AΡXAIOI KAI NEOI AΓIOI
Ἐπιφανίου, Γερμανοῦ, Θεοδώρου, Ἰω. Βλάχου
12 Μαΐου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
AΡXAIOI KAI NEOI AΓIOI
«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῖς» (Ψαλμ. 67,36)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Ἂν ἀνοίξουμε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, θὰ δοῦμε ὅτι ἑορτάζουν τέσσερις ἅγιοι, ποὺ σὰν ἀστέρια φωτίζουν τὸν οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ προβάλλονται ὡς ὑποδείγματα. Ἔζησαν σὲ διάφορες ἐποχὲς καὶ συνθῆκες, ἀλλὰ μετέχουν ὅλοι στὴν ἴδια ἁγιότητα.
* * *
Ἀρχαιότερος εἶνε ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος ἐπίσκοπος Κύπρου. Τὸν τιμοῦν ἰδιαιτέρως σήμερα στὴ μαρτυρική μας μεγαλόνησο. Τί ἦταν; Ἄνθρωπος. Κανείς δὲ γεννήθηκε ἅγιος· γίνεται ἅγιος. Ἅμα θέλῃ ὁ ἄνθρωπος, ἢ γίνεται ἔνσαρκος ἄγγελος, ἢ κατέρχεται στὴ βαθμῖδα τῶν ζῴων καὶ καταντᾷ χειρότερος καὶ τῶν ζῴων. Γεννήθηκε τὸ 310 στὰ ἅγια μέρη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ γονεῖς Ἑβραίους πτωχοὺς γεωργούς. Γρήγορα τὸν εἵλκυσε ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, προσῆλθε στὸν ἐπίσκοπο Ἐλευθερουπόλεως Λουκιανὸ καὶ ζήτησε τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ἐν συνεχείᾳ ἔζησε ἐκεῖ αὐστηρὰ ζωὴ σὲ μοναστήρι ὡς ἱερεύς. Ἡ φήμη του ὡς μορφωμένου ἀσκητοῦ διεδόθη. Ὅταν στὴν Κύπρο ἐκενώθη ὁ ἀρχιεπισκοπικὸς θρόνος τὸν ἐξέλεξαν ποιμενάρχη τους. Ἔτσι ἔγινε ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τὸ ἔτος 367. Ἔζησε βίον ἅγιον προσευχῆς, νηστείας, μελέτης τῶν Γραφῶν. Μιλοῦσε πέντε γλῶσσες. Ὁ λόγος του καὶ τὰ συγγράμματά του ἦταν μαστίγιο καὶ κεραυνὸς κατὰ τῶν αἱρέσεων. Ἔζησε ἑκατὸ σχεδὸν ἔτη καὶ εἶχε διαύγεια πνεύματος. Στὰ πνευματικά του παιδιά, στοὺς ἱερεῖς καὶ διακόνους, ἔλεγε· Φεύγω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν· ζητῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Παρέδωσε τὸ πνεῦμα μέσα στὸ πλοῖο, καθὼς ἐπέστρεφε στὴν Κύπρο μετὰ ἀπὸ ταξίδι στὴν Κωνσταντινούπολι. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ὡς ἄνθρωπος τότε γιὰ ἕνα διάστημα, ἀπὸ ἀφέλεια, εἶχε παρασυρθῆ καὶ συμφώνησε μ’ ἐκείνους ποὺ ἐξώρισαν τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Στὸ τέλος ὅμως διεπίστωσε τὴν ὑποκρισία καὶ τὶς μηχανορραφίες, ποὺ εἶχαν στηθῆ εἰς βάρος τοῦ μεγάλου ἐκείνου πατρός, καὶ ἀηδιασμένος ἀπεχώρησε. Τὸν ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμὲς στὴν ἐπισκοπή του καὶ ἀργότερα τοῦ ἔκτισαν ναό.
