ΛΑΤΟΜΟΣ ΑΓΙΟΣ (Ευλογιος αγιος – 27 Απριλιου)
AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΛΑΤΟΜΟΣ ΑΓΙΟΣ
(Εὐλόγιος ἅγιος – 27 Ἀπριλίου)
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού κάνουν προσευχή, ἀλλά στίς προσευχές τους δέν ζητοῦν πράγματα πού ἀποβλέπουν στή σωτηρία τῆς ψυχῆς, καθώς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία, «τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν». Ζητοῦν πράγματα ὑλικά, χρήματα, τιμές, δόξες καί ἄλλα ἀνθρώπινα μεγαλεῖα, πού φαίνονται στήν ἀρχή ὅτι θά τούς εἶνε ὠφέλιμα καί εὐεργετικά, κι ὅμως στό τέλος αὐτά πού ζητοῦν, ἄν τούς δοθοῦν, καταντοῦν ψυχικῶς ἐπιζήμια καί καταστρεπτικά.
Ἄς ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα. Λένε ὅτι κάποιος φτωχός ἄνθρωπος ἀγόρασε ἕνα λαχεῖο καί πή-γαινε στίς ἐκκλησίες κι ἄναβε κεριά, προσκυνοῦσε τίς εἰκόνες καί παρακαλοῦσε νά τοῦ πέση τό λαχεῖο. Ὁ Θεός βέβαια δέν ἀκούει τέτοιες προσευχές, γιατί ξέρει τί εἶνε ἐκεῖνο πού συμφέρει στούς ἀνθρώπους. Τούς δίνει ὅμως κάποτε κατά παραχώρησι αὐτό πού ζητοῦν, γιά νά τούς διδάξη πώς αὐτό δέν ἦταν συμφέρον τους. Ἔπεσε λοιπόν καί σ’ αὐτόν τό λαχεῖο. Ἔγινε εὐτυχισμένος; Ὄχι. Ἀπό τήν πολλή του χαρά τρελλάθηκε καί τόν ἔκλεισαν στό φρενοκομεῖο. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός σέ ὅλους ὅσους προσεύχονται ἔτσι ἀπαντᾶ: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», δηλαδή, δέν ξέρετε τί ζητᾶτε.
Αὐτά πού λέμε γιά τήν προσευχή τά βλέπουμε στή ζωή ἑνός ἁγίου, τοῦ ἁγίου Εὐλογίου, πού γιορτάζει στίς 27 Ἀπριλίου. Στό βίο τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ὑπάρχει κάποιο διήγημα, πού ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο καί ἀπίστευτο στούς πολλούς ὅμως περικλείει ἕνα σπουδαῖο δίδαγμα, ὅτι πρέπει νά προσέχουμε στά αἰτήματα τῶν προσευχῶν μας.
¬¬¬
Κάτω στήν Αἴγυπτο, στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, σέ μιά ἔρημο πού ὠνομαζόταν Θηβαΐς εἶχαν συγκεντρωθῆ χιλιάδες μοναχοί, πού ζοῦσαν σέ μοναστήρια καί σκῆτες μιά ἀξιοθαύμαστη ζωή. Ζοῦσαν σάν ἄγγελοι παρά σάν ἄνθρωποι. Ἀλλά στά μέρη ἐκεῖνα τά εὐλογημένα ζοῦσε καί ἕνας πού δέν ἦταν μοναχός οὔτε ἀσκητής. Ἦταν κοσμικός. Ὠνομαζόταν Εὐλόγιος. Αὐτός ὁ λαϊκός Εὐλόγιος, πού δέν ζοῦσε μέσ’ στά μοναστήρια, κατώρθωσε νά φτάση σέ μεγάλο ὕψος ἀρετῆς, πού θά ζήλευαν καί oἱ μεγαλύτεροι ἀσκηταί. Ποιά ἦταν ἡ ἀρετή του; Ἡ ἀρετή πού τόν δόξασε ἦταν ἡ ἐλεημοσύνη. Φιλοξενοῦσε κάθε ἄνθρωπο, ξένους καί γνωστούς, καί τούς ὑπηρετοῦσε ὁ ἴδιος. Ἀ-ναδείχτηκε ἕνας νεώτερος Ἀβραάμ. Μέ τή διαφορά ὅ-τι ὁ Ἀβραάμ ὁ πατριάρχης φιλοξενοῦσε ἀπό τά πλούσια ἀγαθά πού εἶχε, ἐνῶ ὁ Εὐλόγιος ἦταν φτωχός καί ἐργαζόταν κάθε μέρα σέ σκληρή ἐργασία. Ἦταν λατόμος. Δηλαδή ἔσπαζε πέτρες. Καί ὅ,τι κέρδιζε ἀπό τήν ἐργασία του τό διέθετε γιά τή φιλοξενία. Τίποτε δέν κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του, γι’ αὐτό καί τόν ὀνόμαζαν ξενοδόχο καί ὄχι λατόμο. Δέν εἶχε βέβαια ξενοδοχεῖο, ἀλλ’ ἡ ἀγάπη του ἦταν τόσο μεγάλη στήν ἔρημο ἐκείνη, ὥστε στήν καλύβα του ἀξιώθηκε νά φιλοξενή-ση πολλούς ἀνθρώπους, ὅσους δέν φτάνουν νά φιλο-ξενήσουν ξενοδοχεῖα πόλεων. Ἕνα περιστατικό ἀρκεῖ νά δείξη τό ὗψος τῆς ἀρετῆς του.
