1. Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ· «ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ» 2. Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΤΕ (Λουκ. 22,48)
Μεγάλη Παρασκευὴ πρωὶ (1) σὲ pdf
1. Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ· «ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ»
Μεγάλη Παρασκευὴ πρωὶ
(Α΄ ὥρα πρὸ τῶν τροπαρίων)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
2. Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΤΕ
«Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;» (Λουκ. 22,48)
Η ζωή, ἀγαπητοί μου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐπάνω ἐδῶ στὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ἕως τὴ στιγμὴ ποὺ εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30), εἶνε ἕνας ἥλιος ἀκηλίδωτος. Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ποὺ λάμπει σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της εἶνε τὶς ἡμέρες τῶν παθῶν του. Ὅπως ψάλλει ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία μας, «θάμβος ἦν κατιδεῖν τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς Ποιητὴν ἐπὶ σταυροῦ κρεμάμενον» (Θ΄ ὥρα Μ. Παρασκ.).
Τὰ πάθη τοῦ Κυρίου χαρακτηρίζονται καὶ ὡς θεῖο δρᾶμα. Κι ὅπως στὰ θεατρικὰ ἔργα ἕνας εἶνε ὁ πρωταγωνιστὴς καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸν κινοῦνται ἄλλα πρόσωπα μὲ δευτερεύοντες ῥόλους, ἔτσι καὶ στὸ θεῖο δρᾶμα κεντρικὸ πρόσωπο εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ γύρω του δροῦν πολλὰ ἄλλα πρόσωπα, εἴτε φιλικὰ εἴτε ἐχθρικὰ πρὸς αὐτόν. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶνε οἱ μαθηταί, οἱ μυροφόρες, οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ὁ Ἄννας κι ὁ Καϊάφας, οἱ ψευδομάρτυρες, ὁ Πιλᾶτος καὶ ἡ γυναίκα του, ὁ Ἡρῴδης, οἱ στρατιῶτες, ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος, οἱ γυναῖκες τῆς Ἰερουσαλήμ, οἱ δύο λῃσταί, οἱ φρουροί.
Ἀπὸ ὅλα τὰ πρόσωπα ἂς στρέψουμε τώρα τὴν προσοχή μας στὸ πρόσωπο ποὺ προκαλεῖ μεγαλύτερη φρίκη καὶ βδελυγμία, τὸν Ἰούδα. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ στηλιτεύεται κατ᾿ ἐξοχὴν στοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας.
* * *
Τί ἦταν ὁ Ἰούδας; Μεγάλο μυστήριο ἔκρυβε ἡ ψυχή του, ἀπύθμενο βάθος. Ποιά μάνα τὸν γέννησε, ποιός πατέρας τὸν ἀνέθρεψε; Προτιμότερο νὰ μὴν εἶχε γεννηθῆ. Γονεῖς, ποὺ στενοχωριέστε γιὰ ἀτεκνία, πολλὲς φορὲς ἡ ἀτεκνία εἶνε ἔλεος Θεοῦ. Τί νὰ τὸ κάνῃς, νὰ γεννήσῃς παιδὶ καὶ νὰ γίνῃ Ἰούδας; Ἕνας πατέρας, ποὺ τὸ παιδί του ἔγινε περιβόητος λῃστὴς καὶ σκότωσε τρακόσους ἀνθρώπους στὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, μοῦ ἔλεγε· Ἄχ νὰ τό ᾽ξερα! θὰ τὸν ἔπνιγα, θὰ τὸν ἔρριχνα στὸ ποτάμι· ἀγγελούδι φαινόταν στὴν κούνια, ἀλλὰ βγῆκε σατανᾶς!… Καὶ γιὰ τὸν Ἰούδα, παρόντος μάλιστα τοῦ ἰδίου, ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἦταν προτιμότερο νὰ μὴ ἐγεννᾶτο (βλ. Ματθ. 26,24).
