ΠΑΤΗΡ ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΛΑΙΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ο ΠΑΤΗΡ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΖΟΥΣΕ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ ΟΜΩΣ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ, Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ, Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΟΛΗ Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΣΟΥ ΕΔΙΝΕ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΟΤΙ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΣΤΗ ΓΗ!
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ π. Κοσμᾶ Παλαιογιάννη
γιὰ τὸν Μητροπολίτη Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνο Καντιώτη·
45 χρόνια προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω ἄν εἶναι ἄνθρωπος σαν και ἐμᾶς
Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ βρεθῶ πλησίον τοῦ π. Αὐγουστίνου. Νὰ βρεθῶ καὶ νὰ μαθητεύσω σ᾿ αὐτὴ τὴ μεγάλη πατερικὴ καὶ προφητικὴ καὶ ἁγία μορφή. ᾿Αλήθεια, πόσα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γράψη κάποιος γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν τοῦ Θεοῦ! ᾿Επειδὴ ὅμως πολλὰ εἰπώθηκαν καὶ γράφτηκαν γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο, γι᾿ αὐτὸ ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ καὶ νὰ παρουσιάσω ὡρισμένα περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωή του ποὺ μοῦ ἔκαναν ἰδιαίτερη ἐντύπωσι.
Πρὶν ἀναφερθῶ στὰ περιστατικά, θὰ ἤθελα νὰ πῶ ὅτι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸν γνώρισα μέχρι σήμερα ποὺ εἶμαι 60 ἐτῶν, ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ καταλάβω τί σόϊ ἄνθρωπος εἶναι αὐτός. Τὸν κοιτοῦσα, τὸν ἄκουγα ὧρες ὁλόκληρες καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὸν καταλάβω. Νὰ καταλάβω, δηλαδή, ἂν εἶναι ἄνθρωπος σὰν κι ἐμᾶς τοὺς ἄλλους. Θὰ μοῦ πῆτε γιατί τὸ λέω αὐτό· Γιατὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος μπορεῖ νὰ ζοῦσε ἀνάμεσά μας ὅμως τὸ μυαλό του, ἡ καρδιά του, ἡ σκέψις του, ἡ ζωή του καὶ ὅλη ἡ ὕπαρξίς του, σοῦ ἔδιναν τὴν ἐντύπωσι ὅτι δὲν βρισκόταν στῆ γῆ! ᾿Αδιαφοροῦσε γιὰ τὰ κοσμικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα. Γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἁγία Του ᾿Εκκλησία, καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ῾Ελλάδα.
Συνήθως οἱ ἄνθρωποι στὸ περιβάλλον ποὺ ζοῦν καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν κοντά τους καὶ συζοῦν καὶ συνεργάζονται, θὰ ᾿ρθοῦν στιγμὲς ποὺ θὰ ποῦν καὶ κάτι νὰ γελάσουν, θὰ ὀργανώσουν καὶ καμιὰ ἐκδρομούλα σὲ μοναστήρι γιὰ νὰ ξεσκάσουν λιγάκι, θὰ ξεκλέψουν καὶ λίγες ἡμέρες τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ θὰ φύγουν γιὰ τὴν ἐξοχὴ νὰ ξεκουρασθοῦν καὶ νὰ χαροῦν τὶς ὀμορφιὲς τῆς ὑπαίθρου, θὰ δείξουν ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν προσωπική τους οἰκονομικὴ κατάστασι καὶ γιὰ τοὺς συγγενεῖς τους κ.λ.π. ὅπως δηλαδὴ κάνουν ὅλοι οἱ κοινωνικοὶ ἄνθρωποι. ῎Ε, λοιπόν, γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο ὅλα αὐτὰ ἦσαν ἄγνωστα καὶ ξένα. ῞Οταν στοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας μας ἄκουγα τὸ «ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες» ἔλεγα· αὐτὸ τὸ πέτυχε ὁ μακάριος αὐτὸς ἄνθρωπος, ὁ π. Αὐγουστῖνος. Θὰ μοῦ πεῖτε· καλά, ὁλόκληρη τὴν ἐβδομάδα ποῦ ἦταν, πῶς τὴν περνοῦσε, τί ἔκανε, κλεισμένος ἦταν στὸ δωμάτιό του; Ναί, ἀδελφοί μου, ὁ π. Αὐγουστῖνος ὅλη τὴν ἐβδομάδα ἦταν κλεισμένος, θὰ ἔλεγα φυλακισμένος στὸ δωμάτιό του καὶ διάβαζε καὶ ἔγραφε βιβλία. ᾿Απὸ τὸ δωμάτιό του ἔβγαινε στὶς 10 περίπου τὸ πρωΐ, κατέβαινε στὸ τυπογραφεῖο τῆς ᾿Αδελφότητος, παρακολουθοῦσε γιὰ λίγο τὶς ἐργασίες, συζητοῦσε μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς τυπογράφους, ἐν συνεχεία ἐπισκεπτόταν τὸ βιβλιοδετεῖο, τὴν διεκπαιρέωσι τῶν περιοδικῶν, τὸ μαγειρεῖο καὶ μετὰ κλεινόνταν πάλι στὸ δωμάτιό του, ἕως ὅτου ἔλθη ἡ Κυριακὴ ποὺ θὰ πήγαινε στὴν ᾿Εκκλησία γιὰ νὰ κηρύξη τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Τὶς Κυριακὲς πηγαίναμε, συνήθως, στὴν ᾿Εκκλησία ποὺ θὰ κήρυττε τὸ θεῖο λόγο ὁ π. Αὐγουστῖνος. