Μια νεα αγια Προκλα σωζει τον π. Αυγουστινο Καντιωτη απο το Γερμανικο αποσπασμα
«Η Αἰκατερίνη Σκρέκα-Δρίζει, κόρη τοῦ εισαγγελέα Θεόδωρου Σκρέκα την Κατοχή στην Κοζάνη γράφει, στὶς 4.3.2007, στα ἐκατοντάχρονα του π. Αὐγουστίνου·
- «Θυμᾶμαι, παιδί, μιὰ πολὺ παγωμένη ἡμέρα τοῦ χειμώνα στὴν Κοζάνη, ἡ μητέρα μου, Ἀρτεμισία, μοῦ ἔδωσε νὰ πάω στὸν πατέρα Αὐγουστῖνο ζεστὴ μοσχοβολισμένη μπομπότα.
Τὴν ἔφτιαχνε μὲ καλαμποκάλευρο ποὺ μᾶς δίνανε μὲ τὸ δελτίο, ἀλλὰ ζυμώνοντάς την τὰ εὐλογημένα χέρια τῆς μητέρας μου μὲ λόγια προσευχῆς, γινόταν ὅ,τι νοστιμότερο.
Ἀνέβηκα τὴν πέτρινη σκάλα καὶ κτύπησα νὰ μοῦ ἀνοίξη κάποιος. Ἐμφανίζεται ὁ Μεγάλος Ἀγωνιστὴς τοῦ Χριστοῦ μας, πατὴρ Αὐγουστῖνος. Καταλαβαίνει, ὅτι κάτι τοῦ στέλνει ἡ μητέρα μου· μοῦ δείχνει ἕνα χαμηλὸ σπιτάκι πιὸ κάτω. «Σε ἐκεῖνο τὸ σπιτάκι, ἐκεῖ νὰ τὸ πᾶς, γι’ αὐτοὺς τὸ στέλνει ἡ μητέρα σου Ἀρτεμισία», μοῦ λέγει. Καὶ πραγματικά, πηγαίνοντας μὲ τὴ μοσχοβολισμένη καὶ καλὰ κουκουλωμένη μπομπότα, ἀντίκρυσα τέσσερα μεγάλα μάτια νὰ μὲ κοιτάζουν μὲ ἀγάπη – λαχτάρα – πείνα καὶ δάκρυα μαζί. «Τὴν στέλνει ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος», τοὺς εἶπα.
Τί μπορεῖ ἀλήθεια νὰ νιώση κανεὶς σὲ τέτοιες ἀνεπανάληπτες στιγμές;…
* * *
Ὅταν ἔγινε ἡ ἀπελευθέρωσι τῆς Κοζάνης καὶ μπῆκαν οἱ συμμορῖτες καὶ κάνανε παρέλασι οἱ ΕΠΟΝῖτες κλπ. μπροστὰ στοὺς ἐπισήμους καὶ τὸν λαὸ τῆς Κοζάνης, λέγανε τραγούδια ποὺ ἐξυμνοῦσαν σλάβους (Ποπὼφ κ.λπ.). Στὴν ἐξέδρα τῶν ἐπισήμων ἦταν ὁ π. Αὐγουστῖνος, ὁ πατέρας μου, καὶ ἐμεῖς στεκόμασταν δίπλα τους φορώντας ἐθνικὲς στολές. Τότε, ὁ π. Αὐγουστῖνος χλώμιασε, θεωρώντας το ἐθνικὴ προδοσία, ταράχθηκε καὶ θέλησε νὰ ἐπέμβῃ καὶ νὰ διαμαρτυρηθῆ ἀποχωρώντας ἀπὸ τοὺς ἐπισήμους. Τότε ὁ πατέρας μου, ποὺ στεκόταν δίπλα του, τοῦ λέει· «Αὐγουστῖνε, συγκρατήσου, μπόρα εἶναι θὰ περάσῃ· ὅταν βλέπης φωτιά, δὲν πέφτεις πάνω στὴ φωτιὰ νὰ καῆς, προσπαθεῖς νὰ τὴ σβήσης». Ὁ π. Αὐγουστῖνος συγκρατήθηκε καὶ ἔτσι ἴσως γλύτωσε καὶ τὴ ζωή του γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά».
