Αυγουστίνος Καντιώτης



3 Ἰουλιου ΕΟΡΤΑΖΟΥΝ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ: ΥΑΚΙΝΘΟΣ Ο ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

AΠΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ

(Ὑάκινθος μάρτυς – 3 Ἰουλίου)

Ὁ Κύριος θαλαμἡμῶν ‘Ιησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἀπευθύνει γενική πρόσκλησι σ’ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Καλεῖ ὅλους κοντά του. Θέλει ὅλοι νά γίνουν εὐτυχισμένοι. «Δεῦτε – λέει – πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Ὅλοι, λέει ὁ Χριστός, ὅλοι ὅσοι ὑποφέρετε καί ἀναστενάζετε κάτω ἀπό τό βαρύ φορτίο τῆς ἁμαρτίας καί δέν βρίσκετε πουθενά λύτρωσι καί σωτηρία, ὅλοι ἐλᾶτε κοντά μου. Ἐάν πιστέψετε σ’ ἐμένα, τό φορτίο τῆς ἁμαρτίας πού φέρετε πάνω σας θά κυλίση καί θά ριχτῆ στήν ἄβυσσο, κι ἐσεῖς θά δοκιμάσετε ἀπερίγραπτη χαρά. Δέν θά εἶστε πιά οἱ δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ σατανᾶ, ἀλλά ἄνθρωποι λυτρωμένοι καί ἐλεύθεροι.
Ὁ Χριστός καλεῖ ὅλους, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, ὁποιασδήποτε οἰκονομικῆς καί κοινωνικῆς καταστάσεως καί προελεύσεως, φτωχούς καί πλούσιους, μαύρους, ἄσπρους, κίτρινους καί κόκκινους. Τό προσκλητήριό του εἶνε γενικό. Γιά ὅλες τίς ἐποχές καί τίς καταστάσεις.

Ἀλλά δυστυχῶς. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν δέχονται τήν πρόσκλησι καί φεύγουν μακριά ἀπ’ τό Χριστό καί περιπλανῶνται μέσα στήν ἐρημιά πού δημιουργεῖ ἡ μακριά ἀπ’ τό Χριστό ζωή. Ὑπάρχουν δέ καί ἄνθρωποι, πού ὄχι μόνο περιφρονοῦν τήν πρόσκλησι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί πολεμοῦν μέ πάθος τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ καί προσπαθοῦν ν’ ἀπομακρύνουν κι ἄλλους ἀπό τό Χριστό. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἄν δοῦν κανένα νά πιστεύη στό Χριστό καί νά ζῆ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές του, τούς πιάνει μανία καί ὁρμοῦν ἐναντίον του καί προσπαθοῦν νά ξερριζώσουν τήν πίστι ἀπό τήν καρδιά του. Ἀλλ’ ὁ πιστός ἄνθρωπος, πού γνώρισε πόσο γλυκύ πράγμα εἶνε νά ζῆ κανείς κοντά στό Χριστό, δέν ἀκούει τίς φωνές αὐτές τοῦ διαβόλου, ἀλλά μένει προσκολλημένος στό Χριστό καί καμμιά δύναμις δέν μπορεῖ νά τόν ξεκολλήση ἀπό τό βράχο τῆς πίστεως.
Λένε ὅτι οἱ πεταλίδες, πού εἶνε κολλημένες στά βράχια τῆς θαλάσσης, ἄμα αἰσθανθοῦν ὅτι πηγαίνει κανείς νά τίς ξεκολλήση, κολλοῦν τόσο πολύ στό βράχο, ὥστε εἶναι ἀδύνατο νά τίς ξεκολλήση. Γίνονται ἕνα μέ τό βράχο. Ἔτσι εἶνε καί οἱ πιστοί. Εἶνε μέ τήν πίστι προσκολλημένοι στόν αἰώνιο βράχο, τό Χριστό, καί σέ κάθε προσπάθεια πού κάνει ὁ κόσμος νά τούς ἀπομακρύνη ἀπό τό Χριστό, αὐτοί προσκολλῶνται περισσότερο, γίνονται ἕνα μέ τό Χριστό, καί καμμιά δύναμις δέν μπορεῖ νά τούς χωρίση.
Αὐτό βλέπουμε καί στό βίο ἑνός μάρτυρος πού ἐρχόμαστε νά ἐξιστορήσουμε.

