Αυγουστίνος Καντιώτης



Οικογενεια ειχαμε, τη διαλυουμε. Εκκλησια ειχαμε, την πολεμαμε. Γλωσσα ειχαμε, τη χανουμε. Παιδια ειχε η πατριδα μας, τα σκοτωνουμε

date Αυγ 11th, 2016 | filed Filed under: ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ

Χανουμε τα παντα οι Ελληνες!

Μικρό απόσπαμα ἀπὸ την ερμηνεία της Αγίας Γραφής, σε κύκλο ανδρών
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, το 1975

H ELLAS EN MESΩ ΑΛΛΩΝ ΕΘΝΩΝ

Δυστυχῶς ἕνα – ἕνα χάνουμε τὰ καυχήματά μας. Οἰκογένεια είχαμε, τὴ διαλύουμε. Ἐκκλησία είχαμε, τὴν πολεμᾶμε. Γλῶσσα είχαμε, τὴ χάνουμε. Παιδιὰ εἶχε ἡ πατρίδα μας, τὰ σκοτώνουμε. Γιὰ πηγαίντε κάτω στὸ Ἰσραήλ, καὶ θὰ δῆτε. Μιλᾶνε τὴν ἀρχαία ἰσραηλιτικὴ γλῶσσα.
Ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ὡραιότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου. Τὴ διαβάζουν οἱ Ἄγγλοι, οἱ Ῥῶσοι καὶ ἄλλα ἔθνη, κ᾿ ἐμεῖς τὴν ἀφήνουμε. Ἔξυπνα εἶνε τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος· ἂν τὰ διδάσκαμε, θὰ μποροῦσαν νὰ μιλοῦν ὅπως ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης. Θὰ μποροῦσαν νὰ μιλοῦν τὴν ὡραιότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου. Τώρα οὔτε οἱ φιλόλογοι δὲν τὴν ξέρουν καλά. Ποῦ ν᾿ ἀφήσουν ὅμως τὰ φλὲρτ καὶ ἡ ντόλτσε βίτα, ποῦ ν᾿ ἀφήσουν τὸ σὲξ καὶ ἡ πολιτικολογία, γιὰ νὰ διαβάσουν;
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ κάνουν ἀπεργία καὶ κλείνουν τὰ σχολεῖα. Καλά, γιατί κλείνετε τὰ σχολεῖα, ποιά εἶνε τὰ αἰτήματά σας; Ἂν πρόκειται γιὰ μεγάλα πράγματα, δέκα φορὲς νὰ τὰ κλείσετε· γιὰ τὸ πρόγραμμα τῶν μαθημάτων, ποὺ εἶνε παμπάλαιο, ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο ἑκατὸ ἐτῶν· γιὰ τὰ βιβλία, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται στὶς σημερινὲς ἐπιστημονικὲς ἀξιώσεις· ἤ, ἀκόμη περισσότερο, νὰ τὰ κλείσετε γιατὶ σᾶς πῆρε φαλάγγι ἡ τηλεόρασι. Νὰ τὰ κλείσετε καὶ νὰ τοὺς πῆτε· Δὲν θέλουμε, κύριοι, νὰ είμαστε δάσκαλοι, ἂν δὲν διορθώσετε τὰ προγράμματα τῆς τηλεοράσεως· γιατὶ ὅ,τι κτίζουμε ἐμεῖς στὸ σχολεῖο, τὸ γκρεμίζει ἡ τηλεόρασι.
Ξέρετε τί μπορεῖ νὰ πάθουμε ἐμεῖς; Ὅ,τι ἔπαθαν κάτι ἰθαγενεῖς τῆς Ἀφρικῆς. Μάζευαν μὲ τὶς χοῦφτες τὸ χρυσάφι οἱ ἄγριοι κοντὰ στὰ ποτάμια. Πήγαιναν κατόπιν Ἐγγλέζοι περιηγηταὶ καὶ ἤθελαν νὰ τοὺς τὸ πάρουν. Πονηροὶ οἱ ξένοι καὶ φιλάργυροι, κορόϊδευαν τὰ φτωχαδάκια ἐκεῖνα, ποὺ ζοῦσαν πρωτόγονα καὶ δὲν ἤξεραν τὴν ἀξία τοῦ χρυσοῦ. Τοὺς ἔδιναν κάτι φανταχτερὰ κορδελλάκια, κάτι χάντρες καὶ κάτι γυαλιά, καὶ μ᾿ αὐτὰ ἀντάλλαζαν οἱ ντόπιοι τὸ χρυσάφι. Κάποτε βέβαια ξύπνησαν κι αὐτοί. Τοὺς εἶπε κάποιος ποὺ τοὺς ἀγαποῦσε·
―Βρέ, τί κάνετε; Σᾶς γελοῦν οἱ Εὐρωπαῖοι. Τοὺς δίνετε τὸ χρυσάφι, ποὺ ἔχει ἀξία, καὶ παίρνετε τὰ κουρέλια τους;
―Ἆ, ἔτσι; λένε αὐτοί· μᾶς κοροϊδεύανε τόσο καιρό. Τώρα θὰ δῇς, τί θὰ τοὺς κάνουμε…
Ὕστερα ἀπὸ λίγο ξαναῆρθαν οἱ ξένοι καὶ λένε στὰ φτωχαδάκια·
―Μαζέψατε ἀπὸ ᾿κεῖνα;…
―Ναί, λένε, ἔχουμε μαζέψει ἀρκετά. Καθῆστε ἐδῶ καὶ θὰ σᾶς τὰ φέρουμε.
Καὶ τί τοὺς κάνανε· μάζεψαν τὸ χρυσάφι, τό ᾿ριξαν μέσα σ᾿ ἕνα καζάνι, βάλανε φωτιὰ ἀπὸ κάτω καὶ τὸ ἔλειωσαν. Ἔπειτα κόψανε κάτι ξύλα μπαμποῦ καὶ τὰ κάνανε χωνιά. Πιάσανε μετὰ δυό -τρεῖς ἀπ᾿ αὐτούς, τοὺς ἄνοιξαν τὸ στόμα καὶ τοὺς τὸ ἔρριξαν μέσα λέγοντας·
―Φᾶτε χρυσάφι νὰ χορτάσετε, ἀχόρταγοι ἄνθρωποι!

Ὅλοι λένε, Δός μου! Κ᾿ ἐδῶ στὴν πατρίδα μας ὅλοι σχεδὸν περιμένουν ἀπ᾿ τὸ δημόσιο ταμεῖο. Ἀλλὰ ἔτσι ποῦ θὰ πάῃ κι αὐτὸ τὸ κράτος; Δὲν θ᾿ ἀντέξῃ. Πρέπει λοιπὸν νὰ κοποῦν τὰ περιττά.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.