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα τὴν περιμέναμε μὲ ἰδιαίτερη χαρά, ὄχι μόνον γιατὶ θὰ ἐκκλησιαζώμασταν καὶ θ᾿ ἀκούγαμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν π. Αὐγουστῖνο, ἀλλὰ καὶ γιατὶ θὰ ξεκουραζόμασταν καὶ θὰ μᾶς δινόταν ἡ εὐκαιρία νὰ βλέπαμε τοὺς γνωστούς μας ἀνθρώπους καὶ μὲ ἄνεσι θὰ συζητούσαμε. ᾿Επίσης εἴχαμε τὸν χρόνο νὰ κάνουμε καὶ ἐπισκέψεις σὲ συγγενικά μας πρόσωπα ἢ καὶ σὲ ἀξιοθέατα τῶν ᾿Αθηνῶν. Εἴπαμε εἴμαστε ἄνθρωποι χοϊκοὶ καὶ κάπου τὰ εἴχαμε καὶ αὐτὰ ἀνάγκη. ῞Ομως δὲν συνέβαινε τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν π. Αὐγουστῖνο. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ «δι᾿ εὐχῶν» τοῦ ἱερέως, ἔφευγε μπαίνοντας στὴν κλούβα τοῦ αὐτοκινήτου τοῦ καλοῦ χριστιανοῦ κ. Κων/νου Κοτρώνη. ῎Εφευγε ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία καὶ κατ᾿ εὐθείαν πήγαινε στὸ ἵδρυμα. Γυρίζοντας καὶ ἐμεῖς στὸ ἵδρυμα, βλέπαμε τὸν π. Αὐγουστῖνο νὰ κάθεται σ᾿ ἕνα πρόχειρο γραφεῖο καὶ νὰ διαβάζη. ᾿Εγὼ βλέποντάς τον νὰ διαβάζη, ἔλεγα μέσα μου· καλά, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ὅλη τὴν ἐβδομάδα ἦταν κλεισμένος, δηλαδὴ θὰ ἔλεγα, φυλακισμένος, σ᾿ ἕνα γραφεῖο καὶ διάβαζε, πότε πρόλαβε καὶ ἦρθε καὶ κόλλησε πάλι πάνω στὸ βιβλίο; Δὲν αἰσθάνεται καὶ αὐτὸς τὴν ἀνάγκη, μιᾶς καὶ βγῆκε ἔξω, νὰ καθήση καὶ νὰ συζητήση μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ πήγαιναν κάθε Κυριακὴ ν᾿ ἀκούσουν τὸ κήρυγμά του; Δὲν κουράσθηκε νὰ διαβάζη καὶ νὰ γράφη;
Σχετικὰ μὲ τὸ διάβασμα θυμᾶμε καὶ κάτι ἄλλο, ἀνεξήγητο καὶ αὐτό. Σὲ μένα ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀνέθεσε ἐκτὸς ἀπὸ τὸ διακόνημα τοῦ μαγειρίου καὶ τὸ διακόνημα τοῦ ἐγερτηρίου. Τὸ πρωΐ, λοιπόν, μετὰ τὴν προετοιμασία τοῦ πρωϊνοῦ ροφήματος, πήγαινα καὶ ξυπνοῦσα τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἐτοιμασθοῦν γιὰ τὴν πρωϊνὴ προσευχή. Στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ πῶ ὅτι ὁ π. Αὐγουστῖνος κοιμόταν τελευταῖος, κοντὰ στὰ μεσάνυχτα καὶ πρῶτος ξυπνοῦσε. ᾿Αφοῦ, λοιπόν, πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς, πήγαινα θυμίαζα τὰ δωμάτια καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἀνέβαιναν στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἱδρύματος καὶ περίμεναν τὸν π. Αὐγουστῖνο νὰ ᾿ρθῆ γιὰ ν᾿ ἀρχίσουμε τὴν προσευχή. Πηγαίνοντας ἐγὼ νὰ θυμιάσω τὸ δωμάτιο τοῦ π. Αὐγουστίνου, μὲ τὸ κτύπημα τῆς πόρτας του ἄνοιγα καὶ τί ἔβλεπα! ῎Εβλεπα τὸν π. Αὐγουστῖνο νὰ κρατάη στὰ χέρια του τὴν πετσέτα τοῦ προσώπου, νὰ εἶναι ἀκτένιστος μὲ τὰ μαλιά του γυρμένα πίσω στὴν πλάτη του καὶ αὐτὸς ὄρθιος καὶ σκυφτὸς πότε πάνω στὸ γραφεῖο του καὶ πότε πλησίον τῆς βιβλιοθήκης του νὰ κρατάη στὰ χέρια του ἕνα βιβλίο καὶ νὰ διαβάζη. ῎Ητανε τόσο ἀπορροφημένος ἀπ᾿ τὴ μελέτη, ὥστε ὅταν τοῦ ἔλεγα· πάτερ εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ σᾶς περιμένουμε γιὰ προσευχή, ἐκεῖνος ξαφνιαζότανε καὶ μὲ τὴν ἀντίδρασί του μοῦ ἔδινε τὴν εἰκόνα ὅτι βρισκόταν σ᾿ ἄλλους κόσμους κι ἐγὼ τὸν ἐπανέφερνα στὴ γῆ! Καὶ νὰ σκεφθῆς, ἀδελφέ μου, ὅτι αὐτὸ συνέβαινε ὄχι μιὰ καὶ δυὸ καὶ τρεῖς, ἀλλὰ πολλὲς φορές. Κι ἂν ὑπολογίσω τὴν ὥρα ποὺ ἔφευγε ἀπὸ τὸν νιπτῆρα μέχρι τὴν ὥρα ποὺ πήγαινα καὶ τὸν ἔβλεπα ὄρθιο νὰ διαβάζη, τότε ξεπερνοῦσε τὰ 3 τέταρτα ὀρθοστασίας. ῎Ετσι ἐξηγεῖται γιατὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἦταν ἀριστοῦχος σὰν μαθητὴς τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου, τοῦ Γυμνασίου καὶ τοῦ Πανεπιστημίου.
