Αυγουστίνος Καντιώτης



ΑΓΙΟΙ ΜΗΝΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ (ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ, ΑΓΙΟΙ «ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»

ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ

ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

ΣΥΝΤΟΜΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΣΕ ΒΙΟΥΣ ΑΓΙΩΝ
«Ἅγιοι γίνεσθε» (Α΄ Πέτρ. 1,16) ■

ΕΚΔΟΣΙΣ Δ΄, ΑΘΗΝΑΙ 2008

ΑΦΙΕΡΟΥΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, ΠΟΥ ΑΓΩΝΙΖΟΝΤΑΙ
EΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ
«οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτούς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἵνα τηρήσῃς αὐτούς ἐκ τοῦ πονηροῦ»(Ἰωάν. 17, 15)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Ἅγιοι γίνεσθε»! Εἶνε ἡ παραγγελία τοῦ Θεοῦ (Α΄ Πέτρ. 1,16΄ Λευϊτ. 20, 7.26). Ὁ ἁγιασμός αὐτός εἶνε ὁ τελικός σκοπός τοῦ ἀνθρώπου στή γῆ, πού τόν ὁδηγεῖ στό «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ, στή θέωσι, πού εἶνε ὁ ἔσχατος προορισμός του στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε Ἐκκλησία τῶν ἁγίων. Ἐργαστήριο ἁγιότητος ἡ Ἐκκλησία, ἁγιάζει τα ἐνεργά καί συνειδητά μέλη της καί ὅταν ἀναχωρήσουν ἀπό τή ζωή αὐτή τά «ἁγιοποιεῖ» μέ εἰδική πράξι καί τά κατατάσσει στό ἁγιολόγιό της καί τιμᾶ τή μνήμη τους.
Ὑπάρχουν βέβαια καί στίς μέρες μας οἱ πολέμιοι τῶν ἁγίων. Εἶνε οἱ ἀσεβεῖς, πού βλαστημοῦν τούς ἁγίους τοῦ οὐρανοῦ καί μισοῦν καί διώκουν τούς ἁγίους τῆς γῆς. Εἶνε ἐπίσης καί οἱ αἱρετικοί, προτεστάντες καί χιλιασταί, πού δέν παραδέχονται τήν ἁγιοποίησι ἀνθρώπων οὔτε τή μεσιτεία τῶν ἁγίων.
Ἀλλά καί πολλοί ἀπό τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς, πού παραδέχονται τούς ἁγίους καί τιμοῦν τή μνήμη τους, δέν ἔχουν ὀρθή ἀντίληψι γιά τούς ἁγίους καί γιά τήν ἁγιότητα. Ἀπό τίς ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις τους σημειώνουμε ἐδῶ δύο.
1. «Οἱ ἅγιοι ἦταν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ! Μόνο τά παλιά χρόνια, στούς πρώτους αἰῶνες, ὑπῆρχαν ἅγιοι! Σήμερα δέν εἶνε δυνατόν ἕνας χριστιανός νά γίνη ἅγιος…».
Λέγοντας αὐτά θέλουν νά ὑποστηρίξουν τή δική τους ζωή, πού κάθε ἄλλο παρά ἁγία ζωή εἶνε, καί νά κατηγορήσουν σάν ἀνθρώπους «τῶν ἄκρων» ὅσους στίς μέρες μας προσπαθοῦν ν’ ἀντιγράψουν τή ζωή τῶν ἁγίων.
2. «Ἅγιοι γίνονται κυρίως οἱ μοναχοί, ὅσοι ἄφησαν τόν κόσμο καί ἔζησαν στήν ἔρημο…».
Ὅσοι ὑποστηρίζουν τοῦτο ἀποβλέπουν στόν ὑπερτονισμό τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους καί τήν περιφρόνησι τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἤ οἰκογενειακοῦ ἰδεώδους.
Εἶνε περιττό νά τονίσουμε πόσο ἐσφαλμένες ἀλλά καί ὑβριστικές γιά τήν Ἐκκλησία καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶνε οἱ δύο παραπάνω ἀπόψεις, πού περιορίζουν χρονικά καί τοπικά τήν ἁγιότητα. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε αἰωνία καί καθολική. Καί ἑπομένως ἀναδεικνύει ἁγίους σέ ὅλους τούς αἰῶνες καί ἀπό ὅλες τίς κοινωνικές τάξεις καί μορφές ζωῆς.
Μιά ἀπόδειξις, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶνε αἰωνία καί καθολική καί ὅτι δέν ἔχουν δίκιο ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» καί μόνο στό μοναχισμό ὑπάρχουν ἅγιοι, εἶνε καί τό βιβλίο αὐτό τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης κ. Αὐγουστίνου. Ὁ τίτλος του εἶνε δηλωτικός τοῦ περιεχομένου του: «ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ». Περιέχει σύντομες ὁμιλίες πάνω στή ζωή ὡρισμένων ἁγίων. Καί οἱ ἅγιοι αὐτοί ἀντιπροσωπεύουν διάφορα ἐπαγγέλματα καί διάφορες ἐποχές.
Οἱ ἅγιοι τῶν διαφόρων ἐπαγγελμάτων ἀποτελοῦν πρότυπο γιά τούς χριστιανούς τῆς ἐποχῆς μας. Τό ἐπάγγελμα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά τήν ἁγιότητα, ἐφ’ ὅσον βέβαια δέν εἶνε ἐπάγγελμα παράνομο καί ἁμαρτωλό. Ὁποιοδήποτε καλό καί ἀναγκαῖο ἐπάγγελμα κι ἄν ἔχη ο χριστιανός, μπορεῖ νά ἁγιάση, ἀρκεῖ νά εἶνε τίμιος καί συνεπής στίς ἐπαγγελματικές του ὑποχρεώσεις καί στά χριστιανικά του καθήκοντα.
Ἐλπίζουμε, ὅτι καί τό νέο αὐτό βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Φλωρίνης καί προϊσταμένου τῆς Ἀδελφότητός μας θά ἀποτελέση εὐχάριστο καί ὠφέλιμο ἀνάγνωσμα καί θά καλλιεργήση τόν πόθο μιᾶς ἁγίας ζωῆς γιά πολλούς χριστιανούς.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 30ῇ Μαρτίου 1980

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΚΗΡΥΓΜΑ

Διακόψαμε, ἀγαπητοί μου, διακόψαμε τό κήρυγμα αὐτό γιά ἕνα μῆνα. Τό διακόψαμε, γιά νά μπορέσουν νά ξεκουρασθοῦν λίγο καί οἱ λαμπροί ἐκεῖνοι χριστιανοί νέοι, πού χωρίς καμμιά ἀμοιβή ἐργάζονται στό τυπογραφεῖο τῆς Ἱεραποστολικῆς Ἀδελφότητος «ΣΤΑΥΡΟΣ», γιά νά βγαίνη τό φυλλάδιο αὐτό, καθώς καί ἄλλα περιοδικά καί βιβλία. Χωρίς τή βοήθεια τῶν ἐκλεκτῶν αὐτῶν νέων θἆταν πολύ δύσκολο ἡ φτωχή μας Μητρόπολις νά ἐκδίδη φυλλάδιο, περιοδικό καί ἐγκυκλίους.

