Αυγουστίνος Καντιώτης



ΠΡΕΣΒΕΥΤΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ (Μανουηλ, Σαβελ, Ἰσμαηλ -17 Ἰουνιου)

AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΠΡΕΣΒΕΥΤΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

(Μανουήλ, Σαβέλ, Ἰσμαήλ -17 Ἰουνίου)

Ἡ ἁγιότητα, ἀγαπητοί εἶνε λουλούδι τοῦ οὐρανοῦ, πού δέν φυτρώνει μόνο σ’ ἕνα μέρος ἤ μόνο σέ μιά ἐποχή. Εἶνε λουλούδι, πού φυτρώνει σ’ ἀνατολή καί δύσι, σέ βορρᾶ καί σέ νότο καί σέ κάθε ἐποχή.
γιοι μποροῦν νά γίνουν κι οἱ πιό ἄγριοι ἄνθρωποι, καί ἀνθρωποφάγοι ἀκόμα. Ὅπου πέση ὁ σπόρος τοῦ Εὐαγγελίου καί βρῆ καρδιά πού δέχεται τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ὁ οὐράνιος σπόρος φυτρώνει, ἀνθίζει καί καρποφορεῖ. Ἔτσι ἔχουμε ἁγίους σ’ ὅλα τά μέρη καί σ’ ὅλες τίς ἐποχές.

←←←

Τώρα θά μιλήσουμε γιά τρεῖς ἁγίους, πού ἡ πατρίδα τους ἦταν ἡ Περσία. Ἔζησαν τόν 4ο αἰῶνα καί ἡ μνήμη τους γιορτάζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία στίς 17 Ἰουνίου.
Ἡ Περσία εἶνε γνωστή χῶρα σ’ ἐμᾶς τούς Ἕλληνες. Τά παλιά χρόνια, πρό Χριστοῦ, οἱ Πέρσες σάν βαρβαρικός λαός ἔκαναν ἐπιδρομές στήν Ἑλλάδα, καί οἱ Ἕλληνες, γιά νά τούς διώξουν, ἔκαναν ἡρωικούς ἀγῶνες, πού παραμένουν ἀλησμόνητοι. Τώρα δέ τελευταῖα ἡ Περσία, πού ὀνομάζεται Ἰράν, ἔχει γίνει γνωστή σ’ ὅλο τόν κόσμο ἀπό τήν ἐπανάστασι, πού ἔκανε θρησκευτικός ηγέτης, γκρέμισε τό σάχη καί κήρυξε τήν ἰσλαμική δημοκρατία. Πολύ αἷμα χύθηκε στήν Περσία.

Πέρσες λοιπόν ἦταν οἱ τρεῖς μάρτυρες. Τά ὀνόματα τους; Μανουήλ, Σαβέλ, Ἰσμαήλ. Οἱ τρεῖς αὐτοί νέοι ἦταν ἀδέλφια. Διακρίνονταν για τήν ἐξαιρετική μόρφωσί τους καί εἶχαν προσληφθῆ στά ἀνάκτορα, στήν ὑπηρεσία τοῦ εἰδωλολάτρη βασιλιᾶ τῆς Περσίας. Ἦταν ἕνα εἶδος διπλωματικῶν ὑπαλλήλων, πρεσβευταί, πού ἀποστέλλονταν σέ διάφορες χῶρες σάν ἀπεσταλμένοι τοῦ βασιλιᾶ, γιά νά ὑπογράψουν συμφωνίες. Οἱ τρεῖς αὐτοί νέοι σάν πρεσβευταί στάλθηκαν στόν αὐτοκράτορα Ἰουλιανό, γιά νά συνάψουν συνθήκη εἰρήνης.
Ὁ Ἰουλιανός εἶνε ὁ βασιλιᾶς ἐκεῖνος τοῦ Βυζαντίου, πού ἐγκατέλειψε τη χριστιανική πίστι καί ἔγινε εἰδωλολάτρης καί μεταχειριζόταν ὅλα τά μέσα, καί τή βία ἀκόμη, γιά νά ἐπαναφέρη τούς λαούς στήν εἰδωλολατρία. Γι’ αὐτό ὀνομάσθηκε «παραβάτης». Ἀνέπτυξε δραστηριότητα δαιμονική, γιά νά πετύχη τό σκοπό του. Ἀλλά δέν πέτυχε. Λίγο καιρό βασίλευσε, καί βρῆκε τραγικό θάνατο πολεμώντας τούς Πέρσες.
Οἱ τρεῖς νέοι, ὡς πρεσβευταί τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν, μέ καλές διαθέσεις ὑπέρ τῆς εἰρήνης, ἦρθαν στήν Κωνσταντινούπολι, γιά νά βροῦν τόν Ἰουλιανό καί νά συζητήσουν σχετικά μέ τήν εἰρήνη. Ὁ ‘Ιουλιανός, ἀποκρύπτοντας τα βαθύτερα αἰσθήματά του, μέ χαρά καί ἀγαλλίασι τούς ὑποδέχεται. Μά δέν πέρασαν πολλές μέρες καί τα πραγματικά αἰσθήματα, πού ἔκρυβε μέσ’ στήν καρδιά του ὁ ‘Ιουλιανός, ἀποκαλύ-φθηκαν. Ὁ Ἰουλιανός σέ κάποια τοποθεσία τῆς Βιθυνίας, πού ἦταν κατάφυτη ἀπό δένδρα, ἐτέλεσε εἰδωλο-λατρική γιορτή καί κάλεσε ὅλους ὅσους συμφωνοῦσαν μαζί του, ἀνωτάτους ὑπαλλήλους τοῦ κράτους καί ἄλλους ἀρνητάς τοῦ Χριστοῦ, νά πᾶνε ἐκεῖ καί νά συμμετάσχουν στήν εἰδωλολατρική γιορτή. Χιλιάδες ζῶα, πρόβατα καί βόδια, θυσιάσθηκαν καί ὁ καπνός τῶν κρεάτων πού καίγονταν κάλυψε τόν οὐρανό. Ἦ-ταν μιά φοβερή ἐκδήλωσις δαιμονικῆς λατρείας. Καί τήν ὀνομάζουμε δαιμονική, γιατί μέσα στά εἴδωλα πού λάτρευαν ἦταν κρυμμένοι οἱ δαίμονες.

