AΓΙΟΙ «ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ» ΜΗΝΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ: ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ (ΗΘΟΠΟΙΟΣ), ΘΕΣΠΕΣΙΟΣ & ΑΝΑΤΟΛΙΟΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ (ΕΜΠΟΡΟΙ), ΜΕΝΙΓΝΟΣ Ο ΚΝΑΦΕΥΣ (ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΟΣ), ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ (ΕΠΙΠΛΟΠΟΙΟΣ), ,
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ· ΑΓΙΟΙ «ΑΠ” ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΑΓΙΟΣ
(Πορφύριος μάρτυς – 4 Νοεμβρίου)
Μέχρι τώρα εἴδαμε ἀρκετούς ἐπαγγελματίες πού ἔγιναν ἅγιοι καί ἀπέδειξαν ὅτι καί οἱ ὁμότεχνοί τους σήμερα μποροῦν νά γίνουν ἅγιοι. Ἐάν τώρα σᾶς ποῦμε ὅτι ἕνας ἠθοποιός, ἕνας θεατρῖνος, ἔγινε ἅγιος, ἀσφαλῶς θά παραξενευθῆτε καί θά ρωτήσετε: Εἶνε δυνατόν ἠθοποιός νά γίνη ἅγιος; Ὑπάρχουν χριστιανοί ἠθοποιοί; Συμβιβάζονται οἱ δύο αὐτές ἰδιότητες; Προτοῦ νά ποῦμε ποιός εἶνε ὁ ἅγιος ἠθοποιός πού γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, πρέπει ν’ ἀπαντήσουμε στά ἐρωτήματα αὐτά. Γιατί μπορεῖ ἕνας νέος πού μᾶς ἀκούει νά μᾶς πῆ: – Θέλω νά γίνω ἠθοποιός. Τί θ’ ἀπαντήσουμε; ‘Απαγορεύεται; ‘Αλλ’ ἄς δοῦμε σύντομα τήν ἱστορία τοῦ θεάτρου.
←←←
Στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή, ἐπειδή οἱ θεοί πού λάτρευαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν ψεύτικοι θεοί, προστάτες κάθε ἀτιμίας καί ἀκολασίας, γι’ αὐτό τό εἰδωλολατρικό θέατρο ἦταν διδασκαλεῖο διαφθορᾶς. Παρ’ ὅλη ὅμως τή διαφθορά, πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι παρουσιάστηκαν καί ἔργα πού ἀποτελοῦν ἐξαιρέσεις. Εἶνε τά ἔργα τοῦ Αἰσχύλου, τοῦ Εὐριπίδη καί τοῦ Σοφοκλῆ. Σ’ αὐτά, ἄν ἐξαιρέσουμε τό εἰδωλολατρικό στοιχεῖο, ὑπάρχουν ὑψηλές ἰδέες, ἔπαινος ἀρετῶν. Μποροῦμε νά ποῦμε πώς ὡρισμένα ἀπ’ αὐτά τά ἔργα ἀκούστηκαν σάν κηρύγματα, πού καλοῦσαν τό λαό σέ μιά ἀνώτερη ζωή, καί προανήγγειλαν τόν ἐρχομό κάποιου, ὁ ὁποῖος θά ἔσωζε τόν κόσμο. ‘Αλλά τά ἔργα αὐτά ἦταν σπάνια. Οἱ εἰδωλολάτρες σύχναζαν στά αἰσχρά ἔργα, ὅπως ἦταν τά ἔργα τοῦ ‘Αριστοφάνη, πού μέ γλῶσσα αἰσχρή διακωμωδοῦσε τά πάντα. Ἡ τέχνη τοῦ θεάτρου ἔπεσε ἔτσι πολύ χαμηλά. Οἱ θεατρῖνοι ἔμοιαζαν μέ σιχαμερό ἄνθρωπο πού κρατάει ἕνα καλάμι καί ἀνακατεύει τίς ἀκαθαρσίες τοῦ ὑπονόμου. Σχολεῖο διαφθορᾶς εἶχε καταντήσει τό εἰδωλολατρικό θέατρο.
Γι’ αὐτό ὁ Χριστιανισμός μόλις ἐμφανίσθηκε καταδίκασε τό εἰδωλολατρικό θέατρο καί ἀπαγόρευσε στούς χριστιανούς νά πηγαίνουν. Καί πῶς ἦταν δυνατόν ἕνας χριστιανός νά πηγαίνη στό εἰδωλολατρικό θέατρο; Ὁ Χριστός ἀπαγόρευσε ὄχι μόνο τήν αἰσχρή ἁμαρτία, τήν πορνεία καί τή μοιχεία, ἀλλ’ ἀκόμα καί τά πονηρά βλέμματα, τίς κακές ἐπιθυμίες. Καί στό εἰδωλολατρικό θέατρο παρουσιάζονταν γυμνές καί ἡμίγυμνες γυναῖκες, πού προέτρεπαν τούς θεατάς σέ κάθε εἴδους ἀκαθαρσία. Συνεπῶς ὁ χριστιανός πού θά ἔβλεπε τέτοια θεάματα θ’ ἁμάρτανε σοβαρά.
Ἀλλ’ ἐνῶ στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ τά ἤθη ἦταν αὐστηρά καί κανείς δέν πήγαινε στά εἰδωλολατρικά θέατρα, ἀργότερα παρατηρήθηκε κάποια χαλάρωσις καί πολλοί δέν τό θεωροῦσαν σοβαρό ἁμάρτημα νά πηγαίνουν. Αὐτούς τούς χριστιανούς τούς καταδίκασε ἡ Ἐκκλησία. Ὑπάρχουν Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας πού ἀπειλοῦν τόν μέν κληρικό πού παρακολουθεῖ τέτοια θέατρα μέ καθαίρεσι, τούς δέ λαῖκούς μέ ἀφορισμό. ‘Αναφέρουμε ἕναν ἀπό τούς κανόνες αὐτούς. Εἶνε ὁ πεντηκοστός πρῶτος Κανόνας τῆς ἐν Τρούλλῳ Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γιά τήν σπουδαιότητά του παραθέτουμε τό κείμενο καί τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτου. Νά τό κείμενο:
«Καθόλου ἀπαγορεύει ἡ ἁγία καί Οἱκουμενική Σύνοδος τούς λεγομένους μίμους, καί τά τούτων θέατρα, εἶτά γε μήν καί τά τῶν κυνηγίων θεωρία, καί τάς ἐπί σκηνῆς ὀρχήσεις ἐπιτελεῖσθαι. Εἰ δέ τις τοῦ παρόντος Κανόνος καταφρονήσει, καί πρός τι ἑαυτόν τῶν ἀπηγορευμένων τούτων ἐκδῷ, εἰ μέν κληρικός εἴη, καθαιρείσθω, εἰ δέ λαϊκός, ἀφοριζέσθω».