←←←

Ὀνομάζεται Ὑάκινθος. Ἔχει τό ὄνομα τοῦ λουλουδιοῦ πού στή δημοτική γλῶσσα ὀνομάζεται ζουμπούλι, πού τόσο ὄμορφα εὐωδιάζει τήν ἄνοιξι. Ὁ μάρτυρας, ὄνομα καί πράγμα Ὑάκινθος, μέ τήν πίστι καί τό μαρτύριό του ἔκανε νά εὐωδιάση ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό θεϊκό ἄρωμα.
Ὁ Ὑάκινθος γεννήθηκε τόν πρῶτο αἰῶνα μετά Χριστόν σέ μιά μεγάλη πόλι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τήν Καισάρεια, πού μέχρι τή μικρασιατική καταστροφή τοῦ 1922 διακρινόταν γιά τήν εὐσέβεια τῶν χριστιανῶν της, οἱ ὁποῖοι, παρ’ ὅλες τίς πιέσεις καί τά μαρτύρια τῶν Τούρκων, παρέμειναν σταθεροί καί ἀκλόνητοι στό Χριστιανισμό. Στήν Καισάρεια δέ, ὅπως εἶνε γνωστό, ἀργότερα γεννήθηκε καί ἔδρασε ἕνας ἀπ’ τούς μεγαλύτερους πατέρας καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, πού τό 1979 γιωρτάσαμε τά 1.600 χρόνια ἀπό τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Εἶνε ὁ Μέγας Βασίλειος.
Ἀπό τήν Καισάρεια ὁ Ὑάκινθος βρέθηκε στήν πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, στή Ρώμη. Ἀλλ’ ἡ Ρώμη ἦταν τότε πόλις εἰδωλολατρική. Οἱ βασιλιᾶδες της ὑποστήριζαν τά εἴδωλα. Οἱ χριστιανοί δέν εἶχαν δικαίωμα νά λατρεύουν δημόσια τό Θεό, νά χτίζουν ἐκκλησίες, καί ἀναγκάζονταν νά καταφεύγουν σέ ὑπόγειες στοές, πού ὀνομάζονταν κατακόμβες, καί ἐκεῖ τή νύχτα, μακριά ἀπ’ τά βλέμματα τῶν εἰδωλολατρῶν, λάτρευαν τόν ἀληθινό Θεό.
Ἀνάμεσα στούς χριστιανούς αὐτούς ἦταν κι ὁ Ὑάκινθος. Τό ἐπάγγελμά του ἦταν θαλαμηπόλος, δηλαδή ὑπηρέτης στά βασιλικά ἀνάκτορα, στήν ἐποχή πού βασιλιᾶς ἦταν ὁ Τραϊανός, φοβερός διώκτης τῶν χριστιανῶν.

Ὁ Ὑάκινθος ἔκανε τήν ὑπηρεσία του μέ μεγάλη εὐσυνειδησία. Διακρινόταν ἀπ’ ὅλους τούς ὑπηρέτες. Κανένας δέν γνώριζε, ὅτι ὁ Ὑάκινθος ἦταν χριστια-νός. Ἀλλά δέν ἄργησέ νά φανερωθῆ. Πώς;
Ὁ Τραϊανός κήρυξε διωγμό ἐναντίον τῆς χριστια-νοσύνης, καί μιά μέρα διέταξε ὅλους τούς ὑπηκόους του νά προσφέρουν θυσίες στά εἴδωλα. Ὁ Ὑάκινθος ἀπουσίασε ἀπό μιά εἰδωλολατρική γιορτή, πού τήν τίμησε μέ τήν παρουσία του καί ὁ αὐτοκράτορας Τραϊανός. Ἕνας δέ ἄλλος ὑπηρέτης, πού εἶδε τόν Ὑάκινθο νά προσεύχεται καί νά ἐπικαλῆται τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔτρεξε καί κατάγγειλε στόν αὐτοκράτορα τό γεγονός, καί ὁ Τραϊανός, γιά νά ἐξακρίβωση τήν καταγγελία γιά τό θαλαμηπόλο Ὑάκινθο, τόν κάλεσε σέ γεῦμα καί διέταξε νά τοῦ προσφέρουν κρέας ἀπό τά εἰδωλόθυτα. Τό κρέας αὐτό ἦταν ἀπό ζῶα πού ἔσφαζαν καί πρόσφεραν θυσία σέ ψεύτικους Θεούς καί ὅ,τι ἔμενε ἀπό τή θυσία τό ἔτρωγαν ὄχι σάν κοινή τροφή, ἀλλά σάν τροφή πού εἶχε «εὐλογία» ἀπό τούς ἀνύπαρκτους Θεούς.
Ὁ Ὑάκινθος, παρ’ ὅλες τίς προτροπές τοῦ βασιλιᾶ Τραϊανοῦ, δέν θέλησε νά φάη εἰδωλόθυτα. Ὁ Τραϊ-ανός ἐξωργίστηκε καί διέταξε στρατιῶτες νά τόν χτυπήσουν πολύ. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, παρ’ ὅλα τά χτυπήματα καί τό αἷμα πού χυνόταν καί ράντιζε τούς στρατιῶτες, παρέμενε ἀκλόνητος. Ἕνας δε φανατικός εἰδωλολάτρης στρατιώτης μέ τά νύχια του προσπαθοῦσε ν’ ἀνοίξη τό στόμα τοῦ Ὑακίνθου καί νά τοῦ βάλη κρέας εἰδωλόθυτο. Ἀλλ’ ὁ Ὑάκινθος δέν ἔφαγε. Ἔμεινε ἀμόλυντος καί κήρυττε μέ παρρησία τό Χριστό καί προσκαλοῦσε τό βασιλιᾶ κι ὅλους τούς άλλους νά πιστέψουν στό Χριστό καί νά λυτρωθοῦν ἀπό τήν πλάνη καί τήν ἁμαρτία.

