ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
«Χριστιανικὴ Σπίθα», φυλ. 238, Ἰούνιος 1961
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΙΚΟΝ ΚΟΜΜΑ
«Ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ,
ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλʼ ἐκουσίως,
μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμoς, μηδʼ ὡς
κατακυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι
γινόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Α΄ Πέτρου 5, 2-3)
- Τὸ παρὸν ἄρθρον, ὡς θὰ ἴδουν οἱ προσεκτικοὶ ἀναγνῶσται, ἐκφέρεται γενικῶς. Θέλει νὰ δώση μίαν ζωηρὰν εἰκόνα τῆς ἐπισκοπῆς ἐκείνης, ἐν τῆ ὁποῖα δρᾶ ἀποσυνθετικῶς διὰ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ δεσποτικὴ φατρία. Περιγράφει τὰ συμπτώματα τῆς φοβερᾶς ἀσθενείας χωρὶς νὰ κατονομάζη τοὺς ἀσθενεῖς. Δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ θίξη ὡρισμένα πρόσωπα. Ἡ «Σπίθα», ὡς ἀποδεικνύει τὸ παρελθόν της, δὲν στερεῖται τῆς παρρησίας, ἵνα καὶ συγκεκριμένα πρόσωπα ἐλέγχη ὅταν κρίνη τοῦτο ἀναγκαῖον. Ἀλλʼ εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν ἐπιθυμεῖ νʼ ἀσκήση γενικὸν ἔλεγχον. Διὰ τοῦτο τὸ παρὸν ἄρθρον ἄς θεωρηθῆ ὡς ἕνας καθρέπτης, εἰς τὸν ὁποῖον πᾶς ἀξιωματοῦχος τῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν θέλη, ἄς καθρεπτισθῆ καὶ ἄν κατά τι ἴδη ἑαυτὸν ἔνοχον, ἄς προσπαθήση νὰ διορθωθῆ.
Ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα
Ἡ ἐνότης
Ἕν, ἀγαπητοί μας ἀναγνῶσται, ἕν ἀπὸ τὰ σπανιώτερα ἀλλʼ ἀκριβῶς διʼ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὰ ὡραιότερα καὶ θελτικώτερα θεάματα, ποὺ δύναται νὰ προσφέρη ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, εἶνε ἡ ἑνότης. Οἰκογένεια μὲ ὅλα τὰ μέλη της ἠγαπημένα καὶ συσπειρωμένα πέριξ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς οἰκογενείας˙ σχολεῖον μὲ ὅλους τοὺς μαθητὰς εἰς τὸν διδάσκαλον μετὰ προσοχῆς ἐνατενίζοντας καὶ ὑπακούοντας˙ πλοῖον ποὺ μὲ ὅλον τὸ πλήρωμά του μετὰ προθυμίας ἐκτελεῖ τὰς ἐντολὰς τοῦ πλοιάρχου˙ στράτευμα ποὺ μὲ ὅλους τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιώτας πειθαρχεῖ εἰς τὸν ἡγήτορα˙ πολιτεία τῆς ὁποίας ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι ὑποτάσσονται εἰς τὸν ἐπὶ πάντων βασιλεύοντα Νόμον, δὲν εἶνε σπάνιαι εἰκόνες ὡραιότητος, εἰς τὰς ὁποίας εὐχαριστοῦνται οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν ἀνθρώπων; Δὲν εἶνε ἀπὸ τὰ θαυμασιώτερα ὑπὸ τὸν ἥλιον θεάματα, διὰ τὰ ὁποῖα ἔνας Δαβὶδ ἔνθους γενόμενος ἔκρουε τὴν λύραν του καὶ ἔψαλλεν˙ «Ἰδοὺ δὴ τὶ καλὸν ἤ τὶ τερπνόν, ἀλλʼ ἤ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό» (Ψαλμ. 132, 1).
Ἡ ἑνότης προκαλεῖ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν. Καὶ τὸ αἴσθημα αὐτὸ τῆς χαρᾶς, ποὺ δοκιμάζει τις βλέπων τὴν ἑνότητα εἰς μικρὰς ἤ μεγάλας κοινωνίας ἀνθρώπων, κορυφοῦται, ὅταν τὴν ἑνότητα εἰς τὴν τελειοτέραν μορφήν της βλέπη ἐντὸς τοῦ Θείου Καθιδρύματος, ὅπερ διὰ τοῦ τιμίου Αὐτοῦ Αἵματος ἐθεμελίωσεν ὁ Θεάνθρωπος. Ὤ! Ἡ ἑνότης τοῦ Χριστοῦ! Ἑνότης, ἡ ὁποία δὲν στηρίζεται ἐπὶ συγγενείας, ἐπὶ σαρκικῶν δεσμῶν, ἐπὶ ὑλικῶν συμφερόντων καὶ λόγων ἰδιοτελείας καὶ ἀνάγκης καὶ βίας, ἀλλʼ ἑνότης, ἥτις ἀπορρέουσα ἐκ τῆς ἐλευθέρας ἐκλογῆς τῶν ἀνθρώπων, στηρίζεται ἐπὶ τῆς πίστεως εἰς ἕνα ἰδεώδη κόσμον, τὸν ὅποῖον ἦλθε νὰ δημιουργήση ὁ Θεάνθρωπος, εἰς τὴν περιλάλητον «Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Ἡνωμένοι οἱ ἄνθρωποι διὰ νέων μυστικῶν δεσμῶν ἐν τῶ γλυκυτάτω ὀνόματι Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ἡνωμένοι οἱ πιστοί, ὁσονδήποτε ὀλίγοι καὶ ἄν εἶνε ἐν τῶ κόσμω τούτω τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁαμρτίας, ἡνωμένοι ὡς μία οἰκογένεια ὑπὸ τὸν Πατέρα, ὡς πλοῖον ποντοποροῦν ἐν μέσω τῶν Ὠκεανῶν ὑπὸ τὸν Πλοηγόν, ὡς στρατὸς ἐν ἐκστρατεία συνάπτων μάχας, νικῶν καὶ θριαμβεύων ὑπὸ ἀήττητον Ἀρχηγόν. Ἡνωμένοι ἐν τῆ μιᾶ, ἁγία, καθολικῆ καὶ ἀποστολικῆ Ἐκκλησία.