←←←

Ἀλλά πῶς, ἆραγε, νά διατίθεται ὁ κόσμος τῆς περιφερείας μας ἀπέναντι στό γραπτό αὐτό κήρυγμα; Ἄς δοῦμε. Διότι καί ὁ γεωργός, πού κοπιάζει καί σπέρνει στό χωράφι, ἐνδιαφέρεται νά μάθη τί ἀπέγινε ἡ σπορά. Ἀλλά καί αὐτός πού γράφει ἑφτά τώρα χρόνια τό γραπτό αὐτό κήρυγμα καί μ’ αὐτό σπέρνει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τό σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνδιαφέρεται νά μάθη ποιό εἶνε τό ἀποτέλεσμα τῆς πνευματικῆς αὐτῆς σπορᾶς. Γίνεται καμμιά ὠφέλεια, ἤ ὅλος αὐτός ο πνευματικός σπόρος πάει χαμένος;
Μιά ἔρευνα πού κάναμε γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό ἔχει νά μᾶς πῆ τά ἑξῆς:
Ὑπάρχουν δυστυχῶς ἄνθρωποι πού δέν θέλουν ν’ ἀκούσουν τό κήρυγμα. Καί ἄν ποτέ πέση στά χέρια τους τό φυλλάδιο, τό σχίζουν καί τό πετοῦν. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ὄχι κήρυγμα δέν θέλουν ν’ ἀκούσουν ἤ νά διαβάσουν, ἀλλά καί ἀπ’ τήν καμπάνα πού χτυπάει ἐνοχλοῦνται. Ἀλλ’ αὐτό ἀκριβῶς ἀποδεικνύει τή μεγάλη δύναμι πού ἔχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τίποτε ἄλλο δέν μισεῖ ὁ σατανάς τόσο πολύ, ὅσο τό κήρυγμα. Διότι ξέρει ὅτι, ἄν οἱ ἄνθρωποι προσέξουν τό κήρυγμα, μπορεῖ νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στό Χριστό. Καί τέτοια παραδείγματα μετανοίας καί ἐπιστροφῆς ἀναφέρει πολλά ἡ ἱστορία, ἡ παλιά καί ἡ νέα.
Οἱ ἄθεοι καί οἱ ἄπιστοι, παιδιά τοῦ διαβόλου, καταλαβαίνουν τί λαμπρά ἀποτελέσματα φέρνει τό κήρυγμα στήν κοινωνία, καί γι’ αὐτό ἀποστρέφονται καί μισοῦν τό κήρυγμα, διαβάλλουν, καταδιώκουν, φυλακίζουν καί ἐκτελοῦν ἀκόμη τούς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως βλέπουμε νά γίνεται σέ χῶρες πού τίς κυβερνοῦν ἄθεα καί ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα. Σ’ αὐτές τίς χῶρες μπορεῖ ν’ ἀφήνουν ἀνοιχτές τίς ἐκκλησίες, ἀλλά κήρυγμα καί κατήχησι τῆς νεολαίας δέν ἐπιτρέπουν. Ἐκεῖ ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ ν’ ἀκούγεται. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νἆνε βουβή. Μόνο οἱ κύριοι αὐτοί πρέπει νά μιλᾶνε, νά γράφουν καί νά διαδίδουν τίς θεωρίες τους.
Ἀλλ’ ἐκτός ἀπ’ αὐτούς τούς φανατικούς ἐχθρούς τοῦ κηρύγματος, ὑπάρχει κι ἄλλη κατηγορία ἀνθρώπων. Αὐτοί δέν εἶνε ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Πηγαίνουν τήν Κυριακή στήν ἐκκλησία, ἀνάβουν κερί, προσκυνοῦν τίς εἰκόνες καί ἐκτελοῦν τυπικά τά καθήκοντα τους. Ἀλλ’ ὡς πρός τό κήρυγμα εἶνε ἀδιάφοροι. Ἀπορροφημένοι ἀπ’ τίς ἐργασίες τους, τίς σκέπτονται καί τήν ὥρα ἀκόμη τοῦ ἐκκλησιασμοῦ καί τοῦ κηρύγματος. Τό μυαλό τους εἶνε στίς δουλειές. Μόνο σωματικά βρίσκονται στό ναό.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί πού ἀναφέραμε, γιά νά θυμηθοῦμε τήν παραβολή τοῦ σπορέως, μοιάζουν ἄλλοι μέ τόν πατημένο δρόμο, πού περνοῦν ζῶα καί ἄνθρωποι καί ἔγινε σκληρός καί δέν μπορεῖ νά κρατήση πάνω του κανένα σπόρο, ἄλλοι δέ μέ χῶμα ποὖνε γεμᾶτο πέτρες, καί ἄλλοι μέ ἔδαφος πού εἶνε γεμᾶτο ἀγκάθια. Ἄν πέση ὁ σπόρος στά τρία αὐτά μέρη, πάει χαμένος. Αὐτό συμβαίνει καί στίς ψυχές τῶν ἀπίστων, τῶν ἀθέων, τῶν ὑλιστῶν, τῶν ἀδιάφορων καί τῶν πολυάσχολων ἀνθρώπων. Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ σπόρος ὁ οὐράνιος πού ἔφερε ὁ Χριστός στόν κόσμο, πέφτει καί στίς καρδιές αὐτές, ἀλλά δέν καρποφορεῖ. Αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλά καί στίς μέρες ἐκεῖνες πού τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου τόν κήρυτταν μεγάλοι πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.
Σκληρές καρδιές, γεμᾶτες ἀπιστία, κακία καί διαφθορά, δέν δέχονται τό κήρυγμα. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί καί τό σύντομο καί ἁπλό αὐτό κήρυγμα τῆς «Κυριακῆς», πού διαρκεῖ λιγώτερο ἀπό δέκα λεπτά, δέν ἔχει σ’ ὅλους τήν ἀπήχησι πού ἔπρεπε νἆχη. Δυστυχῶς οἱ ψυχές κλωτσᾶνε καί δέν θέλουν ν’ ἀκούσουν λόγο Θεοῦ. Ἀλλά κι ἄν ὑποθέσουμε, ὅτι ὅσοι ἀκοῦνε καί διαβάζουν τό μικρό αὐτό φυλλάδιο, ὅλοι ἀνήκουν στίς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων πού ἀναφέραμε, καί ὅλος ὁ σπόρος πού σπέρνουμε πάει χαμένος, καί πάλι δέν πρέπει ν’ ἀπογοητευθοῦμε καί νά παύσουμε νά κηρύττουμε. Τό δικό μας καθῆκον εἶνε νά κηρύττουμε, νά σπέρνουμε τό σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου σ’ ὅλες γενικά τίς ψυχές, τό δέ ἀποτέλεσμα ἐξαρτᾶται ἀπό τούς ἀκροατάς καί ἀναγνῶστες· ἐξαρτᾶται ἀπ’ τήν ψυχική διάθεσι αὐτῶν πού ἀκοῦνε καί διαβάζουν.
Ἄς σπέρνουμε λοιπόν τό κήρυγμα, καί ὅταν ἀκόμα δέν μᾶς ἀκούη κανένας. Εἴμαστε μιά μικρή βρύση, καί τρέχουμε κι ὅταν ἀκόμα οἱ διψασμένοι ἄνθρωποι δέν θέλουν νά πιοῦν ἀπό τό καθαρό νερό τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, ἀλλά τούς ἀρέση νά πίνουν τά λασπόνερα τοῦ κόσμου αὐτοῦ.

←←←

Ἀλλ’ εὐλογητός ὁ Θεός! Δέν εἶνε ὅλοι στήν κατηγορία πού γράψαμε. Μέσα στίς 11.000 φυλλάδια, πού δωρεάν μοιράζονται κάθε Κυριακή, ὑπάρχουν καί ἀρκετά φυλλάδια πού δέν χάνονται. Ἔχουν τήν ἐπίδρασί τους. Ὑπάρχουν ψυχές, πού παίρνουν τό φυλλάδιο αὐτό στό σπίτι τους καί τό διαβάζουν, καί ὕστερα τό δίνουν καί σ’ ἄλλους νά τό διαβάσουν. Ὑπάρχουν ψυχές, πού φυλᾶνε τά φυλλάδια αὐτά καί στό τέλος τά κάνουν βιβλία. Ὑπάρχουν ἀκόμα ἐκλεκτές ψυχές, πού, ὅπως πληροφορούμαστε, ζητοῦν ἀπό τόν ἱερέα τους φυλλάδια καί τά στέλνουν σέ δικούς τους στό ἐξωτερικό. Καί ὑπάρχουν καί ναοί ἄλλων Μητροπόλεων, ὅπου τό φυλλάδιο τῆς «Κυριακῆς» διαβάζεται ἀπό εὐλαβεῖς ἱερεῖς. Πῶς λοιπόν νά μή δοξάζουμε τό Θεό; Τό φυλλάδιο αὐτό, γραμμένο σέ μιά ἁπλή γλώσσα, ἔχει τήν ἀπήχησί του σέ ἀρκετές ψυχές, πού ἀποτελοῦν στίς μέρες μας τό μικρό ποίμνιο τοῦ Θεοῦ. Καί γι’ αὐτό τό μικρό ποίμνιο τοῦ Θεοῦ πρέπει νά γράφουμε, νά κηρύττουμε, νά κοπιάζουμε, καί τό αἷμα μας ἀκόμα νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά χύσουμε, ἄν χρειαστῆ.

←←←

Ὕστερα ἀπό τή διακοπή ἑνός μηνός ἀρχίζουμε καί πάλι τό γραπτό κήρυγμα. Νέα σπορά. Ὄγδοη σειρά. Στή σειρά αὐτή θ’ ἀσχοληθοῦμε μέ τούς ἁγίους ἐκλεκτικῶς. Τί ἐννοοῦμε ἐκλεκτικῶς; Ἀπ’ ὅλους τούς ἁγίους τῶν παλαιοτέρων καί νεωτέρων χρόνων θ’ ἀσχοληθοῦμε μέ ἁγίους πού δέν ὑπῆρξαν καλόγεροι, ἱερεῖς καί ἐπίσκοποι, ἀλλά ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, λαϊκοί, πού ἔζησαν μέσα στόν κόσμο, ἀσκοῦσαν διάφορα τίμια ἐπαγγέλματα καί, παρ’ ὅλες τίς δυσκολίες καί τά ἐμπόδια πού συναντοῦσαν μέσα στήν κοινωνία, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ κατώρθωσαν νά ζήσουν μιά ζωή ἁγία καί πολλοί ἀπ’ αὐτούς νά μαρτυρήσουν γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι μέ τή σειρά αὐτή τῶν κηρυγμάτων θ’ ἀποδειχθῆ ὅτι ἡ ἁγιότητα δέν εἶνε προνόμιο λίγων μόνο ἀνθρώπων, πού βγῆκαν ἀπό τόν κόσμο καί ἔζησαν στίς ἐρήμους μιά πραγματικά ἀξιοθαύμαστη ζωή, ἀλλ’ εἶνε ἕνα λουλούδι τῆς χάριτος πού τό τρέφει ἡ δροσιά τοῦ οὐρανοῦ ἕνα λουλούδι πού μπορεῖ νά φυτρώση, ν’ ἀνθίση καί νά καρποφορήση μέσα σ’ αὐτό τόν ἄπιστο καί διεφθαρμένο κόσμο καί ν’ ἀποδείξη ὅτι ο Χριστός ζῆ καί βασιλεύει στούς αἰῶνες.
Ἡ νέα σειρά μας θά ἐπιγράφεται «ΑΓΙΟΙ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ». Εἴθε ὁ Κύριος νά εὐλογήση καί τή νέα αὐτή σειρά.

ΕΝΑΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΣ ΑΓΙΟΣ

(‘Αγγελῆς νεομάρτυς – 1 Σεπτεμβρίου)

Πολλοί, ἀγαπητοί μου, πολλοί λαϊκοί, ἄν τούς συμβουλέψη κανένας, ὅτι πρέπει νά ζοῦν μιά χριστιανική ζωή, ἀμέσως ἀπαντοῦν: – Δέν μποροῦμε νά κάνουμε αὐτά πού λέει τό Εὐαγγέλιο. Δέν εἴμαστε καλόγεροι. Δέν ζοῦμε στήν ἔρημο. Ζοῦμε μέσα στήν κοινωνία μέ τά πολλά προβλήματα καί βάσανα. Ἔχουμε γυναῖκα καί παιδιά καί συναντοῦμε πολλά ἐμπόδια στίς καθημερινές δουλειές μας. Κι ὁ σατανᾶς δέν μᾶς ἀφήνει. Θέλουμε νά ἁγιάσουμε, ἀλλά δέν μποροῦμε…
Ἀλλ’ αὐτά εἶνε προφάσεις. Ἐάν ἤθελαν νά ζήσουν τή χριστιανική ζωή καί ἀγωνίζονταν, θά τό κατώρθωναν μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καί ἀπόδειξις εἶνε οἱ ἅγιοι. Ἀγωνίστηκαν καί νίκησαν ὅλα τά ἐμπόδια καί ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀόρατους ἐχθρούς καί ἀναδείχτηκαν ἅγιοι.
γιοι ἀναγνωρισμένοι, πού τούς τιμᾶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Ἕνας τέτοιος ἅγιος, πού γιορτάζει τήν 1η Σεπτεμβρίου, εἶνε ὁ ἅγιος ‘Αγγελῆς ὁ νεομάρτυς. Γι’ αὐτόν θά μιλήσουμε ἐδῶ καί παρακαλοῦμε νά προσέξετε.

Ὁ Ἀγγελῆς γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολι στά φοβερά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, τόν 17ο αἰῶνα. Τό ἐπάγγελμά του ἦταν χρυσοχόος. Εἶχε ἐργαστήριο. Ἔχυνε τό χρυσάφι καί ἔκανε ὡραῖα κοσμήματα, ὅπως βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, καδένες κ.λπ. Ἀπ’ τήν ἐργασία του συντηροῦσε τήν ὀκταμελῆ οἰκογένειά του, τόν ἑαὐτό του, τή γυναίκα του καί τά ἕξι παιδιά του. Ἦταν μιά εὐλογημένη χριστιανική οἰκογένεια. Ὁ Χριστός βασίλευε μέσα στήν οἰκογένεια αὐτή. Ἄν καί ζοῦσαν μέσα στή σκλαβιά, εἶχαν ἐσωτερική χαρά καί εὐτυχία. Διότι ὅπου εἶνε ο Χριστός, ἐκεῖ εἶνε ἡ πραγματική ἐλευθερία.
Ἕνά γεγονός πού συνέβη στή ζωή του ἔγινε ἀφορμή ὁ ἐργατικός αὐτός ἄνθρωπος, ὁ ‘Αγγελῆς, νά βγῆ ἀπό τήν ἀφάνεια καί νά γίνη μάρτυρας καί σάν ἄστρο νά λάμψη σ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ποιό εἶνε τό γεγονός;
Σέ μιά γιορτή, τήν ἀπόδοσι τῆς γιορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὁ ‘Αγγελῆς μαζί μέ ἄλλους χριστιανούς βγῆκαν ἔξω ἀπό τήν πόλι καί πῆγαν σ’ ἕνα ἐξοχικό μέρος ὅπου γιόρταζε μιά ἐκκλησία. Ὕστερα ἀπό τόν ἐκκλησιασμό, ὅπως τότε συνήθιζαν οἱ χριστιανοί, κάθησαν σέ κοινό τραπέζι. ‘Αλλά νά κι ἔρχονται στή γιορτή τους καί κάτοικοι, πού ἦταν ἄλλοτε χριστιανοί ἀλλά ἀρνήθηκαν τήν πίστι τους καί τούρκεψαν. Ἄρχισαν νά διασκεδάζουν μαζί μέ τούς χριστιανούς. Πρέπει νά ξέρουμε, πώς οἱ Τοῦρκοι φοροῦσαν τότε ἄσπρο σαρίκι καί ἀπ’ αὐτό διακρίνονταν ἀπό τούς χριστιανούς, πού ἦταν ὑποχρεωμένοι νά φοροῦν μαύρη σκούφια.
Ἐκεῖ λοιπόν πού διασκέδαζαν, οἱ ἐξωμότες Τοῦρκοι, ἴσως γιατί τούς ἤλεγχε ἡ συνείδησίς τους, ἄλλαξαν παίζοντας τά σαρίκια τους μέ τίς σκούφιες τῶν χριστιανῶν καί ἔβαζαν πάνω στά κεφάλια τῶν χριστιανῶν τά ἄσπρα σαρίκια. Σ’ αὐτό τό παιχνίδι δέν πῆρε μέρος ὁ ‘Αγγελῆς. Δέν φόρεσε ἄσπρο σαρίκι.
‘Αλλά δέν πέρασαν πολλές μέρες ἀπό τότε καί ξέσπασε θύελλα. Τοῦρκοι φανατικοί, πού ἀπό διαδόσεις ἄκουσαν ὅτι ὁ χρυσοχόος ‘Αγγελῆς στή γιορτή δέν φόρεσε σαρίκι, πῆγαν στό σπίτι τοῦ ‘Αγγελῆ καί φώναζαν ὅτι, ἀφοῦ μιά φορά φόρεσε τό σαρίκι, πρέπει καί τώρα νά τό φορέση καί νά γίνη Τοῦρκος. Ἄδικα ο Ἀγγελής διαμαρτυρόταν καί ἔλεγε; –Ἐγώ ποτέ δέν φόρεσα σαρίκι, καί δέν μπορεῖτε νά μέ ἐκβιάσετε καί νά μέ κάνετε Τοῦρκο… Οἱ Τοῦρκοι ἐπέμεναν. Κάλεσαν στρατιῶτες καί τόν ὡδήγησαν στόν κατῆ.
Ἐκεῖ στό δικαστήριο ο Ἀγγελῆς εἶπε τήν ἀλήθεια, ὅτι διασκέδαζαν μαζί μέ τούς Τούρκους, ἀλλά οὔτε σαρίκι φόρεσε οὔτε ὁμολογία ἔκανε. Καί γι’ αὐτό πρέπει νά τόν ἀφήσουν ελεύθερο. Οἱ Τοῦρκοι ἐπέμε-ναν στήν κατηγορία, καί ἔτσι ἡ ὑπόθεσις τοῦ Ἀγγελῆ ἔφτασε στόν ἀνώτατο ἄρχοντα, τό βεζίρη. Καί ἐκεῖ ὁ Ἀγγελῆς ἀρνήθηκε τήν κατηγορία. Ὁ βεζίρης, ἄν καί ἔβλεπε ὅτι ἔλεγε ἀλήθεια ο Ἀγγελῆς, ὅμως θέλησε νά τόν πιέση καί νά τόν κάνη Τοῦρκο. – Γίνε Τοῦρκος, τοῦ ἔλεγε, καί ὅ,τι θέλεις θά σοῦ τό δώσουμε. – Ὅλα τά πλούτη νά μοῦ δώσετε, ἐγώ θρη¬σκεία δέν ἀλλάζω, ἀπάντησε ο Ἀγγελῆς.
Τότε ὁ βεζίρης ἄρχισε νά τόν ἀπειλῆ, ὅτι θά τόν βασανίση σκληρά, ἄν δέν άλλάξη πίστι. Καί ὁ Ἀγγελῆς ἀπάντησε: – Ὅ,τι θέλεις κάνε με· δέρνε με, κόβε με, σφάζε με, κάψε με στή φωτιά, ρίξε με στά θηρία, βύθισέ με στή θάλασσα καί ὅ,τι ἄλλο θέλεις κάνε σέ τοῦτο τό πήλινό μου σῶμα. Ἐγώ τήν πίστι μου δέν τήν ἀλλάζω. Ἐγώ Τοῦρκος δέν γίνομαι… Ὁ βεζίρης, ὅταν ἄκουσε τή θαρραλέα αὐτή ἀπάντησι τοῦ Ἀγγελῆ, ἐξωργίστηκε. Διέταξε νά τόν ρίξουν στή φυλακή καί ἐκεῖ νά τόν βασανίζουν ἄγρια.
Ὁ ‘Αγγελῆς στή φυλακή. Μέσα στή φυλακή μιά μέρα τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας Τοῦρκος γείτονάς του. Λυπήθηκε τήν οἰκογένειά του, πού ἔμεινε ἔρημη καί τοῦ συνέστησε νά μήν ἐπιμένη, ἀλλά νά γίνη Τοῦρκος, καί ἄν γίνη Τοῦρκος, νά μαζέψη ὅ,τι ἔχει, νά πάρη τή γυναῖκα του καί τά παιδιά του καί νά πάη σέ μακρινό ἄγνωστο τόπο καί ἐκεῖ νά ζῆ σάν χριστιανός. – Μή γένοιτο, ἀπάντησε ὁ ‘Αγγελῆς στήν πρότασι τοῦ γείτονά του Τούρκου, μή γένοιτο νά κάνω τέτοιο ἔγκλημα, νά ἀρνηθῶ τό Χριστό. Ὁ Χριστός ἔχυσε τό αἷμα του γιά μένα, καί τί εἶνε νά χύσω καί ἐγώ τό αἷμα μου γιά τήν ἀγάπη του;
Ὕστερα ἀπ’ τήν ἐπίσκεψι αὐτή οἱ Τοῦρκοι ἔστειλαν νά ἐπισκεφθῆ τόν Ἀγγελῆ ἡ γυναῖκα του. Ἤλπι-ζαν, ὅτι μέ τά δάκρυα τῆς γυναίκας του ὁ μάρτυρας θά λύγιζε καί γιά χάρι τῆς γυναίκας καί τῶν παιδιῶν του θά δεχὅταν νά γίνη Τοῦρκος. Ἦρθε ἡ γυναίκα του. Ἄρχισε νά κλαίη, νά φωνάζη καί νά τόν παρακαλῆ νά ὑποχωρήση γιά νά σώση τήν οἰκογένειά του. ‘Αλλ’ ὁ Ἀγγελῆς δέν κάμφθηκε οὔτε ἀπό τά δάκρυα τῆς γυναίκας του. ‘Αντίθετα, μέ τά θερμά λόγια πού τῆς εἶπε γιά τήν πίστι, κατώρθωσε νά τή στερεώση στήν πίστι, καί, ἀντί νά κλαίη, νά χαίρεται πού ὁ ἄντρας τῆς μένει πιστός στό Χριστό.
Ὁ βεζίρης ἔκανε μιά τελευταία προσπάθεια γιά νά τοῦ ἀλλάξη γνώμη. Ἀλλ’ ὁ ‘Αγγελῆς παρέμεινε ἀκλόνητος στήν ἀπόφασί του. Καί τότε διέταξε νά τόν ὁδηγήσουν στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Ἐκεῖ, κοντά στήν Ἁγία Σοφία, οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες ἔκοψαν τό κεφάλι του. Τό λείψανο τοῦ μάρτυρα ἔλαμπε μέ θεϊκό φῶς. Καθώς δέ διηγεῖται ἕνας ἅγιος ἐπίσκοπος τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, τρεῖς ἀπ’ τούς διῶκτες του Τοῦρκοι βρῆκαν οἰκτρό θάνατο καί ξεψυχώντας φώναζαν: – Ὦ ‘Αγγελῆ, ‘Αγγελῆ! Τό λείψανό του τό πῆραν οἱ χριστιανοί καί τό μετέφεραν σέ ἕνα μοναστήρι, καί ὁ ἡγούμενος τό ἔθαψε στόν τάφο τοῦ προκατόχου του ἡγουμένου. Τή νύχτα ὁ ἡγούμενος εἶδε ὅραμα. Ἄκουσε τή φωνή τοῦ προκατόχου του νά λέη: –Τί ἔκανες, ἡγούμενε, καί ἔθαψες τό ἅγιο λείψανο τοῦ μάρτυρα στόν τάφο τό δικό μου; Καί εἶμαι ἐγώ ἄξιος νά συγκατοικήσω μέ ἕνα τέτοιο μάρτυρα; Γι’ αὐτό σέ παρακαλῶ, ἤ ἐκεῖνον μετατόπισε ἤ τά δικά μου ὀστᾶ…
Βλέπετε, ἀγαπητοί μου χριστιανοί; Ἕνας λαϊκός χριστιανός μέ γυναίκα καί παιδιά, πολύτεκνος οἱκογενειάρχης, χρυσοχόος στό επάγγελμα, πού ἔζησε μέσα στά φοβερά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, κατώρθωσε νά φτάση σέ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς καί πίστεως, νά γίνη ἀνώτερος ἀκόμα καί ἀπό καλόγερους καί ἀσκητάς, νά γίνη μάρτυρας Χριστοῦ. Καί σύ, ἀγαπητέ μου, πού ζῆς στόν κόσμο, μπορεῖς, ἄν θέλης, νά μιμηθῆς τό παράδειγμα τοῦ ἁγίου μάρτυρα ‘Αγγελῆ. Δέν σέ ἐμποδίζει οὔτε ἡ γυναίκα οὔτε ἡ οἰκογένεια οὔτε τό ἐπάγγελμα.

ΕΝΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΓΙΟΣ

(Βαβύλας μάρτυς – 4 Σεπτεμβρίου)

Λέει, ἀγαπητοί μου, λέει κάπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι οἱ ἀπόστολοι, πού κήρυτταν μέσα σέ τόσα ἐμπόδια καί τόσους κινδύνους τό Εὐαγγέλιο, εἶχαν γίνει «θέατρον τῷ κόσμῳ, καί ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις». Ὅπως ἕνας, δηλαδή, πού ἀνεβαίνει στή σκηνή τοῦ θεάτρου γίνεται θεατός ἀπό ὅσους παρακολουθοῦν, καί ἄλλοτε τόν χειροκροτοῦν καί ἄλλοτε τόν ἀποδοκιμάζουν, ἔτσι καί οἱ ἀπόστολοι. Παρουσιάστηκαν στόν κόσμο σάν σέ μεγάλο θέατρο καί ἄνθρωποι καί ἄγγελοι παρακολουθοῦσαν τή δράσι τους. Ἦταν ἡ χαρά τῶν πιστῶν, τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀρχαγγέλων, ἀλλά καί ἡ λύπη τῶν μοχθηρῶν καί κακῶν ἀνθρώπων καί τῶν σκοτεινῶν πνευμάτων, τῶν δαιμόνων. Ὅλος ὁ κόσμος τούς παρακολουθοῦσε. Ἔρχονταν στιγμές πού οἱ ἀπόστολοι δοκιμάζονταν σκληρά καί οἱ θεαταί κρα¬τοῦσαν τήν ἀναπνοή τους. ‘Αλλά τί χαρά αἰσθάνονταν οἱ χριστιανοί καί οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ, ὅταν ἔβλεπαν ὅτι οἱ ἀπόστολοι μετά ἀπό γιγάντιο ἀγώνα κατώρ-θωναν νά βγαίνουν νικηταί!
‘Αλλ’ ὅ,τι συνέβαινε μέ τούς δώδεκα ἀποστόλους συμβαίνει μέ ὅλους τούς ἥρωες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ ἅγιοι γίνονται θέατρο.

