«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!»
Κυριακὴ τοῦ Πάσχα
Τοῦ Μητροπολοτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Χριστος ανεστη!»
ΑΓΑΠΗΤΟΙ μου ἀδελφοί, «Χριστὸς ἀνέστη!». Σᾶς χαιρετίζω ἐν Χριστῷ, τῷ ἀναστάντι Κυρίῳ. Ἂν ὑπάρχουν δυὸ λέξεις μέσα στὶς ὁποῖες εἶνε ὅλο τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, ὅλο τὸ παρελθὸν τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον μας, αὐτὲς εἶνε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ἐδῶ φαίνεται ἡ σοφία τῆς Ἐκκλησίας μας· κατώρθωσε μέσα σὲ δυὸ λέξεις νὰ κλείσῃ τὰ βαθειά της νοήματα. Διαβάζεις ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ κουράζεσαι, ἐνῷ τὰ ἁπλᾶ λόγια τῆς πίστεώς μας, σὰν χρυσᾶ καρφιά, μπαίνουν στὴν καρδιὰ καὶ στὸ μυαλό. «Χριστὸς ἀνέστη!» Τὶς δυὸ αὐτὲς λέξεις κανείς δὲ᾿ θὰ μπορέσῃ νὰ τὶς σβήσῃ· πάντα θὰ ἀκούγωνται καὶ θὰ εὐφραίνουν ὅλο τὸν κόσμο.
* * *
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀντηχεῖ τὴν φωτοφόρο αὐτὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων τῶν ὀρθοδόξων, ποὺ μὲ τὶς λαμπάδες στὸ χέρι πλημμυρίζουν τὶς ἐκκλησίες.
Καὶ ὄχι μόνο τὴ νύχτα αὐτή, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν Διακαινήσιμο ἑβδομάδα, καὶ ὅλο τὸ διάστημα μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, τὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευαν, τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δὲν ἀκουγότανε μόνο σήμερα. Στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὸν Πόντο τὸν εὐλογημένο καὶ σ᾿ ὅλη τὴ Μακεδονία καὶ παντοῦ, τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δὲν ἀκουγόταν μόνο ἀπόψε, ὡς ἕνα σύνθημα γαστρονομικῆς ἐξορμήσεως, ἀλλ᾿ ἐπὶ σαράντα μέρες ἀντικαθιστοῦσε κάθε ἄλλο χαιρετισμό. Ἀντὶ καλημέρα «Χριστὸς ἀνέστη», ἀντὶ καλησπέρα, «Χριστὸς ἀνέστη», στὴ συνάντησι «Χριστὸς ἀνέστη», στὸν ἀποχωρισμὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Καταργοῦσε κάθε εἴδους χαιρετισμό. Δὲν χόρταιναν νὰ τὸ λένε.
Τώρα; «σὲ τοῦτα τ᾿ ἄπιστα κατηραμένα χρόνια»; Τώρα οἱ πολλοὶ ἔρχονται τὴ νύχτα στὴν Ἀνάστασι κ᾿ ἔχουν τὸ αὐτί τους τεντωμένο· καὶ μόλις ἀκούσουν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», οἱ ἐκκλησιὲς ἀδειάζουν. Οἱ Χριστιανοὶ δὲ᾿ μένουν μέχρι τέλους τῆς θείας λειτουργίας ν᾿ ἀκούσουν ἐκεῖνα τὰ λόγια τοῦ ῥήτορος τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ποὺ λέει· «Εἰ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως…» (κατηχ. λόγος).
Μεγάλη ἀσέβεια αὐτό. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὸ σκεφθῇς ἀπὸ μιὰ ἄλλη πλευρά, καταντᾷ καὶ ἀστεῖο, μία γελοιοποίησις τῶν λεγομένων Χριστιανῶν. Θυμᾶμαι ὅταν ἤμουν νεαρὸς κληρικὸς στὸ Μεσολόγγι κοντὰ σ᾿ ἕνα σεβάσμιο ἱεράρχη, τὸν Ἱερόθεο. Στὸ ναὸ τῆς μητροπόλεως στὴν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ Ἀκαρνανίας, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους νομοὺς τῆς πατρίδος μας, μαζεύονταν τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως τριακόσοι περίπου ἐπίσημοι· στρατιωτικοὶ μὲ τὰ σπαθιά τους (μέραρχοι, συνταγματάρχαι κ.