Αὐτή ἡ ἐπιμονή τοῦ Ὑακίνθου ἐξώργισε περισσότερο τόν Τραϊανό καί διέταξε νά τόν ρίξουν στή σκοτεινή φυλακή καί ἐκεῖ νά μή τύχη καμμιᾶς περιποιήσεως. Οὔτε ψωμί οὔτε νερό νά τοῦ δίνουν, παρά μόνο νά τοῦ προσφέρουν εἰδωλόθυτα, τροφές μαγαρισμένες ἀπό τά εἴδωλα. Ὁ Ὑάκινθος ὑπέμεινε καί τό νέο αὐτό μαρτύριο. 38 μέρες οὔτε ἔφαγε οὔτε ἤπιε. Τά εἰδωλόθυτα πού τοῦ φέρνανε παρέμεναν ἄθικτα. Ὁ ἀρχιφύλακας διηγόταν, ὅτι εἶδε στό κελλί τῆς φυλακῆς φῶς λαμπρό, ἄγγελο πού κατέβαινε καί ἐνίσχυε τό μάρτυρα. Ἀλλ’ ὁ Τραϊανός δέν πίστευε στά λόγια τοῦ ἀρχιφύλακα· τά θεωροῦσε φαντασίες, καί διέταξε νά φυλᾶνε πιό αὐστηρά τό μάρτυρα καί νά τόν βασανίζουν κάθε μέρα, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι μιά μέρα θ’ ἀρνιόταν τήν πίστι του. Ἀλλ’ ὁ μάρτυρας παρέμεινε βράχος ἀκλόνητος. Ὕστερα ἀπό δύο μέρες, ὅταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες, ὁ ἀσεβής αὐτοκράτορας διέταξε νά τόν ὁδηγήσουν πάλι μπροστά του. Ἀλλά πόσο ἐξεπλάγησαν οἱ φύλακες, ὅταν μπῆκαν στό κελλί καί βρῆκαν τόν Ὑάκινθο νεκρό καί γύρω του ἄγγελοι καί ἄνθρωποι φαίνονταν νά κρατοῦν λαμπάδες! Ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νά βγάλουν ἀπό τή φυλακή τό σῶ-μα τοῦ ἁγίου καί νά τό ρίξουν στό δάσος, γιά νά τό φᾶνε τά ἄγρια θηρία. Ἀλλά κατά θαυμαστό τρόπο τό σῶμα τοῦ ἁγίου διαφυλάχθηκε, καί ὡς ἱερό λείψανο, πού ἔκανε θαύματα πολλά, μεταφέρθηκε στήν πατρί-δα του τήν Καισάρεια, θησαυρός ἀνεκτίμητος.

←←←

Ἕνας ὑπηρέτης τῶν βασιλικῶν ἀνακτόρων μέ τή βαθειά πίστι του στό Θεό νίκησε μιά ὁλόκληρη αὐτοκρατορία καί ἀναδείχτηκε μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Ὑάκινθος, λουλούδι ἀθάνατο τοῦ παραδείσου!