Μιᾶς καὶ εἴμαστε στὸ χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τῆς προσευχῆς θὰ ἤθελα νὰ διηγηθῶ καὶ τοῦτο. ῾Ο π. Αὐγουστῖνος ἦταν ἄνθρωπος καὶ τῆς προσευχῆς. ῾Η ὥρα τῆς προσευχῆς ἦταν γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο ὥρα ἱερή, ἁγία ὥρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἦταν πολὺ αὐστηρὸς μὲ ἐκείνους ποὺ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἔδειχναν ἀνευλάβεια καὶ ἀδιαφορία. Συχνὰ μᾶς ἔλεγε ὅτι αὐτὴ τὴν ὥρα βρισκόμαστε ἑνώπιον ὄχι ἀνθρώπου, ὄχι θνητοῦ βασιλέως, ἀλλ᾿ ἑνώπιον τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ. Μᾶς ἤθελε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς νὰ στεκώμαστε μὲ εὐλάβεια, μὲ προσοχὴ καὶ νὰ ἔχουμε τὸ νοῦ μας καὶ τὴν καρδιά μας στὸν Κύριο. ῎Ηθελε τὴν προσευχὴ ποὺ λέει τὸ στόμα μας νὰ τὴν παρακολουθῆ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά. Θυμᾶμαι, λοιπόν, ἕνα βράδυ ποὺ ἡ ὥρα ἦταν 12 μεσάνυχτα κάναμε τὴν βραδυνή μας προσευχή. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς ἕνας ἀδελφὸς καὶ μάλιστα θεολόγος χασμουρήθηκε. ῎Αχ, ὁ εὐλογημένος τί τὸ ἤθελε ἐκεῖνο τὸ χασμούρημα. Μὲ τὸ «δι᾿ εὐχῶν», ποιός εἶδε τὸν π. Αὐγουστῖνο καὶ δὲν φοβήθηκε! Τί δὲν ἄκουσε ὁ θεολόγος ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν π. Αὐγουστῖνο. Θυμᾶμαι νὰ τοῦ λέει· ῍Αν ἤσουνα μπροστὰ στὸν Βασιλέα — τότε εἴχαμε βασιλέα —θὰ τολμοῦσες νὰ χασμουρηθῆς; ῍Αν πήγαινες νὰ τοῦ ζητήσης μιὰ χάρι, μιὰ μεγάλη ἐξυπηρέτησι θὰ χασμουριώσουνα μπροστά του; Καὶ τώρα ποὺ ἤσουνα μπροστὰ στὸ Χριστό, μπροστὰ σ᾿ Αὐτὸν ποὺ εἶναι «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων» ὁ βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, χασμουρήθηκες; Τί εἶναι, βρέ, ὁ βασιλιὰς τῆς ῾Ελλάδος μπροστὰ στὸ Χριστό; ᾿Εκεῖ δὲν θὰ χασμουριώσουνα, ἐνῶ ἐδῶ μπροστὰ στὸν βασιλέα Χριστὸ χασμουρήθηκες; ῎Ε, λοιπόν, ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν καυστικὸ βραδυάτικο ἔλεγχο, ποιός τολμοῦσε ἐν ὥρα προσευχῆς νὰ χασμουρηθῆ; Δὲν σᾶς κρύβω ὅτι ἂν καὶ πέρασαν 45 περίπου χρόνια, ὅταν μοῦ ἔρχεται νὰ χασμουρηθῶ ἐν ὥρα προσευχῆς, νομίζω ὅτι δίπλα μου εἶναι ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔτοιμος νὰ μὲ κατσαδιάση.
