ γινόμαστε εἰδωλολάτρες, δὲν προσκυνᾶμε εἴδωλα· μόνο τὸ Θεὸ προσκυνᾶμε… Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἔχουμε νὰ τοὺς ποῦμε τὰ ἑξῆς. Κάνετε λάθος. Οἱ ὀρθόδοξοι δὲν λατρεύουμε τὶς εἰκόνες. Οἱ εἰκόνες εἶνε τὰ βιβλία τοῦ λαοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ξέρει γράμματα, ἢ ξέρει μὲν ἀλλὰ λησμονεῖ, βλέπει τὴν εἰκόνα καὶ διδάσκεται. Ἄλλωστε ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε θέλουμε νὰ τὸ βλέπουμε· κι ἂν εἶνε μακριὰ ἢ πέθανε, τοῦ κάνουμε μιὰ φωτογραφία, τὴν κορνιζώνουμε, τὴν κρεμᾶμε στὸ γραφεῖο ἢ στὸ σπίτι, καὶ χαιρόμαστε νὰ τὸ βλέπουμε. Ἐὰν λοιπὸν στολίζουμε σπίτια καὶ γραφεῖα μὲ εἰκόνες, πολὺ περισσότερο τοὺς ναούς. Στοὺς προτεστάντες, ποὺ σὰν νέοι εἰκονομάχοι ἀποστρέφονται τὶς εἰκόνες, λέμε· Ξεκρεμάστε σεῖς ἀπὸ τὰ σπίτια σας τὶς εἰκόνες τῶν γονέων σας, καὶ τότε κ᾽ ἐμεῖς θὰ ξεκρεμάσουμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μας τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Οἱ εἰκόνες στόλιζαν πάντα καὶ θὰ στολίζουν τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν τὶς λατρεύουμε· τοὺς ἀποδίδουμε τιμητικὴ προσκύνησι. Ἀσπαζόμεθα ὄχι τὰ ξύλα καὶ τὰ χρώματα ἀλλὰ τὰ ἱερὰ πρόσωπα ποὺ εἰκονίζουν· ἂν ζοῦσαν ἀνάμεσά μας, θὰ πέφταμε στὰ πόδια τους καὶ θὰ τὰ φιλούσαμε. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ ἀσπάζεται τὴ φωτογραφία τοῦ ἀγαπημένου συγγενοῦς του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς φιλοῦμε τὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων.
⃝ Ἔχουμε λοιπὸν εἰκόνες, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶνε πληρέστερη ἀπὸ τὴ δική τους «ἐκκλησία», ποὺ εἶνε γυμνή. Ἔχουμε ἐπίσης ἑπτὰ μυστήρια, ποὺ ἔχουν ἱδρυθῆ ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους. Εἶνε οἱ ἑπτὰ κολῶνες, στὶς ὁποῖες στηρίζεται τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ πρώτη εἶνε τὸ βάπτισμα. Ἡ δευτέρα τὸ χρῖσμα ἢ ἅγιο μύρο. Ἡ τρίτη ἡ θεία κοινωνία. Ἡ τετάρτη ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις. Ἡ πέμπτη ὁ γάμος. Ἡ ἕκτη ἡ ἱερωσύνη. Καὶ ἡ ἑβδόμη τὸ εὐχέλαιο. Οἱ προτεστάντες τελοῦν μόνο ἕνα βάπτισμα καὶ μιὰ κοινωνία, ἀλλ᾽ ὄχι ὅπως τὰ τελοῦσε ἡ πρώτη Ἐκκλησία. Ἄλλα μυστήρια δὲν ἀναγνωρίζουν. Ἐξομολόγησι δὲν ἔχουν. Ποῦ ἐξομολογοῦνται; Ἱερωσύνη δὲν ἔχουν. Ποῦ εἶνε οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς τους; Δὲν μᾶς χρειάζονται, λένε. Ναί, ἀλλὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων ὑπῆρχαν ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι. Ἐπίσκοποι δὲν ἦταν ὁ Τίτος καὶ ὁ Τιμόθεος, στοὺς ὁποίους γράφει ὁ Παῦλος; Πρεσβύτεροι δὲν ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ κάλεσε ὁ Παῦλος στὴ Μίλητο καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες του συμβουλές; Γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἐπισκόπους εἶπε ὁ Χριστός· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς» (Ἰω. 20,22). Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἀντιπρόσωποί του ἐπὶ τῆς γῆς. Ἔχουν λάβει εἰδικὴ χάρι νὰ διδάσκουν, νὰ λειτουργοῦν καὶ νὰ κυβερνοῦν τὶς ψυχές. Εἶνε ἄγγελοι Κυρίου παντοκράτορος. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας ἅγιος εἶπε· Ἂν δῶ στὸ δρόμο ἕνα παπᾶ καὶ ἕναν ἄγγελο, θὰ προσκυνήσω πρῶτα τὸν παπᾶ καὶ μετὰ τὸν ἄγγελο· διότι ὁ ἄγγελος δὲν ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες, ἐνῷ ὁ παπᾶς τὴν ἔχει.