Ὑπὲρ τῆς ἑνότητος αὐτῆς θερμοτάτην ἀνέπεμψε δέησιν πρὸς τὸν οὐράνιον Πατέρα ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἀλησμόνητον ἐκείνην νύκτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου (Ἰωάν. 17, 21-33). Ὑπὲρ τῆς ἑνότητος μετὰ δακρύων ηὔχοντο καὶ νὰ παρεκάλουν οἱ Ἀπόστολοι τοὺς χριστιανούς (Ἐφ. 4, 3-6, Α΄ Κορινθ. 1, 10). Ὑπὲρ τῆς ἑνότητος συνεκλήθησαν ἐκ περάτων γῆς αἱ Τοπικαὶ καὶ Οἰκουνενικαὶ Σύνοδοι. Ὑπὲρ τῆς ἑνότητος ἐξακολουθεῖ νἂ εὔχηται καὶ ἐν τῶ ταπεινοτέρω ἐξωκκλησίω λειτουργῶν ὁ ἱερεὺς τοῦ Ὑψίστου.
Ἡ διάσπασις
Ἀλλὰ δυστυχῶς ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν ἡ ἑνότης αὐτὴ – δὲν ὁμιλοῦμεν περὶ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν – ἐν τῆ αὐτοκεφάλω Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει κλονισθῆ ἐπικινδύνως. Στενὸς σύνδεσμος ποιμνίου καὶ ποιμένος ποὺ νὰ ὑπενθυμίζη τὸ στενὸν σύνδεσμον τῶν χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων ὑπὸ ἀοιδίμους ποιμένας, ὡς τὸν θεοφόρον Ἰγνάτιον, Πολύκαρπον καὶ Εἰρηναῖον, δὲν ὑπάρχει. Τυπική τις καὶ ἐξωτερικὴ μόνον σύνδεσις ὑπάρχει. Τίς ἡ αἰτία; Τὰ θρησκευτικὰ σωματεῖα, θὰ φωνάξουν τινές, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐνεβάθυναν εἰς τὴν μελέτην τῆς συγχρόνου ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως. Αὐτὰ τὰ θρησκευτικὰ σωματεῖα, ἰσχυρίζονται, διχάζουν τὸν εὐσεβὴ ἑλληνικὸν λαόν. Ἀρχιερεῖς δέ τινες καὶ ἐν τῆ Συνόδω τῆς Ἱεραρχίας προέτειναν τὴν διάλυσιν αὐτῶν (Ἴδε τὸ ὑπʼ ἀριθ. 232 φύλλον τῆς «Σπίθας»). Ἡμεῖς χωρὶς νὰ ἀρνούμεθα ὅτι καὶ εἰς τὰ σωματεῖα ὡς ἐξ ἀτελῶν ἀνθρώπων ἀποτελούμενα, δύνανται νὰ παρουσιασθοῦν ἐκδηλώσεις τινὲς μὴ συντελοῦσαι εἰς τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὸ τὴν εὐρυτέραν αὐτῆς ἔννοιαν ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀνεπτύξαμεν κατὰ τὸ παρελθόν, φρονοῦμεν ὅτι τὰ θρησκευτικὰ σωματεῖα δὲν εἶνε ἡ αἰτία τῆς μεγάλης διαταραχῆς τῶν σχέσεων ποιμένος καὶ ποιμνίου. Ὄχι! Ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκ τῶν πρώτων ἠλέγξαμεν ἐκτροπάς τινας θρησκευτικῶν σωματείων καὶ πολλὰς ἐδοκιμάσαμεν διὰ τοῦτο πικρίας, νομίζομεν ὅτι ἐπέστη ἡ ὥρα, ἵνα καὶ ἀπὸ τῶν στηλῶν τοῦ περιοδικοῦ τούτου διακηρύξαμεν, ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας μας διαταράσσεται πρὸ παντὸς ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε τὰ ὁρατὰ σύμβολα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἄνευ περιστροφῶν λέγομεν, ὅτι ἡ ἑνότης κινδυνεύει ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐν τῆ διοικήσει τοῦ ποιμνίου δὲν ἑφαρμόζουν τὰς χριστιανικὰς ἀρχὰς καὶ δικαιοσύνης καὶ ἰσοτιμίας, ἀλλὰ διʼ ὅσων λέγουν καὶ πράττουν πλήττουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, φατριάζουν ἐλεεινῶς καὶ ἔχουν δημιουργήσει ἐνσυνειδήτως ἤ ἀσυνειδήτως τὸ φοβερώτερον εἶδος φατρίας, τὸ λεγόμενον Δεσποτικὸν Κόμμα, ὅπερ ἀντιστοιχεῖ κατά τινα τρόπον πρὸς τὸ ἐν τῆ ἀρχαία Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου δημιουργηθὲν κόμμα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐξαίροντες ἑαυτοὺς ὑπὲρ τὰ ἄλλα κόμματα ἔλεγον, ὅτι αὐτοὶ δὲν ἦσαν τοῦ Πέτρου ἤ τοῦ Παύλου ἤ τοῦ Ἀπολλῶ ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ! (Α΄ Κορινθ. 1, 12-15).