῾Ο π. Αὐγουστῖνος ἦταν πράγματι αὐστηρός. Πρῶτα-πρῶτα ἦταν αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του. Ζοῦσε μιὰ αὐστηρὴ καλογερικὴ ζωὴ μέσα στὸν κόσμο. ῏Ηταν τόσο αὐστηρὸς ποὺ ποτὲ δὲν ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτό του νὰ συμβιβασθῆ μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὰ κοσμικὰ πράγματα. Οἱ ἄνθρωποι, τόσο οἱ κοσμικοὶ ὅσο καὶ οἱ θρησκευτικοί, τὸν θεωροῦσαν αὐστηρὸ καὶ ἀσυμβίβαστο κληρικό. Καὶ τοῦτο γιατὶ κύριο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ κηρύγματος του ἦταν ὁ ἔλεγχος. ῾Ο ἔλεγχος ἐναντίον τοῦ κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας, τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας. Πολλὰ ἔχουν λεχθῆ γύρω ἀπὸ τὸ ἐλεγκτικὸ κήρυγμα. ῾Ο π. Αὐγουστῖνος μὲ τὴν αὐστηρὴ καὶ ἀσκητικὴ προσωπική του ζωὴ καὶ τὸ ἐλεγκτικό του κήρυγμα, σοῦ θύμιζε τὸν ᾿Ιωάννη τὸν Πρόδρομο ἢ κάποιον ἄλλο προφήτη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καὶ ὅμως ὁ π. Αὐγουστῖνος δὲν ἦταν μόνον ἄνθρωπος τοῦ ἐλέγχου ἀλλὰ ἦταν καὶ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς ἐπιεικείας καὶ τῆς καλωσύνης. Εἶχε καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ. Ναί, ἤλεγχε καὶ καυτηρίαζε ὁ π. Αὐγουστῖνος, ὄχι ὅμως τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία. ῎Ηλεγχε τοὺς ἀμετανοήτους, τοὺς δημοσίως ἁμαρτάνοντας καὶ σκανδαλίζοντας τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Εἶπα, προηγουμένως, ὅτι εἶχε καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ. ᾿Απὸ ποῦ φαίνεται αὐτό; ᾿Εκεῖ, ἀδελφέ μου, ποὺ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἄρχιζε τὸ ἐλεγκτικό του κήρυγμα καὶ ἐκσφενδόνιζε κεραυνοὺς καὶ νόμιζες ὅτι ἂν αὐτὸν τὸν εἶχε ἐνώπιον του κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί θὰ γινότανε, ἂν, λοιπόν, αὐτὸς παρουσιαζόντανε ἐνώπιον τοῦ π. Αὐγουστίνου, τότε συνέβαινε τὸ ἀντίθετο! ῾Ο πατὴρ τοῦ ἔδειχνε ἀγάπη, ἐπιείκεια, συμβουλεύοντάς τον βέβαια ν᾿ ἀλλάξη τρόπο ζωῆς καὶ νὰ εἶναι προσεκτικός.
Μιλῶντας γιὰ τὴν αὐστηρότητα καὶ τὸν ἔλεγχο τοῦ π. Αὐγουστίνου, θὰ ἤθελα νὰ ἀναφέρω καὶ ἕνα ἄλλο περιστατικὸ ποὺ κατὰ διαστήματα ἐπαναλαμβάνονταν. ῞Οταν ἡ συμπεριφορὰ κάποιου ἀδελφοῦ δὲν ἦταν ἡ πρέπουσα ὁ π. Αὐγουστῖνος τὸν ἤλεγχε καὶ τὸν κρατοῦσε σὲ ἀπόσταση. ῞Οταν κατέβαινε στὸ χῶρο τῆς ἐργασίας ἢ κατὰ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ἐνῶ μιλοῦσε μὲ ὅλους τοὺς ἀδελφούς, μὲ τὸν ἐκτραπέντα ἀδελφὸ ὄχι μόνον δὲν μιλοῦσε ἀλλὰ ἀπέφευγε καὶ τὸ βλέμμα του νὰ ρίξη. ῾Η ὅλη συμπεριφορὰ τοῦ π. Αὐγουστίνου διαρκοῦσε ἀπὸ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ μεσημέρι ἢ τὸ πολὺ μέχρι τὸ βράδυ. Βέβαια γιὰ τὸν ἀδελφὸ ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ τοῦ Πατρὸς δὲν ἦταν εὐχάριστη. Εἴπαμε προηγουμένως ὅτι π. Αὐγουστῖνος εἶχε καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ πρῶτο βῆμα τῆς ὁμαλοποιήσεως τῆς καταστάσεως τοῦ συμβιβασμοῦ καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης, τὸ ἔκανε πάντα ὁ π. Αὐγουστῖνος. Πῶς; Τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ καὶ πρὶν σηκωθοῦμε ἀπὸ τὴν τράπεζα, τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν σὺ βλέπεις τὸ αὐστηρὸ πρόσωπο τοῦ πατρὸς καὶ νομίζεις ὅτι θὰ περάσουν μέρες νὰ δῆς τὸν π. Αὐγουστῖνο νὰ σοῦ χαμογελάη, νὰ σοῦ μιλάη μὲ καλοσύνη καὶ ἐδιαφέρον, τότε ἀκριβῶς ποὺ ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ εἶναι ἔτοιμοι νὰ φᾶνε τὸ φροῦτο τους, τότε ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔκανε τὸ πρῶτο βῆμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγχωρητικότητος. ῞Οπως καθόμασταν στὴν τραπεζαρία ἔπαιρνε ὁ π. Αὐγουστῖνος τὸ δικό του φροῦτο καὶ μὲ καλοσύνη σοῦ τὸ πετοῦσε κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ τὸ πιάσης στὸν ἀέρα. ῎Ε, λοιπόν, ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἦταν σὰν νὰ μὴν συνέβη τίποτα.
῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν καὶ ὡρισμένες ἀδυναμίες. ῾Η μεγάλη ἀδυναμία τοῦ π. Αὐγουστίνου ἦταν, θὰ λέγαμε, ὁ ῾Ι. Χρυσόστομος. Λένε πὼς ὁ ἀπ. Παῦλος ἦταν τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ στόμα τοῦ Παύλου ἦταν ὁ ῾Ι. Χρυσόστομος. ᾿Εγὼ θὰ ἔλεγα πὼς ὁ π. Αὐγουστῖνος εἶναι τὸ στόμα τοῦ ῾Ι. Χρυσοστόμου, γιατὶ τοῦ εἶχε μεγάλη ἀδυναμία καὶ ἀγάπη. Συνεχῶς διάβαζε ῾Ι. Χρυσόστομο. Διάβαζε καὶ τοὺς ἄλλους πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἀλλὰ κυρίως διάβαζε ῾Ι. Χρυσόστομο. Στὰ βιβλία του καὶ στὰ κηρύγματά του ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν ἀναφέρη γνῶμες τοῦ ῾Ι. Χρυσοστόμου. Μάλιστα τὶς Κυριακὲς ποὺ ἡ ἀδελφότητα συνέτρωγε μὲ τοὺς φοιτητὲς καὶ μὲ ἄλλους καλεσμένους, ὁ π. Αὐγουστῖνος τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ ἔβαζε κάποιον θεολόγο νὰ διαβάζη ἕνα κείμενο τοῦ ῾Ι. Χρυσοστόμου σχετικὰ πάντοτε μὲ τὸ Εὐαγγελικὸ ἢ ᾿Αποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἤθελε, ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ σταματήσουμε τὸ φαγητὸ καὶ νὰ ἀφοσιωθοῦμε στὰ λόγια τοῦ ῾Ι. Χρυσοστόμου. ᾿Εκεῖνο πάντως ποὺ δὲν ἀνεχόταν ἦταν τὴν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως ἐσὺ νὰ συζητὰς μὲ τὸν διπλανό σου ἢ νὰ δείχνης ἀδιαφορία καὶ ἀπροσεξία. ῏Ηταν, θυμᾶμαι, κάποιος φοιτητὴς τῆς φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν. Τὴν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως ἐκεῖνος κοιτοῦσε πότε τὸν ἕναν καὶ πότε τὸν ἄλλον δείχνοντας πὼς δὲν προσέχει τὰ λόγια τοῦ ῾Ι. Χρυσοστόμου. Βλέποντας ὁ π. Αὐγουστῖνος τὴν εἰκόνα αὐτὴ ποὺ παρουσίαζε ὁ φοιτητής, σταματᾶ τὴν ἀνάγνωσι καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν φοιτητὴ τοῦ λέγει· Γιὰ πές μου ἐσὺ Στρατή, τί μᾶς εἶπε τώρα δὰ ὁ ῾Ι. Χρυσόστομος; ἐνῶ ἦταν ἔτοιμος ὁ πατὴρ νὰ τὸν κατσαδιάση. Καὶ ὁ Στρατὴς ἀτάραχος ἄρχιζε νὰ τοῦ λέη μὲ καταπληκτικὴ ἀκρίβεια τὸ Χρυσοστομικὸ ἀνάγνωσμα. ῍Αν κάποιος δὲν πρόσεχε καὶ δὲν ἤξερε ν᾿ ἀπαντήση, ὁ πατὴρ ἔλεγε στὸν ἀναγνώστη νὰ ξαναδιαβάση τὸ ἀνάγνωσμα. Καὶ μὴ νομίσης, ἀδελφέ μου, ὅτι γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο ἔφτανε νὰ σὲ βλέπη νὰ παρακολουθῆς τὰ λόγια τοῦ ῾Ι. Χρυσοστόμου. ῎Οχι. Στὸ τέλος τοῦ φαγητοῦ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἄρχιζε νὰ ἐξετάζη τὸν καθένα τί θυμότανε ἀπὸ τὸ ἀνάγνωσμα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάποιος χαριτολογώντας ἔλεγε· Αὐτὸ δὲν εἶναι φαγητό, ἀδελφέ μου, ἀλλὰ μαρτύριο.