Δὲν θὰ βασισθοῦμε σὲ λαϊκὲς παραδόσεις γι᾽ αὐτόν· θὰ στηριχθοῦμε στὰ Εὐαγγέλια, ποὺ διασῴζουν τὴν αὐθεντικὴ ἱστορία. Λέει λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι γεννήθηκε στὴν ᾿Ιουδαία, μεταξὺ ἀγροτῶν – ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων. Τὸν εἵλκυσε τὸ κήρυγμα τοῦ Κυρίου, πλησίασε κι αὐτὸς τὸ Χριστὸ καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητάς. Μεγάλη ἡ τιμὴ γι᾽ αὐτόν.
Ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδειξε ἀμέριστη ἀγάπη· δὲν τοῦ στέρησε τίποτε ὥστε νὰ ἔχῃ παράπονο, δὲν τὸν παρέβλεψε, δὲν τὸν παραγκώνισε, δὲν τὸν ἀδίκησε· τοῦ ἔδειξε στοργὴ σὰν πατέρας.
Ἀλλ᾿ αὐτὸς στὰ βάθη του ἦταν φιλάργυρος. Καὶ ἡ φιλαργύρια εἶνε «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10). Ὁ Χριστός, γιὰ νὰ μαλάξῃ τὸ πάθος, τοῦ ἔδωσε νὰ διαχειρίζεται τὰ οἰκονομικὰ τῆς συνοδείας. Ἔκανε ὅπως κάνει κάποτε ἡ μάνα στὸ λαίμαργο παιδί, ποὺ τοῦ δίνει παραπάνω φαγητό, γιὰ νὰ τὸ κάνῃ ν᾿ ἀηδιάσῃ. Εἶνε κι αὐτὴ μιὰ μεθόδος. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἐμπιστεύθηκε σ᾿ αὐτὸν τὸ «γλωσσόκομον» (Ἰω. 12,6· 13,29), τὸ ταμεῖο τους.
Ὁ Ἰούδας δὲν μποροῦσε νὰ κρύψῃ τὸ πάθος του. Ἔδειξε τὴ φιλαργυρία του κάποια στιγμή, ὅταν ὁ Χριστὸς πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου καὶ ἡ Μαρία μὲ μύρο ἀξίας 300 δηναρίων (ἄνω τῶν 300.000 δραχμ.) ἄλειψε τὰ ἅγια πόδια του καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της. Τὸ εἶδε αὐτὸ κι ὁ ᾿Ιούδας καὶ τί εἶπε· Κρίμα νὰ πεταχτοῦν τόσα λεφτά! δὲν ἦταν προτιμότερο νὰ δοθοῦν στοὺς φτωχούς;… Ἀγαποῦσε κ᾽ ἐνδιαφερόταν γιὰ τοὺς φτωχούς; Κάθε ἄλλο. Ἀλλὰ ἔκρυβε τὴ φιλαργυρία του κάτω ἀπὸ τὸ «προσωπεῖον» (τὴ μάσκα) τῆς «φιλοπτωχείας», τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς φτωχούς (ἀπόστ. αἴν. Μ. Πέμπ.). Τότε ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· Ἰούδα, τοὺς φτωχοὺς θὰ τοὺς ἔχετε πάντοτε κοντά σας, ἐμένα ὅμως ὄχι (Ἰω. 12,8).
Μεγάλος λόγος αὐτός, προφητεία τοῦ Χριστοῦ εἶνε· Τοὺς φτωχοὺς θὰ τοὺς ἔχετε κοντά σας πάντοτε! Ὁποιοδήποτε οἰκονομικὸ σύστημα καὶ ἂν ἰσχύσῃ (σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό, καπιταλιστικό), ἡ φτώχεια μπορεῖ νὰ μειωθῇ ἀλλὰ δὲν θὰ ἐκλείψῃ. Πάντα θὰ ὑπάρχουν φτωχοί· μὲ τὴ διαφορά, ὅτι στὸ ἕνα καθεστὼς ἐπιτρέπεται νὰ φωνάξουν «πεινῶ», στὸ ἄλλο δὲν ἐπιτρέπεται. Ἀλλ᾽ ἂς γυρίσουμε στὸν Ἰούδα.
Ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· Μὴν ἐμποδίζεις τὴ Μαρία· ἐγὼ σὲ λίγο πειθαίνω, κι αὐτὸ ποὺ ἔκανε εἶνε μία προετοιμασία γιὰ τὸν ἐνταφιασμό μου (ἔ.ἀ.). Δὲν τὸν ἐξέθεσε δηλαδὴ ὁ Κύριος. Καὶ μέχρι τέλους τοῦ ἔδειξε ἀγάπη. Τὸ βράδυ τοῦ μυστικοῦ δείπνου ὄχι μόνο τοῦ ἔπλυνε τὰ πόδια ὅπως καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ θεία κοινωνία, τὸ ἅγιο σῶμα καὶ τὸ τίμιο αἷμα του. Καὶ ἐνῷ γνώριζε ὅλη τὴν προδοσία, δὲν τὸν ἀπεκάλυψε. Εἶπε μόνο· Κάποιος ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ προδώσῃ ἀπόψε. Ὅλοι ἀλληλοκοιτάχτηκαν φοβισμένοι, αὐτὸς ὅμως ἔμεινε ἀσυγκίνητος, ἕως ὅτου ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε «Ὅ,τι ἔχεις νὰ κάνῃς κάνε το γρήγορα» (ἔ.ἀ. 13,27), ἀφήνοντας πάλι τὴν ἐντύπωσι ὅτι ἐννοεῖ νὰ κάνῃ ψώνια γιὰ τὴν ἑορτὴ ἢ νὰ δώσῃ κάποια βοήθεια σὲ φτωχούς. Ἔτσι ἔφυγε ὁ ᾿Ιούδας.
Ὅταν βγῆκε ἔξω εἶχε πλέον νυχτώσει. Πῆγε στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Διδασκάλου, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχε ἤδη διαπραγματευθῆ τὴν προδοσία ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων. Οἱ ἀρχιερεῖς τὸν ἔβαλαν ἐπὶ κεφαλῆς πλήθους ὑπηρετῶν τους καὶ τῆς σπείρας τῶν στρατιωτῶν μὲ τὸν χιλίαρχο, καὶ ὅλοι μὲ ὅπλα, μαχαίρια καὶ ξύλα, μὲ φανάρια καὶ δᾳδιὰ ἀναμμένα γιὰ νὰ βλέπουν, ξεκίνησαν γιὰ τὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.
Ἀκούγεται ὁ θόρυβος ποὺ κάνουν καθὼς πλησιάζουν. Τότε ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἔκανε τὴν προσευχή του, λέει τοὺς μαθητάς του ποὺ εἶχαν ἀποκοιμηθῆ· «Ξυπνᾶτε!… ἔφτασε ὁ παραδιδούς με», νάτον (Ματθ. 26,46. Μᾶρκ. 14,42). Ἐνῷ δηλαδὴ ὁ Ἰούδας ἀγρυπνεῖ, οἱ μαθηταὶ κοιμῶνται. Ἔτσι εἶνε· ἐνῷ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου δουλεύουν μέρα – νύχτα γιὰ τὸ κακό, τὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ κοιμῶνται μακαρίως.
