ΠΟΥ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ; ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΚΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΣ, ΠΑΡ’ ΟΛΑΣ ΤΑΣ ΕΚΚΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ, ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΜΕ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ
«Χριστιανικὴ Σπίθα» φυλ 234, Φεβρουάριος 1961 (Χωρὶς περικοπές)
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΠΟΥ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ;
«Καὶ τῶ ἀγγέλω τῆς ἐν Σάρδεσιν Ἐκκλησίας γράψον˙ τάδε λέγει ὁ ἔχων τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας˙ οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῆς καὶ νεκρὸς εἶ… Μνημόνευε οὖν πῶς εἴληφας καὶ ἤκουσας, καὶ τήρει καὶ ΜΕΤΑΝΟΗΣΟΝ» (Ἀποκ. 3, 1-3)
Ἐπίκαιρα θέματα
Ἡ ἁμαρτωλότης τοῦ ἀνθρώπου
Ἐάν, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶσται, ἐὰν ὑπάρχη ἕν κήρυγμα, τὸ ὁποῖον εἰς οἱανδήποτε ἐποχὴν καὶ ἐὰν ζῆ ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἐπίκαιρον, αὐτὸ εἶνε τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας. Διότι πότε ὁ ἄνθρωπος ἔπαυσε νὰ ὑποπίπτη εἰς ἠθικὰ σφάλματα, νὰ παραβαίνη τὰς μεγάλας ἤ τὰς μικρὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ; Καὶ τὶς τῶν ἀνθρώπων εἶνε δυνατὸν νὰ καυχηθῆ ὅτι εἶνε ἐντελῶς ἀμόλυντος ἐκ τῆς ἁμαρτίας; Ὤ! ἡ ἁμαρτία. Ὁπόσον ἐκτεταμένον εἶνε τὸ κράτος της ἐπὶ τῆς γῆς! Ἡ ἁμαρτία εἶνε ὡς ἡ λεπτὴ ἄμμος τῆς ἀφρικανικῆς ἐρήμου, ἡ ὁποία κατορθώνει νὰ διεισδύη καὶ διὰ τῶν ἐλαχίστων ἀκόμη σχισμῶν τῶν παραθύρων τῶν σιδηροδρομικῶν συρμῶν, ποὺ διέρχωνται διὰ τῆς ἐρήμου. Ἡ ἁμαρτία, ἵνα ἀναφέρωμεν εἰκόνα ἀσκητικοῦ πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε ὡς ὁ ἄνεμος ὅστις φυσᾶ ἐντὸς τοὺ δάσους καὶ σείει ὅλα τὰ φύλλα τῶν δένδρων. Ἡ ἁμαρτία, κοινὸν γνώρισμαὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὑπὸ τὸ κράτος αὐτῆς ἀναστενάζει ὁλόκληρον τὸ ἀνθρώπινον γένος καὶ συστενάζει καὶ συνωδίνει ὁλόκληρος ἡ ὁρατὴ δημιουργία. Ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰς τὸ μεγαλύτερον ἀκόμη ὕψος ἁγιότητος καὶ ἄν ἀνέλθη, ρίπτων ἕν βλέμμα εἰς τὸ εσωτερικὸν τῆς καρδίας του ἀνακαλύπτει σκιάς, μελανὰ σημεῖα, ἀδυναμίας, ἐλαττώματα, «ψεγάδια», ὡς ἀποκαλεῖ ταῦτα ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, διὰ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ θρηνῆ. Ὁ Ἰὼβ διακηρύττει ὅτι καὶ μία ἀκόμη ἡμέρα ἐὰν εἶνε ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς, δὲν θὰ εἶνε καθαρὰ ἐκ τοῦ ρύπου τῆς ἁμαρτίας. Ὁ δὲ Μ. Ἀντώνιος, ὅστις ἐπὶ 80 καὶ πλέον ἔτη ἠγωνίσθη ἐν τῆ ἐρήμω διὰ νʼ ἀποκτήση τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας, βαθέως συνησθάνετο τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ὀλίγον πρὶν παραδώση τὴν ψυχήν του εἰς τὸν Πλάστην, παρεκάλει τοὺς μαθητάς του, ἵνα προσεύχωνται πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα τῶ δώση μετάνοιαν. Ὄχι διότι διετέλει ἐκτὸς μετανοίας αὐτός, τοῦ ὁποίου ὁλόκληρος ἡ ζωὴ ἦτο κήρυγμα μετανοίας, ἀλλὰ διότι ἐπόθει νʼ ἀποκτήση μεγαλύτερον βαθμὸν μετανοίας˙ μεγαλύτερος δὲ βαθμὸς μετανοίας ἀντιστοιχεῖ καὶ εἰς μεγαλύτερον βαθμὸν τελειότητος. Καὶ ἀληθώς˙ ὅσον τις καθαρίζει τὴν πνευματικήν του ὅρασιν διὰ τῶν δακρύων τῆς μετανοίας, τόσον εὐκρινέστερον διακρίνει τὴν ἄβυσσον τῆς ἀνθρωπίνης ἀθλιότητος καὶ βλέπει ὁποία ἀπόστασις χωρίζει αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ.
Ἀναμάρτητος λοιπὸν οὐδεὶς πλὴν ΕΝΟΣ, τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅστις λόγω τῆς ἐν Αὐτῶ ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης, παρέμεινεν ὁ καθαρός, ὁ ἀμόλυντος, ὁ ἀμίαντος ὁ ἀπολύτω ἅγιος, ὅν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία ψάλλουσα˙ «Εἶς ἅγιος, εἶς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν».
Καὶ διὰ τοὺς ἐπισκόπους ἡ μετάνοια!