Ἑρμηνεία
«Μέ ὅλην τήν τελειότητα ἐμποδίζει ὁ παρών κανών τό νά γίνωνται οἱ λεγόμενοι μίμοι, οἵτινες, ποτέ μέν τῶν ‘Αράβων μιμούμενοι τά σχήματα, ποτέ δέ τῶν ‘Αρμενίων, ἄλλοτε τῶν δούλων, μερικαῖς φοραῖς δέ καί κτυπῶντες ραπίσματα εἰς τά πρόσωπα, παρακινοῦσι μέ ὅλα ταῦτα τούς βλέποντας εἰς τό νά γελῶσιν ἀκράτητα. Θεωρία δέ τῶν κυνηγίων εἶναι, ὅταν βλέπη τινάς τά θηρία, λέοντας θετέον, ἤ ἀρκούδας, ἤ ἄλλα νά μάχωνται, ἤ ἀναμεταξύ των, ἤ μέ ἀνθρώπους ὅπου εἶναι καταδικασμένοι εἰς θάνατον. ‘Ασπλαγχνία γάρ καί ὠμότης μεγάλη εἶναι τό νά βλέπη τινάς τῶν τοιούτων τά αἵματα ἐκχυνόμενα καί νά γελᾶ. Ἐμποδίζει δέ πρός τούτοις καί τούς χορούς, καί ἄσεμνα λυγίσματα ὅπου κάμνουν, εἴτε ἄνδρες, εἴτε γυναῖκες εἰς τάς σκηνάς· σκηνή δέ εἶναι ἡ τέντα, μέσα εἰς τήν ὁποίαν ἔκαμναν κάθε ὑπόκρισιν καί προσποίησιν, ἤ ἔνθα τις ἵσταται σκηνικήν ἐπιδεικνύμενος τέχνην, κατά τόν ιγ΄ τίτλον Φωτίου, κεφάλαιον κα΄, ὅθεν καί σκηνικοί ὀνομάζονται αὐτοί ὅπου, ποτέ μέν ὑποκρίνονται πώς εἶναι αὐθένται, ποτέ δέ, πώς εἶναι δοῦλοι, καί ἄλλοτε πώς εἶναι ἄλλοι. Ὁποῖος δέ καταφρονήσει τόν παρόντα κανόνα, καί δώση τόν ἑαὐτόν του εἰς τήν θεωρίαν τῶν τοιούτων, εἰ μέν κληρικός εἶναι, ἄς καθαίρεται, εἰ δέ λαϊκός, ἄς ἀφορίζεται».
Ὁ Κανόνας αὐτός πού ἀπαγορεύει τό θέατρο ἰσχύει καί σήμερα. Γιατί καί τό σημερινό θέατρο δέν διαφέρει ἀπό τό αἰσχρό θέατρο τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἄν ἐξαιρέσουμε ὡρισμένα πετυχημένα χριστιανικά ἔργα, ὅπως ὑπῆρξε «Τό κράτος τοῦ Θεοῦ» πού παρουσίασε ὁ θίασος Μυράτ, τά ἄλλα θεατρικά ἤ κινηματογραφικά ἄργα εἶνε ἔργα πού διεγείρουν τίς κατώτερες ὁρμές τοῦ ἀνθρώπου, καί σπρώχνουν τούς ἀνθρώπους καί μάλιστα τούς νέους στήν ἀκολασία καί τό ἔγκλημα. Πῶς εἶνε δυνατόν ἕνας χριστιανός, πού διάβασε τήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου ἡμῶν ‘Ιησοῦ Χριστοῦ, νά παρακολουθῆ τέτοιες θεατρικές ἤ κινηματογραφικές παραστάσεις, χωρίς νά τόν ἐλέγχη ἡ συνείδησίς του; Στά περιβόλια τῆς ἀρετῆς, πού εἶνε ἡ Ἁγία Γραφή, καλεῖται νά πηγαίνη ὁ χριστιανός καί νά μυρίζη τό ἄρωμα, καί ὄχι νά πηγαίνη ἐκεῖ πού ἀνοίγονται βόθροι καί σκορπίζεται ἡ δυσοσμία τῆς κακίας καί τῆς διαφθορᾶς.
Καί πῶς ἕνας νέος, πού θέλει νά ζήση μιά τέλεια χριστιανική ζωή, μπορεῖ νά διάλεξη σάν ἐπάγγελμά του τό ἐπάγγελμα τοῦ ἠθοποιοῦ; Μόνο ἄν ἀλλάξη ἡ σημερινή νοοτροπία τοῦ θεάτρου καί δημιουργηθῆ χριστιανικό θέατρο, πού νά παρουσιάζη ἔργα ἐκλεκτά, τότε μπορεῖ ἕνας νέος χωρίς ἠθικό κίνδυνο νά διαλέγη τό ἐπάγγελμα τοῦ ἠθοποιοῦ. Μακάρι νά μήν εἶνε μακριά ἡ μέρα πού καί στήν πατρίδα μας καί σ’ ἄλλες χριστιανικές χῶρες θα παρουσιασθῆ ὠργανωμένο τό χριστιανικό θέατρο, ὁ χριστιανικός κινηματογράφος καί ἡ χριστιανική τηλεόρασις.
←←←
Ἄν ποτέ γίνη χριστιανικό θέατρο, τότε οἱ ἠθοποιοί πού θά ὑπηρετοῦν τό θέατρο αὐτό καί θά παρουσιάζουν ἔργα ἐκλεκτά, πού θά διδάσκουν καί θά συγκινοῦν τούς θεατάς τους γιά τά μεγάλα καί ὑψηλά, οἱ χριστιανοί αὐτοί ἠθοποιοί θά μποροῦσαν νά ἔχουν σάν προστάτη ἅγιο τόν ἅγιο Πορφύριο, ὁ ὁποῖος κάποτε ὑπῆρξε μῖμος, δηλαδή ἠθοποιός, καί κατόπιν πίστεψε, μετανόησε, ἔγινε χριστιανός καί μαρτύρησε γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μνήμη του γιορτάζεται στίς 4 Νοεμβρίου.
Ὥστε καί οἱ ἠθοποιοί ἔχουν τόν ἅγιό τους.
ΕΜΠΟΡΟΙ ΑΓΙΟΙ
(Θεσπέσιος καί Ἀνατόλιος μάρτυρες – 20 Νοεμβρίου)
Νέους μάρτυρες, ἀγαπητοί μας χριστιανοί, πρόκειται νά παρουσιάσουμε, μάρτυρες πού δέν προέρχονται ἀπο τίς τάξεις τῶν ἱερέων, ἐπισκόπων καί μοναχῶν, ἀλλά ὑπῆρξαν καί αὐτοί λαϊκοί ἐπαγγελματίες. Τό ἐπάγγελμά τους ἔμποροι, ὑφασματέμποροι. Αὐτοί εἶνε ὁ Θ ε σ π έ σ ι ο ς καί ὁ Ἀ ν α τ ό λ ι ο ς, πού τήν ἱερή τους μνήμη γιορτάζουμε στίς 20 Νοεμβρίου. ‘Αλλά προτοῦ δοῦμε τά ἠρωικά κατορθώματά τους ἄς ποῦμε λίγες λέξεις γιά τό ἐπάγγελμά τους.
