Ιερος Χρυσοστομος ο αναμορφωτης
Τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
13 Νοεμβρίου
_______________________________________
___________________________________
Ιερος Χρυσοστομος ο αναμορφωτης
ΣΗΜΕΡΟΝ, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει ὁ κορυφαῖος τῶν ἱεροκηρύκων ὅλων τῶν αἰώνων. Ἑορτάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Πολλὲς εἶνε πλευρές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ ἐξετασθῇ ἡ ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμά του. Μιὰ πλευρὰ θ᾿ ἀναπτύξω στὴν ἀγάπη σας. Καὶ αὐτὴ εἶνε· Χρυσόστομος ὁ ἀναμορφωτής.
* * *
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἤθελε τὴν κοινωνία ἰδεώδη. Μιὰ κοινωνία, στὴν ὁποία νὰ ἐπικρατῇ ἀπολύτως τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου πατρός, μιὰ κοινωνία βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔλεγε ὅπως ἀκοῦς σήμερα· Ὤχ ἀδερφέ, ἐγὼ θὰ διορθώσω τὸ Ῥωμαίικο;… Πίστευε ὅτι, καὶ ἕνας ἄνθρωπος ἀκόμη, ὅταν μέσα του ἔχῃ φωτιά, μπορεῖ νὰ συντελέσῃ στὴν ἀνόρθωσι τῆς κοινωνίας. Καὶ ἀγωνιζόταν ἀνενδότως.
Ὅπλο του ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ῥομφαία τοῦ πνεύματος. Ἔκανε καλὴ διάγνωσι καὶ ἄρχισε θεραπεία. Ὄχι ἀπὸ τὰ φύλλα καὶ τὰ κλαδιά. Βρῆκε τὶς ῥίζες, καὶ ἐστράφη πρὸς αὐτές. Καὶ ποιές εἶνε οἱ ῥίζες τῆς κοινωνίας;
Εἶνε πρῶτον ἡ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Ἀπὸ ᾿κεῖ ἄρχισε ὁ Χρυσόστομος. Πίστευε, ὅτι ὁ γάμος εἶνε μυστήριο, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ἑνώνει ἄνδρα καὶ γυναῖκα δὲν εἶνε τὰ κούφια λόγια, τὸ σωματικὸ κάλλος, τὸ χρῆμα, ἀλλὰ ἡ ἀρετή.
Οἱ περισσότεροι νέοι κοιτάζουν νὰ βροῦν πλούσια νύφη· ὄχι «εὔτροπον», λέει, ἀλλὰ «εὔφορον» γυναῖκα. Ἐκεῖνος ἦτο ἐναντίον τῆς προίκας, ἐναντίον τῶν προικοθηρῶν, ἐναντίον τῶν ἐθίμων ἐκείνων ποὺ μετατρέπουν τὸ μυστήριο τοῦ γάμου σὲ ἐμπορικὴ πρᾶξι.
Ἦτο ἀκόμα ἐναντίον τῆς μακρᾶς μνηστείας. Ἀπεφάσισες, λέει, νὰ παντρέψῃς τὴν κόρη σου; Γρήγορο γάμο! Τὰ ἀρραβωνιάσματα ποὺ βαστᾶνε μῆνες καὶ χρόνια δὲν εἶνε καλά. Τὰ ἔμπα – ἔβγα εἶνε τοῦ διαβόλου.
Ἔστρεψε ἐπίσης τὴν προσοχή του στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν. Δὲν θὰ σὲ ὀνομάσω μάνα, λέει, γιατὶ γεννᾷς. Γεννοῦν καὶ τὰ ζῷα. Θὰ σὲ ὀνομάσω μάνα, ἂν αὐτὸ ποὺ γέννησες τὸ κάνῃς ἄγγελο, ἂν τὸ παιδί σου τὸ μάθῃς νὰ κάνῃ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ πρώτη λέξι ποὺ θὰ πῇ νὰ εἶνε «Θεός».