Ἀκριβῶς διότι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὑποκείμενος εἰς πτώσεις, διὰ τοῦτο τὸ κήρυγμα ἐκεῖνο ποὺ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους εἰς μετάνοιαν, εἶνε πάντοτε ἐπίκαιρον. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λείψη ἀπὸ καμμίαν γενεάν. Θʼ ἀποτελῆ διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὴν ἠχὼ τοῦ πρώτου ἐκείνου κηρύγματος, μὲ τὸ ὁποῖον ἤρχισε τὴν θείαν διδασκαλίαν ὁ Θεάνθρωπος λέγων˙ «Μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4, 17). Ἐν ἑκάστη δὲ θεία λειτουργία ἀκούεται θερμὴ πρὸς τὸν Θεὸν δέησις˙ «Τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνη καὶ μετανοία ἐκτελέσαι παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα». Ἀλλʼ ἐὰν διὰ πᾶσαν ἐποχὴν τοῦ ἔτους τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς εἶνε ἐπίκαιρον, πολὺ περισσότερον εἶνε διὰ τὴν περίοδον τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Κατὰ τὴν περίοδον ταύτην τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους τὸ περὶ μετανοίας κήρυγμα γίνεται ζωηρότερον, προσλαμβάνει τὴν μορφὴν ἐπείγοντος τηλεγραφήματος, ὅπερ πρέπει νὰ μεταδοθῆ τὸ ταχύτερον καὶ νʼ ἀνοιχθῆ ἀμέσως παρὰ τοῦ παραλήπτου πρὸς ἄμεσον ἐνέργειαν. Τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα, οἱ ὕμνοι τοῦ Τριωδίου καὶ μάλιστα ὁ Μέγας Κανών, ὁ ὁποῖος ψάλλεται κατὰ τὴν Πέμπτην τῆς Ε΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, καλοῦν εἰς μετάνοιαν πᾶσαν ψυχήν, λαὸν καὶ κλῆρον, ἵνα ἐν ἐνὶ στόματι εἴπωμεν πρὸς τὸν Θεόν˙ «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν Σου, οὐδὲ συνετηρήσαμεν, οὐδὲ ἐποιήσαμεν, καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν. Ἀλλὰ μὴ παραδώης ἡμᾶς εἰς τέλος ὁ τῶν πατέρων Θεός».
Καὶ ὁ κλῆρος λοιπόν, διάκονοι, πρεσβύτεροι καὶ ἐπίσκοποι εἰς μετάνοιαν καλοῦνται.
Καὶ οἱ ἐπίσκοποι; Ἀλλʼ αὐτοί, θὰ εἴπη τις, ἐφʼ ὅσον ἐχειροτονήθησαν ἐπίσκοποι καὶ ἀνῆλθον εἰς τὰς ὑψηλὰς βαθμῖδας τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου καὶ ἐκεῖθεν ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς οὐρανίου ἐπισκοποῦν κλῆρον καὶ λαόν, θὰ ἔπρεπε νὰ μὴ ζοῦν ὡς οἱ κοινοὶ θνητοί, νὰ μὴ ὑποπίπτουν εἰς σφάλματα, ἀλλὰ νὰ κρίνουν ὀρθῶς, νὰ ἐνεργοῦν δικαίως καὶ ἐν γένει νὰ πολιτεύωνται ὡς ἐπίγειοι ἄγγελοι. Ναί, ὡς ἐπίγειοι ἄγγελοι. Διότι ἀγγέλους δὲν ὀνομάζει ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου τοὺς ἐπισκόπους τῶν ἑπτὰ Ἐκκλησιῶν τῆς Μ. Ἀσίας; Πῶς λοιπὸν νὰ εἴπωμεν ὅτι οἱ ἐπίγειοι οὗτοι ἄγγελοι ἔχουν ἀνάγκην μετανοίας; Αὐτοὶ μόνον πρὸς τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ κηρύττουν μετάνοιαν!
Καὶ ὅμως! Ἐφʼ ὅσον καὶ οἱ ἐπίσκοποι «σάρκα φοροῦσι καὶ τὸν κόσμον οἰκοῦσιν», ὑπόκεινται εἰς πτώσεις. Ἡ δὲ πτῶσις αὐτῶν καὶ εἰς ἐλάχιστον ἀκόμη παράπτωμα ἔχει τεράστιον ἀντίκτυπον εἰς ὅλον τὸ ποίμνιον καὶ γίνεται αἰτία σκανδαλισμοῦ πολλῶν ἀστηρίκτων ψυχῶν, αἱ ὁποῖαι θέλουν νὰ βλέπουν τὸν ἐπίσκοπον ἀνώτερων ἀδυναμιῶν, ἄπτωτον. Συνεπῶς ἡ ἁμαρτία τοῦ ἐπισκόπου καὶ λόγω θέσεως καὶ λόγω γνώσεως καὶ λόγω σκανδαλισμοῦ ποὺ προκαλεῖ, εἶνε πολὺ βαρυτέρα τῆς ἁμαρτίας ἑνὸς λαϊκοῦ, καὶ ὁ ποιῶν ταύτην ἐπίσκοπος ἔχει ἀνάγκην μεγαλυτέρας μετανοίας. Καὶ ἀλλοίμονον εἰς αὐτόν, ἐὰν διʼ ἑκάστην πτῶσίν του δὲν χύνει πικρὰ τῆς μετανοίας δάκρυα.