←←←
Τό ἐμπόριο εἶνε κάτι πολύ χρήσιμο καί ἀναγκαῖο γιά τίς κοινωνίες. Μέ τό ἐμπόριο γίνεται ἡ διακίνησις τῶν προϊόντων. Γεωργικά προϊόντα, πού παράγει ἄφθονα μιά χῶρα, θά ἔμεναν καί θά σάπιζαν στίς ἀποθῆκες, ἄν δέν ὑπῆρχε ἐμπόριο. ‘Αλλά καί τά προϊόντα τῆς βιομηχανίας, ἄν δέν ὑπῆρχε ἐμπόριο, δέν θά μποροῦσαν νά μετακινηθοῦν ἀπ’ τή μιά χώρα στήν ἄλλη. Οἱ ἔμποροι γιά τό κέρδος ἀναπτύσσουν τεράστια δραστηριότητα καί μέ τά μέσα συγκοινωνίας πού διαθέτει κάθε ἐποχή μεταφέρουν τόννους ὁλόκληρους ἐμπορεύματα ἀπό τή μιά ἄκρη τῆς γῆς στήν ἄλλη. Τά ροδάκινα παραδείγματος χάριν, πού παράγει ἡ γῆ τῆς Μακεδονίας, μέ τό ἐμπόριο μεταφέρονται στίς μεγάλες ἀγορές τῆς Εὐρώπης καί πουλιῶνται σέ ἱκανοποιητικές τιμές. Τά μηχανικά πάλι προϊόντα, πού παράγουν οἱ μεγάλες βιομηχανικές χῶρες, μέ τό εμπόριο μεταφέρονται σέ άλλες χῶρες πού δέν ἔχουν ἀναπτύξει τή βιομηχανία. Καί ὅπως τό αἷμα δέν μένει στάσιμο στήν καρδιά, ἀλλά μεταφέρεται μέ τίς ἀρτηρίες σ’ ὅλο τό σῶμα, ἔτσι καί τό χρῆμα μέ τήν ἀγορά καί πώλησι τῶν προϊόντων μετακινεῖται σ’ ὅλες τίς χῶρες. Οἱ ἐλλείψεις τῆς μιᾶς χώρας συμπληρώνονται ἀπό τά πλεονάσματα τῆς ἄλλης χώρας. Μεταφορεύς καί διακινητής τῶν ἀγαθῶν εἶνε τό ἐμπόριο.
Δέν μεταφέρει ὅμως μόνο τά ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά καί τά πνευματικά ἀγαθά. Γιατί οἱ ἔμποροι πού ἐπισκέπτονται διάφορες χῶρες βλέπουν καί ἀκοῦνε καί μεταφέρουν τίς ἐντυπώσεις τους, καί συντελοῦν στήν ἀλληλογνωριμία τῶν λαῶν. Ἀπό τήν ἱστορία παραδείγματος χάριν πληροφορούμαστε, ὅτι ἐκεῖνοι πού μετέφεραν γιά πρώτη φορά τίς ἰδέες τοῦ Χριστιανισμού στή Ρώμη καί σ’ ἄλλες χῶρες ὑπῆρξαν ἔμποροι, χριστιανοί ἔμποροι πού ταξίδευαν σ’ ὅλα τά λιμάνια τῆς Μεσογείου. Αὐτοί θεωροῦσαν σάν κύριο καθῆκον τους, ὅπου πηγαίνουν νά κηρύττουν τό Χριστό. Ἕνας ἔμπορος πού πιστεύει στό Χριστό καί ἡ καρδιά του χτυπάει ἀπό ἀγάπη πρός τό Χριστό, γίνεται ἕνας ἱεραπόστολος στόν κύκλο τῶν πελατῶν του.
Οἱ ἔμποροι τῆς σημερινής ἐποχῆς εἶνε χριστιανοί; Γιά νά ποῦμε ὅτι ἕνας ἔμπορος εἶνε χριστιανός δέν φτάνει νἄχη γεννηθῆ ἀπό χριστιανούς γονεῖς, νἄχη βαπτισθῆ στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νἄχη χριστιανικό ὄνομα. Δέν φτάνει δυό – τρεῖς φορές τό χρόνο, τίς μεγᾶλες γιορτές, νά κλείνη τό μαγαζί του καί νά ἐκκλησιάζε-ται. Δέν φτάνει νά ἐκτελῆ ὅλα τά τυπικά του καθήκοντα. ‘Αλλά πρέπει νά ζῆ χριστιανικά ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς του καί νά ἐφαρμόζη στήν ἐπαγγελματική του ζωή τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει δηλαδή νά μή λέη ποτέ ψέματα. Νά μή νοθεύη τό ἐμπόρευμα καί νά μήν παρουσιάζη σάν ἐκλεκτά εἴδη κατωτέρας ποιότητος. Νά μήν πουλάη τά βαμβακερά γιά μάλλινα, τό νοθευμένο γάλα γιά γνήσιο. Νά μή χρησιμοποιῆ διπλά μέτρα καί ζύγια, ἄλλα ὅταν πουλάη καί ἄλλα ὅταν ἀγοράζη. Νά μήν κλέβη στό ζύγισμα. Νά μήν κρύβη τό ἐμπόρευμα σέ καιρό κρίσεως, γιά νά τό πούληση ἀργότερα σέ μαύρη ἀγορά. Νά εἶνε τίμιος στίς πληρωμές καί τίς συναλλαγές του. Νά κάνη πραγματικές δηλώσεις τῶν εἰσοδημάτων του στό Δημόσιο. Τό κέρδος πού θά βγάζη νά εἶνε νόμιμο καί κανονικό. Καί ἀπό κεῖνα πού κερδίζει νά κάνη καί ἐλεημοσύνες.