Καὶ κάτι ἄλλο.
Μέσα στὸ σπίτι πολλὰ μποροῦν νὰ λείπουν. Ἐκεῖνο, λέει, ποὺ δὲν θέλω νὰ λείπῃ ἀπὸ κανένα σπίτι εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο. Ὄχι ἁπλῶς χρυσοδεμένο στὶς εἰκόνες. Ἀλλὰ κάθε βράδι ἀνοῖξτε καὶ διαβάστε μιὰ σελίδα καὶ προσπαθῆστε νὰ τὰ ἐφαρμόσετε. Ὅπου διαβάζεται καὶ ἐφαρμόζεται Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ.
Δὲν φτάνει ὅμως νὰ προσπαθοῦν μόνο ἡ μάνα καὶ ὁ πατέρας. Πρέπει νὰ βοηθήσῃ καὶ ἡ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ἀλλὰ ἡ κοινωνία διαφθείρεται. Καὶ τὸ πιὸ εὐαίσθητο μέρος τῆς κοινωνίας εἶνε τὰ παιδιά. Δυὸ πράγματα προσέξτε στὰ παιδιά· τὰ αὐτάκια τους καὶ τὰ ματάκια τους.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χρυσοστόμου ὑπῆρχαν θέατρα. Ἐκεῖ γύναια ἁμαρτωλὰ χόρευαν ἀνήθικους χορούς. Τί κηρύγματα ἔκανε κατὰ τῶν θεάτρων καὶ τῶν χορῶν! Θὰ μείνῃ ἱστορικὸς ἐκεῖνος ὁ λόγος ποὺ εἶπε· «Ὅπου χορός, ἐκεῖ διάβολος».
Μιὰ ἄλλη πληγὴ τῆς κοινωνίας ἦτο ἡ πλεονεξία καὶ φιλαργυρία. Αὐτή, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, εἶνε «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν» (Α΄ Τιμ. 6, 10). Πόσο ἀγωνίστηκε ὁ Χρυσόστομος! Οἱ πλούσιοι ἀκόμα καὶ τὰ ἀγγεῖα τῆς νυκτὸς τὰ εἶχαν ἀπὸ χρυσάφι. Ὅταν τὸ ἔμαθε, μίλησε σκληρά. Προειδοποίησε, ὅτι θὰ γίνῃ σεισμὸς στὴν Ἀντιόχεια. Καὶ ὄντως ἔγινε. Πάνω στὴν προσπάθειά του νὰ ξερριζώσῃ τὴ φιλαργυρία, λέει κάπου· Ξέρετε πότε θὰ παύσῃ τὸ κακὸ στὸν κόσμο; Ὅταν ὅλοι παύσουμε νὰ λέμε τὸν κατηραμένο λόγο «Αὐτὸ εἶνε δικό μου, αὐτὸ εἶνε δικό σου». Τὰ πάντα κοινά!
Στράφηκε καὶ πρὸς τὸ ΚΡΑΤΟΣ. Ἦλθε σὲ σύγκρουσι. Ἀπ᾿ ἐδῶ ἀρχίζει τὸ δρᾶμα του. Ἐφρόνει, ὅτι ὁ ἄρχων πρέπει νὰ εἶνε φύλαξ τοῦ δικαίου καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Μ᾿ αὐτὰ τὰ δύο σταθμὰ ζύγιζε τοὺς ἄρχοντας. Ἡ ζυγαριά του ἦταν δικαία, καὶ τὸ ἀπέδειξε. Λέει κάπου· Ἐὰν ὁ ἄρχοντας δὲν εἶνε φύλαξ τοῦ δικαίου, τότε εἶνε χειρότερος ἀπὸ ἕνα λῃστή· γιατὶ ὁ λῃστὴς κάνει μικρὸ κακό, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐξουσία κάνει μεγάλο κακό.