←←←

Στό παγκόσμιο αὐτό θέατρο θά ἐμφανισθῆ τώρα ἕνας ἅγιος, πού ἡ Ἐκκλησία μας τόν γιορτάζει στίς 4 Σεπτεμβρίου. Εἶνε ὁ ἅγιος μάρτυρας Βαβύλας. Πατρίδα του ἦταν ἡ Μικρά ‘Ασία. Γεννήθηκε στή Νικομήδεια, πού ἦταν τότε μιά λαμπρή πόλις.
Αὐτοκράτορας τότε στήν ‘Ανατολή ἦταν ἕνας φοβερός ἐχθρός τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ Μαξιμιανός. Ἀπ’ τό μυαλό τοῦ Μαξιμιανοῦ πέρασε ἡ ἰδέα, ὅτι θά κατώρθωνε νά ξερριζώση τό Χριστιανισμό. Μάταιη ἰδέα! Διότι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶνε ἕνα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, ἀλλά εἶνε δένδρο οὐράνιο, πού τό φύτεψε ἐδῶ στή γῆ ὁ Χριστός καί τό πότισε μέ τό αἷμα του καί κανένας μά κανένας, οὔτε ἄνθρωπος οὔτε διάβολος, δέν θά μπορέση νά τό ξερριζώση. Πέφτουν φύλλα, τσακίζονται κλαδιά, φαίνεται γυμνό τό δένδρο, ἀλλά ἡ ρίζα του μένει γερή καί σέ λίγο πάλι τό δένδρο γεμίζει ἄνθη καί καρπούς. Δένδρο ἀειθαλές.
Τήν ἐποχή αὐτή τοῦ διώκτου αὐτοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔζησε ὁ ἅγιος Βαβύλας. Ἡ δουλειά του ἦταν δάσκαλος. Δάσκαλος ὄχι εἰδωλολάτρης, ἀλλά χριστιανός, πού προσπαθοῦσε νά φυτέψη μέσα στίς καρδιές τῶν παιδιῶν τό Χριστό. Καί ἐπειδή ἡ χριστιανική διδασκαλία ἀπαγορευόταν, ὁ Βαβύλας μάζευε τά παιδιά σέ κάποιο μακρινό μέρος ἔξω ἀπό τήν πόλι. Ἐκεῖ, μακριά ἀπό τά μάτια τῶν εἰδωλολατρῶν, ὁ Βαβύλας δίδασκε. Τό κρυφό αὐτό σχολειό τοῦ Βαβύλα μᾶς θυμίζει τά φοβερά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, πού καί τότε τά χριστιανόπουλα διδάσκονταν τή νύ χτα σέ μοναστήρια καί ἐξωκκλήσια μέ τό φῶς τοῦ κα-ντηλιοῦ ἀπό εὐλαβεῖς ἱερεῖς «τά γράμματα, τοῦ Θεοῦ τά πράματα».
Ἕνα τέτοιο κρυφό σχολειό εἶχε ἱδρύσει κάτω ἀπό μια γέφυρα τῆς Νικομήδειας ὁ ἅγιος Βαβύλας. 84 ἦταν τά παιδιά πού φοιτοῦσαν στό χριστιανικό αὐτό σχολειό τοῦ Βαβύλα. Καί ἦταν πολύ συγκινητικό νά βλέπη κανείς τά παιδιά αὐτά νά ξεκινοῦν καί νά πηγαίνουν ἐκεῖ ν’ ἀκούσουν τά λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά κάποιος εἰδωλολάτρης πρόδωσε τό κρυφό αὐτό σχολειό. Πῆγε στό Μαξιμιανό καί κατάγγειλε τό γεγονός. Εἶπε, ὅτι κάποιος πού λέγεται Βαβύλας κάτω ἀπό τήν γέφυρα μαζεύει κρυφά τά παιδιά καί τά διδάσκει νά σέβωνται τόν Ἐσταυρωμένο καί νά ἀποστρέφωνται τούς Θεούς. Ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νά πᾶνε στρατιῶτες καί νά ἐρευνήσουν τό μέρος, κι ἄν βροῦν τέτοιο σχολειό, νά τό διαλύσουν, νά πιάσουν τό χριστιανό δάσκαλο καί τούς μαθητάς καί νά τούς ὁδηγήσουν μπροστά του. Οἱ στρατιῶτες ἐκτέλεσαν τή διαταγή. Πῆγαν, ἐρεύνησαν καί ἀνακάλυψαν τό κρυφό σχολειό. Ἔπιασαν τό Βαβύλα καί τούς 84 μαθητάς. Καί νά τώρα ὅλοι μαζί, δάσκαλος καί μαθηταί, μπροστά στόν εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα. Δά¬σκαλος καί μαθηταί ἦταν ὅλοι ἀποφασισμένοι νά μήν ἀρνηθοῦν την πίστι τους.
Στό Βαβύλα ἀπευθύνεται πρῶτα ὁ αὐτοκράτορας καί ὠργισμένος τόν ρωτάει: Γιατί, Βαβύλα, εἶσαι τόσο πλανεμένος καί πιστεύεις ἕναν ἄνθρωπο, πού σταυρώθηκε καί πέθανε πάνω στό σταυρό; Γιατί δέν προσκυνᾶς τά εἴδωλα, πού προσκυνάει ὅλη ἡ οἰκουμένη; Γιατί ξεγελᾶς τά παιδιά τῶν ἀνοήτων χριστια-νῶν καί τά διδάσκεις νά μήν προσκυνοῦν τούς θεούς; … Αὐτές ἦταν οἱ κατηγορίες. Σ’ αὐτές ὁ Βαβύλας ἀπάντησε: – Οἱ θεοί πού προσκυνᾶνε οἱ εἰδωλολάτρες εἶνε δαιμόνια, ἐνῶ ὁ δικός μου Θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶνε ὁ ἀληθινός Θεός, πού ἔκανε τόν οὐρανό καί τή γῆ. Σεῖς ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες εἶστε τυφλοί καί δέν βλέπετε τήν ἀλήθεια.

Ὕστερα ἀπό τή θαρραλέα αὐτή ὁμολογία ὁ Μαξιμιανός διέταξε τέσσερις στρατιῶτες, νά χτυποῦν μέ πέτρες τά διάφορα μέρη τοῦ σώματος τοῦ ἁγίου. Τό σῶμα κοκκίνισε ἀπό τό αἷμα. ‘Αλλά σ’ αὐτή τήν κατάστασι ὁ Βαβύλας ἔμεινε πιστός καί δόξαζε τό θεό μεγαλοφώνως καί ἔλεγε: – Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σ’ εὐχαριστῶ, γιατί ἐμένα τόν γέροντα καί ἀδύνατο μέ ἐνίσχυσες, ὥστε νά ἀποδειχθῶ πιό ἰσχυρός ἀπό ἕνα βασιλιᾶ πού εἶνε νέος καί ἔχει τόση δύναμι. Σύ, Χριστέ, ἐνισχύεις τούς μικρούς καί ἀδυνάτους τῆς γῆς, γιά νά νικοῦν τους μεγάλους καί ἰσχυρούς καί νά δοξάζεται τό ὄνομά σου τό ἅγιο… Ὁ Μαξιμιανός τότε ἐξωργίστηκε περισσότερο καί διέταξε νά τόν ρίξουν στή φυλακή.
Ὕστερα ὁ Μαξιμιανός στράφηκε πρός τά 84 παιδιά. Στήν ἀρχή προσπάθησε μέ λόγια γλυκά νά τά κάνη νά ἀρνηθοῦνε τό Χριστό. – Παιδιά μου, τούς εἶπε, σάν μυαλωμένα ἀκοῦστε τά λόγια μου, θυσιάστε στούς Θεούς, κι ἐγώ θά σᾶς πάρω στά ἀνάκτορα, θά ζῆτε μαζί μου καί θά ἔχετε ὅλα τά ἀγαθά… Στήν πρότασι αὐτή δύο ἀπό τά παιδιά, ὁ ‘Αμμώνιος καί ὁ Δονᾶτος, ἀπάντησαν καί εἶπαν: – Ἐμεῖς πιστεύουμε στό Χριστό καί ποτέ δέν θά θυσιάσουμε στούς θεούς σας, πού εἶνε κουφοί καί ἄλαλοι… Ὁ βασιλιᾶς, πού δέν περίμενε μιά τέτοια ἀπάντησι ἀπό τά παιδιά, ἐξωργίστηκε καί ἄφησε τίς κολακεῖες καί διέταξε νά τά δείρουν πολύ καί νά τά ρίξουν στή φυλακή, καί νά τά ἀφήσουν χωρίς ψωμί καί τροφές γιά νά πεθάνουν ἀπό την πείνα. Ἔπειτα διέταξε νά κρεμάσουν μπροστά στά μάτια τους τόν δάσκαλό τους, νά τόν χτυποῦν μέ νεῦρα βοδιῶν, καί νά καλοῦν τά παιδιά ἕνα – ἕνα μέ τή σειρά νά ἀρνηθοῦν τό Χριστό. Ἀλλά κανένα ἀπό τά παιδιά δέν ἀρνήθηκε τό Χριστό. Τέλος ὁ Μα- ξιμιανός, βλέποντας τή μεγάλη ἐπιμονή τους, διέταξε νά θανατωθοῦν μέ τό ξίφος. Ὅταν δε ὅλοι ὡδηγοῦνταν στόν τόπο τῆς έκτελέσεως, ὁ Βαβύλας ἔψαλλε: «Ἰδού ἐγώ καί τά παιδία ἅ μοί ἔδωκεν ὁ Θεός».

←←←

Ἔτσι μαρτύρησε ἕνας δάσκαλος καί μαζί του 84 μαθηταί, καί ἄφησαν παράδειγμα γιά διδασκάλους καί μαθητάς. Εἴθε ὅλοι οἱ διδάσκαλοι καί μαθηταί τῆς πατρίδος μας ἀπό τό ὑπέροχο παράδειγμα ἐκείνων καί μέσα στή σημερινή μας γενιά, γενιά ἀπιστίας καί διαφθορᾶς, νά μένουν ἀκλόνητοι στή χριστιανική πίστι καί ἀρετή. Οἱ διδάσκαλοί μας νέοι Βαβύλαι καί οἱ μαθηταί ὅμοιοι μέ τούς 84 ἥρωας μαθητάς τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ τῆς Νικομήδειας.