λπ.), ἐφέται, εἰσαγγελεῖς, πρόεδροι, νομάρχαι… Ἦταν δὲ ἡρωϊκὸς ὁ δεσπότης ἐκεῖνος, τό ᾿λεγε ἡ καρδούλα του. Ἐκείνη τὴ χρονιὰ μοῦ λέει· ―Αὐγουστῖνε, σήμερα, ἀπόψε, θὰ πᾷς καὶ θὰ μοῦ κλείσῃς τὶς πόρτες τῆς ἐκκλησίας. Μπήκανε λοιπὸν μέσα μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», καὶ κλείνουμε τὶς πόρτες τὴ νύχτα χωρὶς νὰ τὸ πάρουν αὐτοὶ εδησι. Μετά, τί ἦταν ἐκεῖνο! νὰ βλέπῃς εἰσαγγελεῖς, νὰ βλέπῃς προέδρους πρωτοδικῶν, νὰ βλέπῃς στρατηγούς, νὰ βλέπῃς κυρίους τῆς ἀριστοκρατίας, σὰν μικρὰ παιδιὰ ποὺ κλείνει ἡ μάνα τὴν πόρτα κι αὐτὰ χτυπᾶνε, ἔτσι νὰ χτυπᾶνε τὶς πόρτες γιὰ νὰ βγοῦν ἔξω. Ἕως ὅτου ὠργίστηκε ὁ δεσπότης καὶ εἶπε ν᾿ ἀνοίξουμε πάλι τὶς πόρτες. Ἄλλο πάλι θέαμα τότε! Εδατε ποτὲ τὰ γίδια πῶς βγαίνουν ἀπὸ τὸ μαντρί, πῶς ὁρμοῦν καὶ τρέχουν γιὰ νὰ πᾶνε νὰ φᾶνε χορτάρι; Κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ τοὺς δῆτε νὰ φεύγουν, σὰν τὰ γίδια, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ φᾶνε μαγειρίτσα καὶ νὰ διασκεδάσουν. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ μέσα στὴν ἐκκλησία δὲν ἔμειναν οὔτε δέκα ἄνθρωποι. Αὐτὰ συνέβαιναν τότε στὴ μητρόπολι τοῦ Μεσολογγίου. Ἀλλὰ τὰ δια συμβαίνουν παντοῦ καὶ μέχρι σήμερα.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια βρέθηκα Πάσχα στὴν Ἀθήνα. Εἶδα λοιπὸν κάποιο δημοσιογράφο καὶ μοῦ λέει· ―Πάτερ, τό ᾿μαθες; Τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα χιλιάδες Ἀθηναῖοι καὶ Πειραιῶτες. Καὶ ἐνῷ χτυποῦσαν οἱ καμπάνες καὶ οἱ ἱερεῖς λέγανε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», αὐτοὶ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τό ᾿καναν στὰ πεζοδρόμια, στοὺς δρόμους, στὶς μεγάλες ἀρτηρίες… Καὶ μόνο αὐτό; αὐτὸ εἶνε τὸ λιγώτερο. Ποιό εἶνε τὸ ἄλλο; Ὅτι ὅπως πήχτωσαν οἱ δρόμοι ἀπὸ τόσες χιλιάδες αὐτοκίνητα, καὶ μάλιστα ὅπου οἱ δρόμοι ἦταν στενοί, ἔπεφτε τὸ ἕνα αὐτοκίνητο πάνω στὸ ἄλλο, ἐδημιουργοῦντο παρεξηγήσεις μὲ τοὺς ἄλλους ὁδηγούς, ὅπως μοῦ ἔλεγε καὶ ὅπως τὸ ἔγραψε ὁ δημοσιογράφος αὐτός, ἔρχονταν σὲ σύγκρουσι, κατέβαιναν κάτω, πιανότανε στὰ χέρια, καὶ τότε ―μὴ γελάσῃ κανείς, ἀλλὰ νὰ σκύψουμε τὰ κεφάλια καὶ νὰ κλάψουμε―, καθὼς ἔρχονταν σὲ σύγκρουσι ὁδηγώντας τὰ αὐτοκίνητα, τί κάνανε; Βλαστημοῦσαν τὸ Χριστό! Καμμιά νύχτα δὲν ἄκουσε τόσες βλαστήμιες ὁ Χριστὸς ὅσες τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως. Ὦ Θεέ μου, πῶς δὲν κάνεις τὰ ἄστρα ἀστροπελέκια νὰ πέσουν πάνω μας, πῶς δὲ᾿ λὲς στὰ ποτάμια νὰ φουσκώσουν νὰ μᾶς πνίξουν, πῶς δὲ᾿ λὲς στὴ γῆ νὰ σειστῇ νὰ μᾶς καλύψῃ ὅλους σὲ μιὰ νύχτα! Χριστιανικὸ ἔθνος, ὀρθόδοξο ἔθνος, μὲ ἐπίσημες τελετές, καὶ τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα χείλη μικρῶν καὶ μεγάλων ἐμαγάρισαν ὅλους τοὺς δρόμους. Ἀλλὰ οἱ δρόμοι ποὺ μαγαριστήκανε μὲ τὶς βλαστήμιες, θὰ περάσῃ ὁ σατανᾶς μὲ τὰ ἅρματά του καὶ θὰ τοὺς βάψῃ μὲ αἷμα. Ἐνθυμεῖσθε τὸν λόγον· γράψτε τὸν λόγον αὐτόν.