Στὴν Ἀντιόχεια μεσολάβησε ὑπὲρ τῶν ἀδυνάτων. Στοὺς δρόμους εἶχαν ἀγάλματα ποὺ παρίσταναν τὸ βασιλιᾶ καὶ τὴ βασίλισσα. Μιὰ μέρα ὁ λαὸς ξεσηκώθηκε. Δὲν μποροῦσε ν᾿ ἀντέξῃ τὴ φορολογία. Ἔσπασαν ὅλα τὰ ἀγάλματα τοῦ αὐτοκράτορος. Τότε ὁ Θεοδόσιος διέταξε καὶ περικύκλωσαν τὴν πόλι. Πιάσανε χίλια περίπου φτωχαδάκια καὶ τὰ ῥίξανε στὰ μπουντρούμια. Θρῆνος καὶ κοπετός. Κλαίγανε μανάδες, γυναῖκες, οἱ πάντες. Ὅταν ἦταν ἕτοιμοι νὰ τοὺς ἐκτελέσουν, στάθηκε μπροστὰ ὁ Χρυσόστομος μὲ τοὺς καλογήρους του καὶ εἶπε· Θὰ πατήσετε ἐπάνω μας, μὰ δὲν θὰ σᾶς ἀφήσουμε νὰ ἐκτελέσετε τὰ φτωχαδάκια· ἐκτελέστε ἐμᾶς… Ζήτησε δὲ χάρι, ν᾿ ἀναβάλουν γιὰ ἕνα μῆνα τὴν ἐκτέλεσι. Μέσα στὸ μῆνα κίνησε οὐρανὸ καὶ γῆ, καὶ τοὺς ἔσωσε. Τότε ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ ἔκανε εἰκοσιμία ὁμιλίες, μία κάθε βράδι. Παρηγόρησε καὶ ἐμψύχωσε μέσα στὴ φοβερὰ δοκιμασία.
Ἄλλη περίπτωσι ποὺ ἦρθε σὲ σύγκρουσι μὲ τὴν ἐξουσία ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅταν ἤλεγξε τὴν ἀσέβεια τῶν ἰσχυρῶν. Αὐτοκράτειρα ἦταν τότε ἡ Εὐδοξία. Μιὰ Κυριακὴ ὁ Χρυσόστομος πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Ὅταν πλησίασε στὸ ναό, ἄκουσε νταούλια. Πρωῒ – πρωῒ εἶχαν μαζευτῆ ὅλοι, ἄρχοντες, στρατηγός, ὕπατος. Τί γινότανε; Κάνανε ἀποκαλυπτήρια μιᾶς προτομῆς. Εἶχαν φτειάξει χρυσὸ ἄγαλμα στὴν Εὐδοξία, γιὰ νὰ τὴν κολακεύσουν. Ποῦ νὰ κάνῃ λειτουργία ὁ Χρυσόστομος! ἦτο ἀδύνατο. Ἀνέβηκε λοιπὸν στὸν ἄμβωνα καὶ ἤλεγξε δριμύτατα.
Ἐνδιαφέρθηκε γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ζητήματα. Ἀλλὰ πολὺ περισσότερο ὁ Χρυσόστομος ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἀναγέννησι τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ποὺ τότε ἦταν σὲ ἀθλία κατάστασι. Τὰ κακὰ τοῦ κλήρου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν δύο, φιλαργυρία καὶ ἀνηθικότης. Ἐπάνω σ᾿ αὐτὰ τὰ δύο ἔδωσε σκληρὸν ἀγῶνα.