←←←

Ιδιωτικος υπαλληλος μάρτυρας

(Γεράσιμος νεομάρτυς – 3 Ἰουλίου)

ιδιωτ. υπ.

Στή Στερεά Ἑλλάδα ὑπάρχει μιά περιφέρεια, πού εἶνε ὅλο βράχια. Εἶνε ἡ Εὐρυτανία. Οἱ ἄνθρωποι τῆς περιφερείας αὐτῆς ἀναγκάζονται νά φεύγουν καί νά πηγαίνουν στα ξένα. Στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας ἡ περιφέρεια αὐτή ἔγινε ξακουστή σ’ ὅλο τόν ἑλληνισμό, γιατί πάνω στά ἀπόκρημνα καί ψηλά βουνά εἶχαν τά λημέρια τους ἁρματολοί καί κλέφτες, Ἕλληνες πού ποθοῦσαν λευτεριά καί δέν μποροῦσαν νά ζοῦν στούς κάμπους, στίς πόλεις καί στά χωριά σάν σκλάβοι. Ελεύθερη καί ένδοξη περιφέρεια.

‘Από τά μέρη αὐτά καταγόταν ἕνας νεομάρτυρας, ὁ ἅγιος Γεράσιμος ὁ Καρπενησιώτης.

←←←

Τό πρῶτο ὄνομα τοῦ νεομάρτυρα ἦταν Γεώργιος. Γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριό τοῦ Καρπενησίου, πού λέγεται Μεγάλο Χωριό. Οἱ γονεῖς του φτωχοί, ὅπως ὅλοι oἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς. Ἀλλ’ ἦταν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί φιλόχριστοι. Ὅταν ὁ Γεώργιος ἔγινε ἔντεκα χρονῶν, μαζί μέ τό μεγαλύτερο ἀδελφό του ‘Αθανάσιο, κατά τή συνήθεια πού εἶχαν οἱ κάτοικοι ἐκεῖ, ἔφυγαν ἀπό τό χωριό καί πῆγαν στά ξένα, γιά νά βροῦν δουλειά καί νά ζήσουν. Ἔφτασαν στήν Κωνσταντινούπολι, ὅπου ὑπῆρχε παροικία Εὐρυτάνων, συμπατριωτῶν τους. Καί ὁ μέν ‘Αθανάσιος δέν ἔμεινε πολύ στήν Πόλι καί γύρισε, ἀλλά ὁ Γεώργιος προσελήφθη σάν ἰδιωτικός ὑπάλληλος σέ ἕνα παντοπωλεῖο συμπολίτου του, πού ἦταν στό τελευταῖο ἄκρο τοῦ Κερατίου κόλπου.
Μιά μέρα σάν ὑπηρέτης τοῦ παντοπωλείου, κρατώντας στό κεφάλι ἕνα χάλκινο δίσκο μέ μικρά δοχεῖα γιαούρτι, βγῆκε στούς δρόμους καί διαλαλοῦσε τό ἐμπόρευμα. ‘Αλλά σκόνταψε σέ μιά πέτρα, ἔπεσε κάτω καί τά πήλινα δοχεῖα ἔσπασαν καί ἔμεινε μόνο ὁ χάλκινος δίσκος. Ὁ μικρός στενοχωρήθηκε καί ἄρχισε νά κλαίη, γιατί φοβόταν τόν κύριό του, πού ἦταν αὐστηρό ἀφεντικό.
Ἀπό ἕνα παράθυρο ἑνός μεγάρου, ὅπου καθόταν μιά ἐπίσημη τουρκική οἰκογένεια, τόν εἶδε ἡ κυρία, τόν λυπήθηκε, κατέβηκε, τοῦ ἄνοιξε, ἐκτίμησε τή φιλοτιμία του καί τόν κράτησε γιά παιδί τῆς. Σέ λίγο ὁ Τοῦρκος σύζυγος ἔκανε μεγάλη γιορτή γιορτάζοντας τήν περιτομή τῶν δύο παιδιῶν του, καί μέ τήν εὐκαιρία αὐτή νόμιζε πώς ἦταν καλό νά κάνη καί τόν μικρό Γεώργιο Τοῦρκο. Ὁ μικρός στήν ἀρχή ἀντιδροῦσε, ἀλλά μέ πολλές ὑποσχέσεις κατάφερε νά κάμψη τήν ἀντίστασί του καί ὁ Γεώργιος δέχτηκε, περιτμήθηκε καί ἔγινε μουσουλμάνος.