Ἀπόδειξις περὶ τοῦ ὅτι καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἔχει ἀνάγκην μετανοίας ἕστω τὸ θεόπνευστον βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως. Αὐτὸ ὅπερ, ὡς ἀνωτέρω εἴδομεν, ὀνομάζει τὸν ἐπίσκοπον ἄγγελον, αὐτὸ πάλιν καλεὶ τὸν «ἄγγελον» εἰς μετάνοιαν. Εἰς τέσσαρας ἐκ τῶν ἑπτὰ ἐπισκόπων παραγγέλει διʼ ὠρισμένας παρεκτροπὰς καὶ παραλείψεις τῶν καθηκόντων των νὰ μετανοήσουν. Μάλιστα ἕνα ἐξ αὐτῶν, τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας Ἐφέσου, ἀπειλεῖ ὅτι, ἐὰν δὲν μετανοήση θὰ τιμωρήση διὰ τιμωρίας ὡς εἶνε ἡ μετακίνησις τῆς λυχνίας του ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, μετακίνησις δὲ τῆς λυχνίας πρέπει νὰ θεωρῆται ἡ ἐκ τοῦ θρόνου ἀπομάκρυνσις τοῦ ἀμετανοήτου ἐπισκόπου καὶ ἡ ἀντικατάστασις αὐτοῦ διʼ ἄλλου προσώπου, ἱκανοῦ νὰ λαμπρύνη τὴν Ἐκκλησίαν διὰ διδασκαλίας καὶ ἐργων, τὰ ὁποῖα θʼ ἀκτινοβολοῦν τὸ θεῖον φῶς τοῦ Λυτρωτοῦ.
Καὶ μόνον ἡ ἀνωτέρω μαρτυρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς εἶνε ἀρκετὴ νʼ ἀποδείξη ὅτι οἱ ἐπίσκοποι δὲν ἐξαιροῦνται τῆς ἀνάγκης μετανοίας. Προχωροῦμεν περισσότερον˙ Ὅπως διʼ ὅλας τὰς ἀρετάς, αἱ ὁποῖαι πρέπει νὰ κοσμοῦν ὁλόκληρον καὶ λαόν, ὑπόδειγμα πρέπει νὰ εἶνε ὁ ἐπίσκοπος, οὕτω καὶ μετανοίας ὑπόδειγμα πρέπει ἐπίσης νὰ γίνεται ὁ ἐπίσκοπος. Αὐτὸς περισσότερον ὅλων πρέπει νὰ ἔχη ἐν ἑαυτῶ ἀνεπτυγμένον τὸ ἠθικὸν αἰσθητήριον, ὥστε καὶ διὰ τὸ ἐλάχιστον παράπτωμα, τὸ ὁποῖον ὁ κοσμικὸς ἀντιπαρέρχεται ἀδιαφόρως, αὐτὸς νὰ αἰσθάνεται νυγμοὺς μετανοίας καὶ νὰ ζητῆ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Πρῶτος εἰς μετάνοιαν ὁ ἐπίσκοπος. Καὶ ἐὰν μὲ τὸ παράπτωμά του εἶνε ἄδικος συμπεριφορὰ ἀπέναντι τοῦ ποιμνίου του, ὀφείλει νʼ ἀναγνωρίζη τὸ σφάλμα του καὶ νὰ ζητῆ συγνώμην παρὰ τοῦ ποιμνίου του, διὰ νὰ ἐπανέλθη ὁμαλότης εἰς τὰς σχέσεις ποιμένος καὶ ποιμνίου. Ἐὰν δὲ τὸ παράπτωμα εἶνε ἐξ ἐκείνων τῶν ἁμαρτημάτων, τὰ ὁποῖα λόγω τῆς φύσεώς των σκανδαλίζουν βαθύτατα τὰς συνειδήσεις τῶν πιστῶν, ὁ ἐπίσκοπος, συνειδὼς ἑαυτῶ ἐνοχήν, ὀφείλει νʼ ἀποσυρθῆ ἐκ τοῦ θρόνου, ὡς μὴ δυνάμενος πλέον νʼ ἀρχιερατεύη.
Θεωρητικῶς ταῦτα, θὰ εἴπη τις, εἶνε ὀρθὰ ἐξ ἐπόψεως Κανονικῆς. Ἀλλʼ ἐν τῆ πράξει ἐφαρμόζονται; Ὁ ἐγωισμός, ὅστις ὡς ἐπὶ τῶ πλεῖστον εἰς τεράστιον πολύποδα ἀναπτύσσεται καὶ γιγαντοῦται ἐν ταῖς καρδίαις ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κατέχουν τὸ ὕψιστον τῆς ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα, ἀφήνει τοὺς ταλαιπώρους ἀνθρωπους νʼ ἀναγνωρίσουν τὰ σφάλματα καὶ τʼ ἁμαρτήματά των; Ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορία ἀναφέρει μὲν παραδείγματα μετανοίας λαϊκῶν ἀνθρώπων, ὡς τοῦ τελώνου, τῆς πόρνης, τοῦ ληστοῦ καὶ τῶν τόσων ἅλλων ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἀναφέρει ὅτι μετενόησαν οἱ ἀρχιερεῖς, ὡς ὁ Ἄννας καὶ Καϊάφας, οἱ ὁποῖοι ἐπρωτοστάτησαν εἰς τὸ ἔγκλημα τῆς συλλήψεως καὶ καταδίκης τοῦ Ἰησοῦ… Οὗτοι ἀπέθανον ἀμετανόητοι. Καὶ τὰ μέγαρα αὐτῶν κατὰ τὴν ἐκπόρθησιν τῆς ἱερᾶς πόλεως ὑπὸ τῶν στρατευμάτων τοῦ Τίτου ἐπυρπολήθησαν καὶ ἀνεσκάφησαν ἐκ θεμελίων.
Ἐν τῆ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔχομεν βεβαίως παραδείγματα μετανοίας ἀρχιερέων, ἀλλʼ ὀλίγα, καὶ ταῦτα ἐκ τῶν παρελθόντων αἰώνων. Ἀλλὰ ταῦτα, ὅσον ὀλίγα καὶ ἐὰν εἶνε, εἶνε ἱκανὰ διὰ νὰ διδάξουν κλῆρον καὶ λαὸν περὶ τῆς ἀνάγκης τῆς μετανοίας, καὶ μάλιστα τοὺς συγχρόνους ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἰς τὰ παραδείγματα μετανοίας, τὰ ὁποῖα θʼ ἀναφέρωμεν κατωτέρω, ὡς εἰς λαμπροὺς καθρέπτας δύνανται νὰ ἐγκατοπτρισθοῦν καὶ νὰ μιμηθοῦν αὐτά.