Δεσποτικὸν κόμμα ἐν τῆ Ἐκκλησία! Ἄς προσπαθήσωμεν νὰ δώσωμεν μίαν εἰκόνα τοῦ Δεποτικοῦ τούτου κόμματος, τοῦ ὁποίου οἱ πλόκαμοι περισφίγγουν ἀσφυκτικῶς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπισκοπικὴ αὐλὴ
… Ἐξελέγη διὰ τὴν ἐπισκοπὴν ὁ Α. Πῶς ἐξελέγη; Δὲν τὸ ἐξετάζομεν ἐδῶ. Διότι περὶ τοῦ τρόπου τῆς ἐκλογῆς τῶν σημερινῶν ἐπισκόπων ἔχομεν γράψει εἰς τὸ ὑπʼ ἀριθ. 208/1958 φύλλον τῆς «Σπίθας», καὶ ἐκεῖ βλέπει τις εἰκόνα, ἥτις ζωηρῶς ἐξηγεῖ τὶς εἶνε ἡ θύρα διὰ τῆς ὁποίας πρέπει κανονικῶς νὰ εἰσέρχωνται εἰς τὸ ποίμνιον καὶ οἱ καλοὶ ποιμένες καὶ τὶ ἐστὶ τὸ «ἀλλαχόθεν» ἀναβαίνειν εἰς τὴν μάνδραν τῶν προβάτων. Ὤ! ἐὰν οἱ κατὰ τὸν σημερινὸν τρόπον, «πονηρότατον», κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιον, τρόπον ἐκλογῆς, εἰς τὴν μάνδραν τῶν προβάτων εἰσελθόντες ἐσκέπτοντο τὸ πῶς εἰσῆλθον, θὰ εἶχον τὸ «γνώθι σἀυτὸν» καὶ ἡ συμπεριφορά των δὲν θὰ εἶχε τὴν ἰταμότητα ποὺ ἔχει. Θὰ ἦσαν λίαν ταπεινοὶ καὶ συνεσταλμένοι, ὡς κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ γενόμενοι ἀρχιερεῖς. Διότι οἱ πλεῖστοι δὲν εἶνε οὔτε θεόκλητοι, οὔτε δημόκλητοι, ὡς προσεχῶς θὰ ἐξετάσωμεν καὶ θὰ ἑρμηνεύσωμεν τοὺς ὅρους αὐτούς, ἐπόμενοι ταῖς διδαχαῖς τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα τῆ διδαχῆ ἑνὸς ἐκ τῶν νεωτέρων ἁγίων, τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ὁ οὕτω πως ἐκλεγεὶς ἐν μέσω κοσμικωτάτων ἐκδηλώσεων ἐγκαθίσταται εἰς τὴν ἕδραν τῆς Ἐπισκοπῆς. Εἶνε τελείως ἄγνωστος εἰς τὸν λαόν. Καὶ αὐτὸς ἐπίσης ἀγνοεῖ τὸν λαόν. Τὸν γεωγραφικὸν χάρτην τῆς Πατρίδος μας συνεβουλεύθη διὰ νὰ πληροφορηθῆ ποῦ κεῖται ἡ ἕδρα τῆς ἐπαρχίας καὶ ποία ὁδὸς ἅγει πρὸς αὐτήν. Ὁ λαὸς τῆς ἐπαρχίας, ὅστις δὲν ἠρωτήθη ἐὰν τὸν θέλη διʼ ἐπίσκοπόν του, τὸν ἐδέχθη μὲ τὸ αἴσθημα ἐκεῖνο τῆς παθητικότητος, μὲ τὸ ὁποῖον δέχεται τόσα καὶ τόσα ἄλλα, γινόμενα ἐν ἀγνοία του. Τὸν ἐδέχθη λοιπόν, ὅπως δέχεται καὶ τὸν ἐξ Ἀθηνῶν διοριζόμενον νομάρχην του. Καὶ μὴ ἔχων καμμίαν προηγουμένην γνωριμίαν μὲ τὸν λαόν, ἱκανὴν νὰ τὸν ἐπηρεάση εἰς τὸ ἔργον του, θὰ ἔπρεπε διὰ τὸν λόγον αὐτὸν τοὐλάχιστον νὰ φανῆ ἀμερόληπτος πρὸς πάντας ἐν τῆ ἀσκήσει τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας του.