⃝ Στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἔχουμε ἀκόμη ὕμνους, ποὺ οἱ προτεστάντες δὲν ἔχουν. Αὐτοὶ ἔχουν μερικὰ τραγουδάκια, ποὺ ψάλλουν ὅλοι μαζί, ἀλλ᾽ αὐτὰ δὲν συγκρίνονται μὲ τὴν ποίησι τῆς ὑμνολογίας μας (τροπάρια, ἀπολυτίκια καὶ ἄλλους ὕμνους). Καμμιά θρησκεία δὲν ἔχει τοὺς ὕμνους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶνε μοναδικοί. Ποῦ ἀλλοῦ μπορεῖ ν᾽ ἀκούσῃ κανεὶς τὸ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται», ἢ τὸ «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου», ἢ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια», ἢ τὸ «Δεῦτε πάντα τὰ ἔθνη, γνῶτε τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν», ἢ τὰ Ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ» καὶ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», ἢ τὸ «Ἄξιόν ἐστι» ἢ τὸ «Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός»; Τέτοιους ὕμνους ἔχει μόνο ἡ Ἐκκλησία μας· εἶνε μοναδικὰ κειμήλια ποὺ τὴν στολίζουν.
Αὐτὰ δὲν μπορεῖ κανείς ἀπὸ τοὺς ξένους σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονες νὰ τὰ δημιουργήσῃ. Οὔτε εἰκόνες, οὔτε μυστήρια, οὔτε ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους ἔχει ἡ λατρεία τῶν προτεσταντῶν· ἡ αἴθουσά τους μοιάζει μᾶλλον μὲ σχολεῖο.
3. Εἴδαμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ἀρχικὴ καὶ ἡ πλήρης Ἐκκλησία. Εἶνε, ἀκόμη, ἡ πιὸ ἔνδοξη. Ποιός ῥήτορας ἢ συγγραφέας ἢ ποιητὴς θὰ μπορέσῃ νὰ περιγράψῃ τὴ δόξα της; Δικές της εἶνε οἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Νίκαια, Κωνσταντινούπολις, Ἔφεσος εἶνε πόλεις τῆς Ἀνατολῆς, στὶς ὁποῖες συγκροτήθηκαν οἱ Σύνοδοι αὐτὲς καὶ καθώρισαν μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος δόγματα καὶ κανόνες, τί νὰ πιστεύουμε καὶ πῶς νὰ ζοῦμε. Σ᾽ αὐτὴν ἀνήκουν οἱ μάρτυρες. Τὰ χώματά της εἶνε βαμμένα μὲ τὸ αἷμα ἑκατομμυρίων μαρτύρων. Οἱ ἅγιοί της τιμῶνται σὲ κάθε τόπο· ὁ ἅγιος Δημήτριος στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ ἅγιος Σπυρίδων στὴν Κύπρο, ὁ ἅγιος Πολύκαρπος στὴ Σμύρνη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν Κωνσταντινούπολι, ὁ ἅγιος Βασίλειος στὴν Καισάρεια… Ὁ κατάλογος τῶν ἁγίων της εἶνε ἀτελείωτος.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ Ἐκκλησία τῶν ἡρώων καὶ τῶν μαρτύρων. Αὐτὴ πάλεψε ἐναντίον τυράννων καὶ αὐτοκρατόρων. Αὐτὴ νίκησε τοὺς αἱρετικούς, παλαιοτέρους καὶ νεωτέρους. Αὐτὴ ἀγωνίστηκε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ, γιὰ νὰ διαδοθῇ καὶ ἐπικρατήσῃ τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε δοξασμένη καὶ ζηλευτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία· τὸ ἀναγνωρίζουν καὶ οἱ ἐχθροί της.
Ἀλλὰ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει κ᾽ ἕνα ἄλλο ἰδιαίτερο θέλγητρο, ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς κάνει νὰ τὴν ἀγαποῦμε καὶ γι᾽ αὐτό. Ὅπως παραδέχονται ὅλοι οἱ ἱστορικοί, αὐτὴ ἔσωσε τὴν Ἑλληνικὴ φυλή. Χωρὶς Ὀρθοδοξία Ἑλληνικὸ γένος δὲν θὰ ὑπῆρχε σήμερα. Αὐτὴ σὰν γλυκειὰ μάνα παρηγοροῦσε τοὺς Ἕλληνες 400 ὁλόκληρα χρόνια μέσ᾽ στὸ μαῦρο σκοτάδι τῆς δουλείας τῶν Τούρκων. Αὐτὴ ἵδρυσε τὰ κρυφὰ σχολειά, ὅπου σεβάσμιοι ῥασοφόροι δίδασκαν τὰ σκλαβόπουλα «γράμματα – σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα». Αὐτὴ διέθετε τὰ μοναστήρια της ὡς ἄσυλα τῶν καταδιωκομένων. Αὐτὴ ἔσωσε κείμενα, γλῶσσα, ἱστορία, μνημεῖα, ἤθη καὶ ἔθιμα, ὅλα τὰ τιμαλφῆ μας. Γι᾽ αὐτὸ ὠνομάστηκε κιβωτὸς τοῦ γένους. Ὅπως ἡ κιβωτὸς τοῦ παλαιοῦ κόσμου ἔσωσε τὸ Νῶε καὶ τὴν οἰκογένειά του ἀπ᾽ τὸν κατακλυσμό, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ νέα κιβωτός, σῴζει τὴν Ἑλλάδα ἀπ᾽ τὸν ἀφανισμό. Γι᾽ αὐτὸ ἕνας ποιητής μας, ὁ Κρυστάλλης, ἔγραψε· «Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα», σὺ χύνεις «βαθειά μας, στὴν ψυχή, γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».