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΑΓΙΟΣ

(Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας – 20 Σεπτεμβρίου)

Στό θέατρο, ἀγαπητοί μου, στό θέατρο τῶν ἡρώων καί τῶν μαρτύρων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐμφανίζεται τώρα ἕνας ἅ¬γιος, πού προέρχεται ἀπό τό στρατό, γιά νά ἀποδειχθῆ ὅτι καί στρατιῶτες ἀκόμα καί ἀξιωματικοί μποροῦν νά ἁγιάσουν καί νά γίνουν μέτοχοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὁ ἅγιος πού θά προβάλουμε στήν ὁμιλία αὐτή εἶνε ὁ ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας, πού τήν ἱερή του μνήμη γιορτάζει ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στίς 20 Σεπτεμβρίου.

←←←

Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος γεννήθηκε στήν πρωτεύουσα τοῦ κόσμου, τή Ρώμη, τό τέλος τοῦ πρώτου αἰῶνος μετά Χριστόν. Νέος κατετάγη στό ρωμαϊκό στρατό καί χάρι στίς ἱκανότητές του ἔφθασε μέχρι τό βαθμό τοῦ στρατηγοῦ καί διακρίθηκε σέ πολλές μάχες. Ἦταν ἔγγαμος. Εἶχε ἐκλεκτή γυναίκα, τήν Τατιανή, καί δύο παιδιά. Δόξες, πλούτη καί μεγαλεῖα ἦταν στό σπίτι του. ‘Αλλά τί νά τά κάνη κανείς ὅλα αὐτά, ὅταν λείπη ἡ πίστις στό Χριστό; Καί ὁ στρατηγός Πλακίδας, ὅπως λεγόταν πρίν νά βαπτισθῆ, ὡς πρός τή θρησκεία ἦταν εἰδωλολάτρης ὁ ἴδιος καί ἡ οἰκογένειά του καί ζοῦσαν μέσ’ στό φοβερό σκοτάδι τῆς πλάνης. ‘Αλλ’ ὁ Πλακίδας δέν ἔμεινε σ’ ὅλη του τή ζωή στήν πλάνη. Πίστεψε στό Χριστό. Πώς;

Μιά μέρα ὁ Πλακίδας εἶχε βγῆ στό δάσος γιά κυνήγι. Ἐκεῖ πού κυνηγοῦσε παρουσιάστηκε μπροστά του ἕνα μεγάλο ὄμορφο ἐλάφι, πού τόν κοίταζε στά μάτια. Προσπάθησε νά τό πλησίαση καί νά τό πιάση ζωντανό. Ἄν καί τό κυνηγοῦσε καβάλλα στ’ ἄλογό του, δέν μποροῦσε νά τό πλησιάση. Καί κάποια στιγμή τό ἐλάφι πήδηξε ἕνα γκρεμό καί βρέθηκε στό ἀπέναντι μέρος. Τό ἄλογο τοῦ Πλακίδα ἦταν ἀδύνατο πιά νά προχωρήση. Ξαφνικά ὁ Πλακίδας βλέπει ἀνάμεσα στά κέρατα τοῦ ἐλαφιοῦ ἕνα σταυρό, πού ἔλαμπε σάν τόν ἥλιο, καί ἄκουσε φωνή: – Γιατί, Πλακίδα, μέ καταδιώκεις; Ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός. Καί ἐπειδή ἔχεις καλή διάθεσι, γι’ αὐτό ἐμφανίζομαι μπροστά σου, γιά νά σέ συλλάβω στά δίχτυα τῆς φιλανθρωπίας μου. Πρέπει νά γνωρίσης τήν ἀλήθεια καί νά πάψης νά λατρεύης τά εἴδωλα, τά κουφά καί ἀναίσθητα…
Ὕστερα ἀπ’ τό ὅραμα αὐτό ὁ Πλακίδας πίστεψε, βαπτίσθηκε καί ὠνομάστηκε Εὐστάθιος. Μαζί του βαπτίσθηκαν ἡ σύζυγός του καί τά παιδιά του. Ἡ Τατιανή ὠνομάσθηκε Θεοπίστη καί τά παιδιά του ‘Αγάπιος καί Θεόπιστος. Ἦταν πιά μιά χριστιανική οἰκογένεια. Ἄκουσε δέ καί φωνή ἀπό τόν οὐρανό, πού τόν προειδοποιοῦσε, ὅτι πολλές θλίψεις θά δοκιμάση, ἀλλά ὁ Κύριος θά τόν δοξάση.
Δέν πέρασε πολύς καιρός καί νά οἱ θλίψεις καί οἱ πειρασμοί ἦρθαν ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο. Νομίζει κανείς πώς διαβάζει Ἰώβ διαβάζοντας τή ζωή τοῦ Εὐσταθίου. Πρῶτος πειρασμός: οἱ ὑπηρέτες του προσβλήθηκαν ξαφνικά ἀπό ἀρρώστια καί πέθαναν ὅλοι. Δεύτερος πειρασμός: Τά ἄλογα καί τά ζῶα του ψόφησαν ὅλα. Τρίτος πειρασμός: Κλέφτες μπῆκαν στό ἀρχοντικό του ὅταν ἐκεῖνος ἔλειπε κι ἔκλεψαν ὅλα τά ὐπάρχοντά του. Καί ἐνῶ πρῶτα ἦταν ὁ πιό εὐκατάστατος, ἔγινε φτωχός καί ἀξιοδάκρυτος.

Σ’ αὐτή τήν κατάστασι πού ἦρθαν ἡ Θεοπίστη τοῦ εἶπε: – Τί καθόμαστε πιά στόν τόπο αὐτό καί εἴμαστε τό ὄνειδος τοῦ κόσμου; Νά φύγουμε, νά πᾶμε σ’ ἄλλο μέρος, γιά νά μή μᾶς γνωρίζουν… Ὁ ἅγιος δέχτηκε καί ξεκίνησαν νά πᾶνε μακριά, στά Ἱεροσόλυμα. ‘Αλλά στό ταξίδι νέοι πειρασμοί τόν βρῆκαν. Ἡ γυναίκα του ἔπεσε αἰχμάλωτη σέ βαρβαρικά χέρια. Τά δύο παιδιά του, ἐνῶ μέ μεγάλη προσπάθεια τά πέρασε ἀπό ἕναν ὁρμητικό ποταμό, μόλις βγῆκαν στήν ξηρά τό ἕνα τό ἅρπαξε ἕνας λύκος καί τ’ ἄλλο ἕνα λιοντάρι, καί ἐξαφανίστηκαν.
Ὅταν ὁ Εὐστάθιος εἶδε τό φοβερό αὐτό θέαμα, ἄρχισε νά στενοχωριέται καί νά λέη: – Θεέ μου, βοήθησέ με στή δύσκολη αὐτή στιγμή! Σύ, πού βοήθησες τον Ἰώβ, βοήθησε κι ἐμένα…
Μέ τήν προσευχή πού ἔκανε ὁ Εὐστάθιος ἀνακουφίσθηκε καί δυναμώθηκε στήν ἀπόφασί του νά μείνη σταθερός στήν πίστη μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Ἔτσι, γιά μιά ἀκόμη φορά, ἀκούστηκε ὁ λόγος του Ἰώβ: – Ὁ Κύριος μου τἄδωσε, ὁ Κύριος μοῦ τά πῆρε. «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον».
Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος, ἄγνωστος πιά στόν κόσμο καί ἐγκαταλελειμμένος, φτωχός καί ρακένδυτος, πῆγε κι ἔγινε φύλακας σ’ ἕνα ἀμπέλι.