Ναί! Νὰ φανῆ ἀμερόληπτος. Καὶ ὅμως, ἀπὸ τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς ἐγκαταστάσεώς του εἰς τὴν ἐπισκοπὴν μελανὰ νέφη ἐνεφανίσθησαν προμηνύοντα καταιγίδα. Τὸ μητροπολιτικὸν οἴκημα, ποὺ ἐκτίσθη διʼ ἱερῶν χρημάτων, ἵνα χρησιμεύη ὡς κατοικία τοῦ ἐπισκόπου καὶ ἐπιτελείου συνεργατῶν αὐτοῦ, συγκελλιωτῶν ὑπὸ πρωτοσύγκελλον, γίνεται τὸ «κονάκι» ἀνθρώπων ποὺ καμμίαν σχέσιν δὲν ἔχουν μὲ τῆν θρησκείαν, πλὴν τῆς κατὰ σάρκα συγγενείας μὲ τὸν έπίσκοπον. Ἀδελφοί, ἀδελφαί, ἀνεψιοί, ἀνεψιαί, νύμφαι… ἐνέσκυψαν ὡς γυπαετοὶ καὶ ἐγκαθίστανται καὶ ζοῦν εἰς βάρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κορβανᾶ ὡς κηφῆνες. Εἴς τινα δίκην κατὰ τὸ παρελθόν, εἰς ἐρώτησιν τοῦ προέδρου τοῦ δικαστηρίου πρὸς τινα μάρτυρα, ποῖον εἶνε τὸ ἐπάγγελμά σου; ὁ μάρτυς ἀπήντησεν˙ Εἶμαι ἀδελφὸς τοῦ Δεσπότη! Ὡραῖον τὸ ὄντι ἐπάγγελμα! Δυστυχῶς οἱ συγγενεῖς αὐτοὶ δὲν ἀρκοῦνται εἰς τὸ ὅτι σιτίζονται δωρεὰν εἰς τὸ πρυτανεῖον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλʼ ἐπεμβαίνουν καὶ εἰς τὴν διοίκησιν αὐτῆς πολλὴν ἀταξίαν καὶ ἀνωμαλίαν προκαλοῦντες. Ἀλλὰ πλὴν τῶν συγγενῶν, εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἐπισκόπου θεῶνται καὶ ἕτερα πρόσωπα κοσμικοῦ χαρακτήρος, τὰ ὁποῖα πλησιάζουν τὸν ἐπίσκοπον ὄχι ὡς θρησκευτικὴν προσωπικότητα ἀλλʼ ὡς φορέα ἐξουσίας, ἐκ τῆς ὁποίας πολλὰ τὰ ὑλικὰ ἔχουν νὰ ὠφεληθοῦν αὐτοὶ καὶ οἱ ὑπʼ αὐτῶν ὑποστηριζόμενοι φίλοι. Αὐτοὶ οἱ κύριοι λαμβάνουν θέσιν Ἡρακλέων τοῦ στέμματος. Τέλος εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως προσκολλῶνται καὶ οἱ περισσότερον ὅλων ἐπικίνδυνοι, κληρικοί τινες, ἔγγαμοι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, οἱ ὁποῖοι ὅπλον πανίσχυρον ἐν τῶ αἰῶνί μας ἔχουν τὴν ἐπαίσχυντον κολακείαν, τῆς ὁποίας τὴν εἰκόνα διεζωγράφισεν εἰς τὸ βιβλίον του «οἱ χαρακτῆρες» ὁ ἀρχαῖος πρόγονός μας Θεόφραστος, ὅστις ἐὰν σήμερον ἔζη θὰ συνεπλήρωνε τὴν εἰκόνα ταύτην διὰ νέων στοιχείων ποὺ θὰ τοῦ προσέφερον οἱ αὐλοκόλακες οὗτοι ἱερεῖς. Ἡ γλῶσσα τῶν ἀνθρωπαρίων τοῦτων πρὸς μὲν τοὺς ἄλλους συναδέλφους των εἶνε γλῶσσα ἰταμότητος καὶ αὐθαδείας, ἀλλʼ ὡς πρὸς τὸν ἐπίσκοπον στάζει μέλι Ὑμμητοῦ. «Δεσπότη μου! τὶ ὡραῖα ψάλλεις, τὶ ὡραῖα κηρύττεις, τὶ παράστημα εἶνε αὐτὸ ποὺ ἔχεις, πόσον σὲ ἀγαπᾶ ὁ λαός! Νὰ μᾶς ζήσης χίλια χρόνια!…». Ἰδοὺ πῶς λαλεῖ εἰς τὰς ἀκοὰς τῶν ἀρχιερέων ἡ γλῶσσα τῶν κολάκων κληρικῶν. Καὶ κάτι ἐκλεκτὰ δῶρα, προσφερόμενα ὑπὸ τῶν κολάκων τούτων, ἔρχονται νὰ συμπληρώσουν τὴν τύφλωσιν τοῦ αὐταρέσκου ἐπισκόπου.
Ἔτσι οἱ ἐλεεινοὶ αὐτοὶ ῥασοφόροι κατορθώνουν νὰ γίνουν οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ ἀφʼ ἧς ἡμέρας διʼ άνεντίμων μέσων κατώρθωσαν νὰ κατακτήσουν τὴν ἀρχιερατικὴν καρδίαν ἀρχίζει πλέον τὸ ἐπισκοπικὸν δρᾶμα ποὺ παρακολουθεῖ κατώδυνος ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν τέκνων τῆς Ἐκκλησίας. Διότι οἱ ρασοφόροι αὐτοὶ δὲν σκέπτονται πῶς θὰ προαγάγουν τὰ πνευματικὰ συμφέροντα τῆς ἐπισκοπῆς, ἀλλὰ πῶς θὰ ἐξυπηρετήσουν τὰ ἀτομικὰ καὶ οἰκογενειακὰ συμφέροντά των. Διʼ αὐτοὺς ἡ ἐπισκοπὴ εἶνε ὡς μία γαλακτοφόρος ἀγελάς. Ἄθλιοι συμφεροντολόγοι! Πολυθεσῖται! Καὶ θέσιν ὑπαλλήλου εἰς τὸ γραφεῖον τῆς μητροπόλεως, καὶ θέσιν ἐφημερίου εἰς κεντρικὸν ναόν, καὶ θέσιν λειτουργοῦ δημοτικῆς ἤ μέσης ἐκπαιδεύσεως δύνανται νὰ κατέχουν συγχρόνως καὶ ἀδιαταράκτως, ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ ἐκ τῶν θέσεων τούτων εἰσπράττουν μηνιαίως 6-8 χιλιάδας δραχμάς, ποσὸν ὅπερ λαμβάνει μηνιαίως ὁ ἐν τῆ ἔδρα τῆς ἐπισκοπῆς ὑπηρετῶν πρόεδρος πρωτοδικῶν. Καὶ οἱ ἄθλιοι αὐτοὶ κληρικοί, οἱ ἀποκτήσαντες τὴν εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου, δύνανται νὰ καυχῶνται καὶ νὰ λέγουν˙ «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πεπλουτήκαμεν» (Ζαχαρ. 11, 5). Ἡ ἐπισκοπὴ διʼ αὐτοὺς χρυσοῦν θέρος. Διαρκῶς θερίζουν καὶ ἀποθηκεύουν ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ δανείζουν. Καὶ ἀδελφὰς καὶ θυγατέρας προικίζουν. Καὶ τέκνα καὶ ἀνεψιοὺς σπουδάζουν εἰς τὸ Ἐξωτερικόν. Καὶ ἀφανεῖς μέτοχοι ἐμπορικῶν ἐπιχειρήσεων γίνονται. Καὶ αὐτοκίνητα ἀγοράζουν διὰ τοὺς συγγενεῖς των. Καὶ ποικίλην ἐν γένει οἰκονομικὴν δραστηριότητα ἀναπτύσσουν πρὸς οἰκοδομὴν τῶν πιστῶν!
Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἀνωτέρω ἰδιοτελεῖς τύποι, οἱ βραχυκυκλώσαντες τὸν ταλαίπωρον ἐπίσκοπον, ἔρχονται τώρα καὶ μᾶς λέγουν: Μᾶς βλέπετε; Ἡμεῖς μαζὶ μὲ τὸν Δεσπότην εἴμεθα ἡ Ἐκκλησία. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ὀφείλουν ἀπεριόριστον σεβασμὸν καὶ τυφλὴν ὑπακοὴν εἰς τὸν Δεσότην μας, ὅ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον˙ Λαέ! Ὑπακούετε εἰς ἡμᾶς, τοὺς φέροντας τὴν δεσποτικὴν λεοντῆν. Ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐκείνους ποὺ θὰ τολμήσουν νὰ φέρουν ἀντιρρήσεις καὶ νὰ ἐκδηλώσουν τάσεις κριτικῆς τῶν ἐνεργειῶν μας, ποὺ ὅλαι γίνονται, βλέπετε, πρὸς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Οὕτω πλέον τὸ Δεσποτικὸν κόμμα συγκροτηθὲν εὑρίσκεται ἐν δράσει. Θέλετε νὰ ἴδητε τὰ ἔργα καὶ τὰς ἡμέρας του; Ὑπάρχει κληρικὸς σεμνός, ὅστις προσελκύει τὴν βαθεῖαν ἐκτίμησιν τοῦ ποιμνίου, ποῦ σπεύδει ὡς εἰς δροσερὰν πηγὴν νὰ πίη καὶ νὰ δροσίση τὴν θρησκευτικήν του δίψαν: Ὑπάρχει ἱεροκῆρυξ, ζηλωτὴς καὶ εὔγλωττος, ὅστις συγκινεῖ τὰ πλήθη ἐν ἡμέραις πνευματικοῦ αὐχμοῦ; Ὑπάρχει κληρικός, ὅστις ἐν ἡμέραις ἀνωμαλίας καὶ ἀπεριγράπτου δυστυχίας ὡς νεοσσία περισυνέλεξε τοὺς πιστοὺς ὑπὸ τὰς φιλοστόργους πτέρυγας τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς του ἔσωσεν αὐτοὺς ἐκ θηρίων τοῦ δρυμοῦ καὶ ὁ λαὸς τρέφει πρὸς τὸ πρόσωπόν του σεβασμὸν καὶ ἐμπιστοσύνην; Οἱ κληρικοὶ αὐτοί, ὅσον ἀγαπητοὶ εἶνε εἰς τὸν λαόν, τόσον μισητοὶ εἶνε εἰς τὸ Δεσποτικὸν κόμμα. Διὰ τοὺς ἀνθρώπους, βλέπετε, τοῦ Δεσποτικοῦ κόμματος ἡ ἐκτίμησις, ἡ κατὰ λόγον δικαιοσύνης ἀπονεμομένη εἰς τὰ πρόσωπα τῶν ἀξίων κληρικῶν, ἀποτελεῖ ΕΓΚΛΗΜΑ καθοσιώσεως, ἔγκλημα θανάσιμον. Ὤ καὶ ἐὰν ἤνοιγεν ἡ γῆ καὶ τοῦς κατέπινε! Πόσον θὰ ἐπανηγύριζον οἱ ἄνθρωποι τοῦ Δεπσοτικοῦ κόμματος! Οἱ σεμνοὶ καὶ ἄξιοι κληρικοὶ εἶνε κάρφος εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς αἰσχρᾶς κλίκας, ἡ ὁποία ἐπιτελικῶς ἐργάζεται διὰ τὴν ἐξόντωσίν των. Ἡ κλίκα τῶν πονηρῶν καὶ ἰδιοτελῶν κληρικῶν θʼ ἀρχίση νὰ διαβάλλη εἰς τὸν ἐπίσκοπον τοὺς ἀξίους κληρικούς, ὅτι δῆθεν δὲν σέβονται τὸν ἐπίσκοπόν των, ὅτι δὲν ὑπακούουν εἰς αὐτόν, ὅτι διχάζουν τὸν λαόν, ὅτι φατριάζουν. Καθημερινῶς ἐν τῆ ἐπισκοπῆ ἐν ἡμέρα καὶ νυκτὶ πικροὶ λόγοι ἀκούονται κατὰ τῶν λαοφιλῶν κληρικῶν. Τέλος οἱ ἐπιτήδειοι διὰ τῆς συνεχοῦς ραδιουργίας κατορθώνουν νὰ διαθέσουν τὸν ἐπίσκοπον ἐναντίον τῶν εὐλαβῶν κληρικῶν. Καὶ οὕτω οἱ τίμιοι καὶ ἱκανοὶ κληρικοὶ παραγκωνίζονται, τίθενται εἰς τὸ περιθώριον καὶ εὑρίσκονται ὑπὸ διωγμόν, ὁ ὁποῖος εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις λαμβάνει μορφὴν τραγωδίας. Νὰ ὑπενθυμίσωμεν πρόσφατα γεγονότα; Μετὰ βαθυτάτης συγκινήσεως ταῦτα ἔχει κατʼ ἐπαρχίας παρακολουθήσει ὁ ἑλληνικὸς λαὸς καὶ ἔχει ἐκφέρει τὴν κρίσιν του.