Οἱ φοιτητὲς ποὺ ἔμειναν στὸ οἰκοτροφεῖο τοῦ π. Αὐγουστίνου ἦσαν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, φτωχαδάκια. Τὰ τροφεῖα ποὺ πλήρωναν ἦσαν ἐλάχιστα. Τὰ φαγητὰ ὅμως ἦσαν καλά, πλούσια, ὑγιεινὰ καὶ χορταστικά. ᾿Εκεῖνο ποὺ ἤθελε ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀπ᾿ ὅλους μας ἦταν νὰ τρῶμε καὶ νὰ μὴν πετᾶμε τίποτα ἀπὸ τὸ φαγητό. Τὸ ἑβδομαδιαῖο πρόγραμμα περιελάμβανε μεταξὺ ἄλλων καὶ μελιτζάνες. ῎Ελα, ὅμως ποὺ ἐγὼ δὲν τὶς ἔτρωγα. Γι᾿ αὐτὸ τὸ μεσημέρι ἀντὶ γιὰ μελιτζάνες, ἐγὼ ἔτρωγα κάτι ἄλλο ποὺ δὲν τὸ ἐνθυμοῦμε. Πὼς κάνει ὁ πατὴρ καὶ μὲ βλέπει νὰ τρώγω ἄλλο φαγητὸ καὶ ἀμέσως μοῦ λέει·
— Θωμᾶκο, γιατί παιδί μου δὲν τρῶς μελιτζάνες; Μήπως δὲν ἔφτασε τὸ φαγητό;
— ῎Οχι, πάτερ, ἔφτασε ἀλλὰ ἐγὼ δὲν τὶς τρώγω γιατὶ δὲν μοῦ ἀρέσουν. ῞Οταν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ πατήρ, λέει στὸ μάγειρα,
— Ματθαῖε, βάλτον σὲ παρακαλῶ δυὸ πιάτα μελιτζάνες. Καὶ ἀπευθυνόμενος πάλι σὲ μένα μοῦ λέει·
— Δὲν θὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὴν τράπεζα ἂν δὲν φᾶς ὅλο τὸ φαγητό.
Θέλοντας καὶ μὴ ἔφαγα τὶς μελιτζάνες καὶ εὐχαριστῶ τὸν π. Αὐγουστῖνο γιατὶ ἔκτοτε οἱ μελιτζάνες μοῦ εἶναι ἀπὸ τὰ καλύτερα φαγητά.
῾Η ὥρα τοῦ φαγητοῦ ἦταν γιὰ μᾶς πανεπιστήμιο, γιατὶ ἀποκτούσαμε τέτοιες γνώσεις ποὺ τὸ πανεπιστήμιο δὲν μᾶς τὶς ἔδινε, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ὥρα τῆς μελέτης τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. ῾Η ὥρα τοῦ φαγητοῦ διαρκοῦσε μία, μία καὶ μισή, ἑνίοτε δὲ καὶ δύο ὥρες. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ φαγητοῦ ὁ π. Αὐγουστῖνος παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ διάφορα πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα μᾶς μιλοῦσε. Καὶ τί δὲν μᾶς ἔλεγε, καὶ τί δὲν ἀκούγαμε καὶ τί δὲν μαθαίναμε! Παίρνοντας λοιπὸν ἀφορμὴ ἀπὸ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ γεγονότα ὁ π. Αὐγουστῖνος ξεδίπλωνε μπροστά μας τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ἱστορία τοῦ τόπου μας. ῞Οταν μᾶς μιλοῦσε γιὰ τὴν ἐπανάστασι τοῦ 21 ἢ γιὰ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους, τὸν πόλεμο τοῦ 40 καὶ θυμόταν τὰ παληκάρια ποὺ πολέμησαν καὶ ἄφησαν τὰ ἱερὰ κόκκαλα στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς πατρίδος μας, συγκινούνταν καὶ δάκρυζε. Δάκρυζε καὶ γιὰ τὴν κατάντια τῶν σημερινῶν ἑλλήνων καὶ γιὰ τοὺς ἀναξίους πολιτικοὺς τῆς Πατρίδος μας καὶ μεῖς τὸν βλέπαμε καὶ λέγαμε· γιὰ δὲς πόσο ἀγαπᾶ τὴν ταλαίπωρη ῾Ελλάδα μας.