Ὁ ἕνας λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ἁγίους ποὺ ἑορτάζουν σήμερα ἔζησε τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα. Ὁ ἄλλος ἔζησε τὸν 7ο αἰῶνα· εἶνε ὁ ἅγιος Γερμανὸς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Γεννήθηκε περὶ τὸ 640 στὴ Βασιλεύουσα.
Ἦταν παιδὶ μεγάλης καὶ πλουσίας οἰκογενείας. Ἔχασε ὅμως τὸν πατέρα του, τὸν πατρίκιο Ἰουστινιανό, τὸν ὁποῖον ἀδίκως θανάτωσε ὁ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνᾶτος, διότι τὸν θεώρησε συνένοχο στὸν φόνο τοῦ πατέρα του. Καὶ μόνο αὐτό; Τὸ Γερμανό, ποὺ ἔμεινε ὀρφανὸς σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, τὸν ὑπέβαλε διὰ τῆς βίας σὲ ἀπάνθρωπο εὐνουχισμό· ἐν τούτοις, λόγῳ τῆς ἀξίας του, τὸν ἔκανε κληρικό. Ἀλλὰ ὁ Κύριος «ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ» (Ψαλμ. 145,9). Ὁ Θεὸς τὸν προστάτευσε. Λόγῳ τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς μορφώσεώς του ἐξελέγη μητροπολίτης Κυζίκου σὲ ἡλικία 37 ἐτῶν. Καὶ ἀργότερα, τὸ 715, ὅταν ἐχήρευσε ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐξελέγη πατριάρχης μὲ τὴν ἐπιδοκιμασία ὅλων· ἦταν τότε 75 ἐτῶν. Κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπερήσπιζε τὴν ὀρθόδοξο πίστι. Ἀλλὰ τότε ξέσπασε ἡ καταιγίδα τῆς εἰκονομαχίας. Αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ θηριώδης Λέων ὁ Ἴσαυρος, ποὺ ὑποστήριζε τὴν αἵρεσι τῶν εἰκονομάχων. Τὸν κάλεσε καὶ τοῦ ζήτησε νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὰ διατάγματά του· ὁ Λέων θεωροῦσε τὶς ἅγιες εἰκόνες ὡς εἴδωλα. ―Σὲ διατάζω, τοῦ εἶπε, νὰ ξεκρεμάσῃς ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τὶς εἰκόνες. —Τέτοιο πρᾶγμα ἐγὼ δὲν κάνω, ἀπήντησε ὁ πατριάρχης στὸ βασιλιᾶ. Προέτρεψε μάλιστα τὸ λαὸ ν’ ἀντισταθῇ στοὺς ἀσεβεῖς νόμους. Ἡ στάσις αὐτὴ τὸν ὡδήγησε σὲ μεγάλη ῥῆξι μὲ τὸν αὐτοκράτορα, καὶ τέλος ὁ ἅγιος Γερμανὸς ἄφησε τὸ ὠμοφόριό του πάνω στὴν ἁγία τράπεζα, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο, ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα πατρικό του κτῆμα στὴ θέσι Πλατάνι, καὶ ἔζησε ἐκεῖ δέκα ἀκόμη χρόνια. Στὶς 12 Μαΐου τοῦ 740, μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸ Θεό.
Ἔζησαν λοιπὸν ὁ ἕνας ἅγιος στὴν Κύπρο τὸν 4ο αἰῶνα, ὁ ἄλλος στὴν Κωνσταντινούπολι τὸν 7ο αἰῶνα. Ὁ τρίτος ἅγιος ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα στὰ Κύθηρα, ἕνα μικρὸ νησὶ κάτω ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, καὶ λέγεται Θεόδωρος. Γεννήθηκε στὸ Βυζάντιο στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος ῾Ρωμανοῦ (919-948) καὶ ἦρθε στὸ Μοριά. Δὲν ἦταν οὔτε ἐπίσκοπος οὔτε πατριάρχης· ἦταν ἁπλὸς ἀσκητής. Καλλιεργοῦσε τὴ γῆ, ἔβοσκε πρόβατα, μάζευε ἐλιές, κλάδευε ἀμπέλια. Εἶχε ὅμως μέσα του τὸ Θεό. Καὶ ὅποιος πιστεύει καὶ λατρεύει τὸ Θεό, εἶνε χίλιες φορὲς ἀνώτερος κι ἀπὸ βασιλιᾶς. Γιατὶ ὁ Χριστός μας δὲ βλέπει πρόσωπα καὶ ἀξιώματα· βλέπει καρδιές. Κι ὅσο ἀξίζουν ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, δὲν ἀξίζουν μεγάλοι καὶ τρανοί. Αὐτὸς εἶχε ἀξία. Ἡ φήμη του διαδόθηκε καὶ μαζευόταν κόσμος. Ἔτσι ἔζησε· ἀσκήτευσε, ἁγίασε καὶ θαυματούργησε.
Τέλος ὁ τέταρτος ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα ἔζησε τὸν 17ο αἰῶνα. Εἶνε ὁ Ἰωάννης ὁ Βλάχος.Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατίας, ποὺ τὸ γιαταγάνι θέριζε τὰ κεφάλια τῶν Χριστιανῶν. Βλαχία εἶνε ἡ σημερινὴ ῾Ρουμανία, ὅπου ζοῦσαν χιλιάδες Χριστιανοὶ καὶ Ἕλληνες. Ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ Ἰωάννης ἀπὸ γένος ἀρχοντικό. Ἦταν πολὺ νέος, 15 χρονῶν, ὅταν σὲ μία ἐπιδρομὴ τῶν Τούρκων συνελήφθη αἰχμάλωτος. Ἦταν ὡραῖος, καὶ κάποιος ἀγαρηνὸς στρατιώτης τὸν ἀγόρασε μὲ μιαρὸ σκοπὸ νὰ ἀσελγήσῃ πάνω του. Ὁ Ἰωάννης, ἁγνὸς καὶ σώφρων, φοβήθηκε καὶ βρίσκοντας εὐκαιρία θανάτωσε τὸ μιαρὸ Τοῦρκο. Οἱ συνοδοιπόροι του τὸ ἔμαθαν καὶ τὸν παρέδωσαν στὴ γυναῖκα τοῦ φονευθέντος. Αὐτὴ πῆρε ἀπὸ τὸ βεζίρη ἄδεια νὰ τὸν κάνῃ ὅ,τι θέλει. Ἡ πονηρὰ γυναίκα, βλέποντας τὸ κάλλος του, ἔβαλε σκοπὸ νὰ τὸν κάνῃ σύζυγό της. Τοῦ ζητοῦσε μόνο νὰ ἀλλαξοπιστήσῃ καὶ ὑποσχόταν νὰ τοῦ δώσῃ ὅλη τὴν περιουσία της. Ὁ ἅγιος φοβήθηκε. Ἔκανε τὸ σταυρό του νὰ τὸν ἐνισχύσῃ ὁ Χριστός, καὶ ἀρνήθηκε κάθε πρότασι. Ἐκείνη τότε τὸν παρέδωσε στὸν ἔπαρχο, κι αὐτὸς τὸν ἔρριξε στὴ φυλακή. Ὑπέμεινε φρικτὰ μαρτύρια. Τέλος οἱ Τοῦρκοι, βλέποντας ὅτι δὲν κατορθώνουν τίποτα, ζήτησαν ἀπὸ τὸ βεζίρη νὰ τὸν θανατώσουν. Καὶ τέτοια ἅγια ἡμέρα τοῦ ἔτους 1662 τὸν κρέμασαν στὴν ἀγχόνη καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Πλάστη.
* * *
Τέσσερις λοιπὸν ἅγιοι, ποὺ ἔζησαν σὲ διαφόρους καιρούς. Τί δείχνει αὐτό; Ὅτι «᾿Ιησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8), δὲν ἀλλάζει. Λένε μερικοὶ εἰρωνευόμενοι· Αὐτὰ «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»!… Λάθος κάνεις. Πάντοτε, σ᾿ ὅλες τὶς ἐποχές, ὑπάρχουν ἅγιοι.