Ἕνας ἀββᾶς, ὁ Δανιήλ, μέ συνοδό του ἕνα μαθητή του ἔφτασε ὕστερα ἀπό κουραστικό ταξίδι στά μέρη τῆς Θηβαΐδος. Κανένας δέν προθυμοποιήθηκε νά τόν φιλοξενήση. Στεκόταν στήν πλατεία. Ὅταν νύχτωσε, εἶδαν ἕνα γέροντα πού κρατοῦσε φανάρι καί ἔψαχνε νά βρῆ φτωχούς καί ξένους γιά νά τούς φιλοξενήση στήν καλύβα του. ‘Ἦταν ὁ Εὐλόγιος. Ὅταν εἶδε τόν ἀββᾶ Δανιήλ, ἔπεσε καί τόν προσκύνησε καί τόν παρακάλεσε νά ἔλθη νά τόν φιλοξενήση. Πῆγαν στό σπίτι του, καί ὁ Δανιήλ μέ τόν συνοδό του φιλοξενή-θηκαν πλούσια.
Τό πρωί ὁ Δανιήλ ἀνεχώρησε. Ὁ συνοδός του, πού ἐντυπωσιάσθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν ἁπλότητα τοῦ Εὐλογίου, ρώτησε τό γέροντά του, τί εἶνε αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Κι ὁ γέροντάς του τοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς περίεργα πράγματα.
– Παιδί μου, τοῦ εἶπε, ὁ Εὐλόγιος, πού τόσο ἁ-πλόχερα μᾶς φιλοξένησε, δέν εἶνε ἀσκητής. Εἶνε λαϊ-κός. Ἐργάζεται λατόμος καί ὅ,τι κερδίζει τό διαθέτει γιά τή φιλοξενία φτωχῶν καί ξένων. Κοντεύει τά ἑκατό χρόνια, ἀλλ’ ὁ Θεός τοῦ δίνει δύναμι καί ἐργάζεται τόσο σκληρά. Πᾶνε τώρα σαράντα χρόνια ἀπό τότε πού γιά πρώτη φορά γνώρισα τόν ἄνθρωπο αὐτό. Καί ἐπειδή τόν εἶδα νά δείχνη τόση ἀγάπη, ἄν καί πάμφτωχος, παρακάλεσα τό Θεό νά δώση στόν Εὐλόγιο πλοῦτο πολύ, γιά νά φιλοξενῆ ὅσο μπορεῖ πιό πολλούς φτωχούς καί ξένους. Νόμιζα ὅτι τό αἴτημά μου ἦταν καλό, ἕνας φτωχός ἄνθρωπος νά γίνη πλούσιος, γιά νά κάνη μεγαλύτερο καλό. Παρακαλοῦσα πολλές βδομάδες τό Θεό καί ἔμεινα νηστικός εἴκοσι μέρες. Ξαφνικά βλέπω ὅραμα. Βλέπω ἕναν ἔνδοξο καί σεβάσμιο ἄνθρωπο. Μέ ρώτησε: –Τί ἔχεις, Δανιήλ; – Ἔταξα στόν ἑαυτό μου, ἀπάντησα, νά μή φάω τίποτε μέχρι ὁ Χριστός νά εἰσακούση τήν προσευχή μου καί νά κάνη πλούσιο τόν Εὐλόγιο, γιά νά εὐεργετῆ περισσότερο τούς φτωχούς. – Ἐάν θέλης, εἶπε ὁ σεβάσμιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, νά δώσω πλοῦτο, πρέπει νά ἐγγυηθῆς γιά τήν ψυχή του, ὅτι γινόμενος πλούσιος θά σωθῆ. Ἐγγυᾶσαι; – Ναί, ἀπάντησα ἐγώ ὁ ἀσύνετος. Τότε βλέπω δύο ἀγγέλους, πού πλησίασαν τόν Εὐλόγιο καί τοῦ ἔδωσαν ἄφθονα χρήματα. Αὐτό εἶνε τό ὅραμα πού εἶδα. Ἀπό τό ὅραμα αὐτό, συνεχίζει ὁ ἀββᾶς Δα-νιήλ, κατάλαβα ὅτι ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή μου, ἄν καί ἡ προσευχή ἦταν ἑνός ἀνοήτου ἀνθρώπου.