Οἱ τρεῖς νέοι, οἱ πρεσβευταί τοῦ βασιλιᾶ τῆς Περσίας, κλήθηκαν κι αὐτοί νά πᾶνε στήν τελετή, ἀλλά δέν φαντάζονταν, ὅτι μ’ αὐτό τόν τρόπο θά διεξαγόταν ἡ γιορτή. Ὅταν ἦρθαν καί εἶδαν τί γινόταν στόν τόπο ἐκεῖνο, ὅταν εἶδαν τίς βδελυρές θυσίες, ἔφριξαν. Καί ὅταν κλήθηκαν ἀπό ὑπάλληλο τοῦ βασιλιᾶ ‘Ιου-λιανοῦ νά προσέλθουν κι αὐτοί καί νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ἀρνήθηκαν καί εἶπαν: – Ἐμεῖς δέν ξεκινήσαμε ἀπό τή μακρινή μας χῶρα νά ἔρθουμε ἐδῶ γιά νά θυσιάσουμε στούς δαίμονες. Οὔτε εἴμαστε τόσο ἀνόητοι, ὥστε νά προσφέρουμε θυσίες στά ἄψυχα εἴδωλα. Ἐμεῖς ἤρθαμε ἐδῶ γιά ἄλλο σκοπό. Ἤρθαμε σάν ἀπεσταλμένοι τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν, γιά νά βοηθήσουμε τά δὐο βασίλεια πού πολεμοῦν νά εἰρηνεύσουν, καί οἱ ἄνθρωποι τῶν βασιλείων αὐτῶν νά ζοῦν εἰρηνικά. Γιά εἰρήνη ἤρθαμε, πού εἶνε θεϊκό πράγμα. Ἀλλά ν’ ἀρνηθοῦμε τήν πίστι μας, ποτέ δέν θά τό κάνουμε. Ἄς τά ἀκούση αὐτά κι ὁ βασιλιᾶς σας…