Ἰδιαιτέρως ἡ Ἑλλὰς εἶνε χώρα ἁγίων καὶ μαρτύρων. Κάθε τόπος ἔχει τὸν ἅγιό του· ἡ Κέρκυρα τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα, ἡ Ζάκυνθος τὸν ἅγιο Διονύσιο, ἡ Κεφαλονιὰ τὸν ἅγιο Γεράσιμο, τὰ Κύθηρα τὸν ἅγιο Θεόδωρο, ἡ Λάρισσα καὶ ἡ Πρέσπα τὸν ἅγιο Ἀχίλλιο κ.ο.κ..
Σήμερα; θὰ ρωτήσετε, εἶνε ἡ χώρα μας χώρα ἁγίων; Ὄχι δυστυχῶς! Γιατί; Διότι γιὰ ν’ ἀποδώσῃ ἕνα χωράφι, θέλει καλλιέργεια· θέλει πότισμα, λίπασμα, ὄργωμα, καὶ πρὸ παντὸς καλὸ σπόρο. Διότι ὅ,τι σπέρνεις θὰ θερίσῃς. Μὲ καταλάβατε; Τί σπέρνουμε λοιπὸν σήμερα; Παλαιότερα δὲν ὑπῆρχε ὅλη αὐτὴ ἡ κακοήθεια καὶ τὰ παιδιὰ ἦταν πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Ἐνῷ τώρα τί ἀκούει καὶ τί δέχεται τὸ παιδί; Εἶδε ποτὲ τὴ μάνα του νὰ γονατίζῃ καὶ νὰ προσεύχεται; παρατήρησε ποτὲ τὸν πατέρα του νὰ νηστεύη, ἄκουσε στὸ σχολεῖο ἀπὸ τὸ δάσκαλο ἢ τὸν καθηγητή του ῥήματα Κυρίου; Ἀπὸ ῥαδιόφωνο, τηλεόρασι, ἔντυπα καὶ ἐφημερίδες τὸ βομβαρδίζουν ἡ ἀθεΐα καὶ ὑλιστικὲς θεωρίες περὶ ἐξελίξεως καὶ καταγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πίθηκο. Μὲ τέτοια σπορὰ τί περιμένουμε νὰ θερίσουμε;
Φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν λησμονήσαμε· ἀπὸ ᾿κεῖ προέρχονται ὅλα τὰ κακά. Τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Θά ᾿ρθῃ ἐποχή, ποὺ θ’ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές». Σήμερα δὲ διαβάζουν Εὐαγγέλιο, βίους ἁγίων καὶ συναξάρια, ἐκκλησία δὲν πατοῦν, ἐξομολόγησι δὲν ἔχουν, θεία κοινωνία δὲ γνωρίζουν. Ἀκόμα καὶ οἱ καμπάνες τοὺς ἐνοχλοῦν.
Μιλῶ ἔξω ἀπὸ τὰ κόμματα. Μὲ γνωρίζετε. Ξέρετε, ὅτι σήκωσα κεφάλι καὶ διαμαρτυρήθηκα στὴ δικτατορία. Δὲν προσκύνησα κανένα. Ἀνήκω στὸ Θεὸ καὶ στὴν Ἑλλάδα. Σᾶς λέγω λοιπόν· Τὰ κόμματα χωρίζουν, ὁ Χριστὸς ἑνώνει! Κοντὰ στὴν Ἐκκλησία, κοντὰ στὸ Θεό, κοντὰ στοὺς ἁγίους μας! Μείνετε πιστοί! Καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, μὴ δειλιάσῃς. Δὲ θὰ νικήσουν οἱ πολλοί, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστὸς καὶ μόνο ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγίου Γερμανοῦ τῆς ὁμωνύμου κοινότητος Πρεσπῶν – Φλωρίνης τὴν 12-5-1985.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.