Ἐπίσκοποι εἰλικρινῶς μετανοοῦντες
1. – Τὸ πρῶτον παράδειγμα ἀξιοθαυμάστου μετανοίας λαμβάνομεν ἐξ αρχαίου τινὸς βιβλίου, ὅπερ ὀνομάζεται «Εὐεργετινός». Τὸ Βιβλίο τοῦτο, ἀληθὴς πνευματικὸς θησαυρός, «συναγωγὴ τῶν θεοφθόγγων ῥημάτων καὶ διδασκαλιῶν τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων», εἰς τὸ Α΄ Κεφάλςιον αὐτοῦ ἀσχολεῖται μὲ τὸ θέμα τῆς μετανοίας. Μεταξὺ τῶν ἄλλων παραδειγμάτων, παρουσιάζει καὶ ἕνα μοναχόν, ὅστις ἐρωτᾶ εὐλαβὴ ἀββᾶν, ἐὰν ἕνας μοναχός, ὅστις ὑποπίπτει εἰς τὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας, ἐὰν οὗτος εἶνε εὐκωλώτερον ἤ δυσκολώτερον νὰ μετανοήση ἀπὸ ἕνα λαϊκόν, ποὺ ὑποπίπτει εἰς τὸ ἴδιον ἁμάρτημα. Εἰς τὴν ἐρώτησιν ταύτην ἀπαντῶν ὁ ἀββᾶς, διὰ νὰ ένθαρρύνη τὸν μοναχὸν εἰς μετάνοιαν, ἀναφέρει ἕν θαυμαστὸν παράδειγμα μετανοίας ἐπισκόπου. Ὁ ἐπίσκοπος οὗτος ἔκ τινος πειρασμοῦ παρεσύρθη καὶ ὑπέπεσεν εἰς σοβαρὸν σαρκικὸν ἁμάρτημα. Ὁ ἐπίσκοπος συνησθάνθη βαθέως τὸ ἁμάρτημά του. Δὲν προσπάθησε νὰ τὸ συγκαλύψη. Δὲν περίμενε νὰ γίνουν ἀνακρίσεις. Ἀλλʼ εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐνώπιον κλήρου καὶ λαοῦ ἀφήρεσεν ἐκ τῶν ὤμων του τὸ ὠμοφόριον, (τὸ ἄμφιον, δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ συμβολίζον τὴν ἀρχιερατικὴν ἐξουσίαν ὡς τὸ ἐπιτραχήλιον τὴν ἱερατικήν), ἐναπέθεσε τοῦτο ἐπὶ τῆς ἁγίας Τραπέζης, ἐθῆλθε τοῦ Ναοῦ, ἐγκατέλειψε τὴν ἐπισκοπὴν καὶ ἔλαβε τὴν ὁδοιπορικὴν ράβδον καὶ μόνος ἤρχισε νὰ βαδίζη κατευθυνόμενος πρὸς μοναστήριον ποὺ εὑρίσκετο πολὺ μακρὰν καὶ ὄπου οὐδεὶς ἐκ τῶν μοναχῶν τὸν ἐγνώριζεν. Εἰς αὐτὸ τὸ μοναστήριον ὁ ἐπίσκοπος ἤθελε νὰ μεταβῆ, νὰ ζήση τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του ἐν μετανοία, ἐν αὐστηρᾶ ἀπομονώσει ἐκ τοῦ κόσμου, χύνων τὰ πικρὰ τῆς μετανοίας δάκρυα, ὡς ὁ ἁμαρτήσας καὶ μετανοήσας Δαβίδ. Ἀλλʼ ἐνῶ οὗτος ἐπλησίαζεν εἰς τὸ μοναστήριον, ὁ ἡγούμενος αὐτοῦ, ἀνὴρ «διορατικός», θεόθεν ἔχων τὸ χάρισμα, ἵνα μακρόθεν διακρίνη τὰς διαφόρους καταστάσεις τῶν ἀνθρώπων, διέγνωσεν ὅτι εἰς τὸ μοναστήριον προσείρχετο ἐπίσκοπος. Καὶ διʼ αὐτὸ πσρήγγειλεν εἰς τὸν θυρωρὸν νὰ προσέχη ὥστε, ἅμα τῆ ἀφίξει του, νὰ εἰδοποιηθῆ ἡ ἀδελφότης, ἵνα ἐξέλθη πρὸς ὑποδοχήν. Ὁ θυρωρὸς ἀνέμενε νὰ ἴδη τὸν ἐπίσκοπον. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ ἐπίσκοποι συνήθιζον νὰ ἔρχωνται ἐποχούμενοι ἁμάξης καὶ μετὰ πολλῆς τῆς φαντασίας, ὁ δὲ ἐπίσκοπος ἐκεῖνος προσήρχετο πεζοπορῶν, ἁπλοῦς καὶ ἀπέριττος, ὡς ἐὰν ἦτο ἐπαίτης τις, ὁ θυρωρὸς δὲν ἤνοιξεν εἰς αὐτὸν τὴν θύραν καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἵστατο ἔξω. Τότε ὁ ἡγούμενος ἔσπευσε, τῶ ἤνοιξε καὶ τὸν προσεφώνησεν ὡς ἐπίσκοπον. Ὅταν δὲ ἐκεῖνος εἶδεν ὅτι ἐγνώσθη ἡ ἰδιότης του, ἤθελε νʼ ἀποχωρήση. Ἀλλʼ ὁ ἡγούμενος ἐνέτεινε τὴν παράκλησίν του διὰ νὰ παραμείνει εἰς τὸ μοναστήριον, καὶ ἐν τέλει ἠπείλησεν ὅτι ἐὰν φύγη, θὰ τὸν ἀκολουθήση, ὅπου ἄν ὑπάγη. Ὁ ἐπίσκοπος τότε ἐπείσθη νὰ παραμείνη ἐκεῖ καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν μονὴν καὶ «μετανοήσας ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ μεγάλους ὑπὲρ ἀρετῆς ἐπιδειξάμενος ἄθλους ἐν εἰρήνη πρὸς Κύριον ἀπεδήμησεν, σημείοις πολλοῖς καὶ τέρασι τοῦ Θεοῦ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ θαυμαστώσαντος».