* * *
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας. Ἀρχαία, ἀφοῦ ἄρχισε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ συνεχίζει. Πλήρης, δὲν τῆς λείπει τίποτε. Δὲν μπορεῖς νὰ πῇς· Φεύγω, γιατὶ βρῆκα κάπου ἀλλοῦ κάτι ποὺ αὐτὴ δὲν ἔχει. Προσφέρει ὅλα ὅσα ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν σωτηρία μας. Καὶ ἔνδοξη ὅσο καμμιά ἄλλη θρησκεία.
Αὐτὴν κληρονόμησε ἡ πατρίδα μας. Τὸ σπουδαιότερο ποὺ μᾶς ἄφησαν οἱ πατέρες μας δὲν εἶνε τὰ χωράφια, τὰ σπίτια, τὰ χρήματα· εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος πίστις. Αὐτὴ εἶνε ὁ θησαυρὸς ὁ ἀνεκτίμητος. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὸ θησαυρὸ αὐτόν.
«Κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβει τὸν στέφανόν σου» (Ἀπ. 3,11). Κλεῖσε τ᾽ αὐτιά σου στοὺς ἐχθρούς. Μεῖνε πιστὸς στὴν Ἐκκλησία ποὺ βαπτίσθηκες· προτίμησε θάνατο μᾶλλον παρὰ νὰ χάσῃς τὴν Ὀρθόδοξο ὁμολογία. Λέγε σ᾽ ἀνθρώπους καὶ δαίμονες· Ὀρθόδοξος γεννήθηκα – Ὀρθόδοξος θὰ πεθάνω. Ἔχω ῥίξει τὴν ἄγκυρά μου ἐδῶ καὶ κανένα κῦμα δὲν μὲ παρασύρει ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅσο γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴ μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ εὐχηθοῦμε, καὶ αὐτοί, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ βρίσκονται μακριά, νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ εὐδοκήσῃ ὥστε νὰ παύσουν αἱρέσεις καὶ σχίσματα, νὰ ἑνωθοῦν ὅλοι στὴν Ὀρθοδοξία, νὰ γίνῃ ὁ κόσμος «μία ποίμνη εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16), πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Νέου Μυλοτόπου – Γιαννιτσῶν, 5-4-1942 Μ. Σάββατον)
- ✓ Εἶνε ἡ παλαιότερη, μέχρι στιγμῆς, γραπτῶς σῳζομένη ὁμιλία του.
✓ Ἡ ὁμιλία, ἐνῷ ἔχει σαφῶς ἀντιαιρετικὸ περιεχόμενο, δὲν εἶνε ἐπιθετική· εἶνε μᾶλλον ἀμυντική. Γιὰ νὰ κατανοηθῇ σωστά, πρέπει νὰ ληφθοῦν ὑπ᾽ ὄψιν οἱ συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἔγινε, καὶ συγκεκριμένα· α΄) ὅτι γίνεται σὲ χωριὸ ποὺ ὑπῆρχαν εὐαγγελικοὶ καὶ β΄) ὅτι ἐκφωνεῖται τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς. Ὁ μαχητικὸς ἱεροκῆρυξ ἐδῶ εἶνε ἤπιος· προσέχει νὰ μὴ διχάσῃ σκλαβωμένους Ἕλληνες. Ὁπλίζει ὅμως τοὺς ὀρθοδόξους, ποὺ φαίνεται ὅτι κινδύνευαν μὲ διαρροὲς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ὥστε ἔχοντας καλὴ γνῶσι τῆς πίστεώς τους νὰ μείνουν σταθεροὶ στὴν Ἐκκλησία.
✓ Ὅπου τὸ ὄνομα Ἐκκλησία ἀποδίδεται ―καταχρηστικῶς― σὲ ἑτερόδοξη κοινότητα, ἐκεῖ γράφεται μὲ μικρὸ τὸ ἀρχικὸ γράμμα καὶ τίθεται ἐντὸς εἰσαγωγικῶν.
✓ Τὸ κείμενο αὐτὸ μπορεῖ ν᾽ ἀποτελέσῃ ὑπόδειγμα χειρισμοῦ ἑνὸς δυσκόλου θέματος σὲ ἐμπερίστατη περίοδο. Εἶνε καὶ μία ἀπάντησι σὲ ὅσους, ἐπικαλούμενοι σκληρὲς ἐθνικὲς καὶ πολιτικὲς συνθῆκες, δικαιολογοῦν καὶ ἀμνηστεύουν ἐκκλησιαστικὲς παραχωρήσεις καὶ συμβιβασμοὺς στὰ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.