Καὶ ὲνῶ οἱ τίμιοι ἐργάται τοῦ Εὐαγγελίου τελοῦν ὑπὸ διωγμόν, ἀντιθέτως ὑποκείμενα ἄθλια, ποὺ ἔχουν σκανδαλίσει τὰς συνειδήσεις τῶν πιστῶν καί τινα ἐξ αὐτῶν ἀπησχόλησαν μὲ τὴν σκανδαλώδη διαγωγήν των ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ δικαστήρια τῆς Πατρίδος μας, ἀπολαύουν τῆς εὐνοίας τοῦ Δεσποτικοῦ κόμματος. Ἔχουν ἀκώλυτον τὴν εἴσοδον καὶ ἀνέρχονται καὶ κατέρχονται τὰς βαθμίδας τοῦ ἐπισκοπικοῦ μεγάρου. Εἶνε ἐκ τῶν ὦν οὐκ ἄνευ διὰ τὴν ὕπαρξιν τοῦ Δεσποτικοῦ κόμματος, εἰς τὸ ὁποῖον πολυτίμους προσφέρουν ὑπηρεσίας ὡς κατάσκοποι καὶ πληροφοριοδόται.
Ταλαίπωρος ἐπισκοπή! Οἱονδήποτε ὄνομα καὶ ἄν φέρης. Πῶς νὰ περιγράψω τὴν ἐκκλησιαστικήν σου κατάπτωσιν; Ὁμοιάζεις μὲ οἰκογένειαν, εἰς τὴν ὁποἰαν ὁ πατὴρ ἀντὶ νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται διʼ ὅλα τὰ μέλη αὐτῆς, αὐτὸς ἐξ ὅλων τῶν μελῶν ξεχωρίζει ἕν ἤ δύο, καὶ ταῦτα ὄχι τὰ καλύτερα ἀλλὰ τὰ χειρότερα, εἰς αὐτὰ συγκεντρώνει ὅλην τὴν ἀγάπην του, τὰ δὲ λοιπὰ παραγκωνίζει καὶ ἐγκαταλείπει, ἐνίοτε δὲ καὶ κατατρέχει. Ὁμοιάζεις μὲ πολιτείαν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ ἀνώτατος ἄρχων ἀντὶ νὰ εἶνε ἀκομάτιστος καὶ ἀπροσωπόληπτος, ἀντὶ νὰ εἶνε τὸ ὁρατὸν σύμβολον τῆς ἑνότητος ὄλου τοῦ Ἔθνους, αὐτὸς προσλαμβάνει εἰς τὴν αὐλήν του φαῦλα ὑποκείμενα καὶ διʼ αὐτῶν τῶν ὀλίγων εὐνοουμένων κυβερνᾶ τὴν πολιτείαν κατὰ σύστημα ὀλιγαρχίας καὶ αἰσχρᾶς εὐνοιοκρατίας, καταδιώκει δὲ ἀπηνῶς ὅλους τοὺς εὐθαρσεῖς πολίτας, οἱ ὁποῖοι ἀνθίστανται τῆ τυραννίδι.
Καὶ τώρα ἐρωτῶμεν˙ Τὶς ἡ αἰτία τῆς διαιρέσεως τῶν χριστιανῶν; Καὶ ἀπαντῶμεν. Αἰτία τῆς διαιρέσεως τοῦ λαοῦ εἶνε ἡ κακὴ διοίκησις. Ἡ θεόθεν δοθεῖσα πρὸς οικοδομὴν τῆς Ἐκκλησίας ἐπισκοπικὴ ἐξουσία, ἀφʼ ἧς στιγμῆς ἐξ ὑπαιτιότητος ἀνικάνου καὶ φαύλου ἐπισκόπου ἐκφεύγει ἐκ τοῦ προορισμοῦ αὐτῆς ὡς ἀρχῆς δικαίας καὶ ἀμερολήπτου, πατρικῶς διʼ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας μεριμνώσης, ἐκφυλίζεται εἰς τυραννικὸν καθεστώς, ὅπερ οὐδεμίαν θέσιν ἔχει ἐντὸς τοῦ θείου καθιδρύματος. Ἐκ τῆς ἐκτροπῆς αὐτῆς, ἡ ὁποία τὸν ποιμένα εἰς λύκον καὶ ληστὴν μετατρέπει, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα θέλει νὰ προφυλάξη τοὺς ἐπισκόπους καὶ διʼ αὐτὸ διὰ τῆς φωνῆς τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου ἀπευθύνει τὴν ἔντονον προτροπήν, τὴν ὁποίαν ὡς ρητὸν ἐθέσαμεν εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ παρόντος ἄρθρου. Τὸ αὐτὸ δὲ Πνεῦμα διὰ τῆς φωνῆς τοῦ ἑτέρου κορυφαίου Ἀποστόλου Παύλου προφητεῦον χαλεπὰς ἡμέρας τῆς Χριστιανοσύνης λέγει ὅτι θὰ ἐνσκήψουν ἐν τῆ Ἐκκλησία «λύκοι βαρεῖς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. 20, 29).
Ὁ εὐσεβὴς λαὸς διαισθάνεται, ἐὰν ἡ ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου κινῆται ἐπὶ τῆς εὐαγγελικῆς τροχιᾶς ἤ ὄχι, καὶ γνωρίζει νὰ τιμᾶ μὲν πρεπόντως τὸν ἐπίσκοπον ἐκεῖνον, ἐν τῆ διοικήσει τοῦ ὁποίου βλέπει τὴν εἰκόνα τοῦ ἀφατριάστου ἄρχοντος, τοῦ φιλοστόργου πατρός, τοῦ καλοῦ ποιμένος τοῦ θυσιαζομένου ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου, τὸν δὲ ἐπίσκοπον ἐκεῖνον, ὅστις ἐλησμόνησε τὸν προορισμόν του ὡς κοινοῦ πατρὸς καὶ εἰς ὀργιάζουσαν φατρίαν τὴν ἐπισκοπήν του μετέβαλε, δὲν κρίνει ἄξιον τῆς ἐμπιστοσύνης του.