Ὁ Χριστὸς ἤρεμος βγαίνει νὰ τοὺς προϋπαντήσῃ. ―Ποιόν ζητᾶτε; λέει. ―Τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο. ―«Ἐγώ εἰμι», τοὺς λέει. Μὰ αὐτοί, ἐνῷ εἶνε ἕτοιμοι νὰ ὁρμήσουν, ἐπρὸς στὸ μεγαλεῖο του ποὺ λάμπει ἐμποδίζονται νὰ τὸν ἀγγίξουν. Μόλις ἄκουσαν τὸ «Ἐγώ εἰμι», «ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί» (Ἰω. 18,4-6). Σὰν νὰ τοὺς λέῃ· Θέλω καὶ παραδίδομαι στὰ χέρια σας, εἰ δ᾽ ἄλλως δὲν θὰ μ᾽ ἀγγίζατε. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ θεία Λειτουργία λέει· «…Τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο, μᾶλλον δὲ ἑαυτὸν παρεδίδου ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς…» (ἀναφ.). Δὲν παρεδόθη δηλαδὴ ὁ Κύριος ἀκουσίως· ἑκουσίως παρέδωσε τὸν ἑαυτό του. Καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα· τί χρειαζόταν λοιπὸν ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα;
Αὐτὸς ὅμως, φοβούμενος μήπως γίνῃ λάθος, τοὺς εἶχε πεῖ· Θὰ σᾶς τὸν δείξω ὡς ἑξῆς· θὰ εἶνε ἐκεῖνος ποὺ θὰ φιλήσω. Πλησίασε λοιπὸν τότε καὶ τὸν ἀσπάσθηκε. Ὤ βεβήλωσις! Τὸ φίλημα, ποὺ εἶνε δεῖγμα ἀγάπης, ἐδῶ ἔγινε σύμβολο προδοσίας. Ποτέ ἄλλοτε τὰ ἱερὰ αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὑπέστησαν τέτοια κακοποίησι ὅπως στὴν περίπτωσι αὐτή. Καὶ ὁ Κύριος; Ἐνῷ μποροῦσε τὴ στιγμὴ ἐκείνη νὰ κάνῃ τὴ γῆ ν᾿ ἀνοίξῃ καὶ νὰ τὸν καταπιῇ ζωντανό, δὲν ἐκδικεῖται· τοῦ λέει μόνο μὲ παράπονο· «Ἰούδα, μὲ φίλημα προδίδεις τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου;» (Λουκ. 22,48).
Τὸ ἔγκλημα συντελέσθηκε πλέον, ἡ προδοσία ἔγινε. Οἱ στρατιῶτες συλλαμβάνουν τὸν Κύριο, τὸν δένουν καὶ τὸν σύρουν μέσ᾽ στὴ νύχτα στὰ κρατητήρια καὶ τὰ δικαστήρια τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, καὶ τὸ πρωὶ στὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου καὶ τὸ βῆμα τοῦ Ἡρῴδου, γιὰ νὰ καταδικασθῇ τέλος εἰς θάνατον. Καὶ ὁ μεγαλύτερος συντελεστὴς τοῦ ἐγκλήματος αὐτοῦ εἶνε ὁ Ἰούδας.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι ἦταν προτιμότερο ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ μὴ γεννιόταν καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸ τέλος του ἦταν οἰκτρό. Τὰ παραπονεμένα λόγια ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Χριστός, «Ἰούδα, μὲ φίλημα προδίδεις τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;», ἔμειναν μέσ᾿ στὴν καρδιά του κάρβουνο ἀναμμένο, φίδι ποὺ τὸν ἔτρωγε. Κι ὅταν πλέον εἶδε ὅτι ὁ Χριστὸς καταδικάστηκε νὰ κρεμαστῇ στὸ σταυρό, ξύπνησαν οἱ τύψεις καὶ τόσο βαθειὰ τὸν κεντοῦσαν ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ τὶς ὑποφέρῃ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει, ὅτι δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο χειρότερος βασανισμὸς ἀπὸ τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεως· προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώσῃ φίδι καὶ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ κεντήσῃ ἡ συνείδησί σου. Μὴ ὑποφέροντας λοιπὸν ἄλλο πῆγε στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ὡμολόγησε· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Κι ἀφοῦ ἔρριξε τὰ ἀργύρια τῆς προδοσίας στὸ ναό, πῆρε σχοινί, κρεμάστηκε καὶ αὐτοκτόνησε. Μὰ τὸ σῶμα του δὲν ἔμεινε στὴν ἀγχόνη· ἔπεσε κάτω μπρούμυτα, ἔσκασε ἡ κοιλιά του καὶ χύθηκαν ἔξω ὅλα τὰ σπλάχνα του (Πράξ. 1,18).
* * *
Τέτοιο τέλος εἶχε, ἀδελφοί μου, ὁ ᾿Ιούδας. Γι᾽ αὐτὸ ῥῦσαι ἡμᾶς, Κύριε, τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας καὶ τοῦ πειρασμοῦ τῆς ἀπελπισίας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 17-4-1987 πρωὶ
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.