Καί ρωτοῦμε: Ὑπάρχουν τέτοιοι ἔμποροι; ‘Ασφαλῶς ὑπάρχουν, κι εἶνε μιά εὐλογία στό Ἔθνος μας, ἀλλ’ αὐτοί εἶνε λίγοι. Οἱ περισσότεροι ἔμποροι δέν ἀσκοῦν τό ἐπάγγελμά τους μέ τήν ἀκρίβεια τῆς χριστιανικής ἠθικῆς. Έάν τούς πῆς ὅτι δέν πρέπει νά λένε ψέματα, σοῦ ἀπαντοῦν ὅτι χωρίς ψέμα δέν μπορεῖ νά σταθῆ ὁ ἔμπορος. Θεωροῦν βλάκα καί ἠλίθιο τόν ἔμπορο ἐκεῖνο πού θέλει στό ἐμπόριό του νά ἐφαρμόση τό Εὐαγγέλιο. Ἔτσι τό εμπόριο, ὅπως ἀσκεῖται σήμερα ἀπό τούς πολλούς, μικρούς καί μεγάλους ἐμπόρους, ξέφυγε ἀπό τήν ἠθική τροχιά καί, ἀντί νά εἶνε συντελεστής προόδου καί εὐτυχίας τῆς ἀνθρωπότητος, καταντᾶ στοιχεῖο ἀρνητικό, καί κατά τοῦ ἐ-μπορίου αὐτοῦ ἀκούγονται παράπονα καί διαμαρτυ-ρίες ἀπό τόν κόσμο. Μέ κλοπές καί ἀπάτες δημιουργή-θηκαν τεράστιες περιουσίες, ἀλλά γιά τίς περιουσίες αὐτές, πού δέν στηρίζονται στήν ἠθική, ἐφαρμόζεται τό «διαβολομαζώματα ἀνεμοσκορπίσματα». Ἐξ αἰτίας τῆς κλοπῆς καί ἁρπαγῆς, πού διενεργεῖται σέ μεγάλη κλίμακα ἀπό μεγάλες ἐμπορικές καί βιομηχανικές ἑταιρεῖες, ὑπάρχουν πολλοί πού προτείνουν νά καταργηθῆ τό ἰδιωτικό ἐμπόριο καί νά περιέλθη στά χέρια τοῦ κράτους. Κρατικό πιά τό ἐμπόριο. Ἔτσι νομίζουν ὅτι θά ξερριζωθῆ ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ συμφεροντολογία, ἡ κερδομανία.
←←←
Ἄς ελθουμε τώρα στό βίο τῶν δύο ἀγίων, τοῦ Θεσπέσιου καί τοῦ Ἀνατολίου, οἱ ὁποῖοι, ὅπως λέει τό συναξάρι, ἦταν ἔμποροι πωληταί ἐνδυμάτων, ἁγίασαν καί μαρτύρησαν. Οἱ δύο αὐτοί λαμπροί νέοι γεννήθηκαν στήν περιοχή Γάγγρας τῆς Μικρᾶς ‘Ασίας καί εἶ-χαν πατέρα τόν Φιλόθεο, πού καί αὐτός ἦταν ἔμπο-ρος. Ταξιδεύοντας γιά ἐμπορικές ὑποθέσεις του ἔφθασε στή Νικομήδεια μαζί μέ τό γυιό του Ἀνατόλιο καί ἐκεῖ συνάντησαν ἕναν διδάσκαλο τῆς πίστεως, τόν πρεσβύτερο Λουκιανό. Γιά τόν Λουκιανό πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἐξαίρετους διδασκάλους τῆς πίστεως. Ἦταν ἑραστής τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀγαποῦσε νά μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή, ὥστε δέν κοιμώταν ἀπό τήν ἀγάπη πού εἶχε στήν ἀνάγνωσι τῆς Γραφῆς. Εἶχε μάθει τό κείμενο ὅλης τῆς ‘Αγίας Γραφῆς. Ἦταν ἀκόμα ἄνθρωπος νηστείας, προσευχῆς καί ἐλεημοσύνης καί εἶχε τό τάλαντο τῆς διδασκαλίας. Ἔγινε ξακουστός. Οἱ ἐχθροί του, ἐχθροί τῆς πίστεως, τόν ἔπιασαν, τόν ἔκλεισαν στή φυλακή καί τόν κατάδίκασαν νά πεθάνη ἀπό τήν πείνα. Φρικτό τό μαρτύ-ριό του. ‘Αλλ’ ἔμενε ἀνένδοτος καί δέν ἄγγιζε τά νόστιμα φαγητά πού τοῦ πρόσφερναν ἀρκεῖ νά ἀρνηθῆ τό Χριστό. – Εἶμαι χριστιανός, ἔλεγε, καί θά πεθάνω γιά τό Χριστό. Τέλος, τήν παραμονή τοῦ θανά¬του του, τέλεσε πάνω στό στῆθος του τή θεία λειτουργία καί κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, αὐτός καί οἱ πιστοί του μαθηταί. Τό λείψανό του ρίχτηκε στή θάλασσα. ‘Αλλ’ ἕνα δελφίνι πῆρε τό λείψανο καί τό μετέφερε στήν ξηρά.
Αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ διδασκάλου, τοῦ Λουκιανοῦ, στόν ὁποῖο ἔχει ἀφιερώσει λόγο ὁ ἱερός Χρυσόστομος, μαθητής ἦταν ὁ ‘Ανατόλιος, ‘Αλλ’ ὁ Ἀνατόλιος εἶχε καί ἀδελφούς, τόν Θεσπέσιο καί τόν Εὐστάθιο, πού κι αὐτοί διδάχτηκαν τό Χριστιανισμό. Ἀλλ’ οἱ καιροί πού ζήσανε δέν ἦταν καιροί εἰρηνικοί· ἦταν καιροί διωγμῶν. Οἱ τρεῖς ἀδελφοί, ἀπ’ τούς ὁποίους ὁ μέν Εὐστάθιος ἦταν ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων, οἱ δέ δύο ἄλλοι ἦταν ἔμποροι, καταγγέλθηκαν στούς τυράννους ὅτι εἶνε χριστιανοί, πιάστηκαν καί ρίχτηκαν στίς φυλακές καί ὑπέφεραν φρικτά μαρτύρια. Ἡ γῆ βάφτηκε μέ τό αἷμα πού χυνόταν ἀπ’ τίς πληγές πού ἄνοιξαν τά σιδερένια νύχια στό σῶμα τους. Τέλος βγῆκε διαταγή νά ἐκτελεσθοῦν. Ἀλλ’ ἐνῶ χαρούμενοι πήγαιναν στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, θείᾳ βουλήσει παρέδωσαν τίς ψυχές τους στόν Κύριο, οἱ δέ δήμιοι, ἐπειδή φοβήθηκαν διότι δέν ἐξετέλεσαν τή διαταγή τῆς ἐκτελέσεως, ἔκοψαν τά κεφάλια τῶν τριῶν ἀδελφῶν καί τά παρέδωσαν στούς τυράννους. Δυό αδέλφια ἔμποροι ἅγιοι καί μάρτυρες. Εἴθε νά βροῦν μιμητάς.
Πολλά αδέλφια στίς μέρες μας συνεταιρίζονται γιά οἰκονομικά συμφέροντα. Πόσο ὄμορφα θά εἶνε νά συνεταιρίζωνται, νά συνεργάζωνται καί νά συναγωνίζωνται τ’ ἀδέλφια καί γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Τότε δέν εἶνε μόνο σαρκικά ἀδέλφια. Προπαντός εἶνε πνευματικά ἀδέλφια.
ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΟΣ ΑΓΙΟΣ
(Μένιγνος ὁ κναφεύς – 22 Νοεμβρίου)
Ἡ γενιά, ἀγαπητοί μου, πού ζῆ σήμερα, ἡ νέα γενιά, δέν μπορεῖ νά φαντασθῆ πόσο δύσκολη ἦταν ἡ ζωή τούς περασμένους αἰῶνες. Ἄς πάρουμε παράδει¬γμα τό ντύσιμο. Τά ροῦχα στήν ἀρχή ἦταν ἄγνω-στα. Ἔπρεπε νά περάσουν πολλά χρόνια, νά βροῦν τίς πρῶτες ὗλες, τό μαλλί καί τό βαμβάκι, νά φτειάξουν τά ἐργαλεῖα μέ τά ὁποῖα θά κά¬νουν κλωστές κατάλληλες γιά ὕφασμα, ν’ ἀνακαλύψουν τή ρόκα, τήν ἀνέμη καί πρό παντός τόν ἀργαλειό, γιά νά κάνουν τό πρῶτο ὕφασμα.
←←←
Ὁ ἀργαλειός, πού ἦταν μεγάλη ἐφεύρεσις, βάσταξε χιλιάδες χρόνια. Τόν ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος στά ποιήματά του. Ἦταν ἀπαραίτητος στό κάθε σπίτι. Στά ἀρχαῖα προικοσύμφωνα βλέπει κανείς ὅτι μεταξύ τῶν ἄλλων πραγμάτων, πού προίκιζαν οἱ μανάδες τίς θυγατέρες τους, ἦταν καί ὁ αργαλειός. Γυναίκα πού ἤξερε νά γνέθη καί νά κάνη στόν ἀργαλειό τά ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ, τή θεωροῦσαν σπουδαία νοικοκυρά. Πολλοί ἀπό τούς παλαιούς θυμοῦνται τά χοντρά, ὡραῖα καί στερεά ὑφάσματα πού ἔφτειαχναν οἱ γιαγιάδες καί ol μητέρες τους στόν ἀργαλειό. Ἀπ’ αὐτά γίνονταν οἱ τοπικές ἐνδυμασίες πού φοροῦσαν ἄνδρες καί γυναῖκες καί ἦταν ὅλο λεβεντιά καί χάρι. Σκέπαζαν ὅλο τό κορμί τους. Τά ροῦχα τους ἦταν ἁπλά καί σεμνά. Βλέ-ποντας μιά γυναίκα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νόμιζε κανείς πώς βλέπει τήν Παναγία.
Στόν ἀργαλειό δούλεψε καί ἡ Παναγία μας. Τά φτωχά ροῦχα πού φοροῦσε ὁ Χριστός μας ἦταν κα-μωμένα ἀπό ὕφασμα πού ὕφαναν τά ἁγιασμένά χέρια τῆς Παναγίας.
Ὦ ροῦχα παλιά, ἁγιασμένα, πού βγαίνατε ἀπό τούς ἀργαλειούς τῶν ἀρχαίων γυναικῶν, ποῦ εἶστε; Μόνο σέ κάτι γιορτές, πού γίνονται γιά νά προβά-λουν τή λαϊκή παράδοσι, ἐμφανίζονται γυναῖκες μέ ἐνδυμασίες τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου καί τῶν νησιῶν, μέ στολές τῆς εὐλογημένης ἐκείνης ἐποχῆς. Ἡ μόδα, ὄχι ἡ ἑλληνική, ἀλλά ἡ ξένη, ἡ σατανική μόδα, σάρωσε τά πάντα καί ξεγύμνωσε ἄνδρες καί γυναῖκες καί περπατοῦν ξετσίπωτοι στό δρόμο.
Οἱ ἀργαλειοί ἔχουν καταργηθῆ. Νέα ἠλεκτροκί-νητα μηχανήματα ἐργάζονται σήμερα στά μεγάλα κλωστοϋφαντουργεῖα καί σέ λίγες ὧρες παράγουν ὑφάσματα πού φτάνουν νά ντύσουν χιλιάδες ἀνθρώπους. Ἐδῶ στήν πατρίδα μας ἔχουν ἱδρυθῆ τέτοια μεγάλα ἐργοστάσια καί χιλιάδες ἐργᾶτες καί ἐργάτριες δουλεύουν, καί τά ἐκλεκτά προϊόντα τους ἐξάγονται ἀκόμα καί στό ἐξωτερικό. Ἀλλά τώρα μέ τήν Ε.Ο.Κ. κινδυνεύουν νά κλείσουν, γιατί οἱ Εὐρω-παῖοι δέν βλέπουν μέ καλό μάτι τήν ἀνάπτυξι τῆς δικῆς μας ὑφαντουργίας. Γιά τήν Ε.Ο.Κ. γράψαμε πρίν ἀπό χρόνια στή «ΣΠΙΘΑ» καί λυπούμεθα εἰλικρινά, γιατί ὅσα προείπαμε γίνονται.
Βλέπουμε μέ πολλή συμπάθεια τούς ἐργᾶτες πού ἐργά¬ζονται στά κλωστοϋφαντουργεῖα τῆς πατρίδος μας καί θά θέλαμε νά βελτιωθοῦν οἱ συνθήκες τῆς ζωῆς τους καί νά διοργανωθῆ πάνω σέ εὐρύτερες βά-σεις ἡ ὅλη διοίκησις καί διαχείρισις τῶν ἐργοστασίων αὐτῶν. Ἀλλά γιά τό ζήτημα αὐτό θά γράψουμε σύν Θεῷ στή «ΣΠΙΘΑ».
←←←
Τώρα στούς ἀγαπητούς μας ἐργᾶτες πού ἐργάζονται στά διάφορα ἐργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας ἔχουμε νά παρουσιάσουμε ἕναν ἅγιο πού στά παλιά χρό-νια ἀσκοῦσε τό δικό τους ἐπάγγελμα, καί θά μποροῦσε νά ὀνομασθῆ ὁ προστάτης ἅγιος τοῦ ἐπαγγέλματος. Εἶνε ὁ ἅγιος Μ έ ν ι γ ν ο ς ὁ κναφεύς. Ἡ μνήμη του γιορτάζεται στίς 22 Νοεμβρίου. Κναφεύς δε στήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα σημαίνει ἐκεῖνον πού ἔπλενε τό μαλλί, ἔγνεθε καί ὕφαινε.