Ἔλεγχος τοῦ Δεσποτικοῦ κόμματος
Ὅπου φαῦλος καὶ ἀνίκανος ἐπίσκοπος, ἐκεῖ κακὴ διοίκησις, ἐκεῖ καὶ τὸ Δεσποτικὸν κόμμα. Τὴν δʼ ἐκτροπὴν τῆς ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας, ὅπου αὕτη ἐνεφανίσθη, ἤλεγξαν δριμέως οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος εἰς τὰς ἀθανάτους ὁμιλίας του περὶ ἱερωσύνης, ὁμιλῶν περὶ τοῦ κινδύνου, ποὺ διατρέχουν οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς Ἐκκλησίας, νὰ γίνουν ἑτεροκίνητα ὄργανα πονηρῶν προσώπων ἐπιδιωκόντων ἰδίους σκοπούς, ἀναφέρει χαρακτηριστικῶς περίπτωσιν, κατὰ τὴν ὁποίαν εἰς τὴν αὐλὴν ἐπισκοπῆς κατορθώνει νὰ ὑπεισέλθη καὶ γυνή. Αὕτη ἀποκτήσασα τὴν εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου ἀναμιγνύεται εἰς τὴν διοίκησιν τῆς ἐπισκοπῆς καὶ ἐπιβάλλει τὴν θέλησίν της. Ὁποῖον οἰκτρὸν θέαμα, νὰ διοικῆ τὴν ἐπισκοπὴν γυνή! Γυνή, εἰς τὴν ὁποίαν κατὰ τῆν θεόπνευστον διδασκαλίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ὁμιλῆ ἐπʼ ἐκκλησίας καὶ νὰ αὐθεντῆ ἀνδρός, αὐτὴ τώρα νὰ κυβερνᾶ τὴν ἐπισκοπήν, νὰ διατάσση, νὰ διορίζη καὶ νὰ παύη, καὶ τὸ φοβερώτερον, νὰ ἐπιτιμᾶ καὶ αὐτὸν τὸν προεστῶτα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς νὰ εἶνε ὑπηρέτης της! Καὶ οὕτω τὰ ἄνω κάτω γεγόνασι καὶ τὰ κάτω ἄνω (Ἐ. Π. Migne Τομ. 48, 646). Ὁ δὲ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ὁ θαυμαστὴς τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, διὰ ζωηρῶν χρωμάτων μᾶς δίδει τὴν εἰκόνα τοῦ φατριάζοντος ἐπισκόπου ἐν τῶ προσώπω ἀθλίου τινὸς ὑποκειμένου, τοῦ ἐπισκόπου τοῦ Πηλουσίου Εὐσεβίου, ὅστις ὑπεστήριζε τοὺς ἀσχημονοῦντας καὶ ἐξεδίωκε τοὺς σώφρονας κληρικούς, περιεστοιχίζετο δὲ ὑπὸ φαύλων κληρικῶν οἱ ὁποῖοι ἐσυκοφάντουν πάντα ἀγαθὸν καὶ ἐχρηματίζοντο ἀγρίως. Ἡ ἐπισκοπή του λησταρχεῖον!
Ἐκ δὲ τῶν νεωτέρων διδασκάλων ὁ ἀοίδιμος ἱεράρχης Μηθύμνης Νικηφόρος Γλυκᾶς εἰς τὸ ἔργον του «Βιογραφία καὶ ἡμερολόγιον», ἐκδοθὲν ἐν Ἀθήναις τῶ 1907, πολλὰ παθὼν ὁ ἴδιος, μᾶς δίδει τὴν εἰκόνα διοικήσεως συγχρόνων αὐτῶ ἐπισκόπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Περιγράφει ἀριστοτεχνικῶς ποῖα πρόσωπα περιστοιχίζουν τὸν ἐπίσκοπον, ὁποίου εἴδους ὑπηρεσἰας προσφέρουν εἰς αὐτόν, καὶ ἀποκαλεῖ αὐτὰ πρῶτος αὐτὸς Δεσποτικὸν κόμμα, ὅπερ θεωρεῖ φοβερὰν πληγὴν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Προορισμὸς τοῦ Δεσποτικοῦ κόμματος, κατὰ Νικηφόρον Γλυκᾶν, εἶνε νὰ κρατῆ τὴν ἐξουσίαν, νὰ προάγη τοὺς ἀναξίους καὶ νὰ ματαιώνη πᾶσαν εὐγενῆ προσπάθειαν ἀνορθώσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἀλλʼ ἡμεῖς, λέγει ὁ Γλυκᾶς, δὲν πρέπει νὰ φοβηθῶμεν τὸ Δεποστικὸν κόμμα, δὲν πρέπει νʼ ἀφήσωμεν τὰ κοινὰ τῆς Ἐκκλησίας συμφέροντα «νὰ περιυβρίζωνται ὑπὸ θεοκαπήλων ἀνδρῶν καὶ μηδὲν ὅσιον καὶ ἱερῶν ἐχόντων». Πρέπει νὰ πολεμήσωμεν ἕως ὅτου ἴδωμεν διαλυμένον τὸ Δεσποτικὸν κόμμα.