2. – Ἄλλο παράδειγμα ἐπισκόπου, ὅστις ἔσφαλεν ἀπέναντι τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀνεγνώρισε τὸ σφάλμα του καὶ δημοσία ὡμολόγησε καὶ ἐζήτησε συγγνώμην, ἔχομεν ἐκ τῆς νεωτέρας ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Εἶνε τὸ παράδειγμα τοῦ ἀειμνήστου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, ὅστις κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν ἀπηγχονίσθη ὑπὸ τῶν Τούρκων καὶ διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ του τέλους συνετέλεσε τὰ μέγιστα εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τοῦ Γένους. Ὁ ἅγιος οὗτος πατριάρχης, πρὶν ἀνέλθη εἰς τὸν ἔνδοξον θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐχρημάτισεν ἐπίσκοπος Σμύρνης. Εἰς τὴν μεγάλην καὶ ὡραίαν αὐτὴν πόλιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀρχιερατεύων, εἰς διαμάχην τινὰ τῶν προεστώτων, ἐξ ἐσφαλμένης κρίσεως τῶν προσώπων καὶ πραγμάτων ὁ Γρηγόριος ἐτάχθη μὲ τὸ μέρος τῆς μερίδος ποὺ εἶχε τὸ περισσότερον ἄδικον. Τὴν μερίδα ταύτην πολὺ ὑπεστήριξε, γεγονὸς ὅπερ προὐκάλεσε μεγάλην ἀναστάτωσιν τῶν πνευμάτων. Ἀλλʼ ὁ Γρηγόριος δὲν ἦτο ἐκ τῶν ποιμένων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἐκδώσουν μίαν ἄδικον ἀπόφασιν, δὲν τὴν ἀνακαλοῦν πλέον, διότι φοβοῦνται μήπως μειωθῆ τὸ ἀρχιερατικόν των κῦρος, καὶ ἐπιμένουν εἰς τὴν ἀπόφασίν των ἐπαναλαμβάνοντες τὸ τοῦ Πιλάτου «ὅ γέγραφα, γέγραφα». Τοιαύτην σατανικὴν ἐπιμονὴν καὶ πεισμονὴν δὲν εἶχεν ὁ Γρηγόριος. Ἀντελήφθη τὴν διαταραχὴν τῶν πνευμάτων, ἐξήτασε βαθύτερον τὰ πράγματα, ἀνεγνώρισε τὸ λάθος του καὶ ἐν ἐπισήμω ἡμέρα ἐντὸς τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ κατῆλθεν ἐκ τοῦ θρόνου του καὶ ἀσκεπὴς ὑπεκλίθη πρὸ τοῦ λαοῦ καὶ ἐν ἀληθινῆ συντριβῆ καρδίας ἐζήτησε συγγνώμην παρὰ τοῦ ποιμνίου του. Ὑπῆρξε τόση ἡ συγκίνησις τοῦ ποιμνίου ἐκ τῆς ἐκδηλώσεως ταύτης, ὥστε αἱ διιστάμεναι μερίδες, μιμούμεναι τὸ παράδειγμα τοῦ ποιμενάρχου των μετενόησαν καὶ αὐταὶ διὰ τὴν μεταξύ των ἔχθραν, συνεφιλιώθησαν καὶ οὕτως εἰρήνη βαθεῖα ἐπῆλθεν εἰς τὸν λαόν. Ἰδοὺ τὶ κατώρθωσεν ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια ἑνὸς Ἱεράρχου, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἠξίωσεν ἵνα καὶ διὰ τοῦ αἵματός του ἐπισφραγίση τὴν κλῆσίν του.
3. – Καὶ ὄχι μόνον ὁ Γρηγόριος ὁ Ε΄ἔδωκεν εἰς τὴν γενεάν του ἔξοχον παράδειγμα μετανοίας, ἀλλὰ καὶ οἱ μετʼ αὐτοῦ μαρτυρήσαντες ἀείμνηστοι Μητροπολῖται Ἑφέσου Διονύσιος (Καλλιάρχης), Νικομηδείας Ἀθανάσιος καὶ Ἀγχιάλου Εὐγένιος διὰ τοῦ ἰδίου αὐτῶν παραδείγματος ἐδίδαξαν τὰ ποίμνιά των τὴν ἀξίαν τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας. Δὲν ἐδίστασαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀναγνωρίζουν τὰ σφάλματά των ἐν τῆ πνευματικῆ διοικήσει τοῦ ποιμνίου των καὶ νὰ ζητήσουν παρὰ τοῦ λαοῦ συγχώρησιν. Τὸ ἐγκώμιον τῶν ἱερῶν τούτων ἀνδρῶν ἔπλεξεν ὁ σοφὸς διδάσκαλος τοῦ Γένους καὶ εὔγλωττος ἱεροκῆρυξ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Οἰκονόμων ὅτε ἐν τῆ Ὀδησσῶ τῆς Ρωσσίας κατὰ τὸν Ἀπρίλιον τοῦ 1822 ἐξεφώνησε θαυμάσιον ἐπιμνημόσυνον λόγον. Ἐκ τοῦ λόγου τούτου δημοσιεύομεν ἐδῶ ἀπόσπασμα, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ ἔξοχος ρήτωρ ἐπαινεῖ τὴν ἀρετὴν τῆς μετανοίας, τὴν ὁποίαν χαρακτηρίζει ὡς θυσίαν εἰς τὸν βωμὸν τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν. Δημοσιεύομεν δὲ τοῦτο διὰ δύο λόγους. Πρῶτος μέν, διότι θέλομεν νʼ ἀποδειχθῆ ἔτι ἅπαξ ὅτι καὶ οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν ἀνάγκην μετανοίας. Δεύτερον δέ, διότι θέλομεν νʼ ἀποδειχθῆ ὅτι ὁ κηρύττων ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος κήρυγμα μετανοίας πρέπει νʼ ἀπευθύνη τοῦτο καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὁ λαός, ὅστις ἀκούει τὸν ἱεροκήρυκα νὰ τὸν ἐλέγχη καὶ νὰ τὸν καλῆ εἰς μετάνοιαν, ἔχει τὴν δικαίαν ἀξίωσιν, ἵνα μὴ ὁ ἔλεγχος περιορίζεται μόνον εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ περιλαμβάνη ὅλους ἀνεξαιρέτως. Ἀλλοίμονον δὲ ἐὰν ἐκ τοῦ ὕψους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἄμβωνος ὁ ἱεροκῆρυξ βλέπη μόνον τὰ παταπτώματα τῶν ἀδυνάτων καὶ παρορᾶ τὰ ἐγκλήματα τῶν ἰσχυρῶν. Καὶ τρισαλλοίμονον, ἐὰν ὄχι μόνον παρορᾶ, ἀλλὰ καὶ κολακεύη τούτους ἐκ φόβου καὶ συμφέροντος. Ἀλλʼ ἄς ἀκουσωμεν τὸν εξοχον ἱεροκήρυκα καὶ ἄς ταπεινωθοῦμεν ὅσοι ἐξ ἡμῶν μετεβάλομεν τὸν ἱερὸν ἄμβωνα εἰς κοσμικὸν βῆμα εὐτελῶν κολακείων, ποὺ προκαλοῦν τὸν ἔμετον τῶν ἀκροατῶν:
«Οἱ ἱεροὶ οὗτοι ἄνδρες ὑπάρχουσιν ἀξιομίμητοι, καθότι ἐσπούδαζον νὰ θεραπεύσωσι τὰ ἐκούσια ἤ ἀκούσια πλημμελήματα αὐτῶν προσφέροντες εἰς τὸν Θεὸν τὴν θυσίαν τῆς μετανοίας καὶ πάντοτε ἐξομολογούμενοι πρὸς Κύριον κατʼ ἰδίαν, πολλάκις δὲ καὶ δημοσίως ἐξαγορεύοντες τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν. “Τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ ἀναγγελῶ, ἐφώναζον ὡς προφήτης, καὶ μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου”. Ἀοίδιμε πατριάρχα, ἡ Σμύρνη ἐστὶ μάρτυς τῆς προθύμου σου καὶ πανηγυρικῆς μετανοίας, διὰ τῆς ὁποίας ἐξήλειψας τὴν μεταξύ σοῦ καὶ τοῦ ποιμνίου σου συμβᾶσαν ἄδικον διαμάχην… Καὶ σοῦ δὲ τοὺς ἱλαροὺς ὀφθαλμούς, ὦ ποιμὴν τῶν Ἐφεσίων, ἀνύγραναν προτρέχοντα τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, καὶ ἄλλοτε πολλάκις, καὶ ὅτε πατρικῶς ἐνηγκαλίζεσο τοὺς Κυδωνιάτας ἐξαλείφων τὰ τούτων παράπονα διὰ τῆς ἀγάπης σου καὶ τῆς εἰς τὸ Σχολεῖον δαψιλεστάτης σου χορηγίας. Τὴν αὐτὴν μετάνοιαν ἐδείκνυε καὶ ὁ ἱερὸς Ἀγχιάλου ἀποτρίβων τὰς τῶν σφαλμάτων κηλῖδας καὶ σπουδάζων νὰ προσέρχηται πρὸς τὸν Θεὸν “ἐρραντισμένος τὴν καρδίαν ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾶς”. Τὴν ἀυτὴν τέλος αἰσθανόμενος κατάνυξιν καὶ ὁ ἀοίδιμος Νικομηδείας ἀπέπλυνε τοὺς ῥύπους τῆς ψυχῆς, καὶ τὰς πρὸς τὸν πλησίον συμβαινούσας ἐθεράπευε ψυχρότητας καὶ διαφοράς, ὁποία τις εἶχε συμπέσει καὶ μεταξὺ αὐτοῦ τε καὶ τοῦ ἱεροῦ Μητροπολίτου τῶν Δέρκων… Τοιουτοτρόπως οἱ ἀγαθοὶ ποιμένες οὗτοι διῆγον ὅλην τὴν ἡμέραν τῆς ζωῆς των ὡς ὁ θεῖος Δαβίδ, μεμαστιγωμένοι διὰ τῆς ἱερᾶς μετανοίας. Τοιουτοτρόπως ἐτιμώρουν ἑαυτοὺς ὑπομένοντες τὸν ἐσωτερικὸν πόλεμον τῶν ἀντιστρατευομένων παθῶν, τὴν μάχην τῶν λογισμῶν, τὴν δριμεῖαν τύψιν τοῦ συνειδότος, τὴν εἰλικρινῆ τῶν σφαλμάτων ὁμολογίαν, τὴν γενναίαν ἱκανοποίησιν, τὴν πιστὴν ἐπιστροφὴν εἰς ἐκπλήρωσιν τῶν καθηκόντων τοῦ ἐπαγγέλματος, σπεύδοντες νὰ ἐξιλεώσωσι ὅσα εἶχε καὶ καὶ κατʼ αὐτῶν ὁ κρατῶν τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος. Τοιουτοτρόπως οἱ διάδοχοι τῆς τοῦ Πέτρου διακονίας ἐμιμοῦντο καὶ τὴν μετάνοιαν τοῦ Πέτρου, ὅστις, καὶ αὐτὸς ἁμαρτήσας, “ἔκλαυσε πικρῶς”. Χριστιανοὶ ἀδελφοί! Μὴ ἐπαισχύνεσθε τὴν ὁμολογίαν τῆς ἀσθενείας τῶν ὁσίων ἀρχιερέων. Τὰ πολύτιμα δάκρυα τῆς μετανοίας εἶνε πολὺ πλέον ἀσυγκρίτως λαμπρότερα παρὰ τὴν νόθον καὶ ψευδόφωτον λάμψιν τῆς ὑποκριτικῆς ἀρετῆς˙ καὶ ἡ μετανοοῦσα ψυχὴ γίνεται θαυμαστὸν καὶ θελκτικώτατον θέατρον τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων. Οὐαὶ είς τοὺς ψυχῶν ἐπισκόπους ἐκείνους, οἴτινες, ἐκλεχθέντες νὰ εἶνε στύλοι τοῦ θυσιαστηρίου, ἀποβαίνουσι διὰ βίου κάλαμος σαλευόμενος ὑπὸ τῶν ἀνέμων τῆς πονηρίας! Οὐαὶ εἰς ἐκείνους τοὺς ἐκκλησιαστικούς, οἴτινες, ὑψωθέντες ὡς ἀπλανεῖς ἀστέρες εἰς τὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποβαίνουσιν ἔπειτα ψευδῆ καὶ πλανώμενα φῶτα, διάττοντες καὶ πλανῶντες καὶ αὐτοὶ ἑαυτοὺς καὶ τοὺς ἀπλουστέρους εἰς τὴν ἀφεγγῆ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου καὶ πολυπλάνητον νύκτα».