Ὁ ἅγιος Μένιγνος γεννήθηκε σέ μιά πόλι τοῦ Ἑλλησπόντου, την Κολωνία, πού οἱ κάτοικοί της κατά-γονταν ἀπό τή νῆσο Πάρο. Ἡ Κολωνία ἦταν ἀποικία τῶν Πά¬ριων. Ἔζησε δέ στά χρόνια ἑνός φοβεροῦ διώκτου τῆς Χριστιανοσύνης, τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης Δεκίου, γύρω στό 251. Ὅταν κηρύχθηκε διωγμός, οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ αὐτοκράτορα, ἐκτελώντας διαταγή τοῦ αἱμοβόρου αὐτοῦ θηρίου, ἔπιασαν πολλούς χριστιανούς, τούς ἔδειραν καί τούς ἔκλεισαν στή φυλακή. Ὅταν νύχτωσε ὅλοι οἱ φυλακισμένοι ἔκαναν τήν προσευχή τους καί εἶπαν:
– Κύριε, σύ πού ἔλυσες ἀπό τά δεσμά τόν κορυφαῖο ἀπόστολο Πέτρο καί τόν ἔβγαλες ἀπό τή φυλακή χωρίς κανένα θόρυβο, σύ, Κύριε, κάνε καί τώρα τό θαῦμα σου. Γιά τό ὄνομά σου τό ἅγιο εἴμαστε φυλακισμένοι καί βασανιζόμαστε. Ἐλευθέρωσέ μας ἀπό τά δεσμά τῆς φυλακῆς καί κάνε ὥστε βλέποντας τό νέο σου θαῦμα νά πιστέψουν ὅτι σύ μόνος εἶσαι Θεός καί βασιλεύς αἰώνιος…
Αὐτά τα θερμά ἱκετευτικά λόγια εἶπαν οἱ φυλακισμένοι, καί ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή τῶν δούλων του. Τό σκοτάδι τῆς φυλακῆς διαλύθηκε, τά δε-σμά ἔπεσαν, οἱ φυλακισμένοι ἀπελευθερώθηκαν. Ἄκουσαν δέ καί τή φωνή τοῦ Κυρίου πού τούς διέταζε νά βγοῦν ἔξω καί νά κηρύξουν παντοῦ τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Αὐτά ἔγιναν τή νύχτα. Ὅταν τό πρωί οἱ στρατιῶτες εἶδαν ὅτι κανένας φυλακισμένος δέν ἦταν μέσα στή φυλακή, τρόμαξαν, φώναζαν κι ἔλεγαν: – Ὁ Ναζωραῖος Χριστός ἦρθε τή νύχτα καί ἔκλεψε τους φυλακισμένους!
Τό θαῦμα ἄκουσε καί ὁ Μένιγνος καί ή καρδιά του φλογίσθηκε ἀπό τόν ἅγιο πόθο νά μαρτυρήση κι αὐτός γιά τό Χριστό.
Μιά μέρα ὁ Μένιγνος εἶχε πάει στό ποτάμι κι ἐκεῖ ἔπλενε ροῦχα πού τοῦ εἶχαν δώσει οἱ ἄνθρωποι. Δέν εἴπαμε ὅτι κναφεύς ἦταν τό ἐπάγγελμά του; Ἀλλ’ ἐνῶ ἐργα¬ζόταν ἄκουσε τή φωνή τοῦ Κυρίου πού τόν κα-λοῦσε νά ἔρθη κοντά του καί νά ἐκτέλεση τό θέλημά του γιά νά ἀπολαύση τά αἰώνια ἀγαθά πού ἔχει ἑτοι-μάσει ὁ Κύριος γιά κείνους πού ἀγαπᾶνε τό ὄνομά του. Ὁ Μένιγνος ἄκουσέ τή φωνή τοῦ Κυρίου, δέχτηκε τήν πρόσκλησι, καί νάτος τώρα, πηγαίνει στό δικαστήριο ὅπου δικάζονταν οἱ χριστιανοί. Τήν ὥρα ἐκείνη ὁ τύραννος διάβαζε τό διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα, πού ὥριζε νά τιμωροῦνται οἱ χριστιανοί μέ φυλακή καί θάνατο. Ὁ Μένιγνος τήν ὥρα ἐκείνη ἀμέσως πήδηξε στή μέση, ἅρπαξε τό αὐτοκρατορικό διάταγμα ἀπό τά χέρια τοῦ δικαστῆ, τό ἔσχισε, τό ἔκανε κομμάτια, τό πέταξε κάτω, τό πάτησε μέ τά πόδια του, καί εἶπε: – Στό ὄνομα τοῦ ‘Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μου, πατῶ πάνω σέ σκορπιούς καί φίδια καί καταπα-τῶ τά παράνομα προστάγματα τοῦ βασιλιᾶ Δεκίου.
Ὁ τύραννος ἐξωργίσθηκε ὕστερα ἀπό τήν τολμη-ρή αὐτή πράξι τοῦ Μένιγνου καί διέταξε νά τόν πιά-σουν καί νά τόν βασανίσουν περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον φυλακι¬σμένο. Διέταξε νά ξεσχίσουν τίς σάρκες του μέ σιδερένια νύχια, ὥστε νά φανοῦν τά ἐντόσθιά του. Διέταξε, τά δάχτυλά του πού κομμάτιασαν τό διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα νά γίνουν μικρά – μικρά κομμάτια. Τέλος διέταξε ν’ ἀποκεφαλισθῆ. Ἐνῶ δέ ὁ ἅγιος βάδιζε πρός τόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, τόν ἀκολούθησε ἡ γυναῖκα του πού ἔκλαιγε γοερά. Ὁ Μέ-νιγνος δέ λύγισε ἀπό τά δάκρυα τῆς γυναίκας του, ἀλλά σταθερός κι ἀκλόνητος στήν ὁμολογία του ἀπέδειξε ὅτι παραπάνω ἀπ’ τήν ἀγάπη τῆς συζύγου εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Φῶς ἔλαμψε πάνω στό ἅγιο λείψανὀ του καί πολλοί πίστεψαν κι ἔγιναν χριστιανοί ἀπό τό ἡρωικό παράδειγμά του.
←←←
Μένιγνος ὁ κναφεύς. Λαϊκός καί ἔγγαμος. Μαρτύρησε καί ἁγίασε. Παράδειγμα ἔξοχο γιά ὅλους τούς ἐργαζομένους στά σύγχρονά ὑφαντήρια καί πλυντήρια.