Δὲν εἶνε αὐτὸς τρόπος ἑορτασμοῦ. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» γίνεται ἀφορμὴ μόνο γιὰ ἀργία ἀπὸ τὴν ἐργασία, γιὰ φρενήρη ἔξοδο, γιὰ φαγοπότι καὶ μέθη, γιὰ βλαφημίες καὶ ποικίλες ἀσέβειες, γιὰ κραιπάλη καὶ ἀποκτήνωσι. Ἔτσι ἑορτάζεται τὸ Πάσχα; Εἶνε αὐτοὶ Χριστιανοί; Τί σχέσι ἔχουν μὲ τὸν ἀναστάντα Κύριο;
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν φτάνουμε στὸ σημεῖο αὐτό, πόσο αἰσθανόμεθα ἆραγε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»; Οἱ πρόγονοί μας σαράντα μέρες λέγανε τὸ χαρμόσυνο αὐτὸ χαιρετισμό. Τὸν λέγανε ὄχι μὲ κρύα καρδιά. Τώρα οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ ντρέπονται νὰ τὸ ποῦν, τὸ λένε μόλις – μόλις. Ἄλλοτε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἔβγαινε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ἔφευγε ἀπὸ τὴν καρδιὰ σὰν βροντή. Τώρα δειλὰ – δειλά, μὲ φόβο μήπως τοὺς περιπαίξουν οἱ δῆθεν μοντέρνοι καὶ ἐξελιγμένοι. Καὶ τί εἶν᾿ αὐτοί; Ἂν τυχὸν πιάσῃς αὐτοὺς τοὺς διανοουμένους, ποὺ μάθανε πέντε γραμματάκια καὶ μερικὲς γλῶσσες, ἂν τοὺς πιάσῃς αὐτοὺς ὅλους καὶ τοὺς ρωτήσῃς ―Πιστεύετε στὴν ἀνάστασι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ; θὰ σοῦ ποῦνε μὲ ἕνα μειδίαμα στὰ χείλη· ―Σ᾿ αὐτὰ πιστεύουν κάτι γριὲς καὶ κάτι παπᾶδες καὶ καλόγεροι· ἐμεῖς εμαστε ἀνώτεροι ἄνθρωποι, ἐμεῖς εμαστε ραφιναρισμένα πνεύματα. Ἐμεῖς Ἀνάστασι; Γιὰ ᾿μᾶς ἡ Ἀνάστασι εἶνε ἕνας ὡραῖος μῦθος, μιὰ καλὴ ἐφεύρεσι… Καὶ ἂν τοὺς ρωτήσῃς ―Τότε λοιπὸν γιατί γιορτάζετε; θὰ σοῦ ποῦν κυνικὰ καὶ ἀδιάντροπα· ―Ἐμεῖς τὴν Ἀνάστασι τὴν ἔχουμε σὰν μιὰ ποικιλία στὴ ζωή, ἕνα εἶδος ἀλλαγῆς, μιὰ εὐκαιρία νὰ φᾶμε καὶ νὰ χαροῦμε…
Αὐτὴ εἶνε σήμερα ἡ κατάστασι.
* * *
Ὑπ᾿ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, ἀγαπητοί μου, ἀκούγεται πάλι τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ἀλλ᾿ ἐμεῖς, ζώντας μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, μὴ χάσουμε τὸν προσανατολισμό μας. «Ὅσοι πιστοί», «στῶμεν καλῶς». Ἂς κλείσουμε τὰ αὐτιά μας σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς φωνὲς ποὺ ἀκούγονται γύρω μας. Τίποτε μὴ μειώσῃ τὴ χαρὰ ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ, τίποτε νὰ μὴ σβήσῃ τὴ λάμψι τῆς ἀληθείας του.
«Χριστὸς ἀνέστη!». Ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, ὅτι πιστεύουμε στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸ νικητὴ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου. Καὶ ἂς κρατήσουμε σφιχτά, πολὺ σφιχτά, στὴν καρδιά μας τοῦτο· ὅτι ἡ πίστι μας, ἡ Ἐκκλησία μας, δὲν εἶνε ἐφεύρεσι τῶν παπάδων· ἂν ἦταν ἐφεύρεσι τῶν παπάδων, ἐμεῖς οἱ παπᾶδες θὰ τὴν εχαμε διαλύσει πρὸ πολλοῦ. Δὲν εἶνε δημιούργημα ἀνθρώπων, δὲν εἶνε κατασκεύασμα φιλοσοφικὸ ἡ ἁγία μας θρησκεία. Εἶνε δεντρί, ποὺ δὲν τὸ φύτεψε χέρι ἀνθρώπου. Εἶνε δεντρί, ποὺ τὸ φύτευσε ἡ δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου, ὁ Θεός, ἡ ἁγία Τριάς. Εἶνε δεντρὶ μὲ ῥίζες βαθειὲς μέσα στὶς ἀνθρώπινες καρδιές. Δεντρὶ ποὺ κανένας διάβολος δὲ᾿ θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ τὸ ξερριζώσῃ. Δεντρὶ γεμᾶτο ἄνθη καὶ καρπούς. Δεντρὶ μὲ εὐεργετικὴ παρουσία μέσα στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἀδελφοί, «Χριστὸς ἀνέστη!».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.