←←←

Πέρασαν ἀπό τότε πολλά χρόνια. Ὁ Εὐστάθιος εἶχε σχεδόν ξεχαστή. ‘Αλλ’ ὅταν βάρβαροι χτύπησαν πάλι τή Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία καί τά ρωμαϊκά στρατεύματα νικιόταν, πολλοί πού θυμόνταν τόν ἡρωισμό τοῦ Πλακίδα εἶπαν στόν αὐτοκράτορα, ὅτι μόνο μέ στρατηγό Πλακίδα θά μπορέσουμε νά νικήσουμε. Ὁ αὐτοκράτορας δέχτηκε τήν πρότασί τους κι ἔστειλε νά ψάξουν νά τόν βροῦν καί νά τόν φέρουν μπροστά του. Δύο παλιοί φίλοι τοῦ Πλακίδα, ὁ Ἀντίοχος καί ὁ Ἀκάκιος, ψάχνοντας ἔφθασαν στήν πόλι Βηρυτό. Ὅταν τούς εἶδε ὁ Εὐστάθιος τούς γνώρισε. Ἀλλά ἐκεῖνοι ποῦ νά φαντασθοῦν, ὅτι κάτω ἀπό τή φτωχή ἐκείνη φορεσιά ἦταν ὁ κάποτε ἔνδοξος στρατηγός; Ὁ Εὐστάθιος τούς πλησίασε καί τούς παρακάλεσε νά μείνουν νά τούς φιλοξενήση. Εἶπαν στόν Εὐστάθιο τό σκοπό τους. Οἱ δύο φίλοι ἀπό ὡρισμένα σημάδια κατάλαβαν ὅτι ὁ στρατηγός πού ζητοῦσαν σ’ ὅλη τήν αὐτοκρατορία ἦταν αὐτός. Καί ὅταν πείσθηκαν, τον ρώτησαν: – Σύ εἶσαι ὁ ἀρχιστράτηγος Πλακίδας; Ὁ Εὐστάθιος δέν μποροῦσε πιά νά κρύβεται καί φανέρωσε τήν ταυτότητά του, καί μέ δάκρυα ἔπεσε πάνω στούς φίλους του καί τούς κατασπαζόταν. Οἱ φίλοι του τόν ὡδήγησαν στ’ ἀνάκτορα. Ἔγινε δεκτός μέ μεγάλη τιμή. ‘Ανέλαβε πάλι τή στρατηγεία. Συγκρότησε ἀξιόμαχο στρατό καί βγῆκε στόν πόλεμο.
‘Ανάμεσα στούς στρατιῶτες πού ἦταν στό στράτευμά του ἦταν καί τά δύο παιδιά του, πού εἴδαμε νά ἁρπάζουν τά ἄγρια θηρία, καί θεωροῦνταν χαμένα, ἀλλά δέν εἶχαν χαθῆ. Βοσκοί εἶχαν κατορθώσει νά τά σώσουν καί ἀνατρέφονταν χωρίς νά γνωρίζουν τόν πατέρα. ‘Αλλά τώρα στό στρατό, ὕστερα ἀπό ἕνα συγκινητικό ἐπεισόδιο, πού δέν μποροῦμε ἐδῶ νά διηγηθοῦμε, ὁ Εὐστάθιος γνωρίστηκε μέ τά παιδιά του καί ἡ χαρά του ἦταν ἀπερίγραπτη. Ἀλλά καί ἡ γυναῖκα του ἡ Θεοπίστη, καί αὐτή εἶχε σωθῆ καί διαφυλαχθῆ ἀπό τούς βαρβάρους καί βρέθηκε καί ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τόν ἄνδρα της.

Ἔτσι ὅλη ἡ οἱκογένεια, ὕστερα ἀπό τρομερές περιπέτειες, ξανασυγκροτήθηκε καί γνώρισε πάλι μέρες δόξης καί μεγαλείου. Καί ὅπως ὁ Ἰώβ ὕστερα ἀπό τίς πολλές δοκιμασίες του γνώρισε μέρες χαρᾶς καί εὐτυχίας, ἔτσι καί ὁ ἅγιος Εὐστάθιος. Ὁ Θεός εὐλόγησε τά ἔσχατα παρά τά πρῶτα.
Ἀλλ’ ὁ βασιλιάς Τραϊανός, πού ἐκτιμοῦσε καί ἀγαποῦσε τόν Εὐστάθιο, πέθανε. Νέος αυτοκράτορας ἀναδείχτηκε, ὁ Ἀδριανός. Αὐτός καταδίωξε τόν Εὐστάθιο. Ὁ Εὐστάθιος μαζί μέ τή γυναίκα καί τά παιδιά του πιάστηκε, καί ἐπειδή ὅλοι ὁμολόγησαν τήν πίστι τους στό Χριστό, καταδικάστηκαν σέ μαρτυρικό θάνατο. Τούς ἔρριξαν μέσα σ’ ἕνα χάλκινο κατασκεύασμα, πού εἶχε σχῆμα βοδιοῦ. Ἄναψαν φωτιά καί τούς ἔκαψαν.
Ἔτσι ὅλη ἡ οἱκογένεια μαρτύρησε.

←←←

Ἀξιωματικός ἦταν ὁ ἅγιος Εὐστάθιος. Ἀξιωματικός μέ μεγάλο βαθμό. Ἀλλ’ ἀξιωματικός πού πίστευε στό Χριστό, ζοῦσε χριστιανική ζωή καί ὁ Θεός τόν τίμησε καί τόν δόξασε. Εἴθε τό παράδειγμα τῆς πίστεως καί τῆς ὑπομονῆς τοῦ ἥρωος αὐτοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ νά μιμηθοῦν ὅλοι οἱ ἀξιωματικοί τῆς πατρίδος μας. Εἴθε ὅλοι νά γίνουν σύγχρονοι Εὐστάθιοι.

ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΑΓΙΟΣ

(Φωκᾶς μάρτυς – 22 Σεπτεμβρίου)

Στήν ἀρχή, ἀγαπητοί μου, τῆς ὁμιλίας μας θά μιλήσουμε γιά τόν Πόντο. Ὄχι γιατί καταγόμαστε ἀπ’ τόν Πόντο, οὔτε γιατί θέλουμε νά ὑποτιμήσουμε ἄλλες περιφέρειες, πού ὅλες ἔχουν νά ἐπιδείξουν ἕναν ἀξιόλογο πολιτισμό, ἀλλά γιατί ἡ ἱστορία τοῦ Πόντου, λόγω τῆς γεωγραφικῆς του θέσεως, συνδέεται μέ μεγάλα γεγονότα τοῦ Γένους.
Στόν Πόντο ἔζησαν καί ἔδρασαν μεγάλοι πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, καθώς ἐπίσης καί μοναχοί καί ἀσκηταί. Στόν Πόντο ἤκμαζε ἡ χριστιανική ζωή. Εἶχαν κτισθῆ λαμπροί ναοί. Σέ καιρό διωγμῶν τούς πρώτους αἰῶνες ἀμέτρητοι ὑπῆρξαν οἱ Πόντιοι μάρτυρες. Ὕστερα δέ ἀπό τήν κατάπαυσι τῶν διωγμῶν, ἐπί τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῶν διαδόχων του, ὁ Πόντος διοργανώθηκε ἀκόμα καλύτερα μέ μητροπόλεις καί πολλές επισκοπές. ‘Αργότερα κτίσθηκαν τά περίφημα μοναστήρια, ὅπως τῆς Παναγίας Σουμελᾶ, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Βαζελῶνος καί τοῦ ἁγίου Γεωργίου Περιστερεώτα.

Ἀλλ’ ἦρθαν γιά τόν Πόντο χρόνια πολύ δύσκολα, τά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. Οἱ Τοῦρκοι πολύ πίεζαν τόν Πόντο, γιά νά ἀλλαξοπιστήση. Μερικοί ἀλλαξοπίστησαν. ‘Αλλά ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἐπίδρασις, ὥστε καί αὐτοί ἀκόμα πού ἀλλαξοπίστησαν διατήρησαν τή γλῶσσα καί τά ἑλληνικά ἤθη καί ἔθιμα. Ὁ Πόντος, ἐκτός ἀπό λίγους ἐξωμότες, ἔμεινε πιστός καί ἀφωσιωμένος στή λατρεία τοῦ Ἐσταυρωμένου. Νέοι μάρτυρες προστέθηκαν στό μαρτυρολόγιο τοῦ Πόντου. Ἔτσι ζοῦσε ὁ Πόντος μέχρι πού ἦρθε ἡ μεγάλη καταστροφή τοῦ 1922, ὁπότε ὅλος ὁ Πόντος ξερριζώθηκε, καί ὁ μαρτυρικός λαός του σκορπίστηκε σ’ ὅλα τά μέρη τῆς πατρίδος, καί μάλιστα στή Μακεδονία.

←←←

Ἕνα μάρτυρα Πόντιο θα παρουσιάσουμε τώρα στήν ἀγάπη σας. Ἄς τόν ὑποδεχθοῦμε μέ χαρά καί ἀγαλλίασι, σάν ἕνα ἀδελφό μας μεγαλύτερο, πού ἔζησε τά περασμένα χρόνια, τά φοβερά χρόνια τῶν πρώτων διωγμῶν, ὡμολόγησε τό Χριστό καί ἀξιώθηκε νά πάρη τό ἀμάραντο στεφάνι τῆς δόξης. Εἶνε ὁ ἅγιος Φωκᾶς ὁ κηπουρός, πού τήν ἱερή του μνήμη ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γιορτάζει στίς 22 Σεπτεμβρίου.
Ὁ ἅγιος Φωκᾶς γεννήθηκε σέ μιά ἀπό τίς πιό ὄμορ-φες πόλεις τοῦ Πόντου, τή Σινώπη, παράλια πόλι, πού τίς ἀκτές της λούζουν τά ἄγρια κύματα τῆς Μαύρης θάλασσας. Ἦταν ἔγγαμος. Εἶχε γυναίκα καί παιδιά.