Ὁ Χρυσόστομος ἤθελε, οἱ ποιμένες νὰ μπαίνουν στὸ μαντρὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν θύρα. Ἡ δὲ θύρα εἶνε μία· «ψήφῳ κλήρου καὶ λαοῦ». Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐξελέγη ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Σήμερα ὁ δεσπότης ἐκλέγει τὸ διάκο, τὸν παπᾶ, τοὺς ἐπισκόπους, τὸν ἡγούμενο. Ὁ λαὸς ἀγνοεῖται. Ἐμεῖς πιστεύουμε σὲ μία ἀρχή· ἐκ τοῦ λαοῦ, διὰ τοῦ λαοῦ καὶ διὰ τὸν λαὸν οἱ ποιμένες. Κ᾿ ἐγὼ θ᾿ ἀγωνισθῶ μέχρι τελευταίας μου ἀναπνοῆς, καὶ θὰ χαρῇ ἡ ψυχή μου ὅταν δῶ μιὰ Ἐκκλησία ζῶσα καὶ ἐλευθέρα.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἡ δρᾶσις ―εἶνε νόμος― προκαλεῖ ἀντίδρασι. Ἅμα δὲν πειράζῃς κανένα, εἶσαι καλός. Ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο λέει· «Οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. 6,26). Καὶ ἡ δρᾶσι τοῦ Χρυσοστόμου προκάλεσε ἀντίδρασι. Ποιοί ἀντέδρασαν;
Πρῶτα – πρῶτα ὅσοι ἤθελαν τὰ θέατρα καὶ τοὺς χορούς. Δεύτερον οἱ πλούσιοι, ποὺ τὰ κηρύγματά του γι᾿ αὐτοὺς ἦταν φοβερά. Τρίτον οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγαποῦσαν τὴν πολυτέλεια. Τέταρτον οἱ φαῦλοι κληρικοί. Πέμπτον οἱ γυναῖκες τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς. Ἔκτον οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας, ὁ αὐτοκράτωρ Ἀρκάδιος, ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία. Δὲν σᾶς εἶπα ὅμως τίποτε. Ὅλους αὐτοὺς θὰ τοὺς νικοῦσε. Ἀλλὰ δὲν ἔπεσε, γιατὶ πολέμησε αὐτούς. Ἔπεσε, διότι πολέμησε τοὺς ἐπισκόπους! Τὸ λέει ὁ διος· «Οὐδὲν δέδοικα ὡς ἐπισκόπους πλὴν ἐνίων», τίποτα δὲν φοβήθηκα ὅπως τοὺς ἐπισκόπους ἐκτὸς ἐλαχίστων.
Ἔτσι τὸν πιάσανε, τὸν πέρασαν ἀπέναντι στὴν Ἀσία, τὸν ὡδήγησαν μὲ τὰ πόδια πέρα ἀπ᾿ τὸ Σαγγάριο, ἔφθασε στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας. Ἐκεῖ δώσανε νέα διαταγὴ νὰ βαδίσῃ πρὸς τὰ Κόμανα. Εἶχε καταπονηθῆ. Ἦταν παραμονὴ τοῦ Σταυροῦ. Δὲν μποροῦσε πλέον νὰ βαδίσῃ. Σὰν τὸ ὥριμο μῆλο ἔπεσε. Τὸν πῆγαν σὲ ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Βασιλίσκου. Τὴ νύχτα, ποὺ κοιμήθηκε εἶδε ὅραμα τὸν ἅγιο Βασιλίσκο νὰ τοῦ λέῃ· «Ἀδελφὲ Ἰωάννη, θάρσει· αὔριο θὰ εἶσαι μαζί μας». Τὸ πρωῒ ξημέρωνε 14 Σεπτεμβρίου. Σηκώθηκε. Ὅ,τι εἶχε, τὰ μοίρασε στοὺς φτωχούς. Ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Καὶ μετά, ὁ ἅγιος αὐτὸς ἐπίσκοπος, τὸ ἀηδόνι τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀθάνατος ἱεράρχης, ἔκλεισε ἐκεῖ τὰ μάτια του. Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Καὶ μ᾿ αὐτὰ ἡ ἁγία του ψυχὴ φτερούγισε στὰ οὐράνια, γιὰ νὰ εἶνε ἐκεῖ ἱεράρχης «ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος» (Ἑβρ. 7,26), πρεσβεύων ὑπὲρ ἡμῶν. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Κοζάνη, 13-11-1960)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.