Ὕβρις ἡ μετάνοια!
Ποῦ σήμερον τοιοῦτον παράδειγμα μετανοίας, παρουσίασαν οἱ ἀνωτέρω ἀοίδιμοι Ἱεράρχαι; Σήμερον οὐδὲ τὸ κήρυγμα περὶ μετανοίας εἶνε εὐπρόσδεκτον. Ὑπετροφικὸς ἐγωϊσμὸς φράσσει τὰ ὦτα τῶν ψυχῶν, ἵνα μὴ ἀκουσθῆ τὸ «μετανοεῖτε». Οἱ βαρύτατα ἀσθενεῖς ἀποκρούουν τὸ σωτήριον φάρμακον, ὅπερ ἔδωκεν ὑμῖν ὁ οὐρανός. Εἰς μάτην Ἱεράρχης ἐκ τῶν πλέον ζηλωτῶν, εἰς συνεδρίασιν ὁμιλήσας ὑπέδειξεν ἀδελφικῶς ὅτι πρὸ παντὸς ἄλλου θέματος ἐπείγει ἡ αὐτοκριτική, ἡ ἐνδοσκόπησις τῶν ἀρχιερατικῶν καρδιῶν, ἡ συναίσθησις τῶν ἀδυναμιῶν καὶ ἐλαττωμάτων, ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια διὰ τὰς παραλείψεις ἱερωτάτων ὑποχρεώσεων(*). Ὅτε δὲ πρὸ τινος χρόνου ἀπὸ τῶν στηλῶν τῆς μικρᾶς ταύτης ἐφημερίδος ἐτολμήσαμεν νὰ ὑπενθυμίσωμεν τὸ παράδειγμα μετανοίας ἀοιδίμου Ἱεράρχου τῆς παρελθούσης γενεᾶς, ἐδέχθημεν ἐπίθεσιν ἐκ μέρους δύο ἀρχιερέων, τοῦ ἑνὸς μὲν διʼ ἀρθρογραφίας εἰς καθημερινὴν ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ ἑτέρου δὲ διʼ ἐπιστολῆς. Ἀμφότεροι μᾶς κατηγοροῦν ὅτι διʼ ὅσων ἐγράψαμεν περὶ μετανοίας τοῦ ἀοιδίμου ἀνδρός…˙ ὑβρίσαμεν τὴν ἱερὰν αὐτοῦ μνήμην. Κύριε, ἐλέησον! Ὕβρις ἡ μετάνοια; Ἀλλὰ τότε, ὑβρισταὶ τῆς ἱερᾶς μνήμης νεκρῶν πρέπει νὰ εἶνε καὶ οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οἱ ὁποῖοι διὰ ζωηρῶν χρωμάτων περιέγραψαν τὴν μετάνοιαν Γραφικῶν προσώπων, ὡς τοῦ Δαβίδ, τοῦ Μανασσῆ, τοῦ Ἐζεκίου, τῆς πόρνης, τοῦ ληστοῦ, τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου καὶ πολλῶν ἄλλων. Ὄχι, Σεβασμιώτατοι πατέρες! Ἡ μετάνοια δὲν εἶνε ἀτιμωτική τις πρᾶξις, διὰ τὴν ὁποίαν πρέπει τις νὰ ἐντρέπεται. Διὰ τʼ ἁμαρτήματα πρέπει τις νὰ ἐντρέπεται καὶ νὰ αἰσχύνεται. Ἡ μετάνοια εἶνε ἡρωϊσμός, εἶνε ἡ ἁγιωτέρα ἐπανάστασις ἐναντίον τοῦ διεφθαρμένου κράτους τοῦ ἐγώ, εἶνε ἀποκατάστασις τῶν σχέσεων μετὰ τοῦ Θεοῦ, τοῦ πλησίον καὶ τῆς συνειδήσεως. Ἡ μετάνοια εἶνε ἴδιον εὐγενῶν καὶ μεγάλων ὑπάρξεων, τὰς ὁποίας συγκινεῖ τὸ δρᾶμα τοῦ Σταυροῦ. Συνεπῶς ἡ μετάνοια δὲν ἁμαυρώνει, τοὐναντίον ἐξυψώνει τὸν εἰλικρινῶς μετανοοῦντα καὶ ὁμολογοῦντα τὰ σφάλματά του εἰς τὰ ὄμματα ἀνθρώπων καὶ ἀγγέλων.