Τό ἐπάγγελμά του κηπουρός. Ἕνα ἄγριο τόπο μέ τήν ἐργατικότητά του κατώρθωσε νά τόν μεταβάλη σ’ ἕνα ὡραιότατο κῆπο. Τόν καλλιεργοῦσε μέ ἐπιμέλεια καί ἀπό τά προϊόντα τοῦ κήπου αὐτοῦ συντηροῦσε τήν οἰκογένειά του. Ἀλλά φιλάνθρωπος ὅπως ἦταν, ἕνα μέρος ἀπό τά λαχανικά τοῦ κήπου τό μοίραζε στούς φτωχούς γείτονές του. Ἔτσι ὁ κῆπος τοῦ Φωκᾶ εἶχε γίνει ἕνα ἱεραποστολικό κέντρο. Ὁ ἅγιος Φωκᾶς σέ ὅσους ἐπισκέπτονταν τόν κῆπο του εἶχε νά πή κάτι γιά τό Χριστό. Κάτω ἀπ’ τόν ἴσκιο τῶν δένδρων ὁ Φωκᾶς δίδασκε. Ἀσφαλῶς δέ ἀφορμή διδασκαλίας θά ἔπαιρνε ἀπό τό νερό πού πότιζε τόν κῆπο, ἀπό τά καρποφόρα δένδρα, ἀπό τά πολύχρωμα λουλούδια, πού σκορποῦσαν εὐωδιά. Μήπως καί ὁ Θεῖος Διδάσκαλος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀπό τά ὡραῖα δημιουργήματά του δέν ἔπαιρνε ἀφορμή γιά νά διδάξη τίς θαυμάσιες παραβολές του; Μιά εἰκόνα τοῦ ἀοράτου κόσμου εἶνε τά ὁρατά. Ἐάν ὡραῖος εἶνε ὁ κῆπος ὁ ὑλικός, πόσο περισσότερο ὡραῖος θά εἶνε ὁ παράδεισος, ὁ κῆπος αὐτός τοῦ Θεοῦ!
Ἔτσι σκεπτόταν ὁ ἅγιος Φωκᾶς καί ἔτσι ζοῦσε. Καί ἔτσι πρέπει νά σκεπτώμαστε καί νά ζοῦμε κι ἐμεῖς, καί μάλιστα ὅσοι ἔχουν τήν εὐτυχία νά μή ζοῦν μέσα στίς πόλεις, ἀλλά νά ζοῦν μέσα στό ὡραῖο περιβάλλον τῆς φύσεως καί ν’ ἀναπνέουν τόν καθαρό ἀέρα καί νά βλέπουν τά ὡραῖα τῆς γῆς καί τοῦ οὐρανοῦ. Φτάνει ἕνα λουλούδι τῆς γῆς, φτάνει ἕνα ἄστρο τοῦ οὐρανοῦ, ν’ ἀποδείξουν ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Ἥσυχη ζωή ζοῦσε μέ τήν οἰκογένειά του ὁ ἅγιος Φωκᾶς. Μέ τόν τίμιο ἱδρῶτα τοῦ προσώπου τοῦ ἔτρωγε τό ψωμί του καί εὐχαριστοῦσε καί δοξολογοῦσε το Θεό γιά τήν εὐλογία πού εἶχε στό σπίτι του. Ἦταν εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τόσο, ὅσο δέν μπορεῖ οὔτε ἕνας πλούσιος νά φαντασθῆ. Διότι ἡ εὐτυχία του ἀνθρώπου δέν βρίσκεται στά πλούτη, ἀλλά στή γαλήνη τῆς συνειδήσεως. Μά σέ λίγο χρόνο ἡ ἐπίγεια αὐτή φωλιά τῆς εὐτυχίας γκρεμίστηκε. Ὁ κῆπος ἐρήμωσε. Τό ἱεραποστολικό κέντρο διαλύθηκε, ὁ δέ Φωκᾶς ἀπό κηπουρός ἔγινε μάρτυρας Χριστοῦ. Καί ἀπό τόν ἐπίγειο κῆπο μετατέθηκε στόν οὐράνιο. Πῶς;

←←←

Κηρύχθηκε ἄγριος διωγμός ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Οἱ εἰδωλολάτρες σάν λύκοι ὡρμοῦσαν καί κατασπάραζαν τά πρόβατα, τούς χριστιανούς. Ὅπου ἀνακαλύπτονταν χριστιανοί, καταδιώκονταν, πιάνονταν καί ἐκτελοῦνταν χωρίς δικαστήριο. Καί ἐπειδή ὁ κηπουρός Φωκᾶς ἦταν γνωστός γιά τή χριστιανική του δρᾶσι, οἱ ἄρχοντες ἔστειλαν στρατιῶτες νά τόν πιάσουν, νά τόν ἐκτελέσουν καί νά τούς φέρουν τό κεφάλι του. Οἱ στρατιῶτες δέν γνώριζαν προσωπικῶς τό Φωκᾶ. Ἔφτασαν στό μέρος ὅπου ἔμενε. Ὁ Φωκᾶς ὑποδέχτηκε τούς στρατιῶτες ὅπως θά ὑποδεχόταν καί κάθε ἄλλο ξένο. Δέν γνώριζε τό σκοπό τους. Οὔτε καί ἐκεῖνοι τοῦ τόν φανέρωσαν ἀμέσως. Ὁ Φωκᾶς τούς φιλοξένησε χριστιανικά. Ὕστερα ἀπό λίγες μέρες οἱ στρατιῶτες εἶπαν, πώς ἦρθαν στό μέρος αὐτό μέ τήν ἐντολή νά πιάσουν καί νά ἐκτελέσουν ἕνα χριστιανό, πού λέγεται Φωκᾶς. – Σέ παρακαλοῦμε, τοῦ εἶπαν, νά μᾶς τόν φανέρωσης…
Ὁ Φωκᾶς, ὅταν ἄκουσε τά λόγια αὐτά, δέν ταράχτηκε, ἀλλά μέ ἡρεμία ἀπάντησε στούς στρατιῶτες καί εἶπε: –Τώρα θά σᾶς δείξω ποιός εἶνε ὁ Φωκᾶς… ‘Αποσύρθηκε σέ ἰδιαίτερο τόπο καί εὐχαρίστησε τό Θεό, γιατί ἔφτασε ἡ μέρα νά δείξη μέ ἔργα ὅτι εἶνε χριστιανός καί γνήσιος δοῦλος τοῦ Κυρίου. Ὕστερα πῆγε καί ἔσκαψε τό λάκκο, ὅπου θά θαβόταν. Περιποιήθηκε μέ ἰδιαίτερη φροντίδα τούς στρατιῶτες τήν τελευταία ἐκείνη νύχτα καί ἔπειτα εἶπε στούς στρατιῶτες: –’Αγαπητοί μου φίλοι, μάθετε, ὅτι μέ πολλή ἐπιμέλεια ἐρεύνησα καί βρῆκα τό φονιά πού ζητᾶτε. Τό κυνήγι πού ζητᾶτε εἶνε τώρα στήν παγίδα… Καί ὅταν οἱ στρατιῶτες τόν ρώτησαν, ποιός εἶνε, ὁ Φωκᾶς ἀπάντησε: – Δέν εἶνε μακριά. Εἶνε πολύ κοντά σας. Εἶνε ἐκεῖνος, πού μιλάει αὐτή τή στιγμή μαζί σας…

Ὅταν οἱ στρατιῶτες ἄκουσαν το λόγο αὐτό, ταράχτηκαν. Συγκινήθηκαν μέχρι δακρύων καί δέν ἤθελαν νά ἐκτελέσουν τήν ἐντολή πού πῆραν, ὕστερα ἀπό τόση περιποίησι καί φιλοξενία. ‘Αλλ’ ὁ Φωκᾶς τούς παρακαλοῦσε νά μή διστάσουν, ἀλλά νά κάνουν ὅ,τι τούς εἶχαν διατάξει. Οἱ στρατιῶτες, ἄν καί ἦταν ἄγριοι καί σκληροί καί συνηθισμένοι νά χύνουν αἵματα, ὅμως πολύ δίσταζαν. Τέτοιο παράδειγμα αὐταπαρνήσεως δέν εἶχαν ξαναδεῖ. – Ὥστε τόση δύναμι ἔχει ὁ Χριστιανισμός πάνω στίς ἁπλοϊκές ψυχές γιά νά ἀναδεικνύωνται ἥρωες καί μάρτυρες; ἔλεγαν οἱ στρατιῶτες. Ὕστερα ἀπό πολλούς δισταγμούς καί εσωτερική πάλη μέ τόν ἑαυτό τους, οἱ στρατιῶτες ἐξετέλεσαν τή διαταγή. Ἀποκεφάλισαν τό Φωκᾶ. Ἡ ἁγία του ψυχή φτερούγισε στόν οὐρανό, ἐνῶ τό ἱερό του λείψανο ἔμεινε στόν Πόντο, πηγή ἰδιαιτέρων εὐλογιῶν καί θαυμάτων. Λένε ὅτι ναῦτες, πού ταξίδευαν στή Μαύρη θάλασσα καί κινδύνευαν, ἐπικαλοῦνταν τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Φωκᾶ καί σώζονταν, καί στά καράβια τους εἶχαν την εἰκόνα τοῦ ἁγίου Φωκᾶ.

Ἕνας κηπουρός μάρτυρας!

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.