Καὶ ἀκόμη νεώτερος, ὁ ἀοίδιμος Μιχαὴλ Γαλανὸς τῶ 1918 ἐν τῶ περιοδικῶ «Ἀνάπλασις» περιέγραψε ζωηρῶς τὴν ἐν ταῖς ἐπισκοπαῖς ἐπικρατοῦσαν ἀταξίαν καὶ ἀτασθαλίαν καὶ δὲν ἐδίστασε νʼ ἀποκαλέση τοὺς ὑπὸ συγγενῶν καὶ ἀνεψιῶν(!) ἀγομένους ἐπισκόπους «συγγενοδούλους» καὶ «ἀνεψιάρχας». Τέλος μνημονεύων τὸν μακαριστὸν Μητροπολίτην Μεσσηνίας Πολύκαρπον, ὅστις εἰς τὸ μετὰ θάνατον ἐκδοθὲν βιβλίον του «Ἐκκλησιαστικὰ Ἀπομνημονεύματα» ἀναφέρει καὶ αὐτὸς περιπτώσεις, καθʼ ἅς ἡ ἐπισκοπικὴ ἐξουσία περιῆλθεν εἰς χεῖρας συγγενῶν πρὸς πλουτισμὸν καὶ ἐκμετάλλευσιν.
Νὰ συνεχίσωμεν τώρα καὶ νʼ ἀναφέρωμεν σύγχρονα ἡμῖν παραδείγματα; Ἀλλʼ οὕτως ἐκφεύγομεν τοῦ σκοποῦ διʼ ὅν, ὡς ἐν τῆ ὑποσημειώσει ἐδηλώσαμεν, ἐκδίδεται τὸ παρόν. Σκοπός μας ἦτο νὰ περιγράψωμεν τὰ συμπτώματα τῆς φοβερᾶς ἀσθενείας καὶ νὰ ἐπισημάνωμεν τὸν κίνδυνον.
* * *
Μὲ εἰλικρινῆ πόνον διὰ τὴν Ἐκκλησίαν γράφεται τὸ παρόν. Ὡς ἐλάχιστος στρατιώτης δικαιούμενος καὶ ἐγὼ νὰ ἐρωτήσω, ποῦ βαίνομεν; στρέφομεν πρὸς ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τολμῶ νὰ εἴπω: Ἅγιοι Πατέρες! Σᾶς λυπεῖ ἡ σημερινὴ κατάσταστις τῆς Ἐκκλησίας; Θέλετε νὰ παύσουν αἱ ἔριδες, αἱ διχόνοιαι, αἱ φατρίαι; Δώσατε σεῖς πρῶτοι τὸ καλὸν παράδειγμα διαλύοντες πᾶν ἴχνος φατρίας, ἡ ὁποία ὡς σαπρόφυτον φυτρώνει καὶ αὐξάνει κάτω ἀπὸ τοὺς θρόνους σας. Ἐξαποστείλατε εἰς τὰ σπίτια των τοὺς ἀνεψιοὺς καὶ ἀνεψιὰς καὶ λοιπὰ γύναια διὰ νὰ μάθουν νὰ ἐργάζωνται καὶ νὰ τρώγουν τιμίως τὸν ἄρτον των. Ἀπολύσατε τοὺς ὑπαλλήλους τῆς αὐλῆς σας, ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν ποικιλοτρόπως ἐξεμεταλλεύθησαν τὴν Μητρόπολιν καί, πτωχοὶ αὐτοί, ἐσχημάτισαν τεραστίας περιουσίας πρὸς κατασκανδαλισμὸν τοῦ λαοῦ. Ἐκδιώξατε ἀκόμη ἐκ τῆς αὐλῆς σας τοὺς κόλακας καὶ ραδιουργοὺς καὶ φαύλους κληρικούς, οἱ ὁποῖοι μόνον, ναὶ μὸνον διʼ ὑλικὰ ὀφέλη εὑρίσκονται πλησίον σας καὶ ὡς βδέλλαι ἀπομυζοῦν τὸ αἷμα τῆς Ἐκκλησίας. Προσλάβετε δύο ἤ τρεῖς κληρικοὺς ἀρετῆς, ἀνιδιοτελεῖς καὶ ἀφιλαργύρους ἀπολαύοντας τῆς κοινῆς ἐκτιμήσεως, σχηματίσατε τὸ ἐπιτελεῖον σας, ὁμοτραπέζους καὶ ὁμοσκήνους ποιήσατε αὐτούς, ζήσατε ἐν ἁπλότητι βίου καὶ κυβερνήσατε τὸ ποίμνιόν σας ἐν φόβω Θεοῦ. Ἐπράξατε ταῦτα; Τὸ Δεσποτικὸν κόμμα διελύθη, ἡ ποθητὴ ἑνότης ἐπανῆλθε, κλῆρος καὶ λαὸς ἐν τῶ προσώπω σας θὰ βλέπη τὴν εἰκόνα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς καὶ θὰ εύλογῆ τὸν Θεόν, διότι τοιοῦτος αὐτοῖς ἀρχιερεύς. Τὸ εὐχόμεθα ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς. Ἄλλως, ἐὰν δὲν ἀκούσητε ὄχι τὶ λέγομεν ἡμεῖς, ἀλλὰ τὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ λαλεῖ ταῖς Ἐκκλησίαις ἐν ταῖς χαλεπαῖς ταύταις ἡμέραις καὶ ἐξακολουθῆτε ΔΕΣΠΟΤΙΚΩΣ ΚΑΙ ΦΑΤΡΙΑΣΤΙΚΩΣ νὰ διοικῆτε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀναρτήσατε εἰς τὰ Γραφεῖά σας τὴν εἰκόνα τοῦ παρόντος ἄρθρου, τὴν εἰκόνα τῆς Μητρυιᾶς, ἥτις συμβολίζει τὴν φατριαστικὴν διοίκησίν σας, πηγὴν πάσης ἐν τῆ Ἐκκλησία ἀκαταστασίας.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.