᾿Εκεῖνο ὅμως ποὺ μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωσι ἦταν ὅταν μᾶς μιλοῦσε γιὰ τὸ κατάντημα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αγαποῦσε πολὺ τὴν ᾿Εκκλησία. ῎Ηθελε νὰ τὴν βλέπη, ἂν ἦταν δυνατόν, «μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ᾿ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος»(᾿Εφεσ. 5, 2). Γι᾿ αὐτὸ καὶ μιλοῦσε καὶ κήρυττε καὶ ἀγωνιζόντανε μὲ πάθος. ῞Οταν ξεσποῦσαν ἐκκλησιαστικὰ σκάνδαλα ὁ π. Αὐγουστῖνος πενθοῦσε, ἀγωνιοῦσε γιατὶ δὲν ἤξερε τί ἐξέλιξη θὰ ἔχουν. Σκεφτόνταν τὸν σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν. Κάθε σκάνδαλο ἐκκλησιαστικὸ ἦταν γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο καὶ μιὰ μαχαιριὰ στὴν καρδιά του. Στενοχωριόταν ὅταν ἔβλεπε ἀναξίους κληρικοὺς ἢ καὶ ἄχρηστους νὰ καταλαμβάνουν ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα. Δὲν μπορῶ νὰ περιγράψω τοὺς πόθους, τοὺς καϋμούς, τὶς ἀγωνίες, τὶς στενοχώριες καὶ τὸ θεῖο ἔρωτα γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία. ῞Οταν τὸν ἄκουγα κάθε μέρα νὰ μιλάη γιὰ τὴν ἐκκλησία, ὅταν ἔβλεπα πόσο ἀγωνιζόταν γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν πρόοδο τῆς ἐκκλησίας· ἔλεγα μέσα μου· Καλά, δική του εἶναι ἡ ἑκκλησία καὶ ἐνδιαφέρεται τόσο πολύ. ῎Ημουν μικρὸς τότε καὶ δὲν καταλάβαινα τί σημαίνει νὰ εἶσαι γνήσιος ἐργάτης τοῦ εὐαγγελίου, ποιμένας στὸν ἀμπελώνα τοῦ Χριστοῦ.
Συνήθως τὸν π. Αὐγουστῖνο τὸν βλέπαμε στὶς ὧρες τοῦ φαγητοῦ καὶ τῆς προσευχῆς. Τὸ πρόσωπό του ἦταν πάντα σοβαρὸ καὶ αὐστηρό. Ποτέ του δὲν γελοῦσε, μόνον χαμογελοῦσε ἢ καλύτερα μειδιοῦσε καὶ τὸ μειδίαμα αὐτὸ τοῦ γλύκαινε τὸ πρόσωπό του. ᾿Ενῶ γιὰ μᾶς τοὺς ἄλλους ἰσχύει τὸ «ἀφρόνως ἐγέλασα, εὐτράπελα ἐλάλησα», γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο νομίζω ὅτι δὲν ἰσχύει κάτι τέτοιο. ῾Υπῆρχαν ὅμως καὶ ἐξαιρέσεις ποὺ γελοῦσε ὁ π. Αὐγουστῖνος μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, καὶ ἐγὼ γελοῦσα ἀκόμα περισσότερο ποὺ τὸν ἔβλεπα νὰ γελάη. ᾿Εκεῖνος ποὺ ἔκανε τὸν π. Αὐγουστῖνο νὰ γελάη ἦταν ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφός του καὶ φίλος του, ὁ ἀείμνηστος π. Χριστοφόρος Καλύβας ἱεροκήρυκας τῆς Χαλκίδος, νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του. ῾Ο π. Χριστοφόρος, ἅγιος ἄνθρωπος, ἀγωνιστὴς καὶ αὐτὸς καὶ τίμιος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ὅταν ζοῦσε, κατὰ διαστήματα ἐπισκεπτόταν τὸν π. Αὐγουστῖνο. Συνέβαινε δὲ νὰ ἔρχεται καὶ ὁ ἀείμνηστος π. ᾿Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἄλλος καὶ αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς ἐκκλησίας μας, νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του. Αὐτὰ τὰ μεσημεριανὰ θὰ μᾶς μείνουν ἀλησμόνητα! Τὸ τί πνευματικὴ τροφὴ παίρναμε ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς πατέρες δὲν περιγράφεται.
῾Ο π. Χριστοφόρος, λοιπόν, ἀνάμεσα στὰ πολλά του χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ χάρισμα νὰ σὲ κάνη νὰ σπαρταρᾶς στὰ γέλια, τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ ποὺ τὰ μάτια μας ἦταν δακρυσμένα ἀπὸ τὰ γέλια, τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμὴ ἄλλαζε ὕφος καὶ λόγια διεκτραγουδώντας καὶ αὐτὸς τὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ κατάστασι σὲ ἔκανε νὰ κλαῖς. Αὐτός, λοιπὸν ὁ χαριτωμένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ μόνος ποὺ ἔκανε καὶ τὸν π. Αὐγουστῖνο νὰ γελάη. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογήση αὐτὴ τὴν εὔθυμη ἀτμόσφαιρα, ἔλεγε στὸν π. Αὐγουστῖνο· ἔμ, τί νὰ κάνω ὅταν ἐσὺ κάθεσαι σὰν τὸ ἄγαλμα τοῦ βούδα ἀγέλαστος καὶ αὐστηρός, κάνοντας ἔτσι καὶ τὰ παιδιά σου ἀγέλαστα.