ΕΠΙΠΛΟΠΟΙΟΣ ΑΓΙΟΣ
(Γεώργιος νεομάρτυς – 26 Νοεμβρίου)
Ἡ ζωή, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἡ ζωή τῶν πρώτων ἀνθρώπων, λέγαμε σ’ ἄλλη ὁμιλία μας, ἦταν πολύ ἁ-πλή. Κατοικίες ἦταν οἱ σπηλιές ἤ καλύβες φτειαγμένες ἀπό κλαδιά. Ροῦχα τά πλατειά φύλλα ἀπό δέντρα ἤ δέρματα ἀπό ζῶα. Ἔπιπλα; οὔτε κἄν νοιάζονταν γι’ αὐτά. Ὅταν κουράζονταν κάθονταν πάνω σέ πέτρες ἤ στό παχύ χορτάρι τῆς γῆς. Ποτήρια ἦταν οἱ χοῦφτες τῶν χεριῶν τους, μέ τίς ὁποῖες παίρνανε τό νερό ἀπ’ τίς πηγές τῆς γῆς. Κρεββάτια ἦταν τά ξερά χορτάρια πού τἄκαναν στρώματα καί κοιμώνταν ἥσυχοι. Ἁπλή, πολύ ἁπλή ἡ ζωή τους. Ἀλλά ἡ ἁπλή αὐτή ζωή, πού ζοῦσαν μέσα στήν πανέμορφη καί καθαρή φύσι, τούς ἔδινε ὑγεία. Ὁ ἀέρας δέν ἦταν μολυσμένος ὅπως εἶνε σήμερα. Ἀρρώστιες φοβερές, πού σήμερα θερίζουν τήν ἀνθρωπότητα, δέν ὑπῆρχαν. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν χωρίς πολυτέλεια.
‘Αλλ’ ἐν τῷ μεταξύ ἡ ἀνθρωπότητα ἐξελίχθηκε. ‘Ανακαλύφθηκε ἡ φωτιά, τό σίδερο, κατασκευάσθη-καν πριόνια καί σφυριά, καί οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά κόβουν κορμούς δέντρων κι ἀπ’ αυτούς νά βγάζουν σανίδες. Ἄρχισαν νά λειώνουν τό σίδερο, τό χαλκό, τό ἀσήμι καί τό χρυσάφι καί νά κάνουν διάφορα χρήσιμα πράγματα. Τό ξύλο ἤ τό σίδερο ἐπεξεργασμένα ἔγιναν ἔπιπλα, καθίσματα, καναπέδες, κρεββάτια. Τό ἀσήμι καί τό χρυσάφι ἔγιναν ποτήρια, κανάτες, λεκάνες, πιάτα καί ἄλλα οἱκιακά σκεύη. Τα σπίτια στολίσθηκαν πιά μέ ἔπιπλα καί σκεύη καμωμένα ἀπό ξύλο καί μέταλλο. Βέβαια σκεύη καί ἔπιπλα καμωμένα ἀπό ἀκριβά ξύλα καί πολύτιμα μέταλλα δέν ὑπῆρχαν σέ ὅλα τά σπίτια. Μόνο σέ μέγαρα καί ἀνάκτορα ὑπῆρχε ἡ πολυτέλεια. Ὁ Ὅμηρος περιγράφει στά ποιήματά του τήν πολυτέλεια πού ὑπῆρχε τότε, στά 1.000 πρό Χριστοῦ, στά ἀρχοντικά.
‘Αλλ’ ἐνῶ οἱ πλούσιοι καί βασιλιᾶδες ζοῦσαν μέ πολυτέλεια, οἱ φτωχοί, πού ἦταν καί οἱ πιό πολλοί, δέν εἶχαν οὔτε τά στοιχειώδη μέσα συντηρήσεως. Ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος τῆς πατρίδος μας, ὁ Διογένης, γιά νά ἐλέγξη αὐτή τήν πολυτέλεια, περιώρισε τόν ἑαυτό του σέ μιά πολύ ἁπλή ζωή. Ὅταν κάποτε πῆγε νά πιῆ νερό μέ τό ποτήρι του καί εἶδε ἕνα βοσκό νά πίνη μέ τίς φοῦχτες, πέταξε τό ποτήρι του καί εἶπε: – Αὐτός ὁ βοσκός εἶνε πιό σοφός ἀπό μένα… Δέν συνι-στοῦμε ν’ ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμα τοῦ Διογένη. ‘Αλλά καί νά ζοῦν οἱ ἄνθρωποι μέ πολυτέλεια σάν τή σημερινή εἶνε χριστιανικά ἀπαράδεκτο.
Ὁ λαός μας ἀγαποῦσε τήν ἁπλότητα καί τήν ταπεινοσύνη. Κάποιος ξένος περιηγητής, πού περιόδευσε τήν πατρίδα μας ὕστερα ἀπό τήν ἐπανάστασι τοῦ 1821, γράφει μέ θαυμασμό γιά τήν ἁπλότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Σ’ ἕνα ταπεινό σπιτάκι εἶδε μιά μέρα ἕνα ἀνδρόγυνο νά κάθωνται σέ μιά ψάθα καί νά τρῶνε τό λιτό τους φαγητό: κριθαρένιο ψωμί κι ἐλιές. Καί τό ἀνδρόγυνο αὐτό δέν ἦταν πολλές μέρες πού εἶχε τελέσει τούς γάμους του. Θά μοῦ πῆτε: ἔτσι πρέπει νά ζοῦμε σήμερα; Ὄχι· ἀλλά οὔτε καί νά φθάσουμε στό ἄλλο ἄκρο, πού δυστυχῶς φθάσαμε. Ἡ πολυτέ-λεια κυριαρχεῖ. Πολυτέλεια σ’ ὅλα. Πολυτέλεια στά ἔπιπλα. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἀρκοῦνται πιά στά ἀπαραίτητα, ἀλλά θέλουν νά στολίζουν τά σπίτια τους μέ κά-θε εἴδους ἔπιπλο, πού γιά νά τ’ ἀγοράση κανείς χρειάζεται μιά περιουσία ὁλόκληρη. Ὑπάρχουν δε πολλοί, πού ἡ μανία τῆς πολυτελείας καί τῆς ἐπιδείξεως τούς κάνει νά προμηθεύωνται ἔπιπλα ὄχι ἑλληνικῆς ἀλλά ξένης κατασκευῆς. Οἱ ταλαίπωροι φτωχοί γονεῖς πού ἔχουν νά παντρέψουν κορίτσια σκέπτονται τά ἔπιπλα πολυτελείας πού ζητοῦν οἱ γαμπροί. Συνοικέσια καί γάμοι ἔχουν διαλυθῆ γιά τά ἔπιπλα.
←←←
Αὐτά τά λίγα λέμε γιά τά ἔπιπλα τῆς παλιᾶς καί τῆς νέας ἐποχῆς, γιατί θά διηγηθοῦμε ἐδῶ τό βίο κάποιου, πού εἶχε σχέσι μέ τά ἔπιπλα. Εἶνε ἕνας ἅγιος, πού τό ἐ-πάγγελμά του ἦταν ἐπιπλοποιός, καί ἀπέδειξε ὅτι καί ἕνας ἐπιπλοποιός, ἐφ’ ὅσον ἐξασκεῖ τό ἐπάγγελμά του μέ τιμιότητα, μπορεῖ κι αὐτός νά ἁγιάση καί νά μαρ-τυρήση γιά τό Χριστό. Ὁ ἅγιος αὐτός, πού γιορτάζει στίς 26 Νοεμβρίου, ὀνομάζεται Γεώργιος ὁ νεομάρτυς.