Ὁ Γεώργιος, Τοῦρκος πιά, ἔμεινε ἀρκετά χρόνια στό σπίτι αὐτό του ἐπισήμου Τούρκου. Ἀλλ’ ἐπειδή ἔγινε μια σοβαρή παρεξήγησις μέσα στό σπίτι καί ὁ Γεώργιος συκοφαντήθηκε ὅτι εἶχε σχέσεις μέ τήν κυρία του, τό ἀφεντικό του τόν ἔδιωξε ἀπό τό σπίτι του καί τόν παρέδωσε σέ ἄλλον Τοῦρκο ἐπίσημο, ὁ ὁποῖος σάν ἀπεσταλμένος τοῦ σουλτάνου περιώδευε διάφορα μέρη τῆς αὐτοκρατορίας. Μαζί του στά ταξίδια αὐτά ὁ Τοῦρκος αὐτός εἶχε σάν ὑπηρέτη καί τόν Γεώργιο.
Ὕστερα ἀπό λίγο καιρό ἡ συνείδησις τοῦ Γεωργίου ξύπνησε καί ἄρχισε νά τόν ἐλέγχη σκληρά γιά τό μεγάλο ἁμάρτημα τῆς ἀρνήσεως, καί ὁ Γεώργιος ἔκλαιγε καί θρηνοῦσε γιά τό λόγο αὐτό. Μή ὑποφέροντας τόν ἔλεγχο αὐτό τῆς συνειδήσεώς του ἐγκατέλειψε τό μέγαρο τοῦ πλουσίου Τούρκου, ἔφυγε ἀπό τήν Πόλι καί ὕστερα ἀπό πολλές περιπέτειες ἔφτασε στήν πατρίδα του.
Στήν πατρίδα του ἔμεινε τρία χρόνια, δέν ζοῦσε ὅμως μέ ἄνεσι καί ἀδιαφορία, ἀλλά μέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καί δάκρυα. Θρηνοῦσε τήν πτῶσι του. Παρακαλοῦσε τό μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, πρός τόν ὁποῖο ἔτρεφε μεγάλη εὐλάβεια, νά τόν βοηθήση, ὥστε καί αὐτός νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό. Ἔξω ἀπό τό χωριό, σέ ἀπόστασι μισῆς ὥρας, ὁ Γεώργιος, τιμώντας τό μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, ἔκτισε ἕνα παρεκκλήσι στό ὄνομα τοῦ μεγαλομάρτυρα, καί τή νύχτα, ὅταν ὅλοι κοιμώνταν, αὐτός πήγαινε καί προσευχόταν ὡς τό πρωί. Ὁ Γεώργιος ἀποφάσισε νά γίνη μοναχός καί ν’ ἀσκητεύση στά μέρη αὐτά. Ἀλλ’ οἱ σπιτικοί του ἀντιστάθηκαν, γιατί ἤθελαν νά τόν νυμφεύσουν μέ κάποια ἐκλεκτή χριστιανή κόρη. Ὁ Γεώργιος ὅμως ἐπέμεινε στήν ἀπόφασί του, κι ἔτσι μιά μέρα μαζί μέ κάποιον ἄλλο ἔφυγε στό Ἅγιον Ὄρος καί πῆγε στή σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὅπου ἀσκήτευε ἕνας ἐκλεκτός ἱερομόναχος συμπατριώτης του, Κύριλλος στό ὄνομα. Αὐτός ἀγάπησε τό νεαρό Γεώργιο καί προσπαθοῦσε νά τόν παρηγόρηση γιά τό φρικτό του δυστύχημα. Κοντά στόν ἐνάρετο αὐτόν ἱερομόναχο ἔμαθε ἀνάγνωσι καί ἄρχισε νά διαβάζη θρησκευτικά βιβλία. Ἐκεῖνα δέ τά βιβλία, πού ἀγάπησε περισσότερο, ἦταν ἡ Μίμησις τοῦ Χριστοῦ καί τό Νέο Μαρτυρολόγιο.
Ὕστερα ἀπό ἕνα χρόνο παραμονῆς του στή σκήτη ἐκάρη μοναχός καί ὀνομάστηκε Γεράσιμος.
Δέν πέρασαν τρεῖς μέρες, καί ὁ Γεώργιος σάν μοναχός Γεράσιμος ζήτησε ἄδεια νά φύγη ἀπ’ τό Ἅγιον Ὄρος καί νά πάη στόν κόσμο γιά νά μαρτυρήση. ‘Αλλ’ ὁ πνευματικός του πατέρας τόν μάλωσε καί τοῦ εἶπε: – Δέν πέρασε ἀρκετός χρόνος ἀπό τήν κουρά σου καί ζητᾶς νά φύγης καί νά πᾶς στόν κόσμο; Τό μαρτύριο πού ζητᾶς εἶνε πολύ δυσκολοκατόρθωτο, καί φοβᾶμαι μήπως δειλιάσης καί πέσης σέ χειρότερη ἀπ’ τήν πρώτη σου πτῶσι. Γι’ αὐτό, σέ παρακαλῶ, ν’ ἀφήσης τό λογισμό αὐτό τοῦ μαρτυρίου καί νά μείνης ἐδῶ νά ἀσκητεύσης καί ν’ ἀγωνισθῆς τόν καλό ἀγῶνα τῆς σωτηρίας, καί ἐγώ σέ διαβεβαιώνω ὅτι θά συγχωρηθῆ τό ἁμάρτημά σου. Διότι καί ἡ μοναχική πολιτεία, ἄν τή ζήση κάνεις ὅπως λένε οἱ μοναχικοί κανονισμοί, εἶνε καί αὐτή ἕνα εἶδος μαρτυρίου.
Αὐτά τοῦ ἔλεγε ὁ γέροντάς του· αὐτά τοῦ ἔλεγαν κι ἄλλοι πνευματικοί πατέρες καί ἀδελφοί. ‘Αλλ’ ὁ Γεράσιμος δέν ἀναπαυόταν. Μέσα στήν καρδιά του ἔκαιγε φλογερός πόθος νά μαρτυρήση γιά το Χριστό.