Ὁ γράφων τὸ παρὸν πιστεύει ἀκραδάντως, ὅτι ἐὰν ἐξ οὐρανοῦ ἔπιπτεν εἰς τὰς καρδίας τῶν σημερινῶν «πριγκήπων» τῆς Ἐκκλησίας μία καὶ μόνον σταγὼν μετανοίας ἐξ ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι συνεκλόνιζον ἄλλοτε τὰ στήθη ἁγίων Ἱεραρχῶν, ὤ τότε! Ἄλλοι μὲν τῶν Ἱεραρχῶν, συνειδότες ἐν ἑαυτοῖς μυστικὴν ἐνοχήν, θʼ ἀπέθετον ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου τὰ ὠμοφόρια καὶ τὰς μίτρας καὶ θʼ ἀπήρχοντο εἰς τὰς ἱερὰς μονάς, ἵνα ὁσίως διέλθουν τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς των, ἄλλοι δʼ ἀνακρίνοντες τὴν ὅλην πολιτείαν των καὶ τὰς σχέσεις των πρὸς τὸ ποίμνιον, ἀσκεπεῖς ὡς ὁ Γρηγόριος ὁ Ε΄ θὰ ἐζήτουν παρὰ τοῦ λαοῦ συγγνώμην διὰ τὰ σφάλματά των, ἄλλοι δὲ τέλος, συναισθανόμενοι τὴν ἀνικανότητά των, θὰ ἐζήτουν ἀντικατάστασιν διʼ ἄλλων. Τὸ παράδειγμα δὲ τῆς μετανοίας τῶν ἀνωτάτων στελεχῶν τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἐμιμοῦντο καὶ πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι καὶ μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἡ μετάνοια ὡς ρεῦμα μιᾶς θείας καὶ ὑπερφυσικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἐκ τῶν πληγῶν τοῦ Ἐσταυρωμένου, θὰ διέτρεχε καὶ θὰ ἐζωογόνει ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν καὶ αἷμα νέας ζωῆς θὰ ἔσφυζεν εἰς τὰς φλέβας τῶν χριστιανῶν.
(*) Καὶ εἰς Ἱερατικὸν Συνέδριον, ὅπερ κατὰ τὸ παρελθὸν ἔτος συνῆλθεν εἰς ἔδραν μιᾶς ἐκ τῶν μεγαλυτέρων μητροπόλεων τῆς Πατρίδος μας, ἐκ μέρους πρεσβυτέρου ἠκούσθη παρομοία φωνὴ πρὸς τὴν ἀκουσθεῖσαν ἐν τῆ Συνελεύσι τῆς Ἱεραρχίας, φωνὴ ἰσχυρά, καλοῦσα τοὺς ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου εἰς μετάνοιαν. «Ἄν θελήσωμεν, ἔλεγεν ὁ σεβάσμιος ὁμιλητής, νὰ ἴδωμεν καὶ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἐξακριβώσωμεν ὁποῖον βαθμὸν ἐγκρατείας ἐπιτυγχάνομεν, τότε, ὤ τότε, ὄχι μόνον δὲν θα εἴχομεν τὶ νʼ ἀπολογηθῶμεν, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐντροπῆς θὰ ἐκαλύπτομεν τὰ πρόσωπα ἡμῶν, ἄν εἰλικρινῶς μᾶς διέκρινε συναίσθησις, καὶ ἀνεγνωρίζωμεν τὴν μεγάλην ἀλήθειαν, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁλοκληρία, οὔτε τραῦμα, οὔτε μώλωψ, οὔτε πληγὴ φλεγμαίνουσα, κατὰ τὸν μέγαν Προφήτην (Ἡσ. 1, 6)… Εἴμεθα ἱκανοὶ χωρὶς καμμίαν αὐτοκυριαρχίαν, χωρὶς κανένα ἔλεγχον ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας, χωρὶς νὰ ἔχομεν ἐπιτύχει οὐδὲ τὴν ἐλάχιστην ἀναχαίτισιν ἀπὸ τὴν πρὸς τὰ ἔξω φοράν μας, νὰ ἀξιοῦμεν τὴν διακονίαν τοῦ φρικτοῦ θυσιαστηρίου, καὶ τὴν ἐπαναλαμβανόμεθα. Εἴμεθα ἱκανοί, ἐνῶ μέχρι βαθείας νυκτὸς ἐνδέχεται νὰ εὑρισκώμεθα ἐρριμένοι εἰς τραπέζας ἐδεσμάτων καὶ παιχνιδίων, εἰς παντὸς εἴδους ἀκρασίαν καὶ πάσης φύσεως συζήτησιν, τὴν πρωΐαν νὰ βαδίζωμεν πρὸς τὸ Ἱερὸν θυσιαστηρίον. Εἴμεθα ἄξιοι, ἐνῶ θʼ ἀναπνέωμεν ἀκόμη τὰς ἀναθυμιάσεις τοῦ οἰνοπνεύματος καὶ τοῦ καπνοῦ, καὶ ἐνῶ δὲν θὰ ἔχη σβύσει εἰς τὰ ὦτα μας ἡ ἐπωδὸς ἐλεεινῶν διστίχων καὶ πολυστίχων, εἰς τὰ ὁποία ἐδώσαμεν προσοχὴν καὶ ἀκρόασιν, ἄν μὴ καὶ συμμετοχήν, νὰ ἀνέλθωμεν μέχρι τοῦ Ἁγίου Θυσιαστηρίου καὶ νὰ ἱερουργήσωμεν τὸν Ἅγιον Θεόν;».
Ἀλλὰ δυστυχῶς κλῆρος καὶ λαός, παρʼ ὅλας τὰς ἐκκλήσεις τοῦ Οὐρανοῦ, παραμένομεν ἀμετανόητοι. Διὸ τελευτῶντες ἄς ἐπαναλάβωμεν τοὺς λόγους τοῦ ὑμνωδοῦ τοῦ Τριωδίου˙ «Τὸν πολυαμάρτητον ἡμῶν βίον καὶ τὸν ἀμετανόητον τρόπον οἰκτιρμοῖς προκατάλαβε, Κύριε˙ ἐκτός Σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν ζωῆς καὶ θανάτου δεσπόζοντα˙ σῶσον ὡς Φιλάνθρωπος».
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.