Ὁ Γεώργιος γεννήθηκε στό τέλος τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰῶνος στό νησί τῆς Χίου. Ἔμεινε ὀρφανός ἀπό μητέ-ρα καί ἐνῶ ἀκόμα ἦταν παιδί ὁ πατέρας του τόν πα-ρέδωσε σ’ ἕναν ἐπιπλοποιό γιά νά μάθη τήν τέχνη. Τό ἀφεντικό του, ὅπου πήγαινε καί ἔφτειαχνε ἔπιπλα, τόν ἔπαιρνε μαζί του. Μαζί ἔφτειαξαν καί τό τέμπλο μιᾶς ἐκκλησίας στή Χίο.
‘Αλλά μιά μέρα ὁ μικρός Γεώργιος, ἐνῶ δούλευαν στά Ψαρά μαζί μέ τ’ ἀφεντικό του, παρασύρθηκε ἀπό κακή παρέα νέων κι ἔφυγε στήν Καβάλα. Ἐκεῖ ὁ Γε-ώργιος καί οἱ σύντροφοί του πήδηξαν μιά μέρα τό φράχτη ἑνός περιβολιοῦ κι ἔκλεψαν καρπούζια. Ὁ κη-πουρός πρόλαβε κι ἔπιασε μόνο τό Γεώργιο καί τόν παρέδωσε στόν Τοῦρκο δικαστή, γιά νά τόν τιμωρή-ση. Ἀλλα ὁ Γεώργιος, γιά ν’ ἀποφύγη τήν τιμωρία, ἀρ-νήθηκε τό Χριστό κι ἔγινε Τοῦρκος καί ὠνομάστηκε Ἀχμέτης.
Μιά μέρα ὅμως γύρισε στή Χίο καί ὁ πατέρας του πού ἄκουσε νά φωνάζουν τόν Γεώργιο Ἀχμέτη στενο-χωρή¬θηκε πολύ, ἔκλαψε, καί σέ μιά συνάντησί τους τοῦ εἶπε: – Παιδί μου, θα προτιμοῦσα νά μάθω ὅτι πέ-θανες παρά νά μάθω ὅτι τούρκεψες…
Ἔμεινε λίγες μέρες στό πατρικό του σπίτι, ἀλλ’ ἐ-πειδή δέν μποροῦσε νά ζῆ πιά στή Χίο, ἔφυγε καί πῆ-γε γιά ἀσφάλεια στήν πόλι τῆς Μικρᾶς ‘Ασίας πού λε-γόταν Κυδωνιές. Ἐκεῖ κάποιος χριστιανός τόν λυπή-θηκε καί μέ κίνδυνο νά προδοθῆ τόν πῆρε στό σπίτι του καί ὁ Γεώρ¬γιος ἐργαζόταν κοντά του κι ἔδειχνε ἄ-ριστη συμπερι¬φορά. Εἶχε γίνει πιά παλληκάρι εἴκοσι χρονῶν. Ὁ πατέρας του, πού ἔκλαψε γιά τή συμφορά πού εἶχε πάθει, ἦρθε ἀπό τή Χίο καί τόν παρακάλεσε νά φύγη στή Ρωσία, γιά ν’ ἀποφύγη τόν κίνδυνο τῆς συλλήψεως, γιατί ὁ Γεώργιος εἶχε πιά μετανοήσει γι’ αὐτό πού ἔκανε. Ἀλλά ὁ Γεώργιος δέν δέχτηκε τήν πρότασι καί παρέμεινε στίς Κυδωνιές καί δούλευε. Μετά ἀποφάσισε νά νυμφευθῆ.
Ἀλλ’ ἐνῶ εἶχε βρῆ νύφη κι ἑτοιμαζόταν νά κάνη τούς γάμους του, κάποιος δυστυχῶς πῆγε καί τόν πρό-δωσε στόν ἀγᾶ τοῦ τόπου ὅτι εἶνε Τοῦρκος. Καί ὁ Γεώργιος τώρα βρίσκεται μπροστά στόν κριτή. Τόν ρωτάει ὁ κρι¬τής:
– Γιατί τόλμησες ν’ ἀφήσης τήν πίστι μας καί ν’ ἀκολουθήσης ἐκείνη τήν πίστι πού εἶχες πρῶτα;
Καί ὁ Γεώργιος ἀπαντᾶ:
– Ἦμουν μικρός καί μέ βίασαν νά γίνω Τοῦρκος. ‘Αλλά τή γνώμη μου ποτέ δέν τήν ἄλλαξα. Ἦμουν χρι-στιανός, εἶμαι χριστιανός, ζοῦσα καί ζῶ σάν χριστια-νός, καί τή δική σας θρησκεία πάντοτε τή μισοῦσα καί τήν ἀποστρεφόμουνα. Καί τώρα τή μισῶ καί τήν ἀπο-στρέφο¬μαι.
Πολλά τοῦ εἶπαν γιά νά τόν πείσουν, ἀλλ’ αὐτός ἔμενε ἀμετάπειστος. Τόν ἔρριξαν στή φυλακή, κι ἐκεῖ μέσα ἔμεινε δεκαεφτά μέρες. Διαρκῶς στή φυλακή προσευχόταν καί παρακαλοῦσε τό Θεό νά τόν ἐνισχύ-ση μέχρι τό τέλος. Μέρα τῆς ἀποφυλακίσεώς του ὡρί-σθηκε ἡ 26η Νοεμβρίου.
Τήν παραμονή oἱ χριστιανοί γιά χάρι τοῦ Γεωργί-ου ἔκαναν ἀγρυπνία. Κανένας χριστιανός στίς Κυδω-νιές δέν ἡσύχασε. Ὅλοι ἦταν στήν ἀγρυπνία πού γινόταν στήν ἐκκλησία. Κι ἐνῶ πλησίαζε νά ξημερώση καί ὅλοι εἶχαν ἀγωνία, τί θά κάνη ὁ Γεώργιος, ἕνας χριστιανός τρέχει στήν ἐκκλησία καί φωνάζει:
– Τετέλεσται!
Ὁ χριστιανός αὐτός ἦταν παρών τήν ὥρα τοῦ μαρτυ¬ρίου καί διηγήθηκε μέ λεπτομέρειες ὅλα τά βασανιστήρια πού τοῦ ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι μέχρι νά τόν ἀποκεφαλίσουν.
– Θέλω νά πεθάνω χριστιανός! ἔλεγε ὁ Γεώργιος.
Καί πέθανε χριστιανός, σέ ἡλικία εἴκοσι χρονῶν, στίς 26 Νοεμβρίου τοῦ 1807. Πέθανε σάν νεομάρτυς ὁ ἐπιπλοποιός τῆς Χίου.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.