Ὁ ‘Ιουλιανός, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτά, ταράχθηκε Ἀλλ’ ἐπειδή δέν ἤθελε στήν περίοδο τῆς τελετῆς νά γίνη ταραχή, ἔκρυψε τά αἰσθήματά του, ἄφησε ἀ-νενόχλητους τούς τρεῖς πρεσβευτάς, καί αὐτός ἐξακο-λούθησε νά γιορτάζη καί νά πανηγυρίζη. Μετά ὅμως διέταξε νά φυλακισθοῦν οἱ τρεῖς νέοι.
Ἐνῶ ὡδηγοῦνταν στή φυλακή, οἱ τρεῖς νέοι ἔψελναν τραγούδια χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως. «Δεῦτε ἀγαλ-λιασώμεθα τω Κυρίῳ· ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτήρι ἡμῶν προφθάσωμεν τό πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει καί ψαλμοῖς· ἀλαλάξωμεν αὐτῷ. Τίς Θεός μέγας, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν, ὅς ποιεῖ μέθ’ ἡμῶν ἔνδοξα καί ἐξαίσια! Ἡμεῖς λαός αὐτοῦ καί ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ καί αὐτόν διά παντός ἐπικεκλήμεθα».
Τό ἄλλο πρωί ἔβγαλαν τούς τρεῖς νέους ἀπό τή φυλακή καί τούς ὡδήγησαν μπροστά στόν Ἰουλιανό. Ὁ Ἰουλιανός προσπάθησε μέ κολακευτικά λόγια νά τούς παρασύρη στήν πλάνη. – Ὁ βασιλιᾶς σας, τούς εἶπε, σᾶς ἔστειλε ἐδῶ ὡς φίλους μας καί ὁμόφρονες. ὅπως ἐμεῖς, ἔτσι καί οἱ Πέρσες λατρεύουν τούς ἴδιους Θεούς, τόν ἥλιο, τή σελήνη καί τ’ ἀστέρια. Μιά εἶνε ἡ πίστις καί τῶν δύο ἐθνῶν. Σεῖς γιατί δέν πιστεύετε σ’ αὐτά, πού οἱ δύο λαοί πιστεύουν; Γιατί ξεχωρίζετε;…
Στήν ἐρώτησι τοῦ βασιλιᾶ οἱ τρεῖς νέοι ἀπάντησαν: –Ἐμεῖς, βασιλιᾶ, εἴμαστε χριστιανοί. Ξέρουμε, ὅτι οἱ πρό¬γονοί μας λάτρευαν τά εἴδωλα καί ζοῦσαν μέσα στό πηχτό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πλάνης. ‘Αλλ’ ἄς ἔχη δόξα ὁ ἀληθινός Θεός. Αὐτός ἔφερε τίς περιστάσεις. Αὐτός μᾶς συνέδεσε μ’ ἕνα πρόσωπο σεβαστό, πού μᾶς δίδαξε τήν πίστι στό Χριστό, σάν τό πολυτιμότερο πράγμα πού ὑπάρχει. Ξέρουμε, πώς ὁ πολύς λαός στήν Περσία δέν πιστεύει στό Χριστό. Κι αὐτός ἀκόμα ὁ πατέρας μας δέν πιστεύει στό Χριστό καί μᾶς παρακινεῖ ν’ ἀρνηθοῦμε τήν πίστι μας καί νά ἐπιστρέψουμε στά εἴδωλα. Αὐτό κάνεις κι ἐσύ σήμερα. Ἀλλ’ ὅπως ἐκεῖ στήν πατρίδα μας εἴπαμε τό «Ὄχι», ἔτσι κι ἐδῶ λέμε «Ὄχι». Ὅμως ἐσύ, βασιλιᾶ, δέν ἔπρεπε νά θέτης θέμα πίστεως. Γιατί ἐμεῖς δέν ἤρθαμε ἐδῶ νά συζητήσουμε γιά θρησκεῖες, ἀλλά γιά εἰρήνη. Γιατί ἐγκαταλείπεις τό σκοπό, γιά τόν ὁποῖο ἤρθαμε, καί θέλεις νά μᾶς ἐκβιάσης ν’ ἀρνηθοῦμε τή θρησκεία μας; Δέν τό δεχόμαστε…

Ὁ Ἰουλιανός προσπάθησε μέ λόγια πολλά, μέ διάφορα ἐπιχειρήματα ἀνθρώπινης σοφίας νά κλονίση τήν πίστι τους στό Χριστό. Ἀλλ’ οἱ τρεῖς νέοι ἔμειναν ἀκλόνητοι. Καί μέ ἁπλά λόγια, γεμᾶτα σοφία πραγματική, ἤλεγξαν τήν πλάνη τοῦ ‘Ιουλιανοῦ. Ὁ Ἰουλιανός τούς ὑπέβαλε σέ φρικτά βασανιστήρια, πού περιγράφει τό συναξάρι τους. Στό τέλος διέταξε νά τούς ἀποκεφαλίσουν. Ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους εἶνε ἡ 17η Ἰουνίου τοῦ ἔτους 362.

←←←

Οἱ πρεσβευταί, πού ὑπηρετοῦν σέ διάφορες πρεσβεῖες τοῦ κόσμου, ἔχουν κι’ αὐτοί τούς ἁγίους τους. Μπορεῖ καί ἕνας πρεσβευτής, ἄν θέλη, νά ζήση καί νά πεθάνη ὡς χριστιανός, ὑπηρετώντας τήν πίστι καί τήν ἀρετή, καί νἆνε ἕτοιμος νά θυσιάση τή θέσι του καί τή ζωή του γιά τήν ἀλήθεια. Ἡ δέ ἀλήθεια εἶνε ὁ Χριστός.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.