Μια νέα ἁγία Πρόκλα σώζει τὸν π. Αὐγουστῖνο ἀπὸ τὸ Γερμανικό ἀπόσπασμα
Τὸ διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ π. Αὐγουστῖνος
«Θυμούμαι, προ 50 ετών στην Κοζάνη, ποὺ με τη βοήθεια του Θεού καὶ τὴν συνεργασία ἐκλεκτῶν κυριῶν διοργανώσαμε τὰ συσσίτια τῆς ΕΣΤΙΑΣ, που ετρέφοντο 8.000 πεινασμένοι άνθρωποι. Εκεί συνέβη τότε να με συκοφαντήσουν στοὺς Γερμανούς και να με κατηγορήσουν ὡς κομμουνιστή… και ήμουν έτοιμος να καταδικαστῶ εις θάνατο. Ποιος μ’ έσωσε; Βέβαια ο Θεός με έσωσε. Αλλά μια ευγενής κυρία, που το όνομα της ελέγετο Αρτεμισία και ο άνδρας της ήτο εισαγγελέας, έπαιξε σπουδαίο ρόλο, για την σωτηρία μου. Και ενώ εγώ ευρισκόμουν εκεί στο δικαστήριο και ήμουν έτοιμος να δικασθώ και να καταδικασθώ ασφαλώς εις θάνατον, διότι εξουσίαζαν οι Γερμανοί, αυτή του έστειλε σημείωμα, που έγραφε… «Θόδωρε», έτσι τον λέγανε, «σε παρακαλώ πολύ να προσέξεις πολύ την υπόθεση του Αυγουστίνου, για να μην γίνεις δεύτερος Πόντιος Πιλάτος και καταδικάσεις έναν αθώο άνθρωπο, ο οποίος ευεργετεί την πόλη».
* * *
Σαν παραμύθια φαίνονται… αλλά δεν είναι παραμύθια, είναι πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην Κοζάνη».
Και πάλι ας κάνουμε μια διακοπή, για να διηγηθεῖ το περιστατικό η κόρη της κ. Αρτεμισίας, η Αικατερίνη Σκρέκα – Δρίζη, η οποία, μικρούλα τότε, συμμετείχε στο σχέδιο της σωτηρίας του π. Αυγουστίνου και είναι αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων.
«…Πολλά τα γεγονότα της τρομερής εκείνης εποχής. 12 -13 χρονών κοριτσάκι εγώ τότε ζούσα με τον πατέρα, την μητέρα. Σεβαστοί γονείς, εξαίρετοι άνθρωποι, οι οποίοι έτρεφαν μεγάλη πολύ μεγάλη, συμπάθεια στον πατέρα Αυγουστίνο. Θα τα πω εν ολίγοις για να μη σας κουράσω. Μέσα στο σπίτι μας κυριαρχούσε η μορφή του πατρός Αυγουστίνου. Μια μέρα μου λέει ο πατέρας μου, επειδή πάντοτε τον αγαπούσα και τον θαύμαζα σαν ρήτορα – όταν χειριζόταν τον λόγο στα δικαστήρια, πάντα είχε να πει ηθικές αρχές. Μου λέει… «Αν ενδιαφέρεσαι Καίτη, ν’ ακούσεις ένα ωραίο κήρυγμα, ένα ωραίο λόγο μου- κήρυγμα για την οικογένεια, έλα μετά το σχολείο σου». Πραγματικά μόλις σχόλασα, τρέχω από τα δικαστήρια ν’ ακούσω το μπαμπά. Εκεί όμως, μπαίνοντας στο γραφείο του κ. Κίτσου του γραμματέως, πολύ αγαπητού μας φίλου, μου λέει: «Μη μπεις μέσα, διότι είναι η γκεστάπο με τον πατέρα Αυγουστίνο. Άσ’ τα, μου λέει, «πάει ο Αυγουστίνος». «Μη μου λές», του λέω, «τι συμβαίνει;». «Πρέπει να’ ναι τα τελευταία του τώρα», μου απαντά. Δεν είπα τίποτε εκείνη τη στιγμή. Έφυγα κλαίγοντας από τα δικαστήρια. Τρέχω στο σπίτι, στη μαμά, η οποία ήταν μια πολύ ασθενής γυναίκα, αυτό πρέπει να το σημειώσω. Υπέφερε από χρονία πυώδη νεφρίτιδα και οι γιατροί της είχαν απαγορεύσει να κάνει παιδιά. Αυτή όμως με την πίστη στο Θεό έκανε έξι παιδιά, από τα οποία ζούμε τα τρία. «Μαμά», της λέω, «τον πατέρα Αυγουστίνο τον έχουνε γκεσταπίτες στο μπαμπά. Αυτή τη στιγμή δικάζεται, μαζί με τον φρούραρχο». Μου λέει: «Μην ανησυχείς, παιδί μου», με είδε πάρα πολύ αναστατωμένη. Βγάζει μια καρτούλα από την τσάντα της, κάρτ-βιζιτ. Αυτή η ασθενική γυναίκα, με 1,40 ύψος, αλλά όλο δύναμη, όλο αγάπη για τον συνάνθρωπό της. «Μην ανησυχείς», μου λέει. Παίρνει την καρτούλα της και σημειώνει: «Θεόδωρε, σε παρακαλώ πολύ να προσέξεις την υπόθεση του πατρός Αυγουστίνου και να μην φερθείς σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος, αλλά και τη θέση σου να χάσεις, και τη ζωή σου ακόμη για τον πατέρα Αυγουστίνο». Τρέχω αμέσως, φτερά στα πόδια μου, πηγαίνω στο δικαστήριο. Ο κ. Κίτσιος με απαγόρευε να μπω μέσα. Πως άνοιξα! Γι’ αυτό και οι πόλεμοι καμιά φορά λέμε γίνονται μόνο από νέους ανθρώπους. Ανοίγω την πόρτα, πηγαίνω στον πατέρα μου. «Τι συμβαίνει;», μου λέει ο μπαμπάς. Νόμισε πως έπαθε η μητέρα μου κάτι, η οποία σας λέω ήταν πολύ φιλάσθενη και κρεμόταν απ’ τον πατέρα μου κυριολεκτικά. Του λέω: «Μπαμπά, αυτό η μαμά μου το’ δωσε διάβασέ το, τώρα αμέσως». Το διαβάζει: σηκώνεται ο φρούραρχος, ζητά το λόγο. Τι συμβαίνει; Λέει ο διερμηνεύς. Αλλά ο πατέρας μου, που ήξερε τη Γαλλική γλώσσα, συνεννοήθηκε απευθείας στα γαλλικά με τον φρούραρχο. Δεν θέλησε να μιλήσει Ελληνικά μέσω του διερμηνέως. Εγώ το κατάλαβα αυτό: ήταν πανέξυπνος άνθρωπος ο πατέρας μου, και του το διάβασε. Εκείνος σηκώνεται, σε στάση προσοχής, και επαναλαμβάνει στα γερμανικά τα όσα είχε πει ο πατέρας μου. Και φεύγω από μέσα εγώ. Έφυγα αμέσως και περίμενα με αγωνία. Και ω του θαύματος, ω του θαύματος της προσευχής! «Γιατί μου είπε η μανούλα μου: Εσύ φύγε γρήγορα, κ’ εγώ θα προσευχηθώ για τον πατέρα Αυγουστίνο». Δόξα τω Θεώ, Σεβασμιώτατε, που σας έχουμε μαζί μας. Και σας παρακαλώ να προσεύχεσθε για τη μαμά και για το μπαμπά στην αγία τράπεζα. Το αξίζανε, το αξίζανε πραγματικά. Σας ευχαριστώ» (1988 σε γιορτή τῆς Κατασκηνώσεως στη Φλώρινα).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.