῾Ο π. Αὐγουστῖνος τὶς Κυριακὲς πήγαινε σὲ διάφορες ἐκκλησίες τῶν ᾿Αθηνῶν γιὰ νὰ κηρύξη τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Συνήθως κήρυττε τὴν ὥρα τοῦ κοινωνικοῦ. Τὸ θέμα τοῦ κηρύγματος τὸ ἐλάμβανε ἀπὸ τὸ Εὐαγγελικὸ ἢ ᾿Αποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Στὴν ἀρχὴ ξεκινοῦσε τὸ κήρυγμα ἤρεμα, ὅπως ἕνα σιγανὸ ρυάκι. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι καθόντουσαν καὶ αὐτοὶ ἤσυχα στὰ καθίσματά τους. ῞Οσο ὅμως προχωροῦσε τὸ κήρυγμα καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἄγγιζε τὶς καρδιὲς τῶν ἐκκλησιαζομένων, ἔβλεπες ὁ ἕνας νὰ ρωτάη τὸν ἄλλον ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ἱεροκήρυκας. Στὴ συνέχεια ποὺ τὸ κήρυγμα γινόταν πιὸ ἔντονο καὶ καυτηρίαζε κοινωνικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς πληγές, οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἄφηναν τὰ καθίσματά τους καὶ πήγαιναν σὲ σημεῖα τοῦ ναοῦ ποὺ νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν τὸν ἱεροκήρυκα καὶ ἐκεῖ ὄρθιοι καθόντουσαν ὥσπου νὰ τελειώση τὸ κήρυγμα! ῞Οταν τέλος μάθαιναν ὅτι ὁ ἱεροκήρυκας αὐτὸς εἶναι ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης τότε ἔλεγαν· ῎Α, αὐτὸς εἶναι ὁ Καντιώτης; Μακάρι νὰ εἴχαμε καὶ ἄλλους σὰν τὸν Καντιώτη.
᾿Επίσης θυμᾶμαι νὰ μᾶς λέη γιὰ τὸν κομμουνισμό, πολλὰ χρόνια πρὶν πέσει καὶ συντριβεῖ· ὁ κομμουνισμὸς εἶναι ἕνα καζάνι ποὺ βράζει καὶ εἶναι ἔτοιμο νὰ ἐκραγῆ. ᾿Αλλοίμονο ὅταν ἐκραγῆ.
Θὰ τελειώσω μὲ κάτι ποὺ μοῦ εῑπε ἕνα ἡλικιωμένος ἱερέας στὸ χωριό τοῦ ὁποίου πῆγα γιὰ νὰ κηρύξω τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Τὸ 1976 ὡς ἱεροκήρυκας τῆς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας περιόδευα τὰ χωριά τοῦ Βάλτου. Βέβαια γνώριζα ὅτι ὁ π. Αὐγουστῖνος ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκήρικας καὶ πρωτοσύγγελος αὐτῆς τῆς Μητροπόλεως, ἐν τούτοις ποτὲ δὲν σκέφθηκα ὅτι ἀπὸ τὰ χωριὰ αὐτὰ πέρασε καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος κηρύττοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.Ποτὲ δὲν φαντάστηκα ὅτι τὰ δρομάκια αὐτὰ τῶν χωριῶν τὰ περπάτησε ὁ π. Αὐγουστῖνος. Ἕνα, λοιπόν, Σαββατοκύριακο πῆγα γιὰ νὰ κηρύξω τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, στὸ χωριὸ Σταθᾶ τοῦ Βάλτου. Ἕνα χωριὸ ὄμορφο μέσα σ’ ἕνα καταπράσινο δάσος.
Τὸ πρωι τῆς Κυριακῆς ξεκίνησα μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία. Ὁ δρόμος ἤ μᾶλλον τὸ μονοπάτι ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν ἐκκλησία ἦταν, θὰ λέγαμε, ἕνας κατσικόδρομος. Ἦταν τόσο στενὸς καὶ λίγο κατηφορτὸς ποὺ δὲν μπορούσαμε καὶ οἱ δυὸ νὰ εἴμαστε ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον. Ἔτσι βαδίζαμε ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο. Κάποια στιγμὴ σταματάει ὁ ἱερεὺς γυρίζει πίσω καὶ μοῦ λέει· ξέρεις, πάτερ ποιὰ ὁδὸ βαδίζουμε αὐτὴ τὴ στιγμή; Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἱερέας μοῦ φάνηκαν τόσο ἀστεῖα ποὺ γέλασα. Ἡ ὁδὸς αὐτή, πάτερ, λέγεται ὁδὸς γίδας. Καὶ ἄρχισε νὰ μοῦ διηγεῖται τὸ ἱστορικὸ τῆς ὀνομασίας αὐτῆς. Παλαιὰ στὴν Μητρόπολί μας ὑπηρέτησε ὡς Πρωτοσύγγελος καὶ ἱεροκήρυκας ὁ Καντιώτης, ὁ π. Αὐγουστῖνος. Ὅταν ἦρθε νὰ κηρύξῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὸ χωριό μου τὸν φιλοξένησα στὸ σπίτι μου, ὅπως καλὴ ὥρα κ’ ἐσένα. Τὸ πρωί γιὰ νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, τὸν πῆγα ἀπ’ αὐτὸ τὸ μονοπάτι. Βαδίζοντας μοῦ λέει ὁ π. Αὐγουστῖνος· δὲν μοῦ λές, πάτερ, τὴν ὁδὸ γίδας βαδίζουμε; Ἔκτοτε σὲ κάθε ἱεροκήρυκα λέω ὅτι αὐτὴ ἐδῶ εἶνε ἡ ὁδὸς γίδας, ἔτσι τὴν ὀνόμασε ὁ Καντιώτης.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.