Ἄκουσε τώρα τή συνέχεια. Ὁ Εὐλόγιος μιά μέρα, χτυπώντας μιά πέτρα, εἶδε κάτω ἀπό τήν πέτρα ἕνα λάκκο γεμάτο ἀπό χρυσάφι. Τό χρυσάφι αὐτό ἔβαλε σέ πειρασμό τόν πάμφτωχο Εὐλόγιο, καί χωρίς νά πῆ σέ κανέναν τίποτε πῆρε ὅλο τό χρυσάφι καί ἀποφάσισε νά πάη στήν Κωνσταντινούπολι καί ἐκεῖ νά παραμείνη μέχρι τέλους ἀγνώριστος. Ἄφησε λοιπόν τό ἔργο τοῦ λατόμου καί τή φιλοξενία τῶν φτωχῶν, ἦρθε στήν Κωνσταντινούπολι, ἔχτισε πολυτελές μέγαρο καί κατώρθωσε νά γίνη ἔπαρχος καί νά ζῆ μέ πολλή δόξα καί φαντασία.
Ἀφοῦ δέ πέρασαν λίγα χρόνια, συνεχίζει ὁ Δανιήλ, εἶδα καί ἄλλο ὅραμα. Εἶδα ἕναν ἀράπη νά κρατάη ἁλυσσοδεμένο τόν Εὐλόγιο. Ἔφριξα. Κατάλαβα τή σημασία τοῦ ὁράματος καί ἔκλαιγα λέγοντας: «Ἀλλοίμονο, κόλασα τήν ψυχή μου μέ τήν ἐγγύησι πού ἔδωσα».
Ὕστερα ἀπό τό ὅραμα αὐτό ἀναζήτησα τόν Εὐλόγιο. Ἔφτασα στήν Κωνσταντινούπολι καί μέ κόπο πολύ βρῆκα τό μέγαρο ὅπου ἔμενε. Ζήτησα νά δῶ τόν Εὐλόγιο, ἀλλά στάθηκε ἀδύνατο. Οἱ ὑπηρέτες του ὄχι μόνο δέν μέ δέχτηκαν, ἀλλά καί μέ χτύπησαν. Κατά-λαβα τώρα πόσο ἁμάρτησα πού παρακαλοῦσα τό Θεό νά τοῦ δώση πλούτη, καί παρακάλεσα τήν Παναγία νά μεσιτεύση στό Δεσπότη Κύριο νά μοῦ συγχωρήση τό ἁμάρτημα αὐτό. Ἄς ἔχη δόξα ἡ μεγάλη Του εὐ-σπλαχνία. Ἄκουσα τή φωνή τοῦ Κυρίου νά μου λέη: «Δανιήλ, φυλάξου νά μήν κάνης ἄλλο τέτοιο ἁμάρτημα. Ἐγώ θά ἐλεήσω τόν Εὐλόγιο κι ὁ Εὐλόγιος πολύ σύντομα θά ξαναγυρίση στήν πρώτη του κατάστασι».
Δέν πέρασαν τρεῖς μῆνες. Πράγματι ὁ Εὐλόγιος γύρισε πάλι στήν ἔρημο. Πῶς; Ὁ βασιλιᾶς πού τόν εἶχε ἔπαρχο πέθανε. Ὁ νέος βασιλιᾶς τόσο πολύ τόν μίσησε, ὥστε ζητοῦσε νά τόν φονεύση. Γιά νά γλυτώση ὁ Εὐλόγιος, ντύθηκε φτωχικά, ἔφυγε νύχτα ἀπό τήν Πόλι, περιπλανήθηκε καί τέλος ἔφτασε στήν ἔρημο τῆς Θηβαΐδος. Κι ἐκεῖ, μετανοημένος γιά τήν ἄθλια ζωή του στήν πόλι, ἄρχισε πάλι νά σπάζη πέτρες, νά κλαίη καί νά φιλοξενῆ τούς φτωχούς καί τούς ξένους. Κι ἐγώ, βλέποντας πόσο μεγάλος πειρασμός εἶνε τά χρή-ματα, εὐχόμουν στό Θεό τό ἀντίθετο ἀπό τό πρῶτο, ὁ Εὐλόγιος νά γίνη ὄχι πλουσιώτερος ἀλλά φτωχότερος.
¬¬¬
Τό διήγημα αὐτό, ἀγαπητοί μου, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο κι ἀπίστευτο σέ πολλούς, εἶνε ὡραιότατο, θυμίζει τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, «ὅτι δυσκολως οἱ τά χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
Ἕνας λατόμος ἅγιος.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.