Τέλος κατώρθωσε νά πάρη τήν ἄδεια μέ το ἑξῆς τέχνασμα.
Παρουσιάστηκε στόν πνευματικό του πατέρα, γιά νά πάη γιά λίγες μέρες στήν πατρίδα του νά δῆ τή μητέρα του καί τούς συγγενεῖς του. Ἀλλά λέγοντας πατρίδα, ἐννοοῦσε τήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, καί συγγενεῖς καί φίλους ἐννοοῦσε τούς μάρτυρας πού θυσιάστηκαν γιά τό Χριστό. Ὁ πνευματικός του τοῦ ἔδωσε τήν ἄδεια νά ἐπισκεφθῆ τούς συγγενεῖς του… Τό τέχνασμα εἶχε πιάσει. Γεμᾶτος χαρά καί ἀγαλλίασι Ὁ Γεράσιμος ἄφησε τό
γιον Ὄρος, καί ἀντί νά πάη στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, στό Μεγάλο Χωριό, πῆγε στήν Κων-σταντινούπολη Μέ κοσμική περιβολή, παλληκάρι 25 χρονῶν, πῆγε καί χτύπησε τήν πόρτα τοῦ μεγάρου, ὅπου εἶχε ἀλλαξοπιστήσει. Στήν ἀρχή δέν τόν ἀναγνώ-ρισαν, ἀλλά ὕστερα ἀπό ὅσα τούς εἶπε πείσθηκαν ὅτι εἶνε ὁ Γεώργιος. Ἐκεῖνοι ἐξεπλάγησαν ὅταν τόν ἄκουσαν νά λέη ὅτι ἐγκατέλειψε πιά τή θρησκεία τοῦ Μω-άμεθ καί θέλει νά μαρτυρήση σάν χριστιανός. Προσ¬πάθησαν πολύ νά τόν μεταπείσουν, ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἄκουγε οὔτε ὑποσχέσεις οὔτε ἀπειλές οὔτε σκληρές τιμωρίες. Καί τέλος, στίς 3 Ἰουλίου, ἡμέρα Τετάρτη τοῦ 1821, στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Γεράσιμος ὡδηγήθηκε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου καί ἀποκεφαλίσθηκε. Τό ἱερό του λείψανο, πού τό περισυνέλεξαν φιλόχρι-στοι χριστια¬νοί, ἔκανε θαύματα.

←←←

Ἕνας μικρός ὑπάλληλος παντοπωλείου μάρτυρας Χριστοῦ

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.